22.02.2021 - 09:33
Ζούμε στον απόηχο συγκλονιστικών αποκαλύψεων περιστατικών σεξουαλικής βίας. Η Σοφία Μπεκατόρου, με την προ μηνός καταγγελία της, έδωσε βήμα και σε άλλους ανθρώπους να αφηγηθούν τη βία που υπέστησαν. Ιδιαίτερη αίσθηση έκαναν οι καταγγελίες εις βάρος του Πέτρου Φιλιππίδη και τώρα οι καταγγελίες εις βάρος του Δημήτρη Λιγνάδη. Οι τελευταίες αφορούν στη φερόμενη συστηματική κακοποίηση και στο βιασμό έφηβων αγοριών από τον Λιγνάδη, δηλαδή ένα άτομο του περιβάλλοντός τους με υψηλότερη θέση στην κοινωνική ιεραρχία (καθηγητής, σκηνοθέτης).
Νομίζω είναι η κατάλληλη στιγμή να στρέψουμε το ενδιαφέρον από τα πρόσωπα στις δομές και στις πολιτισμικές συνθήκες που οδηγούν στη διαιώνιση της (σεξουαλικής) παιδικής κακοποίησης, η οποία αφενός σπανίως καταγγέλλεται έγκαιρα και αφετέρου δε γίνεται επίκεντρο αποτελεσματικών κρατικών πολιτικών. Θα επιχειρήσω να χαρτογραφήσω κάποιους άξονες δράσεων για την επόμενη μέρα. Το momentum αυτό μπορεί να γίνει αφορμή για νομικούς, εκπαιδευτικούς, πολιτικούς, κοινωνικούς μετασχηματισμούς με κύριο μέλημα την προστασία των παιδιών.
Πρώτος άξονας: Νομοθετική μεταρρύθμιση με στόχο την πρόληψη της επαναθυματοποίησης των παιδιών και την ενθάρρυνση των καταγγελιών. Τα παιδιά στο πλαίσιο της νομικής διαδικασίας επανατραυματίζονται καθώς αναγκάζονται να αφηγηθούν πολλές φορές, σε διαφορετικούς αποδέκτες το οδυνηρό γεγονός της κακοποίησής τους και μάλιστα με έναν τρόπο που δε λαμβάνει υπόψη τις ιδιαίτερες ανάγκες της ηλικίας και της ευάλωτης θέσης τους. Η κατάσταση αυτή, που δεν έχει γίνει αντικείμενο συστηματικής συζήτησης, διαφοροποιείται ριζικά από τη σύσταση του Συμβουλίου της Ευρώπης που συνιστά στις κυβερνήσεις των κρατών-μελών «να παρέχουν ειδικές συνθήκες για τη συλλογή αποδεικτικού υλικού από παιδιά που είναι θύματα ή μάρτυρες σεξουαλικής κακοποίησης με σκοπό να μειωθεί ο αριθμός τόσο των καταθέσεων ενός παιδιού όσο και των ακροαματικών διαδικασιών, στις οποίες συμμετέχουν παιδιά και έτσι να ελαχιστοποιηθεί η βλάβη των θυμάτων, των μαρτύρων και των οικογενειών τους και να αυξηθεί η αξιοπιστία των καταθέσεών τους ενώ θα γίνεται σεβαστή η αξιοπρέπειά τους[1]». Η κατάθεση των παιδιών οφείλει να γίνεται σε κατάλληλους χώρους, σε ειδικά εκπαιδευμένους ανθρώπους, με ερωτήσεις προσαρμοσμένες στην ηλικία και στο προφίλ του παιδιού (αναπηρία, νοητική κατάσταση), μέσα σε ένα πλαίσιο στο οποίο το παιδί, η προσωπικότητά του και τα δικαιώματά του είναι θα είναι σεβαστά. Eίναι φυσικά ευνόητη η αυστηροποίηση των ποινών για τους παιδοβιαστές και τους κακοποιητές των παιδιών.
Δεύτερος άξονας: Εκπαιδευτική μεταρρύθμιση, η οποία θα εντάξει στα αναλυτικά και ωρολόγια προγράμματα με τρόπο συστηματικό και συνεχή την εκμάθηση δεξιοτήτων ζωής και τη ζύμωση με στάσεις που πρέπει να χαρακτηρίζουν την συνύπαρξη μας, όπως η «συναίνεση», ο «αυτοπροσδιορισμός», η «αυτοδιάθεση» και η «ελευθερία», τα «ανθρώπινα δικαιώματα» και ο «σεβασμός». Το παιδί πρέπει να βιώσει (προσέξτε: όχι απλώς να μάθει) από την προσχολική εκπαίδευση ότι το σώμα του τού ανήκει, ότι η γνώμη του είναι σεβαστή, ότι τα βιώματά του έχουν αξία. Μέσα από τη βιωματική και ενσώματη ψυχοκοινωνική εκπαίδευση το παιδί θα κατανοήσει ότι ΜΟΝΟ εκείνο ορίζει το σώμα του. Θα μάθει να αναγνωρίζει την εκμετάλλευση, την υπέρβαση ορίων και πολλώ δε μάλλον την κακοποίηση. Θα πρέπει να εσωτερικεύσει καλά ότι δεν είναι υπεύθυνο για τις κακοποιητικές πράξεις άλλων, ότι δεν τις προκάλεσε, ότι δε φταίει. Θα πρέπει να νιώθει έτοιμο να συζητήσει με τους ενήλικες του περιβάλλοντός για περιστατικά που θίγουν την ελευθερία και την αξιοπρέπειά του. Μέσα από ένα συμπεριληπτικό, σύγχρονο και ειλικρινές μάθημα σεξουαλικής εκπαίδευσης, μέσα από τα καλλιτεχνικά και κοινωνικά μαθήματα το παιδί θα πρέπει να ευαισθητοποιηθεί για κρίσιμα ζητήματα, ώστε όχι μόνο να μπορεί να τα κατανοεί αλλά και να είναι σε θέση να αναζητά βοήθεια και πληροφόρηση. Απαιτείται συνεργασία εκπαιδευτικών διάφορων ειδικοτήτων (π.χ. πληροφορικής για την ασφαλή χρήση στο διαδίκτυο, εικαστικών, θεατρικών και κοινωνικών επιστημών κ.ο.κ). Η ένταξη του μαθήματος σεξουαλικής αγωγής είναι επιτακτική για πολλούς λόγους. Ο Π.Ο.Υ αναφέρεται συγκεκριμένα στην αναγκαιότητα του μαθήματος αυτού για την πρόληψη της σεξουαλικής κακοποίησης. Συγκεκριμένα επισημαίνει πως «η καλής ποιότητας σεξουαλική διαπαιδαγώγηση έχει θετικό αντίκτυπο στις στάσεις και αξίες και μπορεί να εξισορροπήσει τις δυναμικές επιβολής εξουσίας στις σχέσεις οικειότητας, συμβάλλοντας έτσι στην πρόληψη της κακοποίησης και την ενθάρρυνση δημιουργίας συναινετικών συντροφικών σχέσεων που να βασίζονται στον αμοιβαίο σεβασμό.[2]» Τα τελευταία χρόνια η προσπάθεια ένταξης ενός τέτοιου μαθήματος με σταθερό και υποχρεωτικό τρόπο στα σχολεία ήταν άκαρπη, γιατί αφενός υπήρχαν ομάδες πίεσης ενάντια στην ένταξη του μαθήματος (εκκλησία, συντηρητικοί κύκλοι) και αφετέρου γιατί δεν έλαβε τη δέουσα στήριξη από τους εκπαιδευτικούς, τους γονείς, την κοινωνία των πολιτών και τους προοδευτικούς πολίτες εν γένει. Χρειάζεται, επιπλέον, σοβαρή επιμόρφωση των εκπαιδευτικών για να μην ακουστούν αισχρότητες στο πλαίσιο ενός τέτοιου μαθήματος, ανάλογες με αυτές που ακούστηκαν κατά τη διάρκεια της θεματικής εβδομάδας από κάποιους εκπαιδευτικούς, όπως το ότι «οι ομοφυλόφιλοι είναι άρρωστοι». Οι εκπαιδευτικοί που θα αναλάβουν τη διδασκαλία τους είναι ανάγκη να επιμορφωθούν και να υποστηριχτούν, ώστε να μην καταλήξει ένα μάθημα που απλώς θα γεμίζει κενά στα ωρολόγια προγράμματα ορισμένων ειδικοτήτων. Ενδεχόμενες θεματικές ενός τέτοιου μαθήματος το σώμα, τα φύλα, οι σεξουαλικότητες, η φροντίδα, οι διαπροσωπικές σχέσεις, τα όρια, η υποκειμενικότητα, η υγεία και η ασθένεια, οι ερωτικές σχέσεις, η οικογενειακότητα, η μητρότητα, η πατρότητα, η βία, κ.ο.κ. Ας μην ξεχνάμε ότι η παρουσία ενός σύγχρονου διαθεματικού μαθήματος σεξουαλικής εκπαίδευσης βρίσκεται στην αιχμή των αιτημάτων ΛΟΑΤΚΙ και φεμινιστικών συλλογικοτήτων τα τελευταία χρόνια.
Τρίτος άξονας: Διεπιστημονικότητα και Διαθεματικότητα στα σχολεία. Είναι επιβεβλημένο να στελεχωθεί το σχολείο και να πλαισιωθεί ο εκπαιδευτικός με επαγγελματίες ψυχικής υγείας: με μόνιμους ψυχολόγους και κοινωνικούς λειτουργούς, οι οποίοι θα εργάζονται στη σχολική κοινότητα σε προγράμματα πρόληψης, παρέμβασης, ενσυναίθησης και ψυχοεκπαίδευσης. Οι δράσεις αυτές πρέπει να χαρακτηρίζονται από συνέχεια και να μην είναι ευκαιριακές. Χρειαζόμαστε μόνιμους διορισμούς κοινωνικών λειτουργών και ψυχολόγων στα σχολεία με γνώσεις σχολικής και εκπαιδευτικής ψυχολογίας. Τα άτομα αυτά θα λειτουργούν ως άτομα αναφοράς, θα έχουν διαρκή παρουσία στην κοινότητα και θα ασχολούνται με τον σχεδιασμό, την υλοποίηση και την αξιολόγηση προγραμμάτων πρόληψης και παρέμβασης, με τη διασύνδεση των παιδιών με τις κατάλληλες δομές και με τη συνηγορία για τα δικαιώματά τους.
Τέταρτος άξονας: Ενίσχυση και διά βίου εκπαίδευση των επαγγελματιών που εργάζονται με παιδιά, ώστε να μπορούν να διακρίνουν σημάδια κακοποίησης. Μέσα από τα προγράμματα ενημέρωσης επαγγελματικών ομάδων που έρχονται σε συχνή επαφή με τα παιδιά (γιατροί, δάσκαλοι, εισαγγελείς ανηλίκων, αστυνομικοί που υπηρετούν σε υπηρεσίες παιδικής προστασίας, εργαζόμενοι σε Μ.Κ.Ο, κρατικοί λειτουργοί κ.α), θα παρέχονται τα εφόδια ώστε ο ευαισθητοποιημένος επαγγελματίας να μπορεί να αναγνωρίζει και να παραπέμπει τις ενδεχόμενες υποθέσεις σεξουαλικής και όχι μόνο κακοποίησης στις αρχές και τις κοινωνικές υπηρεσίες.
Πέμπτος άξονας: Ενίσχυση Προγραμμάτων Θεραπείας της Παιδικής Σεξουαλικής Κακοποίησης και της έρευνας στον τομέα αυτό. Τα προγράμματα αυτά δε θα πρέπει να στοχεύουν αποκλειστικά στην αντιμετώπιση της παιδικής σεξουαλικής κακοποίησης, δηλαδή να μην εστιάζουν αποκλειστικά και μόνο στην υποστήριξη των παιδιών – θυμάτων, αλλά αντίθετα να προσφέρουν υπηρεσίες και στα άλλα μέλη της οικογένειας και της κοινότητας ώστε να τα βοηθήσουν να αποδεχθούν το γεγονός και να διαχειριστούν τη συναισθηματική αναστάτωση που τους προκαλεί και να ενδυναμώσουν τις κοινωνικές τους σχέσεις. Τέλος, είναι επιβεβλημένη η χρηματοδότηση ερευνών και προγραμμάτων πρόληψης και παρέμβασης του φαινομένου, αλλά και η εμπλοκή ολόκληρης της κοινότητας, ώστε να εκλείψουν τα φαινόμενα όπου οι ένοικοι της πολυκατοικίας σφυρίζουν αδιάφορα στις κραυγές οδύνης ενός παιδιού θεωρώντας τις υποθέσεις αυτές «ιδιωτικές» και «φυσιολογικές».
Ας εκμεταλλευτούμε τη δυναμική αυτή πριν απονευρωθεί, ας συζητήσουμε τώρα για την εκπαίδευση και την προστασία των παιδιών. Οι άνθρωποι διψούν να μάθουν, να συζητήσουν και να αναμετρηθούν με όσα θάβονταν δεκαετίες κάτω από το χαλί: την κακοποίηση, την παρενόχληση, τον βιασμό, την παιδοφιλία. Η συζήτηση για την εκπαίδευση δυστυχώς μονοπωλείται στο επινοημένο πρόβλημα των «αιώνιων φοιτητών» (sic) και στις μεταρρυθμίσεις στο εξεταστικό σύστημα. Στο επίκεντρό της, όμως, όφειλε να είναι η παιδική προστασία και ευημερία. Το τι διδάσκεται στα σχολεία έχει στενή σχέση με το τι κοινωνία επιθυμούμε να διαμορφώσουμε. Οι σχεδιαστές της εκπαιδευτικής πολιτικής μάλλον έχουν μια στενή αντίληψη της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας και στερούνται οράματος.
Είμαστε εμείς, όμως, να κάνουμε θόρυβο και να οραματιστούμε ένα άλλο σχολείο, ακολουθώντας την προτροπή, που είναι γραμμένη σε αθηναϊκό τοίχο: «Κάντε ησυχία όταν τα παιδιά κοιμούνται, όχι όταν τα βιάζουν».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου