Τρίτη 30 Ιανουαρίου 2024

 


Τα παιδιά που φοιτούν εφέτος στα νηπιαγωγεία της χώρας αντιμετωπίζουν πολύ μεγάλα προβλήματα με την αυτοεξυπηρέτησής τους, ακόμα και σε απλά ζητήματα. Τι λένε νηπιαγωγοί που έχουν καταγράψει το πρόβλημα στις τάξεις τους.

Αντιμέτωποι μ’ ένα φαινόμενο που δυσκολεύει ιδιαίτερα το εκπαιδευτικό τους έργο έρχονται τους τελευταίους μήνες, και ιδιαίτερα κατά την εφετινή σχολική σεζόν, οι νηπιαγωγοί της χώρας.

Πολλά από τα νήπια αρχίζουν την παρουσία τους στην εκπαίδευση παρουσιάζοντας σοβαρές δυσλειτουργίες στα ζητήματα της αυτοεξυπηρέτησής τους, ακόμα και στα φαινομενικά απλά, όπως το να φορέσουν, ας πούμε, το πανωφόρι τους χωρίς βοήθεια.

Επιπρόσθετα, κάποια από αυτά πηγαίνουν στο σχολείο τους φορώντας πάνα γεγονός, αν μην τι άλλο, ασυνήθιστο αν μιλάμε για παιδιά τεσσάρων ετών. Το πρόβλημα φαίνεται ότι εντοπίζεται οριζόντια στα νηπιαγωγεία της χώρας. Δεν γνωρίζει γεωγραφικούς ή άλλους περιορισμούς, αντιθέτως παρουσιάζει σημάδια γενικευμένου γεγονότος. Και αυτό είναι αυτό που προβληματίζει περισσότερο.

Αν και μέχρι στιγμής, το φαινόμενο αυτό δεν έχει αποτελέσει αντικείμενο επιστημονικής έρευνας (άλλωστε είναι υπό μία έννοια καινούργιο), αποφασίσαμε να το αναδείξουμε μιλώντας με νηπιαγωγούς. Τα όσα ανέδειξαν με τις τοποθετήσεις τους οι εκπαιδευτικοί έχουν πολύ μεγάλο ενδιαφέρον και προσεγγίζουν το πρόβλημα από όλες τις παραμέτρους, βάζοντας, παράλληλα, στην κουβέντα και το ρόλο του εγκλεισμού λόγω της πανδημίας. Είναι άλλωστε γνωστό ότι εφέτος στα νηπιαγωγεία πήγαν “τα μωρά της πανδημίας και των λοκ-ντάουν”.

Σημαντική σημείωση: Οι εκπαιδευτικοί μάς μίλησαν υπό την προϋπόθεση της ανωνυμίας κάτι που έγινε απολύτως σεβαστό.

“Οι γονείς δεν έχουν χρόνο”

Η Π. διδάσκει σε νηπιαγωγείο μεγάλου αστικού κέντρου. Η πολυετής εμπειρία της τής επιτρέπει να ανιχνεύει εύκολα νέα προβλήματα στην εκπαιδευτική σχέση της με τα παιδιά όπως αυτό με το οποίο ασχολούμαστε στο παρόν ρεπορτάζ.

“Προφανώς, έχουμε να κάνουμε μ’ ένα φαινόμενο πολυπαραγοντικό το οποίο έχει να κάνει με τις γενικότερες κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες που υπάρχουν στην ελληνική κοινωνία ενώ φαίνεται να υπάρχει και μία συσχέτιση με τον εγκλεισμό λόγω της πανδημίας” μάς τόνισε στην αρχική της τοποθέτηση.

“Για τις ακριβείς αιτίες σίγουρα δεν μπορούμε να είμαστε ακόμη απολύτως σίγουροι και σίγουρες, μπορώ να πω όμως ότι η παράμετρος της έλλειψης χρόνου των γονέων είναι ιδιαίτερα σημαντική. Φαίνεται ότι δεν μπορούν να διαθέσουν τον απαραίτητο χρόνο για τα παιδιά τους γιατί έχουν πολλές επαγγελματικές αλλά και άλλης φύσεως υποχρεώσεις.

Αυτό, όπως γίνεται κατανοητό, δημιουργεί στρεβλώσεις στην καθημερινότητα. Παράδειγμα, αν δεν υπάρχει χρόνος, δεν θα καθίσει ο γονιός να επιμείνει να φορέσει το παιδί μόνο του τα ρούχα. Θα του τα φορέσει ο ίδιος/η ίδια. Είναι μία τυπική εικόνα, τον/την ντύνω στα γρήγορα για τον/την φέρω στο σχολείο και να πάω στη συνέχεια στη δουλειά μου”.

Θίγει, επίσης, ακόμη έναν σημαντικό παράγοντα: “Παράλληλα, είναι σαφές ότι όταν δεν υπάρχει ο απαραίτητος χρόνος από τους γονείς, τα παιδιά περνούν αρκετή ώρα με τη γιαγιά και τον παππού που εξ’ ορισμού είναι σαφώς πιο υπεπροστατευτικοί από τους γονείς διότι, σε τελική ανάλυση, έχουν και μία μεγάλη ευθύνη. Κάπως έτσι παρουσιάζεται το φαινόμενο να εξυπηρετούνται τα παιδιά λες και είναι δύο ετών και όχι τέσσερα.

Παράλληλα, θα μπορούσε να να πει κανείς ότι έχει αλλάξει ο τρόπος με τον οποίο λειτουργεί η οικογένεια. Συγκεκριμένες αξίες αμφισβητούνται, όχι άδικα, χωρίς να έχουν μπει στη θέση τους άλλες, είμαστε δηλαδή σε μία φάση μετάβασης η οποία διαρκεί αρκετό καιρό”.

Η Π. υπογραμμίζει επίσης κάτι εξόχως σημαντικό: “Πρέπει να επισημάνουμε και το εξής: Η εμπειρία δείχνει ότι οι γονείς χρειάζονται μεγάλη βοήθεια για να μάθουν πως πρέπει να συμπεριφέρονται ως γονείς. Μanual όμως για τη γονεϊκότητα δεν υπάρχει. Είναι μία δυναμική διαδικασία που εξελίσσεται”.

Η περίοδος των λοκ-ντάουν μπαίνει αναγκαστικά στην εξίσωση: “Κατά τις περιόδους της καραντίνας ήταν πάρα πολλοί οι γονείς που δούλευαν, αναγκαστικά, από το σπίτι. Την ίδια ώρα τα παιδιά βρίσκονταν μπροστά από μία οθόνη, ακόμη και για τις ανάγκες της τηλεκπαίδευσης στους παιδικούς σταθμούς.

Νομίζω ότι αυτός ο εγκλεισμός στο σπίτι με παρόντες συνεχώς τους γονείς δεν επέτρεψε στα παιδιά να ασκηθούν στην αυτοεξυπηρέτηση. Ολο αυτό έχει λειτουργήσει αρνητικά και στο κοινωνικό κομμάτι, στο πως συνδιαλέγονται τα παιδιά μεταξύ τους. Γι’ αυτό είναι θεμελιώδες το να χτίσει το σχολείο πάνω στις σχέσεις των συνομηλίκων και παράλληλα στην ανάταξη των δεξιοτήτων αυτοεξυπηρέτησης.

Υπήρξαν γονείς στους οποίους αν δεν λέγαμε ότι τα παιδιά τους είναι απολύτως ικανά να αυτοεξυπηρετηθούν, δεν θα τους έβγαζαν την πάνα. Και μιλάμε για την ηλικία των τεσσάρων ετών. Όταν, κατά την περίοδο των εγγραφών τον περασμένο Μάρτιο, γονείς έρχονταν να γράψουν τα παιδιά τους στο σχολείο μάς πληροφορούσαν ότι αυτά φορούν ακόμη πάνα!”

Και γιατί αυτό είναι προβληματικό; Ιδού η απάντηση: “Είναι σαφές και επιβεβαιωμένο από την επιστήμη ότι η ανάπτυξη που έχει να παιδί στα τέσσερα έτη μπορεί να εξασφαλίσει την αυτοεξυπηρέτησή του σε βασικά ζητήματα όπως είναι αυτό της τουαλέτας για παράδειγμα. Το νευρικό τους σύστημα μπορεί να ανταποκριθεί επαρκώς.

Πλέον όμως είναι φανερό ότι στον τομέα των δεξιοτήτων αυτοεξυπηρέτησης τα παιδιά χρειάζονται περισσότερη βοήθεια. Την ίδια ώρα παρατηρείται και μία υπερβολική φοβικότητα για αντικείμενα όπως είναι το ψαλίδι για παράδειγμα που είναι αντικείμενα δουλειάς για τα νήπια. Η τελική αίσθηση είναι ότι τα παιδιά μεγαλώνουν με περισσότερη προστατευτικότητα από αυτή που πραγματικά χρειάζονται”.

“Δόθηκε εντολή να δεχόμαστε τα παιδιά ακόμη και με πάνες”

Η Β. διδάσκει σε νηπιαγωγείο σε πόλη της περιφέρειας. Δηλώνει πραγματικά αιφνιδιασμένη από την ένταση και την επανάληψη του φαινομένου και μάς μιλά χρησιμοποιώντας χαρακτηριστικά παραδείγματα: “Είναι πραγματικά πολύ έντονο το φαινόμενο, από πέρυσι κιόλας. Κατά τη διάρκεια της περσινής σεζόν λάβαμε μάλιστα οδηγία από το σχολικό σύμβουλο της περιοχής να δεχόμαστε παιδιά ακόμα και με πάνες!

Πέντε από τα παιδιά που είχα στην τάξη φορούσαν πράγματι πάνα. Μάς έλεγαν οι γονείς “δεν θα σας ενοχλήσει, φοράει την πάνα του, όλα καλά”. Μα δεν είναι αυτό το πρόβλημα, αν θα με ενοχλήσει ή όχι το παιδί. Μπορεί ένα παιδί χωρίς προβλήματα να μην αυτοεξυπηρείται στα βασικά;”

Η εκπαιδευτικός εντοπίζει σημαντικές ευθύνες στους γονείς: “Αναγνωρίζω φυσικά και το πρόβλημα της έλλειψης χρόνου από τους γονείς, ξέρουμε τι συμβαίνει στην ελληνική κοινωνία. Υπάρχουν όμως και άλλοι, που ενώ έχουν το χρόνο να περάσουν δημιουργικές και διδακτικές, θα έλεγα, στιγμές με τα παιδιά τους, επιλέγουν την εύκολη λύση του κινητού τηλεφώνου ή του υπολογιστή για να απασχολούν τα παιδιά.

Ξέρετε, όλα αυτά εκτός των άλλων δημιουργούν και επιθετικότητα στα παιδιά. Εφέτος ένας από τους μαθητές μου είναι λεκτικά ιδιαίτερα αγενής και προς τους συμμαθητές του και προς εμένα. Οι γονείς του απορούν, πιστεύουν ότι είναι πρότυπο παιδιού.

Από την πλευρά μου ρωτώ πολλές φορές τα παιδιά “αφού δεν ξέρετε να γράφετε, πώς βρίσκετε αυτά που θέλετε στο δίκτυο” και μου λένε “δίνουμε φωνητική εντολή στο google κυρία”. Οπως καταλαβαίνετε κάτι γίνεται πολύ λάθος εδώ. Τα παιδιά αποκτούν τεχνολογικές δεξιότητες πριν αποκτήσουν δεξιότητες για την αυτοεξυπηρέτησή τους”.

“Το άνοιξε-κλείσε στην πανδημία τσάκισε τα παιδιά”

Ο Χ. είναι νηπιαγωγός σε νηπιαγωγείο στο κέντρο της Αθήνας. Παρατηρεί και εκείνος ότι τα παιδιά αντιμετωπίζουν παραπάνω δυσκολίες ως γενική τάση τα τελευταία χρόνια, και επισημαίνει ότι οι προεκτάσεις του ζητήματος έχουν ταξικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά. Αυτό που σημειώνει, είναι πως τα παιδιά έχουν χάσει ευκαιρίες να αναπτύξουν κοινωνικές δεξιότητες. “Ακόμα και οι δυσκολίες που αντιμετωπίζουν στο να ντυθούν, να φορέσουν τα παπούτσια και το μπουφάν τους συνδέεται με το έξω” εξηγεί.

Ανακαλώντας ένα άλλο παράδειγμα, περιγράφει την εξής εικόνα: “Τα παιδιά μπορεί να παίζουν έξω σε μια παιδική χαρά, όλα να κυλούν χωρίς προβλήματα. Ξαφνικά, αρχίζει να βρέχει. Ακόμα και να τσακώνονται εκείνη τη στιγμή, παγώνουν. Τους κατακλύζει ένας φόβος με τη βροχή, τους βλέπεις να μην ξέρουν τί να κάνουν με μια βρεγμένη τσουλήθρα. Ίσως γιατί δεν είχαν την ευκαιρία να αντιμετωπίσουν προηγουμένως αντίστοιχη κατάσταση”.

Θυμάται βέβαια και το πόσο δύσκολα περνούσαν τα παιδιά τα προηγούμενα χρόνια, κατά τη διάρκεια της πανδημίας. “Τα παιδιά που έζησαν τον Covid, αντιμετωπίζουν δυσκολίες διαχείρισης σε κοινωνικό επίπεδο, όπως στη συναναστροφή τους με τα άλλα παιδιά. Εκείνα που ήταν νήπια την περίοδο της καραντίνας, έζησαν ένα χάος.

Ιδιαίτερα την περίοδο που τα νηπιαγωγεία έκλειναν και μετά από κάποιες ημέρες ή εβδομάδες άνοιγαν ξανά, επέστρεφαν περισσότερο απορυθμισμένα ακόμα και από την έναρξη της σχολικής χρονιάς, τον Σεπτέμβρη. Αυτό το άνοιξε κλείσε είδα ότι τους τσάκισε, πολλαπλασιάστηκαν οι δυσκολίες του κάθε παιδιού”.

“Το ζήτημα έχει πολλές διαστάσεις, μια από αυτές όμως σίγουρα έχει να κάνει με το πώς έζησαν τα παιδιά κατά τη διάρκεια του λοκντάουν” μάς λέει επιχειρώντας να αναζητήσει τα αίτια και συνεχίζει τον συλλογισμό του: “Η συναναστροφή με ελάχιστα άτομα, αυτά που απαρτίζουν συνήθως την “πυρηνική οικογένεια”, που μπορεί να είναι μόνο ο μπαμπάς και η μαμά, για μεγάλο χρονικό διάστημα, είναι μια συνθήκη που τους έχει στερήσει πολύτιμο χρόνο από το να αναζητήσουν την κοινωνικοποίησή τους, από το παιχνίδι μέχρι την εξέλιξη της ομιλίας. Πόσο μάλλον όταν τους έχει μεταφερθεί και ο φόβος της πανδημίας”.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν και οι διαφορές που παρατηρεί ανάμεσα στα παιδιά του νηπιαγωγείου στην Πλάκα και το Κουκάκι που ήταν πέρυσι με αυτά στην Κυψέλη: “Φέτος που είμαι στην Κυψέλη, σε ένα νηπιαγωγείο που φοιτούν πολλά παιδιά μεταναστών, μπορώ να πω ότι βλέπω να έχουν πιο ανεπτυγμένες δεξιότητες. Επειδή ζω στην Κυψέλη βλέπω τα παιδιά και έξω και μπορώ να πω ότι βρίσκονται έξω αρκετά. Είτε επειδή οι γονείς τους τα παίρνουν μαζί τους από το σούπερ μάρκετ μέχρι το ΚΕΠ επειδή δεν έχουν πού να τα αφήσουν, είτε λόγω συνηθειών τους να συναντιούνται πολύ με την κοινότητα, ακόμα και οι οικογένειές τους έχουν διευρυμένα σχήματα από αυτό της “πυρηνικής οικογένειας”. “Αυτά τα παιδιά είχαν ίσως περισσότερες ευκαιρίες να είναι έξω.” καταλήγει.

“Παρακαλάμε τους γονείς να πηγαίνουν τα παιδιά τους στην παιδική χάρα”

Η Σ. είναι νηπιαγωγός σε νηπιαγωγείο, επίσης στην ευρύτερη περιοχή της Περιφέρειας της Αττικής. Μάς μεταφέρει την ανησυχία της για τα φετινά νήπια και προνήπια, που όπως λέει, είναι εντελώς διαφορετικά από προηγούμενες χρονιές.

Φέτος έρχονται πολύ περισσότερα παιδιά με πάνα στο σχολείο, μας ζητούν να τους ανοίξουμε το τάπερ, να τους βγάλουμε το μπουφάν, ζητήματα σε δεξιότητες που τα προηγούμενα χρόνια δεν θα συναντούσες συχνά” μάς μεταφέρει, ενώ παράλληλα επισημαίνει το αναβαθμισμένο επίπεδο εξάρτησης από τους νηπιαγωγούς και για μια σειρά από άλλα ζητήματα: “Τα παιδιά δεν ξέρουν πώς να παίξουν. Μας ζητούν καθοδήγηση για να παίξουν με τα άλλα παιδιά, δυσκολεύτηκαν περισσότερο να αποχωριστούν τους γονείς τους, ξεσπούν συχνότερα σε κλάματα, είναι επίμονα στο να έχουν την αποκλειστική προσοχή της δασκάλας.”

Στην προσπάθειά της να σκιαγραφήσει τα αίτια των δυσκολιών αυτών με τις οποίες έρχονται αντιμέτωπα τα παιδιά, ανατρέχει στην περίοδο της πανδημίας. “Ξέρουμε ότι πολλοί γονείς δεν έβγαζαν τα παιδιά να παίξουν, πολλές φορές δεν τα έβγαζαν καν από το σπίτι. Ακόμα και σήμερα, παρακαλάμε γονείς να πάνε τα παιδιά στην παιδική χαρά” λέει χαρακτηριστικά, ενώ θεωρεί πως σημαντικό ρόλο έχει παίξει και η εξάρτηση που έχουν αναπτύξει τα παιδιά από τις οθόνες, η τηλεόραση και το τάμπλετ. Όπως υποστηρίζει, οι γονείς δεν έχουν καταλάβει ακόμα το πόσο επιδραστική είναι η απομόνωση αυτή στα παιδιά. “Τους έχει μείνει ο φόβος”.

Επιπλέον, θέλει να επιστήσει την προσοχή σε κάτι που θεωρεί πρωτοφανές για εκείνη στα χρόνια που διδάσκει. Αυτό είναι το ζήτημα του λόγου“Υπάρχουν πολλά παιδιά που δεν έχουν σχηματίσει καθαρό λόγο. Σε πέντε τμήματα για τα οποία έχω προσωπικά εικόνα, καθαρό λόγο μπορεί να έχουν τα πέντε από τα δεκαπέντε παιδιά, παλιά δεν ίσχυε κάτι τέτοιο”.

Επομένως, εστιάζει περισσότερο την προσοχή της στην ένταση των μαθησιακών ζητημάτων που αντιμετωπίζουν τα παιδιά, τα οποία, όπως τονίζει, έχουν στην πλειοψηφία τους ανάγκη για λογοθεραπεία και ψυχοθεραπεία, όπου όμως η πρόσβαση δεν είναι εύκολη.

Οι γονείς ή θα πρέπει να απευθυνθούν σε κάποιο ιδιωτικό κέντρο, ή να παραπεμφθούν στα ΚΕ.Δ.Α.Σ.Υ. (Κέντρα Διεπιστημονικής Αξιολόγησης, Συμβουλευτικής και Υποστήριξης) τα οποία λειτουργούν με αναπληρωτές και, όπως αναφέρει, μπορεί να χρειαστούν και πέντε μήνες για να δεχτούν κάποιο παιδί.

Στην τάξη της έχουν μόλις μια κοινωνική λειτουργό, άλλες έχουν και ψυχολόγο. “Τι να πρωτοκάνει ένα άτομο; Αν μάλιστα υπάρχουν και παιδιά που είναι διαγνωσμένα στο φάσμα του αυτισμού ή χρειάζονται παράλληλη στήριξη, δύο άτομα σε μια τάξη είναι πολύ λίγα”.

Πηγή: news24/7

Δεν υπάρχουν σχόλια: