Σύμφωνα με το υπουργείο Παιδείας η αξιολόγηση κινείται σε τρεις πυλώνες.
1. Αξιολόγηση σχολικής μονάδας και αξιολόγηση εκπαιδευτικού έργου: Σύμφωνα με το ΥΠΑΙΘ «τα σχολεία βρίσκονται στη δεύτερη χρονιά υλοποίησης, αφού ολοκληρώθηκε ήδη η πρώτη εφαρμογή της κατά το σχολικό έτος 2021-2022»
2. Αξιολόγηση εκπαιδευτικού συστήματος - Εθνικές Εξετάσεις Διαγνωστικού Χαρακτήρα - «ελληνική Pisa»: Ολοκληρώθηκε ήδη ο πρώτος κύκλος (στα Δημοτικά -ΣΤ’ τάξη και Γυμνάσια -Γ’ τάξη, με τη συμμετοχή 11.411 μαθητών/-τριών, στις 18 Μαΐου 2022) και προετοιμάζεται ο δεύτερος το Μάϊο του 2023. Σύμφωνα με το ΥΠΑΙΘ οι εξετάσεις αυτές «αποτυπώνουν τον βαθμό ανταπόκρισης των μαθητών στις εξεταζόμενες γνώσεις και δεξιότητες, σύμφωνα με τους στόχους που θέτουν τα ισχύοντα Προγράμματα Σπουδών».
3. Ατομική αξιολόγηση εκπαιδευτικών: Σύμφωνα με το υπουργείο Παιδείας έχει ήδη αρχίσει η ατομική αξιολόγηση από τους νέους Συμβούλους Εκπαίδευσης. Από τη νέα σχολική χρονιά θα συμμετέχουν στην αξιολόγηση και οι νέοι Διευθυντές σχολείων που θα αναλάβουν υπηρεσία στο τέλος του τρέχοντος διδακτικού έτους), Οι πρώτοι αξιολογούμενοι είναι οι πρόσφατα διορισθέντες εκπαιδευτικοί.
Τι κρύβεται πίσω από την επιμονή του υπουργείου για Εθνικές Εξετάσεις Διαγνωστικού Χαρακτήρα;
Η λεγόμενη «Ελληνική Pisa» περιλαμβάνεται στο νόμο 4823/2021 «Αναβάθμιση του σχολείου, ενδυνάμωση των εκπαιδευτικών και άλλες διατάξεις». Στο άρθρο 104, «Αξιολόγηση του εκπαιδευτικού συστήματος» όπου σημειώνεται, ανάμεσα σε άλλα: «Κάθε σχολικό έτος διενεργούνται σε εθνικό επίπεδο εξετάσεις διαγνωστικού χαρακτήρα για τους μαθητές της Στ’ τάξης των Δημοτικών σχολείων και τους μαθητές της Γ’ τάξης των Γυμνασίων σε θέματα ευρύτερων / γενικών γνώσεων των γνωστικών αντικειμένων της Νεοελληνικής Γλώσσας και των Μαθηματικών».
Σύμφωνα με το νόμο σκοπός των ως άνω εξετάσεων είναι «η εξαγωγή πορισμάτων σχετικά με την πορεία υλοποίησης των προγραμμάτων σπουδών και τον βαθμό επίτευξης των προσδοκώμενων μαθησιακών αποτελεσμάτων σε εθνικό επίπεδο, περιφερειακό επίπεδο και σε επίπεδο σχολικής μονάδας».
Σχετικά με τη θέσπιση της «ελληνικής PISA», όπως ονομάστηκε, δεν πρόκειται για έναν αθώο σχεδιασμό του ΥΠΑΙΘ. Πρώτον, είναι φανερό ότι όλη η υπόθεση μπορεί να εξελιχθεί σε έναν μηχανισμό «παρακυβέρνησης» της εκπαιδευτικής διαδικασίας, καθώς τα δοκίμια αξιολόγησης θα προωθούν μια συγκεκριμένη αντίληψη για τη σχολική γνώση, τη διδασκαλία, τη μάθηση, τη σχολική επιτυχία, τον μαθητή κ.ά., που προβάλλουν (και ώς έναν βαθμό επιβάλλουν) αντίστοιχες αρχές στην οργάνωση της ίδιας της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Κοντολογίς η «ελληνική Pisa» επιχειρεί με όχημα τα πορίσματά της (μέσα από τον έλεγχο των γλωσσικών και μαθηματικών ικανοτήτων των μαθητών) να προσανατολίσει την σχολική εκπαίδευση σε μια συγκεκριμένη κατεύθυνση.
Δεύτερον, τα αποτελέσματα αυτών των τεστ θα αξιοποιηθούν ως εργαλείο για την κατηγοριοποίηση των σχολείων και θα χρησιμοποιηθούν και ως «κριτήρια» για την αξιολόγηση των ίδιων των εκπαιδευτικών. Είναι φανερό ότι το νέο καθεστώς που θα επιβάλει η «ελληνική PISA», με τον κύκλο των τεστ, μπορεί να βλάψει τους πιο αδύνατους μαθητές και να αποδυναμώσει τις σχολικές τάξεις, καθώς αναπόφευκτα συνεπάγεται όλο και περισσότερα τεστ πολλαπλής επιλογής, περισσότερα λεπτομερώς προσχεδιασμένα μαθήματα από «προμηθευτές» που βρίσκονται πάνω και έξω από το σχολείο –και μεγάλο άγχος για τους εκπαιδευτικούς.
Στην πράξη, οι στόχοι της «ελληνικής Pisa» προωθούν, αντί της γνώσης, τη δεξιότητα. Για να πάει καλά ένα σχολείο στον διαγωνισμό, πρέπει οι μαθητές του να έχουν αντιμετωπίσει τη Γλώσσα σχεδόν αποκλειστικά ως εργαλείο επικοινωνίας, να έχουν διδαχτεί από τα Μαθηματικά κυρίως μεθόδους επίλυσης πρακτικών προβλημάτων, ενώ στις Φυσικές Επιστήμες να μην έχουν εμβαθύνει στο γιατί, αλλά στο πώς. Ετσι, το εκπαιδευτικό σύστημα θα πρέπει, προσαρμοζόμενο στους στόχους του προγράμματος, να «προπονεί» τους μαθητές σε τέτοιου είδους θέματα, αντί να τους διδάσκει, να τους καταρτίζει αντί να τους εκπαιδεύει.
Σε μια ανάλογη, τηρουμένων των αναλογιών, Διεθνή Αξιολόγηση Μαθητών (PISA), ακαδημαϊκοί, εκπαιδευτικοί και γονείς από όλο τον κόσμο εκφράζουν έντονη ανησυχία για τις επιπτώσεις της επισημαίνοντας «ότι το καθεστώς που επιβάλλει το πρόγραμμα PISA, με το διαρκή κύκλο των τεστ σε παγκόσμια βάση, βλάπτει τα παιδιά μας και αποδυναμώνει τις σχολικές μας τάξεις καθώς αναπόφευκτα συνεπάγεται όλο και περισσότερα τεστ πολλαπλής επιλογής, περισσότερα λεπτομερώς προσχεδιασμένα μαθήματα από «προμηθευτές» που βρίσκονται έξω από το σχολείο – και λιγότερη αυτονομία για τους εκπαιδευτικούς. Με τον τρόπο αυτό το πρόγραμμα PISA έχει αυξήσει ακόμη περισσότερο το άγχος που προϋπήρχε στα σχολεία, θέτοντας σε κίνδυνο την ισορροπία μαθητών και εκπαιδευτικών».
Το «τι» το «πως» και το «γιατί» της τυποποιημένης αξιολόγησης
Μέσα στην τάξη, εκπαιδευτικοί και μαθητές θα σπρωχτούν ίσως περισσότερο από κάθε άλλη φορά, να ενστερνιστούν τις προκατασκευασμένες απαντήσεις στο πλαίσιο μιας λογικής που υποτάσσει τη διδασκαλία και την επικοινωνία μέσα στην τάξη στο νέο «θεό»: στο μέτρημα με «αντικειμενικό και έγκυρο τρόπο» του τελικού αποτελέσματος μιας τυποποιημένης και μηχανιστικής μαθησιακής διαδικασίας που θα λαμβάνει χώρα με τον ίδιο τρόπο από τον Έβρο μέχρι την Κρήτη.
Τι ελέγχεται, όμως, με αυτά τα τεστ που παρουσιάζονται σαν τη λυδία λίθο της αξιολόγησης των μαθητών;
Θραύσματα γνώσεων και επιλεκτικής μνήμης που δεν είναι παρά μια από τις μορφές που παίρνει η ικανότητα συγκράτησης πληροφοριών που δρομολογείται στα ίδια ίχνη της αποστήθισης που υποτίθεται ότι έρχεται να αναιρέσει. Έχει σημειωθεί, με σαφήνεια, ότι τα τεστ αυτά ευνοούν περισσότερο τους «συλλέκτες επιλογών» από εκείνους που έχουν μια επί της ουσίας σχέση με τη σχολική γνώση, τους επιφανειακά έξυπνους, από αυτούς που είναι βαθιά δημιουργικοί.
Γιατί τι άλλο απαιτεί η σημείωση των επιλογών του μαθητή σε μια διακεκομμένη γραμμή ή στις ερωτήσεις «σωστό - λάθος» από το να δείξει - αναγνωρίσει απλώς λειτουργία που απαιτεί τη μικρότερη προσπάθεια του νου, εξαιρουμένης αυτής του να παραμένουμε ξύπνιοι;
Στο όνομα της ποιοτικής αναβάθμισης της εκπαίδευσης, περιορίζεται η μαθησιακή διαδικασία σε μεθοδολογική εκγύμναση, καθώς επιβάλλονται κατά κύριο λόγο φορμαλιστικές τεχνικές αξιολόγησης του διδακτικού έργου.
Ο διαγωνισμός PISA επιβραβεύει «δεξιότητες» σε επιλεγμένα-αποσπασματικά πεδία. Εισάγει και εδραιώνει αποκλειστικά την επιφανειακή αντίληψη για τη γνώση: χρήσιμη είναι μόνον η γνώση που έχει άμεσο όφελος - κέρδος σε βάρος της γενικής μόρφωσης.
Το «manual» της εκπαιδευτικής πολιτικής του ΥΠΑΙΘ
Να επισημάνουμε ότι τίποτε δεν γίνεται και δεν λέγεται τυχαία από την επίσημη κρατική εκπαιδευτική πολιτική. Να θυμίσουμε τις κατευθύνσεις - οδηγίες - επιβολές του ΟΟΣΑ για το παραπάνω θέμα. Με τίτλο «Ευθυγραμμίζοντας τα εκπαιδευτικά επίπεδα με την αξιολόγηση των μαθητών», ο ΟΟΣΑ αρχίζει με δύο επισημάνσεις και καταλήγει σε μία οδηγία, που είναι και το «ζουμί» της πολιτικής του.
Αφού σημειώνει ότι είναι απαραίτητη «η σύνδεση μεταξύ της αξιολόγησης μαθητών, σχολικών μονάδων και εκπαιδευτικών», επισημαίνει ότι «η αξιολόγηση της σχολικής μονάδας, του εκπαιδευτικού, καθώς και τα τυποποιημένα τεστ για την αξιολόγηση των μαθητών σε εθνικό επίπεδο πρέπει να εξεταστούν μαζί, έτσι ώστε όχι μόνο να είναι αποτελεσματικές οι νέες πολιτικές όσον αφορά την επίτευξη των στόχων του πλαισίου αξιολόγησης, αλλά και να δημιουργούν συμπληρωματικότητες…».
Η δεύτερη επισήμανση για την Ελλάδα ήταν ότι το υπουργείο υστερεί ενός ολοκληρωμένου και πλήρους συστήματος αξιολόγησης. Συγκεκριμένα, δεν υπάρχει:
■ Τυποποιημένη εθνική αξιολόγηση που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για τη σύγκριση της επίδοσης μεταξύ μαθητών, εκπαιδευτικών, σχολικών μονάδων ή περιφερειών.
■ Σύνδεση μεταξύ της αξιολόγησης μαθητών, σχολικών μονάδων και εκπαιδευτικών.
Στο πλαίσιο αυτό, ξεφύτρωσε και πάλι η Τράπεζα Θεμάτων, η οποία, σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, αφενός δίνει τη δυνατότητα στους εκπαιδευτικούς να επιλέξουν από θέματα που έχουν δημιουργηθεί σε κεντρικό επίπεδο και αφετέρου είναι συνδεδεμένη με συγκεκριμένα μαθησιακά αποτελέσματα, τα οποία είναι συγκρίσιμα. Και τώρα ξεφυτρώνουν και τα ετήσια τεστ σε εθνικό επίπεδο.
Καθόλου τυχαία μετά την ανακοίνωση των βαθμολογικών επιδόσεων των υποψηφίων από το ΥΠΑΙΘ, σε άρθρο του στην «Εστία» (15 Ιουλίου 2021), με τίτλο «Η κατάρρευσις των βαθμών δείχνει την αποτυχία των εκπαιδευτικών», ο διευθυντής της «Εστίας» Μανώλης Κοττάκης σημειώνει:
«Τι μας δείχνουν λοιπόν τα στατιστικά; Πώς όλο το οικοδόμημα πάσχει. Πως το εκπαιδευτικό μας σύστημα στηρίζεται σε γυάλινα πόδια. Πως οι αντιδράσεις των συνδικαλιστών για την τράπεζα θεμάτων στις προαγωγικές που θα αποκάλυπταν την πραγματική εικόνα του μορφωτικού επιπέδου των μαθητών δεν ήταν αθώες... Πως η αξιολόγηση είναι μονόδρομος… Θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ανέτως ότι αρνούνται την αξιολόγηση, όπως ο διάβολος το λιβάνι, γιατί γνωρίζουν ότι θα δείξει αυτό που κρύβουν επί έτη και αποκαλύπτεται μόνον όταν γίνεται η βαθμολόγηση των γραπτών στις πανελλαδικές εξετάσεις: Πως μορφώνουν πλημμελώς τους μαθητές...».
Χέρι χέρι με την εκάστοτε πολιτική ηγεσία του υπουργείου Παιδείας, οι μόνιμοι τελάληδες της κυρίαρχης πολιτικής, δημοσιογράφοι, τεχνοκράτες και «ειδικοί», εγχαράσσουν στον σκληρό δίσκο της κοινής γνώμης, ως αυτονόητο, ότι «η κακοδαιμονία του ελληνικού σχολείου είναι αποτέλεσμα της έλλειψης αξιολόγησης - ελέγχου των εκπαιδευτικών».
Σε αυτό το πλαίσιο, οι εκπαιδευτικοί χρεώνονται την επιτυχία ή αποτυχία των μαθητών τους και η διοίκηση του σχολείου χρεώνεται με τη σειρά της την επιτυχία και την αποτυχία όλων. Η αντίληψη αυτή επιβλέπει τη σχολική επιτυχία/αποτυχία μέσα από την κλειδαρότρυπα της αίθουσας διδασκαλίας, όπου όλα εξαφανίζονται, εκτός από τον δάσκαλο και τον μαθητή. Δεν είναι, ωστόσο, λίγοι αυτοί που κατανοούν ή διαισθάνονται ότι το σχολείο δεν είναι «θερμοκήπιο» όπου τα παιδιά αναπτύσσονται ομαλά και απρόσκοπτα με καλό πότισμα και συστηματική φροντίδα!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου