Του Βασίλη Πλατή, φιλόλογου στο Μουσικό Σχολείο Γιαννιτσών
Δε φαίνεται να απέχει πολύ από την πραγματικότητα η διαπίστωση ότι από τις σχολικές αίθουσες των γυμνασίων και λυκείων της χώρας μας αναδύεται ένας ικανός αριθμός σχεδόν γλωσσικά αναλφάβητων μαθητών. Πρόκειται για μαθητές που δεν έχουν μάθει -ή καλύτερα δεν τους μαθαίνουμε οι φιλόλογοι- να μιλάνε αλλά κυρίως να γράφουν σωστά ελληνικά. Μαθητές που δεν έχουν κατακτήσει επαρκώς την ελληνική γλώσσα και αδυνατούν να αποτυπώσουν με ευκρίνεια και καθαρότητα τις σκέψεις τους. Μαθητές που τα κείμενά τους βρίθουν εκφραστικών και ορθογραφικών λαθών.
Από την άλλη πλευρά, στο σύγχρονο σχολείο οι μαθητές αποκτούν δεξιότητες που τους είναι απαραίτητες για να επιβιώσουν αργότερα στον κοινωνικό και επαγγελματικό στίβο, όπως κοινωνικότητα, επικοινωνιακή δεινότητα, προσαρμοστικότητα σε διαφορετικά και ασταθή περιβάλλοντα και άλλες που εμπίπτουν στη σφαίρα της συναισθηματικής νοημοσύνης, ενώ, παράλληλα, εφοδιάζονται με διπλώματα στη γλωσσομάθεια και τη χρήση ηλεκτρονικών υπολογιστών.
Είναι φανερό ότι στη διδασκαλία των γλωσσικών μαθημάτων προτάσσεται η εξάσκηση των μαθητών στη χρήση του προφορικού λόγου, γεγονός που οδηγεί αυτόματα στην υποβάθμιση της διδασκαλίας του γραπτού λόγου. Επιπλέον, οι γραπτές ασκήσεις και κυρίως η παραγωγή λόγου απαιτούν περισσότερο κόπο από την πλευρά του μαθητή, ενώ ο καθηγητής χρειάζεται να αφιερώσει πολλαπλάσιο από το συνηθισμένο για την προετοιμασία στο σπίτι χρόνο.
Η διδασκαλία, εξάλλου, του Συντακτικού και της Γραμματικής θεωρείται στο ελληνικό σχολείο παρωχημένη διαδικασία, ώστε οι μαθητές, όταν έρχονται αντιμέτωποι με αυτή, να διερωτώνται ακόμη και για τη χρησιμότητά της. Έτσι όμως παραμένουν αδαείς των βασικών της ελληνικής γλώσσας και παρουσιάζουν φανερές αδυναμίες στη χρήση του γραπτού λόγου.
Η διδασκαλία, εξάλλου, του Συντακτικού και της Γραμματικής θεωρείται στο ελληνικό σχολείο παρωχημένη διαδικασία, ώστε οι μαθητές, όταν έρχονται αντιμέτωποι με αυτή, να διερωτώνται ακόμη και για τη χρησιμότητά της. Έτσι όμως παραμένουν αδαείς των βασικών της ελληνικής γλώσσας και παρουσιάζουν φανερές αδυναμίες στη χρήση του γραπτού λόγου.
Ταυτόχρονα, η διδασκαλία των κλασικών γλωσσών διολισθαίνει στις σχολικές αίθουσες, με αποτέλεσμα τα γραπτά κείμενα που παράγουν οι μαθητές να είναι «χαλαρά» και πλημμελώς δομημένα, καθώς απουσιάζει από αυτά η λογικότητα που κατακτάται από την αυστηρή δομή του Συντακτικού και της Γραμματικής της αρχαίας ελληνικής και της λατινικής γλώσσας.
Επιπλέον, η εξοικείωση με τα λογοτεχνικά κείμενα αποτελεί γνώρισμα ελάχιστων μαθητών, καθώς η πλειονότητά τους σπαταλά το μεγαλύτερο μέρος του ελεύθερου χρόνου μπροστά στην οθόνη τηλεόρασης ή υπολογιστή απορροφημένη από αμφιβόλου ποιότητας και χρησιμότητας πληροφορίες.
Τελικά, μήπως εστιαζόμενοι στο στόχο πώς να μαθαίνουμε στους μαθητές μας να κατακτούν οι ίδιοι μόνοι τους τη γνώση, ξεχνάμε να τους μεταδίδουμε γνώσεις σύμφωνα με το παραδοσιακό μοντέλο μάθησης, που όμως στο παρελθόν και συγκροτημένες προσωπικότητες διαμόρφωσε και άρτιους χρήστες της ελληνικής γλώσσας;
Αυτή ακριβώς η διαπιστωμένη κρίση μετάδοσης γνώσεων που υφίσταται στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα τα τελευταία χρόνια παγιώνει μια αρνητική κατάσταση στη διδασκαλία των γλωσσικών μαθημάτων και οδηγεί στην «κακοποίηση» και συρρίκνωση της ελληνικής γλώσσας από τους νέους ανθρώπους.
Αυτή ακριβώς η διαπιστωμένη κρίση μετάδοσης γνώσεων που υφίσταται στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα τα τελευταία χρόνια παγιώνει μια αρνητική κατάσταση στη διδασκαλία των γλωσσικών μαθημάτων και οδηγεί στην «κακοποίηση» και συρρίκνωση της ελληνικής γλώσσας από τους νέους ανθρώπους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου