Εκτύπωση

της Σοφίας Χατζοπούλου

Με αφορμή τη δήλωση του Μ. Χρυσοχοΐδη «μιλάνε για βία αυτοί που την προκαλούν».

Ας μιλήσουμε για βία.

Βία είναι το παιδί που από την τρυφερή ηλικία μαθαίνει ότι κουβαλά έναν αριθμό που του λέει πόσο αξίζει. Βία είναι το παιδί που λιποθυμά από την πείνα στο σχολείο, το παιδί που περπατά ξυπόλητο μέσα στα λασπόνερα, που του στέρησαν την ομορφιά της θάλασσας και αντικρίζει μόνο θάνατο.

Βία είναι το μεροκάματο που κόβεται κι ο ήχος κάθε πόρτας που κλείνει πίσω σου, βία είναι το σκύψιμο του κεφαλιού και η ανέχεια. Βία είναι η καθημερινή εκμετάλλευση του μόχθου, το αδιάκοπο γύρισμα του τροχού. Βία είναι οι πολυτελείς επαύλεις, τα χρυσαφικά και τα άμφια, οι κορώνες και οι θρόνοι.

Βία είναι το τραγούδι που σου απαγόρευσαν να λες, το γκραφίτί σου που σβήσαν από τον τοίχο. Βία είναι εκείνος που σου λέει «σώπα, μη μιλάς», εκείνος που φωνάζει πάντα «επόμενος» στην ουρά, εκείνος που σου κλείνει τον δρόμο όταν διαμαρτύρεσαι, εκείνος που σου υπαγορεύει τι θα γράψεις και τι θα πεις αν θες να συνεχίσεις να υπάρχεις.

Βία είναι η απελπισμένη μάνα που βγάζει τα παιδιά της από την ανεμοδαρμένη σκηνή για να αυτοπυρποληθεί γιατί δεν μπορεί να τα σώσει από τη μοίρα που σχεδιάζουν γι’ αυτά άλλοι, τρανοί, σε μεγάλες αίθουσες πίνοντας σαμπάνια. Βία είναι να κατηγορείται αμέσως μετά για εμπρησμό…  

Βία είναι να σέρνεις τα κορμιά των άοπλων νέων στο πεζοδρόμιο, να πνίγεις τον λαιμό αυτού που προσπαθεί να μιλήσει ώστε να μην μπορεί πια ούτε καν να αναπνεύσει, να σηκώνεις το όπλο και να χτυπάς ανελέητα και αυτό να το αποκαλείς «νόμο». Βία είναι ο «νόμος του ισχυρού», ο αυταρχισμός και η κακοποίηση, η δικαιοσύνη που κλείνει το μάτι πονηρά στους φρουρούς της.

Βία είναι ο μονόδρομος στον οποίο οδηγούν τον άνθρωπο όλοι εκείνοι που τον κατηγορούν γι’ αυτό. Αυτοί που τον έδεσαν στον ζυγό της εκμετάλλευσης και της υποταγής, που τον μπούκωσαν ψευτιά και υποκρισία, που του στέρησαν τον πραγματικό λόγο και κάθε άλλη επιλογή αυτοκαθορισμού.

Η βία δεν ξεκινά ποτέ με το όπλο στο χέρι.

Η βία γεννιέται κι αναπτύσσεται πίνοντας δηλητηριασμένο γάλα.

Η βία ριζώνει βαθιά σε ένα χώμα στερημένο και καταπατημένο, που ουρλιάζει κάτω από το μυτερά νύχια που το γδέρνουν ολημερίς κι ολονυχτίς.

Η βία δεν έμαθε ποτέ να μιλά. Όσο κι αν προσπάθησε το στόμα να μιλήσει, φιμώθηκε και έτσι έμαθε κι αυτό μόνο να μουγκρίζει.

Η βία δεν ακούει. Δεν ακούει τις φωνές και τα κλάματα, την απελπισία που οπλίζει το χέρι, το μαχαίρι που μέσα σε μια στιγμή μπορεί να αλλάξει φορά και να κοιτάξει κατάματα.