Σάββατο 24 Ιουλίου 2021

 

Ελάχιστη Βάση Εισαγωγής: Μια αναγκαία ακαδημαϊκή απαίτηση; Παρατηρήσεις και σχόλια για την εφαρμογή της

Δημοσίευση: 23/07/2021
ΡΕΠΟΡΤΑΖ ESOS

Γιάννης  Καραγιάννης,   Συντονιστής Εκπαιδευτικού Έργου Μαθηματικών , 2ο ΠΕΚΕΣ Ν.Αιγαίου, πρώην Σχολικός

Πριν απαντηθεί το ερώτημα αν η ΕΒΕ (Ελάχιστη Βάση Εισαγωγής) είναι ορθό μέτρο οφείλουμε να απαντήσουμε στο ερώτημα, αν η εισαγωγή στα ΑΕΙ πρέπει να είναι ελεύθερη, η τουλάχιστον ελαστική, ή αν πρέπει να υπόκειται σε ακαδημαϊκά κριτήρια.

Από τη μία πλευρά η ελεύθερη (ή η ελαστική εισαγωγή) αποτελεί μια πολιτική επιλογή υπέρ μιας μαζικής εκπαίδευσης, ανοίγοντας το δρόμο σε υποψηφίους που ανήκουν  στα αδύναμα  κοινωνικοοικονομικά στρώματα, χωρίς ωστόσο να εξασφαλίζει την οικονομική και ακαδημαική υποστήριξη τους στη διάρκεια των σπουδών τους, καθώς και τη θετική έκβαση της περάτωσης των σπουδών τους σε λογικό χρονικό διάστημα.

Από την άλλη μεριά η θέσπιση βαθμολογικών  κριτηρίων εισαγωγής στα ΑΕΙ αποκλείει μεγάλο αριθμό αποφοίτων της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, ταυτόχρονα όμως εξασφαλίζει, σε μεγάλο βαθμό, την προοπτική  θετικής έκβασης περάτωσης των σπουδών των εισακτέων.

Αν σε μια ιδεατή κοινωνία η πολιτεία εξασφάλιζε επαρκώς την οικονομική-κοινωνική και ακαδημαική υποστήριξη των σπουδών των εισακτέων, που πιθανόν δεν πληρούν τα αρχικά ακαδημαϊκά κριτήρια που τίθενται για την εισαγωγή τους και αν, υποθετικά, το κάθε τμήμα ή σχολή μπορούσε να εκπαιδεύσει επαρκώς τον αριθμό των εισακτέων η λύση της ελαστικής εισαγωγής ίσως  θα αποτελούσε τη βέλτιστη δυνατή.

Όμως οι παραπάνω παραδοχές,  στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα δεν ισχύουν, σε μεγαλύτερο βαθμό από αυτόν που δεν ισχύουν σε ορισμένα  δυτικοερωπαικά  εκπαιδευτικά συστήματα, και με τον τρόπο αυτό εισάγονται φοιτητές που είναι αμφίβολο αν και κατά πόσο μπορούν οι οικογένειές τους ή/και οι ίδιοι να υποστηρίξουν οικονομικά και ακαδημαϊκά την φοίτησή τους και να την ολοκληρώσουν σε λογικό χρονικό διάστημα (π.χ σε ν+2 έτη, όπως ισχύει τώρα).

Η πανεπιστημιακή κοινότητα διχάζεται, ως προς το αν είναι προτιμότερη η επιλογή της ελαστικής εισαγωγής φοιτητών στα ΑΕΙ  ή είναι προτιμότερη η επιλογή της θέσπισης ακαδημαϊκών κριτηρίων εισαγωγής. Η μία ομάδα πανεπιστημιακών  διαμαρτύρεται για το χαμηλό επίπεδο γνώσεων των εισακτέων, ως αποτέλεσμα μη επαρκούς εκπαίδευσης στην Δευτεροβάθμια, χωρίς ωστόσο στο πρόγραμμα σπουδών τους να έχουν εντάξει και εισαγωγικά μαθήματα της βασικής επιστήμης που θεραπεύουν και η άλλη ομάδα επιθυμεί ανοικτά ΑΕΙ σχεδόν χωρίς προϋποθέσεις εισαγωγής.

Η παραπάνω ανάλυση, αλλά και η διεθνής πρακτική, δείχνει ότι η απρόσκοπτη συνέχιση των σπουδών ενός εισακτέου προϋποθέτει ένα ελάχιστο βαθμό γνώσεων σε συγκεκριμένα αντικείμενα καθώς και σχετικές δεξιότητες, ώστε να υπάρχει το προσδόκιμο της περάτωσης των σπουδών. Το ερώτημα που τίθεται τώρα είναι ποιος είναι αυτός ο ελάχιστος βαθμός γνώσεων και ποιος θα το  καθορίσει.

Το ευκολότερο να απαντηθεί είναι το ποιος θα το καθορίσει: Ο φυσικός υποδοχέας, δηλαδή το Πανεπιστημιακό τμήμα, μέσα από τις συλλογικές του διαδικασίες, με την εποπτεία της πολιτείας, δηλαδή του Υ.ΠΑΙ.Θ.

Ποιος είναι ο ελάχιστος βαθμός γνώσεων και δεξιοτήτων, ώστε να φοιτήσει κάποιος σε συγκεκριμένα τμήματα ή σχολές; Η απάντηση δεν είναι εύκολη και  πάντως αποτελεί, σε ένα βαθμό, υποκειμενικό-σχετικό θέμα και σίγουρα δεν μπορεί κανείς να εγγυηθεί την ακαδημαϊκή συνέχεια και την προοπτική ενός εισακτέου μόνο από την βαθμολογική του επίδοση κατά την εισαγωγή του στη σχολή. Είναι όμως θεμιτό να συνυπολογίζονται αρκετοί παράγοντες για την εισαγωγή του υποψηφίου στα ΑΕΙ και αφού δεν καταφέραμε μέχρι σήμερα να έχουμε ένα αξιοκρατικότερο σύστημα εισαγωγής στα ΑΕΙ (π.χ. Εθνικό Απολυτήριο Λυκείου) κατ' ανάγκη θα καταφύγουμε στην επίδοση των 4 πανελλαδικά  εξεταζομένων μαθημάτων (και επιπλέον των ειδικών μαθημάτων). Στην περίπτωση αυτή τα Τμήματα/σχολές των ΑΕΙ, εκτός του συντελεστή των Μέσων Όρων Επίδοσης ανά πεδίο,  πρέπει να προσδιορίσουν και το βασικό μάθημα,  τοποθετώντας πάλι μια ελάχιστη βάση για το μάθημα και έτσι να δημιουργηθεί ένας αλγόριθμος που θα συνυπολογίζει σταθμισμένα τα προηγούμενα. Με τον τρόπο αυτό θα αποφύγουμε ακραία φαινόμενα στα οποία ενώ ένας υποψήφιος έχει καλή ή και άριστη (π.χ. δυνητικά 20) επίδοση στο βασικό μάθημα (π.χ. στη Φυσική), επειδή δεν ξεπερνά την ΕΒΕ δεν δικαιούται να υποβάλει δήλωση προτίμησης ορισμένων σχολών (π.χ. Φυσικό)  και αντίθετα υποψήφιος με κακή επίδοση στο βασικό μάθημα (π.χ 05 στα Μαθηματικά) αποκτά δικαίωμα δήλωσης στα Μαθηματικά τμήματα  διότι πληροί το κριτήριο της ΕΒΕ στο συνολικό μέσο όρο.

Όποιος όμως αλγόριθμος και να χρησιμοποιηθεί πάντα θα υπάρχει αριθμός υποψηφίων που δεν θα επιτυγχάνουν το κριτήριο εισαγωγής, αφού για κάθε αριθμό μορίων θα υπάρχει πάντα ο μικρότερος του! Ο συγκεκριμένος σημερινός  τρόπος υπολογισμού  της ΕΒΕ λύνει μεν ένα μέρος των προβλημάτων σε ό,τι αφορά στο ελάχιστο γνωστικό υπόβαθρο εισακτέων και δημιουργεί παράλληλα προβλήματα ορθολογικής εφαρμογής και ορισμένες αδικίες σε κατηγορίες μαθητών που με άλλον τρόπο υπολογισμού της ΕΒΕ, μάλλον δικαιότερο,  θα είχαν δικαίωμα προτίμησης μιας ομάδας σχολών (μηχανογραφικό).

Επιλέον, θα ήταν πολύ χρήσιμο να υπάρξουν δημοσιευμένα στοιχεία από κρατικό φορέα (π.χ. την ΑΔΙΠΙΔΕ) που να αφορούν στον αριθμό εισακτέων συγκεκριμένων σχολών,  κατ' έτος, και πόσοι από αυτούς περάτωσαν τις σπουδές τους σε v+2 έτη, ανά κατηγορία σχολών και ανά  βαθμολογική κλίμακα εισακτέων. Αυτό θα αποτελούσε και ισχυρό τεκμήριο, τόσο για το σύστημα εισαγωγής εισακτέων όσο και για τη θέσπιση ακαδημαικών κριτηρίων εισαγωγής στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση για μελλοντική χρήση.

Τα τμήματα ή οι σχολές κυρίως κεντρικών ΑΕΙ επιθυμούν, και προτείνουν, μείωση του αριθμού εισακτέων σε αυτά χωρίς η πρότασή τους αυτή, διαχρονικά, να γίνεται δεκτή από το Υ.ΠΑΙ.Θ. και επομένως ένας τρόπος να μειώσουν έμμεσα τον αριθμό των  εισακτέων τους ήταν να θεσπίσουν μεγάλο συντελεστή του μέσου όρου επίδοσης (1,20, δηλαδή τον ανώτερο επιτρεπτό). Αντίθετα, τμήματα ή σχολές περιφερειακών κυρίως πανεπιστημίων θέσπισαν τον κατώτερο  δυνατό συντελεστή (0,80) προκειμένου να παραμείνει ο αριθμός των εισακτέων στα ίδια περίπου περσινά επίπεδα. Η ανάλυση αυτή μας οδηγεί στη σκέψη ότι τα κριτήρια (συντελεστές) που θέσπισαν τα πανεπιστημιακά τμήματα ή οι σχολές δεν είχαν, σε όλες τις περιπτώσεις,  ως μοναδικό κριτήριο τις ακαδημαϊκές προϋποθέσεις για την εισαγωγή των εισακτέων.

Ένα άλλο θέμα που τίθεται είναι η φοίτηση των μαθητών που δεν εισήχθησαν σε κάποιο τμήμα ΑΕΙ (η εισήχθησαν σε ένα τμήμα στο οποίο δεν επιθυμούν να φοιτήσουν). Η πολιτεία οφείλει να εξασφαλίζει εναλλακτικές λύσεις-διεξόδους χωρίς αποκλεισμούς και να δίνει ευκαιρίες μόρφωσης, εκπαίδευσης και κατάρτισης στους νέους. Στη λογική αυτή αποτελεί θετικό σημείο η δυνατότητα συμπλήρωσης παράλληλου  μηχανογραφικού για τα Δ.ΙΕΚ , τα οποία η πολιτεία οφείλει να αναβαθμίσει τόσο ως προς την ποιότητα των σπουδών τους αλλά και τα προγράμματα τους, την κατάρτιση των εκπαιδευόμενων,  όσο και της πιστοποίησής τους θεσμικά.

Στον αντίποδα υπάρχει η λύση της φοίτησης ενός αριθμού αποφοίτων Λυκείου  στα ιδιωτικά κολλέγια στα οποία αναγνωρίζεται η επαγγελματική ισοτιμία (όχι η ακαδημαική). Τούτο είναι μεν  μια  υποχρέωση της χώρας μας προς την Ευρωπαϊκή Ένωση, χωρίς όμως η χώρα μας να δεσμεύεται στον  τρόπο αξιολόγησης της προσφερόμενης ποιότητας των σπουδών τους και στην πιστοποίηση που θα υποβάλει τα ιδιωτικά κολλέγια, ώστε να αντιστοιχούν σε γνώσεις και δεξιότητες, ελεγμένες και πιστοποιημένες από κρατικούς φορείς, ισότιμα προς τα αντίστοιχα δημόσια Ανώτατα Ιδρύματα. Γιατί, όπως σχεδόν συμβαίνει σε όλες τις περιπτώσεις, διαφοροποιούνται μεταξύ τους τα ιδιωτικά κολλέγια, τόσο ως προς τα προγράμματα σπουδών τους όσο και ως προς το εκπαιδευτικό  προσωπικό που απασχολούν.

Τέλος, την τρέχουσα σχολική χρονιά, καθώς και την προηγούμενη, οι σχολικές μονάδες λειτούργησαν στο μεγαλύτερο μέρος με τηλεκπαίδευση που, παρ' όλες τις φιλότιμες προσπάθειες του εκπαιδευτικού προσωπικού,  υστερεί σε σχέση με την δια ζώσης διδασκαλία με φυσική παρουσία. Αποτέλεσμα αυτού του τρόπου διδασκαλίας ήταν και η μείωση της εξεταστέας ύλης στα πανελλαδικά εξεταζόμενα μαθήματα από το Υ.ΠΑΙ.Θ. καθώς και η ακύρωση των ενδοσχολικών προαγωγικών-απολυτήριων  εξετάσεων, καθώς προέκυψαν πολλά προβλήματα στη διδασκαλία μαθημάτων και ιδιαίτερα των  πανελλαδικά εξεταζόμενων που οδήγησε, μερίδα μαθητών, σε πλημμελή προετοιμασία συνυπολογίζοντας και τα οικονομικά προβλήματα που προκλήθηκαν σε οικογένειες μαθητών λόγω της πανδημίας. Γενικότερα λοιπόν οι χρονιές αυτές δεν ήταν οι ενδεδειγμένες για να υλοποιηθούν εκπαιδευτικές ή/και διδακτικές καινοτομίες όπως είναι και η καθιέρωση της ΕΒΕ. Για όλους τους παραπάνω λόγους η ΕΒΕ πρέπει ως ισχύον μέτρο για την τρέχουσα περίοδο να επανεξεταστεί και σε δεύτερο χρόνο να βελτιωθεί,  ώστε να αρθούν οι ακραίες περιπτώσεις στην εφαρμογή της. Στην περίπτωση κατά την οποία δεν ισχύσει η ΕΒΕ για την τρέχουσα περίοδο θα πρέπει να συνοδευτεί αυτό με χρονική παράταση στη δήλωση του μηχανογραφικού.

δεν υπαρχει  ελαχιστο επιπεδο γνωσεων και το αποδεικνυει το γεγονος κατα το οποιοο 'αποτυχημενοι' μαθητες/τριες των πανελλαδικων εξετασεων, καλλιστα εισαγονται και φοιτουν επιτυχως σε ξενα πανεπιστημια διογενης

Δεν υπάρχουν σχόλια: