Πέμπτη 29 Ιουλίου 2021

 

Στο γκέτο της Βαρσοβίας, ο Janusz Korczak, μην μπορώντας να σώσει τα ορφανά που είχε υπό την προστασία του, τα ακολούθησε στο θάνατο. Ο Henryk Goldszmit, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα, γεννήθηκε το 1878 στη Βαρσοβία σε μια αφομοιωμένη εβραϊκή οικογένεια, σπούδασε ιατρική κι αργότερα ίδρυσε ένα εβραϊκό ορφανοτροφείο, ενώ παράλληλα έγραψε παιδικά βιβλία που γνώρισαν μεγάλη επιτυχία. Όταν στις 5 Αυγούστου 1942 οι Γερμανοί ήρθαν να πάρουν τα 192 ορφανά από το γκέτο, ο Korczak αποφάσισε να πάει μαζί τους.
Ο Joshua Perle, αυτόπτης μάρτυρας, περιέγραψε την πορεία του Korczak και των παιδιών μέσα από το γκέτο ως εξής:
«…Έγινε θαύμα. Διακόσια παιδιά δεν έκλαψαν. Διακόσιες αγνές ψυχές,καταδικασμένες σε θάνατο, δεν έκλαψαν. Κανείς δεν το έβαλε στα πόδια. Κανείς δεν προσπάθησε να κρυφτεί. Κρεμάστηκαν από τον δάσκαλο και μέντορά τους, τον πατέρα και αδελφό τους, τον Janusz Korczak, για να τα προστατεύσει και να τα διαφυλάξει. Ο Janusz Korczak προχωρούσε με το κεφάλι μπροστά, κρατώντας ένα παιδικό χεράκι, χωρίς καπέλο, με μια δερμάτινη ζώνη γύρω απ’ τη μέση και ψηλές μπότες. Διακόσια παιδιά, ντυμένα με καθαρά και φροντισμένα ρούχα, ακολουθούσαν κάποιες νοσοκόμες, καθώς πορεύονταν στο βωμό…Τα παιδιά ήταν περικυκλωμένα από Γερμανούς, Ουκρανούς και Εβραίους αστυνομικούς. Τα μαστίγωναν και τα πυροβολούσαν. Ακόμη κι οι πέτρες του δρόμου έκλαιγαν βλέποντας αυτή την πομπή.»
Στο βιβλίο Ο Πιανίστας του Wladyslaw Szpilman υπάρχει η ακόλουθη αναφορά:
“Μια μέρα, γύρω στις 5 Αυγούστου, έκανα ένα σύντομο διάλειμμα από τη δουλειά και περπατώντας στην οδό Γκέζια έτυχε να δω τον Janusz Korczak και τα ορφανά του να εγκαταλείπουν το γκέτο. Η εντολή για την εκκένωση του εβραϊκού ορφανοτροφείου είχε δοθεί εκείνο το πρωΐ . Μόνο τα παιδιά έπρεπε να φύγουν. Εκείνος μπορούσε να σωθεί και με δυσκολία κατάφερε να πείσει τους Γερμανούς να τον πάρουν. Είχε περάσει πολλά χρόνια της ζωής του με τα παιδιά και τώρα, σ’ αυτό το τελευταίο ταξίδι, δεν μπορούσε να τα αφήσει μόνα. Ήθελε να τα διευκολύνει. Είπε στα ορφανά ότι θα πήγαιναν στην εξοχή, γι’ αυτό έπρεπε να είναι χαρούμενα. Θα μπορούσαν επιτέλους να αφήσουν τα φρικτά, αποπνικτικά τείχη της πόλης και να πάνε σε λιβάδια με λουλούδια, σε χείμαρρους στους οποίους θα βουτούσαν, σε δάση γεμάτα φράουλες και μανιτάρια. Τους είπε να φορέσουν τα καλύτερα ρούχα τους κι έτσι εμφανίστηκαν στην αυλή, δυο δυο, ωραία ντυμένα, με ευχάριστη διάθεση. Επικεφαλής της μικρής ομάδας ήταν ένας Ές-Ές που αγαπούσε τα παιδιά, όπως μπορούν οι Γερμανοί να αγαπούν, παρόλο που τα έβλεπε να περνούν στον άλλο κόσμο. Συμπάθησε ιδιαίτερα ένα δωδεκάχρονο αγόρι, έναν βιολιστή που κρατούσε το όργανό του κάτω απ’ τη μασχάλη του. Ο Ές-Ές του είπε να πάει επικεφαλής της πομπής και να παίζει- κι έτσι ξεκίνησαν. Όταν τους συνάντησα στην οδό Γκέζια, τα χαμογελαστά παιδιά τραγουδούσαν όλα μαζί, ο μικρός βιολιστής έπαιζε και ο Korczak κρατούσε στην αγκαλιά του δυο επίσης χαμογελαστά παιδιά, στα οποία διηγόταν μια διασκεδαστική ιστορία. Είμαι βέβαιος ότι ακόμη και στον θάλαμο αερίων, την ώρα που το Ζικλόν B θα έπνιγε τους παιδικούς λαιμούς και θα έσπερνε στις καρδιές των ορφανών τον τρόμο αντί για την ελπίδα, ο ηλικιωμένος γιατρός θα τους ψιθύριζε, σε μια τελευταία προσπάθεια: όλα είναι εντάξει, παιδιά, όλα θα πάνε καλά. Για να τα γλυτώσει από τον φόβο του περάσματος από τη ζωή στο θάνατο…”

Δεν υπάρχουν σχόλια: