Σε όλο τον 20ο και 21ο αιώνα η εφαρμογή των επιστημονικών και τεχνολογικών επιτευγμάτων στη διαδικασία της κοινωνικής παραγωγής και της εργασίας, οδήγησε στη διεύρυνση των απαιτήσεων για την εκπαίδευση των νέων ανθρώπων. Εμφανές αποτέλεσμα ήταν η μαζικοποίηση της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και η ευρύτερη συμμετοχή των μαθητών στην τριτοβάθμια. Άλλωστε οι ανάγκες της παραγωγής, μετά τη Βιομηχανική Επανάσταση, οδήγησαν σταδιακά στην διεύρυνση της παιδείας για όλα τα παιδιά.
Έτσι στην ελληνική κοινωνία στην πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα καταγράφονται 9% πτυχιούχοι Πανεπιστημίου, 6% πτυχιούχοι ΤΕΙ και 25% απόφοιτοι Μέσης και Τεχνικής Εκπαίδευσης. Σε όσο βαθμό δηλαδή η ελληνική καπιταλιστική ανάπτυξη εξελίσσονταν απρόσκοπτα και οι δημόσιες υπηρεσίες λειτουργούσαν σε μια κατεύθυνση συνεχούς ανάπτυξης, τόσο οι απόφοιτοι της ανώτερης και ανώτατης παιδείας απορροφόνταν στην παραγωγή των διαφόρων κλάδων της οικονομίας χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα.
Βαθμιαία βέβαια άρχισε να αναπτύσσεται μια τάση «προλεταριοποίησης» της διανοητικής εργασίας με τη διολίσθησή της στη μισθωτή, που συνεχώς διογκωνόταν, παρόλο που η διάκριση στον καπιταλιστικό καταμερισμό εργασίας παρέμενε σε εργατική τάξη της εκτελεστικής εργασίας και στα πιο προνομιούχα στρώματα της διανοητικής. Σε κάθε περίπτωση πάντως οι διαδικασίες της ταξικής επιλογής στο αστικό σχολείο λειτουργούσαν αδιατάρακτα, όπως και ο καταμερισμός εργασίας μέσα στο εργοστάσιο. Επομένως τα στρώματα της επιστημονικής μισθωτής εργασίας διαπλέκονταν σε συμμαχίες με την αστική τάξη ή τα μεσαία στρώματα, ενώ η σχέση τους με την εργατική τάξη και το αριστερό κίνημα ήταν υποτονική.
Αλλά η κοινωνική κατάσταση της διανοητικής εργασίας άρχισε να μεταλλάσσεται ραγδαία με την έκρηξη της οικονομικής κρίσης του μεγάλου κεφαλαίου και τη σταδιακή ώθηση της πλειονότητας της νεολαίας, που αποφοίτησε από τα πανεπιστημιακά και τεχνολογικά ιδρύματα, σε ανεργία και υποαπασχόληση, σε ποσοστό που αγγίζει το 65%. Τελευταία μάλιστα απαντάται η «έξοδός» της στις αναπτυγμένες ευρωπαϊκές χώρες με ραγδαίους ρυθμούς. Κατά συνέπεια το μορφωτικό κεφάλαιο που συνεχίζει να παράγεται, γιατί συνεχίζει να έχει ζήτηση στα λαϊκά στρώματα, εμφανίζεται να «περισσεύει».
Εφόσον λοιπόν η καπιταλιστική ανάπτυξη μπλοκάρεται από την οικονομική κρίση, ώστε η ανεργία να εκτοξεύεται στο 27%, εκλείπει πλέον και η αναγκαιότητα διεύρυνσης του μορφωτικού κεφαλαίου της χώρας. Αυτός ο λόγος σε συνδυασμό με τη μείωση στο ελάχιστο των δημοσίων δαπανών για την εκπαίδευση, όπως και για το σύνολο των κοινωνικών αγαθών, οδηγούν στην αντιδραστική μετάλλαξη του Λυκείου. Έτσι καθιερώνονται οι αλλεπάλληλες πανελλαδικές εξετάσεις και για τις τρεις τάξεις του Λυκείου και παράλληλα διατηρούνται οι εξετάσεις για την εισαγωγή στο Πανεπιστήμιο. Μια τέτοια «μεταρρύθμιση» οξύνει τον ταξικό χαρακτήρα του καπιταλιστικού σχολείου, στο βαθμό που τα παιδιά πρώτα των εργατικών συνοικιών και των απομονωμένων περιοχών της χώρας θα υφίστανται τη σχολική διαρροή.
Η κατάσταση γίνεται πιο δραματική, εφόσον αυτή η μεγάλη σχολική διαρροή δεν θα κατευθύνεται στην Τεχνική Εκπαίδευση, που οδηγείται στη διάλυση, όπως δείχνουν οι τελευταίες αντισυνταγματικές απολύσεις διδασκόντων σε τμήματα με τη μεγαλύτερη ζήτηση από τους μαθητές. Άλλωστε η Τεχνική Εκπαίδευση στη νεοελληνική εκπαιδευτική πραγματικότητα ήταν «παιδί ενός κατώτερου παιδιού», στο μέτρο που η καπιταλιστική εργοδοσία δεν επιθυμούσε την ένταξη στην παραγωγή τεχνικών εφοδιασμένων με ουσιαστικούς τίτλους σπουδών, αλλά προτιμούσε την ανάδειξη τεχνιτών μέσα από την έμπρακτη παραγωγική μαθητεία.
Από την άλλη πλευρά η πιο μαζική πρόσβαση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση και ο σχετικός εκδημοκρατισμός, που ίσχυαν πριν την εκδήλωση της καπιταλιστικής κρίσης, εγκυμονεί σήμερα τον κίνδυνο να παράγεται ένα επιστημονικό δυναμικό, που δεν θα βρίσκει επαγγελματικές παραγωγικές διεξόδους. Αυτό όμως το φαινόμενο μπορεί να πυροδοτήσει κοινωνικές κινητοποιήσεις, στις οποίες ο ρόλος της νεολαίας θα είναι καθοριστικός. Άλλωστε η παρουσία της διανοούμενης νεολαίας ήταν εντονότατη στις εξεγέρσεις, που σημειώθηκαν διεθνώς, από την πλατεία Ταχρίρ μέχρι την πλατεία ντελ Σολ και από την πλατεία Συντάγματος μέχρι την πλατεία Ταξίμ, όπου ο λαϊκός «δήμος» επιχείρησε να ανακαταλάβει την «αγορά». Γιατί, αν οι μάζες των ανέργων αδυνατούν να καταλάβουν τις αιτίες της κοινωνικής τους κατάστασης και υιοθετούν στάσεις «μοιρολατρίας» και υποκειμενικής «απαξίωσης», η νεολαιίστικη διανόηση, που βρίσκεται στο τέλμα των επαγγελματικών αδιεξόδων, είναι σε θέση να αντιδράσει αποτελεσματικότερα στην κοινωνική κατάσταση που αντιμετωπίζει. Πολύ περισσότερο, όταν οι νέοι αυτοί όχι μόνο δεν «προλεταριοποιούνται» σήμερα, όπως συνέβαινε προηγουμένως, αλλά αντιμετωπίζουν την εξώθηση στο περιθώριο, την απώλεια των προοπτικών της ζωής και του μεγαλύτερου από τα ατομικά δικαιώματα, της εργασίας.
Επομένως το τμήμα αυτό της διανοούμενης νεολαίας, με τον εν δυνάμει ριζοσπαστικό και εξεγερτικό ρόλο, αντιπροσωπεύει ανοικτό στόχο της μνημονιακής κυβέρνησης. Για αυτό με την αντιλαϊκή μεταρρύθμιση του Λυκείου που προωθεί, περιορίζει καίρια τον αριθμό των μαθητών, που προέρχονται από την εργατική τάξη και προσπαθούν να ξεπεράσουν τα εμπόδια των συνεχών εξεταστικών φραγμών, για να διεκδικήσουν με αξιώσεις μία θέση στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση. Έτσι η επιδίωξή της έχει πολιτικά, αλλά και ιδεολογικά χαρακτηριστικά. Ο μορφωμένος άνεργος νέος έχει επιστημονική επίγνωση του κοινωνικού αδιεξόδου στο οποίο ωθείται, άρα μπορεί εύκολα να οδηγηθεί σε ρηξικέλευθες και ανατρεπτικές πρακτικές, ενώ ο νέος που έχει απομακρυνθεί από την Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, βιώνει το επαγγελματικό και κοινωνικό αδιέξοδο ως «προσωπική αποτυχία και ανικανότητα» και αποτρέπεται από την άσκηση μιας ριζοσπαστικής και ανατρεπτικής πρακτικής.
Επομένως αυτός είναι ένας ακόμη λόγος για τον εκπαιδευτικό κόσμο, τη νεολαία και την κοινωνία γενικότερα, για να αποτρέψουν τη διάλυση του Δημόσιου Σχολείου, αλλά και να ανατρέψουν την μνημονιακή κυβέρνηση, που την προκαλεί.
*Η Αθανασιάδου Μυρσίνη είναι εκπαιδευτικός
alfavita
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου