Την Τετάρτη 18 Μαΐου 2022 κάνουν το ντεπούτο τους οι νέες εξετάσεις διαγνωστικού χαρακτήρα, η κατά την υπουργό Παιδείας «Ελληνική PISA», στα γνωστικά αντικείμενα της νεοελληνικής Γλώσσας και των Μαθηματικών για 6.000 μαθητές/τριες της ΣΤ τάξης των Δημοτικών σχολείων και 6.000 της Γ τάξης των Γυμνασίων.
Οι νέου τύπου αυτές εξετάσεις, στο νέο ν. 4823/2021, προβλέπεται ότι θα διενεργούνται σε εθνικό επίπεδο στο σύνολο (με εξαίρεση φέτος) των μαθητών της ΣΤ’ Τάξης των δημοτικών σχολείων και τους μαθητές της Γ’ Τάξης των γυμνασίων.
Οι εξετάσεις είναι υποχρεωτικές αλλά τα αποτελέσματα θα συλλέγονται ανώνυμα και δε θα προσμετρώνται στους βαθμούς των μαθητών.
Σε συνέντευξή της η υπουργός Παιδείας δήλωσε ότι η εφαρμογή της λεγόμενης «Ελληνικής Pisa» "συνιστά ένα εργαλείο αποτίμησης της παρεχόμενης εκπαίδευσης και του εκπαιδευτικού συστήματος, της εφαρμογής των προγραμμάτων σπουδών, του βαθμού επίτευξης προσδοκώμενων μαθησιακών αποτελεσμάτων".
Το να ισχυρίζεται κανείς ότι το εκπαιδευτικό μας σύστημα θα βελτιωθεί βάσει των πορισμάτων που θα προκύψουν από καμιά εκατοστή ερωτήσεις πολλαπλής επιλογής είναι στην καλύτερη αφέλεια και στη χειρότερη υποκρισία.
Τι επιδιώκει το υπουργείο Παιδείας με την “Ελληνική Pisa”
Είναι φανερό ότι όλη η υπόθεση πριμοδοτεί ένα μηχανισμό «παρακυβέρνησης» της εκπαιδευτικής διαδικασίας, καθώς τα δοκίμια αξιολόγησης προωθούν μια συγκεκριμένη αντίληψη για τη σχολική γνώση, τη διδασκαλία, τη μάθηση, τη σχολική επιτυχία, τον μαθητή κ.ά. και προβάλλουν (και ώς έναν βαθμό επιβάλλουν) αντίστοιχες αρχές στην οργάνωση της ίδιας της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Κοντολογίς η «ελληνική Pisa» επιχειρεί με όχημα τα πορίσματά της (μέσα από τον έλεγχο των γλωσσικών και μαθηματικών ικανοτήτων των μαθητών) να προσανατολίσει την σχολική εκπαίδευση σε μια συγκεκριμένη κατεύθυνση.
Δεύτερον, τα αποτελέσματα αυτών των τεστ θα αξιοποιηθούν ως εργαλείο για την κατηγοριοποίηση των σχολείων και θα χρησιμοποιηθούν και ως «κριτήρια» για την αξιολόγηση των ίδιων των εκπαιδευτικών. Είναι φανερό ότι το νέο καθεστώς που θα επιβάλει η «ελληνική PISA», με τον κύκλο των τεστ, μπορεί να βλάψει τους πιο αδύνατους μαθητές και να αποδυναμώσει τις σχολικές τάξεις, καθώς αναπόφευκτα συνεπάγεται όλο και περισσότερα τεστ πολλαπλής επιλογής, περισσότερα λεπτομερώς προσχεδιασμένα μαθήματα από «προμηθευτές» που βρίσκονται πάνω και έξω από το σχολείο –και μεγάλο άγχος για τους εκπαιδευτικούς.
Όπως εύστοχα σημειώνει ο Πανεπιστημιακός Γιώργος Μαυρογιώργος η εφαρμογή της θα είναι ένα εντατικό φροντιστήριο δασκάλων και μαθητών/τριών για την εξοικείωσή τους με το «εξεταστικό ήθος» και την «κουλτούρα αξιολόγησης» του PISA/ΟΟΣΑ.
Μαζί με αυτό, σιγά-σιγά κι αθόρυβα, θα βγουν και οι ιεραρχικές κατατάξεις των σχολείων με βάση τις επιδόσεις ανοίγοντας έτσι το δρόμο σε μια αναδιάταξη του χάρτη των δημόσιων σχολείων της υποχρεωτικής εκπαίδευσης.
Αθέατα και αθόρυβα μπαίνουν από το "παράθυρο" μεταμφιεσμένες εξετάσεις που επαναφέρουν το εξεταστικό κλίμα των απολυτήριων εξετάσεων Δημοτικού/εισαγωγικών προς το Γυμνάσιο κι αντίστοιχα απολυτήριων Γυμνασίου/εισαγωγικών προς το Λύκειο.
Στην πράξη, οι στόχοι της «ελληνικής Pisa» προωθούν, αντί της γνώσης, τη δεξιότητα. Για να πάει καλά ένα σχολείο στον διαγωνισμό, πρέπει οι μαθητές του να έχουν αντιμετωπίσει τη Γλώσσα σχεδόν αποκλειστικά ως εργαλείο επικοινωνίας, να έχουν διδαχτεί από τα Μαθηματικά κυρίως μεθόδους επίλυσης πρακτικών προβλημάτων, ενώ στις Φυσικές Επιστήμες να μην έχουν εμβαθύνει στο γιατί, αλλά στο πώς. Ετσι, το εκπαιδευτικό σύστημα θα πρέπει, προσαρμοζόμενο στους στόχους του προγράμματος, να «προπονεί» τους μαθητές σε τέτοιου είδους θέματα, αντί να τους διδάσκει, να τους καταρτίζει αντί να τους εκπαιδεύει.
Το «manual» της εκπαιδευτικής πολιτικής του ΥΠΑΙΘ
Να επισημάνουμε ότι τίποτε δεν γίνεται και δεν λέγεται τυχαία από την επίσημη κρατική εκπαιδευτική πολιτική. Να θυμίσουμε τις κατευθύνσεις– οδηγίες – επιβολές του ΟΟΣΑ για το παραπάνω θέμα (εξάλλου η Pisa είναι πνευματικό παιδί του ΟΟΣΑ). Με τίτλο «Ευθυγραμμίζοντας τα εκπαιδευτικά επίπεδα με την αξιολόγηση των μαθητών» ο ΟΟΣΑ αρχίζει με δύο επισημάνσεις και καταλήγει σε μία οδηγία που είναι και το «ζουμί» της πολιτικής του. Αφού σημειώνει ότι είναι απαραίτητη «η σύνδεση μεταξύ της αξιολόγησης μαθητών, σχολικών μονάδων και εκπαιδευτικών» επισημαίνει ότι «η αξιολόγηση της σχολικής μονάδας, του εκπαιδευτικού καθώς και τα τυποποιημένα τεστ για την αξιολόγηση των μαθητών σε εθνικό επίπεδο πρέπει να εξεταστούν μαζί, έτσι ώστε όχι μόνο να είναι αποτελεσματικές οι νέες πολιτικές όσον αφορά την επίτευξη των στόχων του πλαισίου αξιολόγησης, αλλά και να δημιουργούν συμπληρωματικότητες…».
Τι μας λέει;
■ Τυποποιημένη εθνική αξιολόγηση που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για τη σύγκριση της επίδοσης μεταξύ μαθητών, εκπαιδευτικών, σχολικών μονάδων ή περιφερειών.
■ Σύνδεση μεταξύ της αξιολόγησης μαθητών, σχολικών μονάδων και εκπαιδευτικών.
Σε αυτό το πλαίσιο, οι εκπαιδευτικοί «χρεώνονται» την επιτυχία ή αποτυχία των μαθητών τους και η διοίκηση του σχολείου «χρεώνεται» με τη σειρά της την επιτυχία και την αποτυχία όλων.
Η τυποποιημένη αξιολόγηση των μαθητών προβάλλεται ως η αξιολόγηση που γίνεται με τρόπο ώστε να είναι «αμερόληπτη» και τα αποτελέσματά της να μπορούν να συγκριθούν μεταξύ τους. Έτσι νομιμοποιείται, η μέτρηση των μαθητικών επιδόσεων –τα περίφημα «μαθησιακά αποτελέσματα»- να αποτελούν τη βάση για την αξιολόγηση των σχολείων και των εκπαιδευτικών
Ουσιαστικά η τυποποιημένη αξιολόγηση έχει γίνει ένα βασικό εργαλείο της πολιτικής των εκπαιδευτικών αλλαγών στην Ευρώπη καθώς εξυπηρετούν τις κυρίαρχες πολιτικές που δίνουν έμφαση α. στην ποσοτική μέτρηση των μαθησιακών αποτελεσμάτων και την προτεραιότητα που δίνεται στους μαθησιακούς στόχους, β. στην ανάπτυξη μιας νέας κοινωνικής επίβλεψης των εκπαιδευτικών και των σχολείων από την διοίκηση της εκπαίδευσης με την ευρύτερη έννοια (τοπικές, αποκεντρωμένες αρχές περιοχών ανάλογα με τη χώρα) στο πλαίσιο των μεταρρυθμίσεων της αποκέντρωσης και της αυτονομίας των σχολείων, γ. στην ανάπτυξη της λογοδοσίας των σχολείων στο ευρύ κοινό και κυρίως στους γονείς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου