Μελέτη ΙΟΒΕ: Υψηλές φιλοδοξίες μαθητών για Τριτοβάθμια Εκπαίδευση, χαμηλές για μισθούς...
Την τεκμηρίωση συμπερασμάτων για την Παιδεία στη χώρα μας που όλοι διαισθητικά προσεγγίζουμε, όπως ότι η πιθανότητα ένα παιδί που γεννήθηκε από γονείς με σχετικά χαμηλό μορφωτικό επίπεδο να λάβει πολύ υψηλό μορφωτικό επίπεδο περιορίζεται σε 14% στην Ελλάδα, η οποία στο θέμα αυτό κατατάσσεται στην 31η ανάμεσα σε 36 οικονομίες υψηλού εισοδήματος, φέρνει μελέτη που εκπόνησε το ΙΟΒΕ με την υποστήριξη του Ελληνικού Παρατηρητηρίου του London School of Economics and Political Science - LSE.
Από τη μελέτη που παρουσιάζει σήμερα το alfavita.gr, προκύπτει ακόμα ότι οι μαθητές που προέρχονται από υψηλότερα κοινωνικοοικονομικά στρώματα καταγράφουν σημαντικά υψηλότερους βαθμούς στους διαγωνισμούς PISA του ΟΟΣΑ, αλλά και ότι ενώ οι φιλοδοξίες των μαθητών στην Ελλάδα για πανεπιστημιακές σπουδές είναι πολύ υψηλές (6η θέση ανάμεσα σε 42 χώρες μέλη του ΟΟΣΑ και ΕΕ) τα «φτερά» τους κόβονται όταν φτάνουμε στην προσδοκία υψηλών αμοιβών: Οι φιλοδοξίες για απασχόληση σε επαγγέλματα υψηλού εισοδήματος1 φέρνουν τη χώρα μόλις στη 36η θέση ανάμεσα στις 42 χώρες της μελέτης...
Η μελέτη, με τίτλο "Διαγενεακή κινητικότητα στην εκπαίδευση: Κοινωνικο-οικονομικoί παράγοντες, επιδόσεις και επαγγελματικά σχέδια των μαθητών στην Ελλάδα" που παρουσιάστηκε χτες έχει ως συγγραφική ομάδα τους: Νίκος Βέττας (ΙΟΒΕ, ΟΠΑ) Svetoslav Danchev (IOBE, ACG) Γεώργιος Γατόπουλος (ΙΟΒΕ, ACG) Νίκη Καλαβρέζου (ΙΟΒΕ) και τα μπορείτε να την κατεβάσετε όλη ΕΔΩ
Ποια είναι τα εμπόδια;
* Η πρόσβαση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση εξαρτάται από τις επιδόσεις στις πανελλαδικές εξετάσεις, αλλά συνήθως είναι ανοιχτή χωρίς απαίτηση για δίδακτρα. Ωστόσο, υπάρχουν διάφορα εμπόδια στην ισότιμη πρόσβαση.
* Οι μαθητές που προέρχονται συμμετοχής από οικογένειες επαγγελματιών έχουν σημαντικά υψηλότερα ποσοστά συμμετοχής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.
* Σχολές με υψηλή ζήτηση (Ιατρική, Νομική, Πολυτεχνικές σχολές) καλύπτονται κυρίως από ανώτερα και ανώτερα/μεσαία στρώματα, ενώ σχολές με λιγότερο ελπιδοφόρες προοπτικές παρακολουθούνται κυρίως από φοιτητές που προέρχονται από κατώτερα/κατώτερα- μεσαία στρώματα
* Ως εκ τούτου, είναι δυσκολότερο για τους μειονεκτούντες μαθητές να βελτιώσουν τη σχετική κοινωνική τους θέση εντός της γενιάς τους, παρά την απόλυτη βελτίωση σε σύγκριση με τα εκπαιδευτικά επιτεύγματα των γονιών τους
* Η ανισότητα έχει μετατοπιστεί σε ανώτερα εκπαιδευτικά επίπεδα, όπως τα μεταπτυχιακά προγράμματα (που συχνά απαιτούν δίδακτρα) και τα διδακτορικά
* Μεγάλο μέρος του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος λειτουργεί σε κατάσταση απομόνωσης από τις πραγματικές ανάγκες της οικονομίας και της αγοράς εργασίας
* Στον ιδιωτικό τομέα, η διαφορά στην πιθανότητα εύρεσης εργασίας είναι περιορισμένη για επίπεδα εκπαίδευσης χαμηλότερα από το μεταπτυχιακό (η συσχέτιση είναι ισχυρότερη στον δημόσιο τομέα)
* Επίσης, η μεταδευτεροβάθμια, μη τριτοβάθμια εκπαίδευση δεν φαίνεται να βελτιώνει τις πιθανότητες απασχόλησης, σε σύγκριση με την ανώτερη δευτεροβάθμια εκπαίδευση (ΙΟΒΕ, 2018)
* Πολύ μεγάλες δαπάνες νοικοκυριών για φροντιστήρια που προετοιμάζουν τους μαθητές για τις εξετάσεις που διασφαλίζουν την εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση
* Παράλληλα, τα ιδιωτικά μαθήματα γίνονται ολοένα και πιο διαδεδομένα και στους μικρότερους σε ηλικία μαθητές
* Υπολογίζεται ότι τα νοικοκυριά με παιδιά στην κατώτερη και ανώτερη δευτεροβάθμια εκπαίδευση δαπανούσαν ετησίως πάνω από 900 εκατομμύρια ευρώ (0,5% του ΑΕΠ) για ιδιαίτερα μαθήματα εν μέσω κρίσης (το 2016) εξαιρουμένων των διδάκτρων των ιδιωτικών σχολείων (ΙΟΒΕ, 2019)
Επίσης, προκύπτει έντονη διαφορά στις προσδοκίες των μεταναστών για παρακολούθηση τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στην Ελλάδα, αλλά όχι στον μέσο όρο του ΟΟΣΑ-ΕΕ
Αναλυτικά η μελέτη του ΙΟΒΕ
Η εκπαίδευση παίζει κεντρικό ρόλο στην κοινωνική κινητικότητα. Το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα θεωρείται ότι για δεκαετίες λειτούργησε ως μηχανισμός διαγενεακής κοινωνικής κινητικότητας, κυρίως ανοδικής. Η Ελλάδα παρουσιάζει ένα σχετικά υψηλό επίπεδο διαγενεακής κινητικότητας στην εκπαίδευση, σε σύγκριση με άλλες Ευρωπαϊκές χώρες, οριζόμενη ως το ποσοστό των πολιτών που επιτυγχάνουν υψηλότερο επίπεδο εκπαίδευσης από αυτό των γονιών τους. Παρά την σχετικά καλή αυτή επίδοση, η διαγενεακή μεταφορά της κοινωνικοοικονομικής θέσης και των ανισοτήτων παραμένουν, όπως συμβαίνει και στις περισσότερες χώρες ανά τον κόσμο. Μεταξύ των αιτιών περιλαμβάνονται οι άνισες προοπτικές που ανοίγονται από την πληθώρα των επιλογών τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στην Ελλάδα, καθώς και η επιμήκυνση του μέσου ακαδημαϊκού βίου. Επιπλέον, παρά το ότι η φοίτηση στα πανεπιστήμια είναι κατά βάση δωρεάν, η πρόσβαση στην πανεπιστημιακή εκπαίδευση είναι βασίζεται σε εξετάσεις που συνεπάγεται ότι μαθητές με υποδεέστερες επιδόσεις έχουν άνισες προοπτικές στη ζωή τους. Η μελέτη επικεντρώνεται σε τρεις άξονες: (α) τον ρόλο της κοινωνικοοικονομικής θέσης και άλλων σημαντικών παραγόντων στις γνωσιακές επιδόσεις και τα μελλοντικά επαγγελματικά πλάνα των μαθητών της ελληνικής δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης (β) τις διαχρονικές τάσεις λαμβάνοντας υπόψη την πρόσφατη οικονομική κρίση (γ) τις δυνητικές διαφορές από άλλες χώρες των ΕΕ/ΟΟΣΑ για την επίδραση κοινωνικοοικονομικών και άλλων παραγόντων στη διαγενεακή εκπαιδευτική κινητικότητα. Βρήκαμε μεγάλες και σημαντικές συσχετίσεις μεταξύ των βαθμολογιών των μαθητών και ορισμένων στοιχείων κοινωνικοοικονομικού και γονεϊκού υπόβαθρου που φαίνεται να έχουν μεγαλύτερη σημασία για τα παιδιά: εκπαιδευτικοί και πολιτιστικοί πόροι στο σπίτι και συναισθηματική υποστήριξη από τους γονείς. Η κοινωνικοοικονομική θέση των γονέων φαίνεται να διοχετεύεται στα παιδιά μέσω αυτών των πολιτιστικών και συναισθηματικών οδών, αλλά και μέσω της φοίτησης σε ιδιωτικά σχολεία. Η σχέση μεταξύ του κοινωνικοοικονομικού υπόβαθρου και των επιδόσεων των μαθητών είναι εμφανής, στατιστικά σημαντική και γενικά σταθερή πριν, κατά τη διάρκεια και μετά την Ελληνική κρίση, αναδεικνύοντας την ανάγκη για μια συνεκτική στρατηγική για την άμβλυνση των ανισοτήτων στην εκπαίδευση. |
Η Ελλάδα κατατάσσεται υψηλά με βάση τον δείκτη απόλυτης διαγενεακής κινητικότητας στην εκπαίδευση (στην 10η θέση ανάμεσα σε 36 οικονομίες υψηλού εισοδήματος), αλλά χαμηλά με βάση τους δείκτες σχετικής διαγενεακής κινητικότητας (στην 31η και 34η θέση στην ανοδική και καθοδική κατεύθυνση αντίστοιχα).
Οι μαθητές που προέρχονται από υψηλότερα κοινωνικοοικονομικά στρώματα καταγράφουν σημαντικά υψηλότερους βαθμούς στους διαγωνισμούς PISA του ΟΟΣΑ, ωστόσο, συγκρινόμενη με άλλες χώρες της Ε.Ε. και του ΟΟΣΑ, η Ελλάδα κατατάσσεται σχετικά χαμηλά με βάση τη σχέση μεταξύ των κοινωνικοοικονομικών χαρακτηριστικών των 15-χρονων μαθητών και των επιδόσεών τους στο Πρόγραμμα PISA.
Πολύ υψηλά καταγράφονται οι φιλοδοξίες των μαθητών στην Ελλάδα για πανεπιστημιακές σπουδές (6η θέση ανάμεσα σε 42 χώρες μέλη του ΟΟΣΑ και ΕΕ) και πολύ χαμηλά οι φιλοδοξίες για απασχόληση σε επαγγέλματα υψηλού εισοδήματος1 (36η θέση).
Το θέμα της κοινωνικής κινητικότητας στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα εξετάζει μελέτη του Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ), η οποία παρουσιάστηκε χθες σε εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε στο Electra Metropolis Athens. Η μελέτη με τίτλο «Διαγενεακή κινητικότητα στην εκπαίδευση: Κοινωνικοοικονομικοί παράγοντες που καθορίζουν τις επιδόσεις και τα επαγγελματικά σχέδια των μαθητών στην Ελλάδα» εκπονήθηκε με την υποστήριξη του Ελληνικού Παρατηρητηρίου του London School of Economics and Political Science (LSE).
Η μελέτη έχει ως στόχο την αξιολόγηση του ρόλου του κοινωνικοοικονομικού υπόβαθρου στις γνωστικές επιδόσεις και τα μελλοντικά σχέδια των μαθητών δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης στην Ελλάδα, σε ένα διαχρονικό και συγκριτικό με άλλες χώρες πλαίσιο. Για το σκοπό αυτό, αξιοποιήθηκε μεγάλο εύρος δεδομένων από το Πρόγραμμα για τη Διεθνή Αξιολόγηση Μαθητών (PISA) του Οργανισμού για την Οικονομική Συνεργασία και Ανάπτυξη (ΟΟΣΑ).
Βασικό συμπέρασμα της μελέτης είναι ότι το κοινωνικοοικονομικό υπόβαθρο των μαθητών δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης στην Ελλάδα, συμπεριλαμβανομένων των χαρακτηριστικών των γονιών τους και του νοικοκυριού στο οποίο διαβιούν, παρουσιάζει σημαντική συσχέτιση με τις επιδόσεις τους στο Πρόγραμμα PISA αλλά και με τις μελλοντικές τους επαγγελματικές φιλοδοξίες.
Τα κύρια ευρήματα της μελέτης συνοψίζονται στα εξής σημεία:
Το 70% των παιδιών που γεννήθηκαν τη δεκαετία του 1980 στην Ελλάδα πέτυχαν υψηλότερο επίπεδο εκπαίδευσης από τους γονείς τους, ως αποτέλεσμα της σημαντικής διεύρυνσης του εκπαιδευτικού συστήματος τις τελευταίες 4 δεκαετίες στη χώρα. Με βάση τον συγκεκριμένο δείκτη απόλυτης διαγενεακής κινητικότητας στην εκπαίδευση, η Ελλάδα κατατάσσεται υψηλά σε διεθνείς κατατάξεις (10η θέση ανάμεσα σε 36 οικονομίες υψηλού εισοδήματος).
Ωστόσο, η διεύρυνση του εκπαιδευτικού συστήματος δεν οδήγησε σε σημαντική μείωση των κοινωνικών ανισοτήτων. Η πιθανότητα ένα παιδί που γεννήθηκε από γονείς με σχετικά χαμηλό μορφωτικό επίπεδο (στο κάτω μισό της κατανομής) να λάβει πολύ υψηλό μορφωτικό επίπεδο (δηλ. να βρεθεί στο υψηλότατο τεταρτημόριο της κατανομής) περιορίζεται σε 14% στην Ελλάδα. Με βάση τη συγκεκριμένη πιθανότητα, η Ελλάδα κατατάσσεται στην 31η ανάμεσα σε 36 οικονομίες υψηλού εισοδήματος.
Οι επιδόσεις των 15-χρονων μαθητών στο Πρόγραμμα PISA αλλά και τα μελλοντικά τους σχέδια συσχετίζονται με την κοινωνικοοικονομική θέση των γονέων, η οποία διοχετεύεται στα παιδιά κυρίως μέσω πολιτιστικών και εκπαιδευτικών οδών και αγαθών, του βαθμού γονεϊκής συναισθηματικής υποστήριξης, αλλά και μέσω του τύπου των σχολείων στα οποία φοιτούν οι μαθητές (δημόσια ή ιδιωτικά).
Το μεταναστευτικό υπόβαθρο των μαθητών και οι εμπειρίες σχολικού εκφοβισμού παρουσιάζουν σημαντικές αρνητικές συσχετίσεις με τα γνωστικά αποτελέσματα και τα σχέδια των μαθητών για το μέλλον.
Αποκαλύφθηκαν επίσης διαφορές ανά γνωστικό πεδίο ανάλογα με το φύλο. Το γεγονός αυτό αποτελεί ένδειξη ότι ο τομεακός διαχωρισμός στην εκπαίδευση και την απασχόληση μεταξύ ανδρών και γυναικών ξεκινά από πολύ μικρή ηλικία.
Στην Ελλάδα, η σχέση μεταξύ του κοινωνικοοικονομικού υπόβαθρου και των επιδόσεων των μαθητών είναι εμφανής και γενικά σταθερή διαχρονικά.
Συγκρινόμενη με άλλες χώρες της Ε.Ε. και του ΟΟΣΑ, η Ελλάδα δεν αποτελεί εξαίρεση όσον αφορά τη σχέση μεταξύ των κοινωνικοοικονομικών χαρακτηριστικών των μαθητών και των επιδόσεών τους στο Πρόγραμμα PISA.
Στον σχετικά χαμηλό βαθμό διαγενεακής κινητικότητας που παρατηρείται στη χώρα σημαντική συνεισφορά έχουν κοινωνικοοικονομικοί παράγοντες που επιδρούν στην πορεία των μαθητών μετά την ολοκλήρωση του υποχρεωτικού κύκλου εκπαίδευσης. Σε αυτούς τους παράγοντες ενδέχεται να περιλαμβάνονται οι υψηλές δαπάνες για φροντιστήρια για είσοδο σε πανεπιστημιακές σχολές υψηλής ζήτησης και για μεταπτυχιακές σπουδές στο εξωτερικό, ο ενισχυμένος ρόλος των κοινωνικών δεσμών των γονέων για την εξασφάλιση της εισόδου των παιδιών τους στην αγορά εργασίας και η ιδιαίτερη δομή της ελληνικής οικονομίας (υψηλό μερίδιο οικογενειακών επιχειρήσεων, επαγγελματικών γραφείων και αυτοαπασχολούμενων).
Η δυσκολότερη είσοδος σε επαγγέλματα υψηλού εισοδήματος στην Ελλάδα αντανακλάται στο χαμηλό επίπεδο των σχετικών φιλοδοξιών που καταγράφουν οι 15-χρονοι μαθητές στη χώρα. Μόλις το 22,9% των μαθητών στην Ελλάδα δηλώνουν ότι σκοπεύουν να ακολουθήσουν ένα από αυτά τα επαγγέλματα, έναντι 30,1% κατά μέσο όρο στον ΟΟΣΑ. Με βάση το συγκεκριμένο ποσοστό, η Ελλάδα κατατάσσεται στην 36η θέση, ανάμεσα σε 42 χώρες μέλη του ΟΟΣΑ και ΕΕ.
Από τα ευρήματα της μελέτης προκύπτει ότι το εκπαιδευτικό σύστημα θα μπορούσε να ωφεληθεί από μια σειρά παρεμβάσεων που θα έχουν ως στόχο την άμβλυνση των παρατηρούμενων ανισοτήτων στις επιδόσεις του μαθητικού πληθυσμού στην Ελλάδα. Απώτερο στόχο αποτελεί η ενίσχυση της διαγενεακής κινητικότητας στην εκπαίδευση αλλά και ευρύτερα, ώστε οι μαθητές να απολαμβάνουν ισότιμες προοπτικές για το μέλλον τους ανεξάρτητα από το κοινωνικοοικονομικό υπόβαθρο των γονιών τους.
Στο πλαίσιο αυτό, η μελέτη καταλήγει σε μια σειρά προτάσεων – προτεραιοτήτων πολιτικής, στις ακόλουθες κατευθύνσεις:
Σχεδιασμός ή επέκταση προγραμμάτων με στόχο την παροχή κινήτρων για την απόκτηση εκπαιδευτικών και πολιτιστικών αγαθών στο επίπεδο του νοικοκυριού.
Αποτελεσματική εφαρμογή οικογενειακών πολιτικών για την περαιτέρω ενίσχυση της ισορροπίας μεταξύ επαγγελματικής και οικογενειακής ζωής.
Δημιουργία υπηρεσιών ψυχοκοινωνικής υποστήριξης πλήρους απασχόλησης στο επίπεδο του σχολείου, με την παράλληλη ανάπτυξη και εφαρμογή αποτελεσματικών πρωτοκόλλων ενάντια του εκφοβισμού και επιμόρφωση των εκπαιδευτικών.
Αναβάθμιση των εκπαιδευτικών υπηρεσιών των δημόσιων σχολείων (χαρτογράφηση των αναγκών σε ανθρώπινο δυναμικό και υποδομές σε εθνικό επίπεδο, αξιολόγηση εκπαιδευτικού υλικού και υπηρεσιών, παροχή πρόσθετων εκπαιδευτικών πόρων σε σχολεία με χαμηλές επιδόσεις).
Επαρκή και αποτελεσματικά προγραμμάτων επαγγελματικού προσανατολισμού σε όλα τα σχολεία με στόχο την προετοιμασία των μαθητών έναντι των σύγχρονων προκλήσεων στην αγορά εργασίας, την καταπολέμηση του τομεακού διαχωρισμού με βάση το φύλο και την υποστήριξη και καθοδήγηση των παιδιών από ευάλωτες κοινωνικές ομάδες.
Στη συζήτηση που ακολούθησε της παρουσίασης συμμετείχαν ο Γιάννης Αντωνίου, Πρόεδρος του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής, ο Αποστόλης Δημητρόπουλος, Πρώην Γενικός Γραμματέας Ανώτατης Εκπαίδευσης στο Υπουργείο Παιδείας, η Χρύσα Σοφιανοπούλου, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Χαροκόπειου Πανεπιστημίου και Εθνική Συντονίστρια του προγράμματος PISA, ενώ τη συζήτηση συντόνισε ο Νίκος Βέττας, Γενικός Διευθυντής ΙΟΒΕ & Καθηγητής Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών.
1 Για τους σκοπούς της μελέτης, ως επαγγέλματα υψηλού εισοδήματος ορίζονται τα ανώτερα διευθυντικά και διοικητικά στελέχη, οι μηχανικοί, οι αρχιτέκτονες, οι ιατροί, οι κτηνίατροι, οι οδοντίατροι, οι δικηγόροι, οι δικαστές και άλλοι επαγγελματίες του νομικού κλάδου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου