Πέμπτη 24 Ιουλίου 2014

Οι χορηγίες των εταιρειών εισβάλλουν στα σχολεία

Του Γιάννη Αμανατίδη, βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ

Οι «χορηγίες» των εταιρειών -θετικοί δείκτες στη νεοφιλελεύθερη «αξιολόγηση» του κ. Μητσοτάκη και της κυβέρνησης- χτίζουν το «νέο»  μεταμοντέρνο σχολείο της αγοράς στα ερείπια του δημόσιου δωρεάν σχολείου.

Για τρίτη συνεχή χρονιά, μεγάλη πολυεθνική εταιρεία που δραστηριοποιείται στο χώρο των αναψυκτικών, σε συνεργασία με πέντε καλλικρατικούς Δήμους της Θεσσαλονίκης και με την υποστήριξη του Δικτύου Κοινωνικής Αλληλεγγύης και Αρωγής που συντονίζει ο Σύνδεσμος Βιομηχάνων Βόρειας Ελλάδας, διοργάνωσε διαγωνισμό με θέμα «ΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΠΟΥ ΘΕΛΕΙΣ ΕΙΝΑΙ ΣΤΟ ΧΕΡΙ ΣΟΥ», καλώντας τους πολίτες, μέσω διαδικτυακής σελίδας κοινωνικής δικτύωσης να αναδείξουν μέχρι τις 14/7 το σχολείο που επιθυμούν να επισκευαστεί με δαπάνη της, μέσα στο καλοκαίρι.

Στις 14/7, η εταιρεία ανακοινώνει ότι λόγω της μικρής διαφοράς ψήφων μεταξύ των δύο πρώτων σχολείων θα επισκευαστούν τελικά και τα δύο σχολεία, εξυπηρετώντας έτσι την άμεση διαφήμιση και τη δημιουργία «καλής εικόνας», τη στιγμή που η ίδια εταιρεία έχει προχωρήσει στο κλείσιμο παραγωγικών μονάδων σε όλη τη χώρα και έχει μεταφέρει εκτός Ελλάδας την έδρα και άλλες δραστηριότητές της, με αποτέλεσμα να έχουν οδηγηθεί στην ανεργία και την ανέχεια εκατοντάδες εργαζόμενοι και οι οικογένειές τους. Κι ενώ πουλάνε «εταιρική ευθύνη», την ίδια στιγμή φιμώνουν τους εργαζόμενους που αντιδρούν, καταφεύγοντας ακόμα και στη Δικαιοσύνη για να προλάβουν τις κινητοποιήσεις τους, αποσιωπούν το πρόβλημα και παραπλανούν το καταναλωτικό κοινό μέσω διαφημιστικών πακέτων που προωθούν στα media, με τα οποία στέλνουν το μήνυμα ότι η εταιρεία μένει Ελλάδα τη  στιγμή που έχει κλείσει τα εργοστάσια της σε Κέρκυρα, Ρόδο, Αθήνα, Μεσολόγγι, Πάτρα και τώρα και στη Θεσσαλονίκη.

Ενδιαφέρουσα είναι η ιστορία του θέματος καθώς στις 23 Αυγούστου 2012 (πρώτη χρονιά υλοποίησης από την εταιρεία του προγράμματος «Το σχολείο που θέλεις είναι στο χέρι σου»), ο τότε υφυπουργός Παιδείας κ. Θ. Παπαθεοδώρου απαντώντας σε σχετική ερώτηση βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ στη Βουλή (23/08/2012 Α.Π.: 96190/ΙΗ ΕΞ), αναφέρει μεταξύ άλλων ότι «…το Υπουργείο ενήργησε άμεσα, ώστε να μην υπάρξει συμμετοχή οποιασδήποτε σχολικής μονάδας στον παραπάνω διαγωνισμό και έδωσε οδηγίες… ώστε να πάψει άμεσα κάθε τέτοιου είδους δραστηριότητα», αφού είχαν ήδη ολοκληρωθεί οι επισκευές σε δύο σχολεία.
Πληροφορούμενος την απάντηση, επανέρχεται στο ίδιο θέμα ο βουλευτής (τότε) της Ν.Δ. κ. Κ. Μητσοτάκης με ερώτηση που καταθέτει στις 7/9/2012 (Α.Π.: 1398/7.9.12) και απευθυνόμενος προς τον τότε Υπουργό Παιδείας κ. Κ. Αρβανιτόπουλο, τον καλεί να ξεκαθαρίσει ποια είναι η επίσημη θέση του Υπουργείου συνολικά για το ζήτημα της αξιοποίησης ιδιωτικών χορηγιών σε σχολικές μονάδες, καθώς, όπως επισημαίνει «Σε μια περίοδο που πολλά σχολεία στη χώρα αντιμετωπίζουν πολύ σοβαρά λειτουργικά προβλήματα και χρειάζονται πόροι που το Κράτος αδυνατεί εκ των πραγμάτων να εξασφαλίσει, η παραπάνω θέση από μέλος της κυβέρνησης, προκαλεί εύλογα ερωτηματικά. Η τοποθέτηση του κ. Υφυπουργού δίνει και το λάθος μήνυμα σε ιδιώτες, οι οποίοι σε συνεργασία με τις τοπικές κοινωνίες θα ήθελαν να προσφέρουν δωρεές για την αναβάθμιση σχολικών υποδομών που ειδικά σήμερα είναι απολύτως αναγκαίες». 
Στην απάντησή του, ο κ. Θ. Παπαθεοδώρου (24/09/2012 Α.Π.: 114271/IH ΕΞ) επανατοποθετείται «διορθωτικά» και αντιθετικά με όσα έλεγε πριν ένα μήνα καταλήγοντας  ως εξής: «…οι χορηγίες προς τους Δήμους για την ενίσχυση, επισκευή ή ανακαίνιση των σχολικών μονάδων και υποδομών είναι μια αναγνωρισμένη και διαδεδομένη πρακτική, την οποία στηρίζει σταθερά το Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων, Πολιτισμού και Αθλητισμού. Σημαντικά ιδρύματα και μεγάλοι χορηγοί έχουν συνεισφέρει πολλαπλά με τέτοιες δράσεις στις ανάγκες των σχολείων. Οι εν λόγω χορηγίες εντάσσονται στις δράσεις των Δήμων και των σχέσεων αυτών με τους ιδιώτες χορηγούς για τη Σχολική στέγη. Από την πλευρά του, το Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων, Πολιτισμού και Αθλητισμού ενθαρρύνει ενεργά τέτοιες πρωτοβουλίες και μεριμνά για τη διασφάλιση της νομιμότητας των διαδικασιών και του συμφέροντος των μαθητών, καθώς και αυτού της εκπαιδευτικής κοινότητας».
Το αποτέλεσμα βέβαια είναι να συνεχισθεί για 3η χρονιά η άμεση διαφήμιση της εταιρίας καλυμμένη με το μανδύα της εταιρικής κοινωνικής ευθύνης.
Σε όσους καλοπροαίρετα αναρωτιούνται- σκεπτόμενοι ότι «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα»- ε και τι έγινε;, να θυμίσουμε ότι έτσι  κρύβονται και δικαιολογούνται  έμμεσα   οι μνημονιακές πολιτικές που –παρά τη συνταγματική επιταγή παροχής δημόσιας και δωρεάν παιδείας- δίνουν το επονείδιστο 2,75% (και μέχρι το 2016 το 2,15% ) του ΑΕΠ στην Παιδεία και ανοίγει η «κερκόπορτα», που οδηγεί  στην υποκατάσταση των υποχρεώσεων του κράτους από «ιδιωτικές πρωτοβουλίες», «φιλανθρωπίες» και «χορηγίες», παραδίδοντας το σχολείο στις δυνάμεις της «αγοράς» και του «κέρδους».
Είναι το πρώτο βήμα, που πρέπει να το σταματήσουμε, αν δεν θέλουμε να οδηγηθούμε σε  σχολεία αντίστοιχου  τύπου, που λειτούργησαν στις ΗΠΑ.

Η νομοθεσία στην εκπαίδευση
Ακόμη πιο επικίνδυνο είναι το ότι την ίδια στιγμή, στο πλαίσιο της διαδικασίας Αυτοαξιολόγησης της Σχολικής Μονάδας προωθείται η εξεύρεση πόρων για τα σχολεία έξω από τον κρατικό προϋπολογισμό. Συγκεκριμένα, στην ιστοσελίδα του Παρατηρητηρίου της ΑΕΕ (ΤΟΜΟΣ ΙΙΙ: ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΕΡΓΑΛΕΙΑ ΔΙΕΡΕΥΝΗΣΗΣ σελίδα 27)[1] περιλαμβάνεται προς διερεύνηση και αποτίμηση, μεταξύ άλλων δεικτών ποιότητας του εκπαιδευτικού έργου στη σχολική μονάδα, και ο δείκτης: «Διαχείριση και αξιοποίηση μέσων και πόρων» του σχολείου. Ο σκοπός και το αντικείμενο διερεύνησης και αποτίμησης του συγκεκριμένου δείκτη, παρατίθενται όπως ακριβώς περιγράφονται από το Κέντρο Εκπαιδευτικής Ερευνας και το Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής: «Με τον δείκτη αυτό επιχειρείται η αποτίμηση των πρακτικών του σχολείου που αφορούν τη διαχείριση των πόρων και την αξιοποίηση των μέσων της σχολικής μονάδας. Διαπιστώνονται θετικά στοιχεία, όπως η ιεράρχηση των αναγκών του σχολείου ανάλογα με τη σημασία τους και η ανάλογη κατανομή των διαθέσιμων πόρων, η συνεργασία του σχολείου με τοπικούς και άλλους φορείς για την εξεύρεση πρόσθετων μέσων ή πόρων, πρακτικές που υποστηρίζουν την ένταξη των ΤΠΕ στη λειτουργία του σχολείου κ.ά.» Εξάλλου, με το νόμο 3966/2011 άρθρο 38[2], ήδη στα Πρότυπα Σχολεία όχι απλώς επιτρέπεται με απόφαση της ΔΕΠΠΣ (Διοικούσα Επιτροπή Πρότυπων Πειραματικών Σχολείων) η αποδοχή εσόδων «από δωρεές, χορηγίες, κληρονομίες, κληροδοσίες και άλλες παροχές τρίτων», αλλά είναι και μία από τις αρμοδιότητες της Επιτροπής να«μεριμνά για την προσέλκυση δωρεών, χορηγιών και κάθε είδους παροχών»(Ν. 3966/2011 άρθρο 40).
Τα σχολεία επομένως, οφείλουν να αναζητήσουν χορηγίες από ιδιώτες, τοπικούς φορείς, εταιρίες και πολυεθνικές, όχι μόνο για να καλύψουν τις ανάγκες τους, αλλά και για να επιβιώσουν, καθώς όπως αναφέρεται στην έκθεση του ΟΟΣΑ (ΟΟΣΑ, σελ.67, παρ. 131)[3] «η αυτοαξιολόγηση πρέπει να οργανωθεί, με τρόπο ώστε να είναι συγκρίσιμη μεταξύ σχολικών μονάδων και ώστε να μπορεί να επικυρώνεται και να συμπληρώνεται από εξωτερική αξιολόγηση»[4]Η παραπάνω κατεύθυνση συμπληρώνεται με το νόμο 4142/2013 για την «Αρχή διασφάλισης της Ποιότητας στην Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση (ΑΔΙΠΠΔΕ)». Ανώτατο διοικητικό όργανο της παραπάνω Αρχής - η οποία θα παίξει το ρόλο του εξωτερικού αξιολογητή των σχολείων-, είναι ένα 7μελές Συμβούλιο με πρόεδρο που ορίζεται από την αρμόδια επιτροπή κατά τον κανονισμό της Βουλής. Για τη διοικητική και επιστημονική υποστήριξη της Αρχής συνιστώνται είκοσι πέντε (25) θέσεις ειδικού επιστημονικού προσωπικού και δέκα (10) θέσεις διοικητικού προσωπικού, ενώ συγκροτούνται από την Αρχή Επιτροπές Αξιολόγησης του Εκπαιδευτικού Έργου (Ε.Α.Ε.Ε.) ανά διεύθυνση εκπαίδευσης, συνολικά τουλάχιστον 58 πενταμελείς αμειβόμενες Επιτροπές, με οικονομικό προϋπολογισμό 1,2 εκατομμύρια ευρώ το χρόνο.
Πέρα όμως από τις Επιτροπές αυτές, με βάση διάταξη του παραπάνω νόμου (Ν.4142/2013 άρθρο 8 παρ. στ.)[5]«…η αξιολόγηση της ποιότητας για συγκεκριμένη υπηρεσία ή φορέα μπορεί να υποκαθίσταται από αξιολόγηση από διαπιστευμένο φορέα αξιολόγησης της πρωτοβάθμιας ή της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης της αλλοδαπής που ορίζεται με απόφαση της Αρχής. Η Αρχή διαπιστεύει αλλοδαπούς φορείς αξιολόγησης που είναι διεθνώς αναγνωρισμένοι και εφαρμόζουν κριτήρια τα οποία ανταποκρίνονται στα κριτήρια της Αρχής.»
Είναι δυνατόν επομένως, η αξιολόγηση των σχολικών μονάδων και των εκπαιδευτικών να ανατεθεί σε φορείς αξιολόγησης του εξωτερικού, αλλά και σε ιδιωτικές εταιρείες, προκειμένου να εφαρμοστούν και στην εκπαίδευση μοντέλα αξιολόγησης και ελέγχου με «πιστοποιητικά ποιότητας» (ISO 9000), σύμφωνα με τα πρότυπα της βιομηχανίας και του εμπορίου. Ήδη, η εταιρεία «Intraway» αξιολόγησε το 2012 τους εκπαιδευτικούς παράλληλης στήριξης (ΑΔΑ: Β4ΠΠ9-ΤΙΕ 24/2/12) [6] ενώ με το 5291/6.3.2013 έγγραφό του, το Υπουργείο Παιδείας καλούσε τα σχολεία να συμπληρώσουν ερωτηματολόγια στο πλαίσιο έρευνας για το Νέο Σχολείο η οποία είχε ανατεθεί στην ιδιωτική εταιρεία «Διαδικασία Α.Ε.», που παρέχει συμβουλευτική και μάνατζμεντ σε ιδιωτικές επιχειρήσεις. Στην ίδια κατεύθυνση, με την Α.Π. 3197/2.4.2014 απόφαση του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής, η εξωτερική αξιολόγηση του Προγράμματος «Αξιολόγηση του Εκπαιδευτικού Έργου της Σχολικής Μονάδας – Διαδικασία Αυτοαξιολόγησης (ΑΕΕ)» ανατέθηκε στην εταιρεία SYSTEM Συμβουλευτική Α.Ε. (ΑΔΑ: ΒΙΗ0ΟΞΛΔ-ΡΔΛ 2/4/14)[7]
Την ίδια στιγμή, χιλιάδες υπαμειβόμενοι εκπαιδευτικοί ανά τη χώρα, οι περισσότεροι είτε μακριά από τα σπίτια τους, είτε διανύοντας πολλά χιλιόμετρα καθημερινά για να φτάσουν στα σχολεία όπου υπηρετούν, καλούνται:

1.Nα εργαστούν εκτός ωραρίου αμισθί για να διεκπεραιώσουν τον κύριο όγκο δουλειάς που απαιτεί η διαδικασία της αυτοαξιολόγησης, που είναι: α. Γενική εκτίμηση της εικόνας του σχολείου, β. Σχεδιασμός, οργάνωση και υλοποίηση σχεδίων δράσης και γ. Ετήσια έκθεση αξιολόγησης του εκπαιδευτικού έργου στη σχολική μονάδα. (Νομοθεσία για την αξιολόγηση του εκπαιδευτικού έργου και των εκπαιδευτικών) [8].

2.Να εκπονήσουν καινοτόμα προγράμματα, όχι μόνο τα υποχρεωτικά αλλά και άλλα, προαιρετικά (υπό το φόβο της επερχόμενης αξιολόγησης), πληρώνοντας βέβαια από την τσέπη τους τα έξοδα που απαιτούνται για την υλοποίηση των προγραμμάτων αυτών (το Υπουργείο πλέον δεν δικαιολογεί αυτές τις δαπάνες και τα σχολεία αδυνατούν να τις καλύψουν).

3.Να παρακολουθήσουν τα απογεύματα επιμορφωτικά σεμινάρια υποστηρικτικά στα καινοτόμα προγράμματα που θα εκπονήσουν (υπό το φόβο της επερχόμενης αξιολόγησης).

4.Να διοργανώσουν εκπαιδευτικές επισκέψεις

5.Να επιτελέσουν τον παιδαγωγικό τους ρόλο
.
6.Να υποστηρίξουν ψυχολογικά τα παιδιά αλλά και τους γονείς που δοκιμάζονται από την κρίση.

7. Να διοργανώσουν εκδηλώσεις και παρουσιάσεις των προγραμμάτων που υλοποιήθηκαν στη διάρκεια της χρονιάς, ώστε να «διαφημιστούν» στην τοπική κοινωνία τα εκπαιδευτικά «προϊόντα» του σχολείου.

Και όλα αυτά μέσα σε κλίμα υποταγής και συμμόρφωσης στις απαιτήσεις των «πελατών» (γονέων και κηδεμόνων) και των διευθυντών των σχολείων, υπό το φόβο όχι μόνο της επερχόμενης αξιολόγησης αλλά και της αργίας στην οποία κινδυνεύουν να τεθούν σε περίπτωση καταγγελίας, πριν καν εκδοθεί πειθαρχική απόφαση, σύμφωνα με το Μεσοπρόθεσμο. Και όλα αυτά μέσα σε κλίμα άγχους και έντασης, ανελευθερίας και ανταγωνισμού, δίχως συνεργασία και επικοινωνία, δίχως συλλογικότητα και αλληλεγγύη.

Μέσα στο κλίμα αυτό οι εκπαιδευτικοί είναι πολύ δύσκολο να διαμορφώσουν ελεύθερους, δημοκρατικά και κριτικά σκεπτόμενους πολίτες με αξίες και ιδανικά, πολίτες που θα σέβονται τη διαφορετικότητα και θα συνεργάζονται, επιδιώκοντας όχι μόνο το προσωπικό αλλά και το συλλογικό όφελος. Άλλωστε, σύμφωνα και με το Ενιαίο Διαθεματικό Πρόγραμμα Σπουδών, όπου απουσιάζουν οι έννοιες συλλογικότητα και ομαδικότητα, ενισχύεται η διαμόρφωση ενός πολίτη ευέλικτου και προσαρμοζόμενου σε μια κοινωνία όπου θα αξιολογείται και θα εκπαιδεύεται «δια βίου», για να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της εκάστοτε αγοράς εργασίας.
Τούτων δοθέντων, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι  καθώς οι μετανεωτερικές αντιλήψεις για την εκπαίδευση συγκλίνουν στην αντίληψη ότι οι μεταρρυθμίσεις στα σχολεία χρειάζεται να ανταποκρίνονται στην αγορά εργασίας, και άρα συγκλίνουν σε πρακτικές όμορες της νεοφιλελεύθερης αντίληψης για την εκπαίδευση, η κυβέρνηση προσπαθεί να χτίσει το «νέο», μεταμοντέρνο σχολείο της αγοράς στα ερείπια του δημόσιου μαζικού δωρεάν σχολείου, συνεπής στην αντίληψη περί μη συνέχισης του  «κρατισμού»  όπως αυτή  εκφράστηκε σε κυριακάτικο άρθρο του Πρωθυπουργού στην εφημερίδα Καθημερινή για τη Νέα Μεταπολίτευση. 

[4] Χαρακτηριστικό παράδειγμα της προσπάθειας αυτής των σχολείων είναι ότι στο πλαίσιο της ψηφοφορίας που προαναφέραμε, για την ανάδειξη του «τυχερού» σχολείου που θα επισκευαστεί, κάποια από τα υποψήφια προς επισκευή σχολεία έστελναν μηνύματα σε άλλα σχολεία του Νομού, με αίτημα τη διαδικτυακή ενίσχυσή τους στην εν λόγω ψηφοφορία, παραθέτοντας επιχειρήματα στη λογική της «διαφήμισής» τους.
 
ΤΟ ΠΟΝΤΙΚΙ

Δεν υπάρχουν σχόλια: