Ιδιωτικά ΑΕΙ: Πώς μας έρχονται μέσω... Λισαβόνας -με στάση στη Μπολόνια
Mέσω ...Λισαβόνας και Μπολόνιας επιχειρεί η κυβέρνηση να παρακάμψει το άρθρο 16 του Συντάγματος και να φέρει τα ιδιωτικά πανεπιστήμια στην Ελλάδα.
Το επιχείρημα θα είναι ότι εφόσον είμαστε μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης, δε μπορούμε να αρνούμαστε να εφαρμόσουμε συνθήκες και συμβάσεις που έχουν υπογράψει όλες οι άλλες χώρες και μόνο εμείς δεν το έχουμε κάνει -θα δούμε ακολούθως γιατί δεν το καναμε από το 1997 που προέκυψε αυτή η σύμβαση. Με μια άλλη ανάγνωση, η κυβέρνηση θα αποδεχθεί ότι οι Ευρωπαϊκές συμφωνίες μπορούν να παρακάμψουν το άρθρο 16 χωρίς αναθεώρηση. Θα βρεθεί και η κατάλληλη διατύπωση. Τι θα σημαίνει όμως αυτό για το ίδιο το Σύνταγμα;
Ο Κυριάκος Πιερρακάκης το επόμενο διάστημα φέρεται να σχεδιάζει να φέρει προς κύρωση στη Βουλή την «ξεχασμένη» εδώ και δεκαετίες Σύμβαση της Λισαβόνας, η οποία θα γίνει το «όχημα» για τη λειτουργία μη κρατικών ΑΕΙ στη χώρα, αφού προβλέπει διατάξεις για την αναγνώριση των πτυχίων τις οποίες η χώρα μας απέφευγε τόσα χρόνια να κυρώσει, ακριβώς επειδή ο ορισµός που δίνει η Σύµβαση για τα ιδρύµατα ανώτατης εκπαίδευσης βρίσκεται σε αντιδιαστολή µε την εθνική της νοµοθεσία.
Η σύμβαση αυτή είναι το ένα από τα δύο «όπλα» στη φαρέτρα της κυβέρνησης για την παράκαμψη του άρθρου 16. Το δεύτερο, είναι η περίφημη «διαδικασία -ή συμφωνία, ή διακήρυξη- της Μπολόνια», για τη δημιουργία ενιαίου Ευρωπαϊκού Χώρου Ανώτατης Εκπαίδευσης (ΕΧΑΕ) την οποία η Ελλάδα ακολουθεί -με σκαμπανεβάσματα- εδώ και δεκαετίες, και είναι αυτή που (ουσιαστικά) επέβαλε, πολλά χρόνια και πολλές αντιδικίες μετά, την επαγγελματική αναγνώριση των πτυχίων που δίνουν τα κολέγια.
Η Διακήρυξη της Μπολόνια, η οποία ψηφίστηκε το 1999 -μόλις δυό χρόνια μετά από τη σύμβαση της Λισαβόνας- και εύστοχα χαρακτηρίστηκε ως «το Μάαστριχτ της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης», αποτέλεσε αποφασιστικό βήμα στη διαμόρφωση της ευρωπαϊκής στρατηγικής για την Ανώτατη Εκπαίδευση. Όπως συγκεκριμένα αναφέρεται στο κείμενο της Διακήρυξης της Μπολόνια, ήρθε σε συνέχεια της Διακήρυξης της Σορβόνης (1998) για την εναρμόνιση της δομής του ευρωπαϊκού συστήματος Ανώτατης Εκπαίδευσης, η οποία «τόνισε ιδιαίτερα τον κεντρικό ρόλο των πανεπιστημίων στην ανάπτυξη της μορφωτικής διάστασης της Eυρώπης. Kαι έδωσε έμφαση στη δημιουργία του Eυρωπαϊκού Xώρου Aνώτατης Eκπαίδευσης, που θα αποτελέσει το κλειδί για την προώθηση της κινητικότητας και της απασχολησιμότητας των Eυρωπαίων πολιτών, αλλά και για τη συνολική ανάπτυξη της Eυρωπαϊκής Hπείρου». Στόχος της Διακήρυξης της Μπολόνια ήταν η βελτίωση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας του ευρωπαϊκού συστήματος Ανώτατης Εκπαίδευσης.
Με βάση λοιπόν τις ευρωπαϊκές νομοθεσίες και οδηγίες που ακολούθησαν τη Μπολόνια, έστειλε την προειδοποιητική επιστολή η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προς το ελληνικό υπουργείο Παιδείας, που αποτέλεσε την βάση στην οποία κινήθηκε η πρώην υπουργός Παιδείας Νίκη Κεραμέως και προχώρησε το 2019 και 2020 στην αναγνώριση των πτυχίων των ιδιωτικών κολλεγίων, τα οποία με το νόμο 4635/19 διαθέτουν πλέον επαγγελματική ισοτιμία με τα πτυχία των ελληνικών ΑΕΙ, θεωρούνται τυπικό προσόν μόνιμου διορισμού και πρόσληψης αναπληρωτών στη δημόσια εκπαίδευση
Γιατί επιλέγουν να φέρουν ιδιωτικά ΑΕΙ μέσω ...Λισαβόνας
Σύμφωνα με δημοσίευμα του Οικονομικού Ταχυδρόμου τον περασμένο Νοέμβριο,η Σύμβαση της Λισαβόνας ανάμεσα σε άλλα, προβλέπει τη δυνατότητα διασύνδεσης ΑΕΙ διαφορετικών χωρών, την αναγνώριση σπουδών μεταξύ των ιδρυμάτων αυτών και την απόδοση πτυχίων σε φοιτητές που ξεκινούν τη φοίτησή τους σε ένα πανεπιστήμιο και την ολοκληρώνουν σε άλλο διαφορετικής χώρας.
Τι σημαίνει, όμως, αυτό πρακτικά; Οτι, για παράδειγμα, ένας αλλοδαπός φοιτητής που φοιτά για δύο χρόνια σε πανεπιστήμιο του Αμστερνταμ ή του Βερολίνου, θα έχει τη δυνατότητα αυτά τα έτη σπουδών να αναγνωριστούν από ένα ελληνικό ΑΕΙ (σ.σ. ή άλλης χώρας που έχει επικυρώσει τη Σύμβαση) και συνεπώς θα μπορεί να γίνει δεκτός σε αυτό για να ολοκληρώσει τις σπουδές του και να λάβει το πτυχίο του από αυτό. Την ίδια δυνατότητα θα έχουν και οι έλληνες φοιτητές που θέλουν να συνεχίσουν τις σπουδές που ξεκίνησαν σε κάποιο εγχώριο ΑΕΙ σε άλλο ευρωπαϊκό, εφόσον βέβαια η μητρική χώρα του έχει επικυρώσει τη Σύμβαση. Η δυνατότητα αυτή, βέβαια, ίσχυε και στο παρελθόν για τους έλληνες φοιτητές που ήθελαν να αναγνωρίσουν μέρος των σπουδών τους στο εξωτερικό, απλά δεν ήταν ευρέως γνωστή ούτε διαδεδομένη. Στόχος των παραπάνω, είναι η περαιτέρω διεθνοποίηση των ελληνικών πανεπιστημίων και η σύνδεσή τους με εκείνα άλλων χωρών της Ευρώπης (Ευρωπαϊκής Ενωσης και Συμβουλίου της Ευρώπης) καθώς και η περαιτέρω ενίσχυση της ευρωπαϊκής ταυτότητας των νέων φοιτητών.
Τι θα ισχύσει
Τι αλλάζει πρακτικά για τα ΑΕΙ της χώρας μας; Καταρχήν, όσον αφορά στα αγγλόφωνα τμήματα σπουδών (ήδη λειτουργούν στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και άλλα ιδρύματα), θα μπορούν να δεχτούν «μετεγγραφές» αλλοδαπών φοιτητών ΑΕΙ άλλων χωρών που το επιθυμούν, στο μέτρο βέβαια που θα πληρούνται ακαδημαϊκές ή άλλες προϋποθέσεις που θα έχουν εκ των προτέρων θέσει τα πανεπιστήμια «υποδοχής». Ετσι, όπως προαναφέρθηκε, αναγνώριση περιόδων σπουδών σημαίνει να αναγνωρίζονται, π.χ. τα δύο πρώτα έτη σπουδών που έχει κάνει κάποιος σε άλλη χώρα-μέλος. Συνεπώς, πρέπει να θεσμοθετηθεί η υποχρέωση για αναγνώριση ή αξιολόγηση (assessment) «περιόδων σπουδών» στα αγγλόφωνα προγράμματα σπουδών στην Ελλάδα. Σε συνέχεια των παραπάνω, εξετάζεται και η πιθανή θέσπιση αυστηρών προϋποθέσεων εισόδου φοιτητών και στα ελληνόφωνα τμήματα ΑΕΙ. Ωστόσο, το πνεύμα της Σύμβασης της Λισσαβόνας προτεραιοποιεί τα αγγλόφωνα τμήματα.
Τι είναι η Σύµβαση της Λισαβόνας
Σύμφωνα με εργασία που εκπόνησε η κ.Φωτεινή Λιόση στο Πανεπιστήμιο Πατρών το 2018 (σ.σ. όσα ακολουθούν είναι αποσπασματα από αυτή την εργασία) , η Σύµβαση για την Αναγνώριση των Τίτλων Σπουδών που αφορούν την Ανώτατη Εκπαίδευση στην Ευρώπη (Convention on the Recognition of Qualifications concerning Higher Education in the European Region), γνωστή ως Σύµβαση της Λισαβόνας (Lisbon Recognition Convention), είναι µια διεθνής σύµβαση που υλοποιήθηκε από το Συµβούλιο της Ευρώπης (Council of Europe) σε συνεργασία µε την UNESCO (United Nations Educational, Scientific and Cultural Organization). Η Σύµβαση υπεγράφη στις 11 Απριλίου του 1997 στη Λισαβόνα, στην Πορτογαλία, και τέθηκε σε ισχύ δύο χρόνια αργότερα, την 1η Φεβρουαρίου 1999.
Έχει κυρωθεί από όλες σχεδόν τις χώρες που είναι µέλη του Συµβουλίου της Ευρώπης αλλά όχι από την Ελλάδα, καθώς κι από χώρες που δεν είναι µέλη του Συµβουλίου, αλλά είναι µέλη της UNESCO,όπως η Αυστραλία, το Ισραήλ, η Λευκορωσία, το Καζακστάν, η Νέα Ζηλανδία, ο Καναδάς, οι ΗΠΑ, το Τατζικιστάν και η Κιργιζία. Η Σύµβαση της Λισαβόνας αποτελεί τη βάση και καθορίζει τα πρότυπα για τις διαδικασίες αναγνώρισης στον Ευρωπαϊκό χώρο (The European Recognition Manual forHigherEducation Institutions, 2016:15) διατηρώντας, παράλληλα, διεθνή εµβέλεια καθώς έχει υπογραφεί κι από κράτη που βρίσκονται εκτός Ευρώπης. Αποτελεί, «ένα νοµικώς δεσµευτικό κείµενο για τις εθνικές αρχές ή τα ιδρύµατα που λαµβάνουν τις αποφάσεις για την αναγνώριση των τίτλων και των περιόδων σπουδών»
Οι 14 ορισμοί για την αναγνώριση πτυχίων
Η Σύµβαση αποτελείται από 11 µέρη (Sections). Στο πρώτο µέρος (Section IDefinitions) παρουσιάζονται οι ορισµοί που δίνει η Σύµβαση σε δεκατέσσερις όρους, όπως φαίνονται στον πίνακα που ακολουθεί. Οι ορισµοί αυτοί αποτελούν την εννοιολογική βάση στην όποια στηρίζεται η ακαδηµαϊκή αναγνώριση.
Γιατί δεν την κύρωνε τόσα χρόνια η Ελλάδα
Ένα παράδειγµα εθνικής νοµοθετικής αντίθεσης σε διάταξη διεθνούς συνθήκης είναι η Ελλάδα, η οποία δεν έχει υπογράψει τη Σύµβαση της Λισσαβόνας, καθώς ο ορισµός που δίνει η Σύµβαση για τα ιδρύµατα ανώτατης εκπαίδευσης βρίσκεται σε αντιδιαστολή µε την εθνική της νοµοθεσία.
Πιο συγκεκριµένα, η Ελλάδα αναγνωρίζει ως ιδρύµατα ανώτατης εκπαίδευσης µόνο τα δηµόσια ιδρύµατα ανώτατης εκπαίδευσης, τα πανεπιστήµια και τα Τ.Ε.Ι. (σ.σ. που δεν υφίστανται πλέον) σε αντίθεση µε τη Σύµβαση που ορίζει ότι ιδρύµατα ανώτατης εκπαίδευσης είναι όλα τα δηµόσια και ιδιωτικά ιδρύµατα που αναγνωρίζει κάθε Μέρος ότι ανήκουν στο εθνικό τους σύστηµα ανώτατης εκπαίδευσης (Article VIII.2).
Έτσι, µε την υπογραφή της Σύµβασης, θα µπορούσαν να θεωρηθούν ως ιδρύµατα ανώτατης εκπαίδευσης κάποια από τα Κέντρα Ελευθέρων Σπουδών που λειτουργούν στην Ελλάδα (Ασδεράκη, 2008:374), όπως τα Κέντρα Επαγγελµατικής Κατάρτισης, τα Ι.Ε.Κ γεγονός που θα δηµιουργούσε τόσο δοµικής όσο και λειτουργικής φύσεως προβλήµατα στην ενδο-ελληνική διευθέτηση του εκπαιδευτικού µας συγκείµενου.
Από την άλλη, η Ελλάδα µη επικυρώνοντας τη Σύµβαση, προστατεύοντας µε αυτόν τον τρόπο το νοµοθετικό της πλαίσιο, δηµιουργεί σειρά προβληµάτων στις διεθνείς της σχέσεις.
Δύο παραδείγµατα µπορεί να είναι ενδεικτικά. Πρώτον, ενώ οι εταίροι της αναγνωρίζουν αυτόµατα τους ελληνικούς τίτλους σπουδών, η Ελλάδα δεν κάνει το ίδιο. Η ασυνέπεια αυτή έχει οδηγήσει την Ελλάδα στο ευρωπαϊκό δικαστήριο (ΔΕΚ) και µια σειρά από αποφάσεις την έχουν καταδικάσει. Γι’ αυτό τον λόγο η Ελλάδα έχει αρχίσει να αναγνωρίζει επαγγελµατικά αλλά όχι ακαδηµαϊκά δικαιώµατα στους κατόχους τίτλων σπουδών από ιδιωτικά ιδρύµατα που λειτουργούν στη χώρα κι από άλλες χώρες της Ευρώπης αναγνωρίζονται ως ανώτατα. Δεύτερον, αν η Ελλάδα επιθυµούσε να αναπτύξει µια πολιτική προσέλκυσης ξένων φοιτητών, η µη αυτόµατη αναγνώριση πτυχίων θα την καθιστούσε µη ανταγωνιστική στον ανταγωνιστικό διεθνή χώρο.
Έτσι, στην πραγµατικότητα, οι χώρες που παρουσιάζουν την παραπάνω νοµοθετική διαφοροποίηση οφείλουν είτε να τροποποιήσουν την εθνική τους νοµοθεσία, είτε να διασφαλίσουν ότι τηρείται η υπεροχή της διεθνούς νοµοθεσίας (Report to the Bologna Follow up group, 2008:4) και άρα εφαρµόζονται οι αρχές της Σύµβασης της Λισαβόνας από τα ιδρύµατα ανώτατης εκπαίδευσης. Εδώ θα πρέπει να σηµειωθεί ότι οι περισσότερες χώρες του ΕΧΑΕ λαµβάνουν τις αποφάσεις για την αναγνώριση σε ιδρυµατικό επίπεδο και η αυτονοµία των ιδρυµάτων καθιστά αδύνατο για τις χώρες αυτές να διασφαλίσουν την εφαρµογή της Σύµβασης και να πραγµατοποιήσουν την απαίτηση της Σύµβασης να λάβουν όλα τα απαραίτητα µέτρα για την πλήρη εφαρµογή της.
Σε 30 χώρες οι αποφάσεις για την αναγνώριση των ξένων πτυχίων λαµβάνονται σε ιδρυµατικό επίπεδο, σε 12 χώρες οι αποφάσεις αυτές λαµβάνονται από Υπουργείο ή άλλο Κυβερνητικό φορέα και σε 4 χώρες οι αποφάσεις λαµβάνονται από εθνικές αρχές, όπως συµβαίνει στην Κύπρο και στην Ελλάδα. Η εν λόγω πρακτική όµως µπορεί να επηρεάσει αρνητικά την αυτονοµία των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυµάτων, περιορίζοντας τη δυνατότητα τους να δέχονται φοιτητές σύµφωνα µε τα δικά τους κριτήρια εισαγωγής (σ.σ.εδώ τελειώνουν οι αναφορές στην εργασία της κ.Λιόση)
Το πραγματικό διακύβευμα
Από όλα τα παραπάνω, τεκμαίρεται ένα συμπέρασμα: Tελικός στόχος -της Ε.Ε και όχι μόνο της τωρινής ελληνικής κυβέρνησης- είναι ο σταδιακός μετασχηματισμός των τριτοβάθμιων ιδρυμάτων σε επιχειρήσεις παροχής εκπαιδευτικών υπηρεσιών. Τα υπόλοιπα είναι το όμορφο περιτύλιγμα αυτής της κεντρικής στόχευσης. Τα Πανεπιστήμια σύντομα θα καλούνται ευθέως να «βγάλουν το ψωμί τους» μόνα τους. Το υπουργείο Παιδείας εξαναγκάζει τα τριτοβάθμια ιδρύματα να υιοθετήσουν τη συμπεριφορά ιδιωτικής επιχείρησης για να βρουν νέους πόρους, κρατώντας από τη μια τον δίσκο του εράνου και από την άλλη το λιβανιστήρι. Mε το σκιάχτρο της ίδρυσης των ιδιωτικών πανεπιστημίων ωθούνται τα δημόσια να λειτουργήσουν με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια, να μειώσουν τα χρόνια σπουδών και να στραφούν στην αγορά σε αναζήτηση νέων πηγών εσόδων (δίδακτρα, σύνδεση με επιχειρήσεις, μετατροπή σε επιχειρήσεις πώλησης υπηρεσιών). Οσες διαψεύσεις κι αν κάνει το υπουργείο, μελλοντικά, αν ευοδωθούν οι παραπάνω σχεδιασμοί, το ελληνικό Πανεπιστήμιο θα επιβάλει δίδακτρα.
Σύμφωνα εξάλλου με άρθρο του καθηγητή στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου κ.Κώστα Δουζίνα στην «Εφημερίδα των Συντακτών», οι αποτυχίες και η ανασφάλεια στο νέο περιβάλλον οδήγησαν σε διεθνή ακαδημαϊκό διάλογο για το Πανεπιστήμιο του 21ου αιώνα.
«Ο διάλογος έχει πάρει τη μορφή της αντιπαράθεσης δύο ριζικά διαφορετικών μοντέλων. Για τη μια πλευρά η παιδεία είναι δημόσιο αγαθό, δικαίωμα και αυταξία, για την άλλη, προνόμιο και εμπόρευμα. Για το κλασικό μοντέλο Πανεπιστήμιου του Humboldt, η παιδεία καλλιεργεί τη δημοκρατική συνείδηση. Για τους άλλους, τα Πανεπιστήμια είναι τεχνοκρατικά ιδρύματα σε στενή και αποφασιστική σχέση με την αγορά. Ελπίζω η ιδεολογική σύγκρουση να εμφανιστεί στη συζήτηση για τον νόμο των ιδιωτικών Πανεπιστημίων. Οι συνταγματικές ενστάσεις είναι σημαντικές. Αλλά δουλειά των δημοκρατών είναι να υπερασπιστούν τα αξιακά θεμέλια του Πανεπιστημίου. Η παιδεία ως δικαίωμα δεν κάνει διαχωρισμό μεταξύ πλούσιων και φτωχών. Αντίθετα, η εκπαίδευση έχει αποτελέσει ιστορικά τρόπο μείωσης των ανισοτήτων, αναδιανομής με την δωρεάν παροχή της, κύριο μηχανισμό κοινωνικής δικαιοσύνης. Πώς λειτουργεί η παιδεία ως προνόμιο και εμπόρευμα; Οπως έχει πει επανειλημμένα ο κ. Μητσοτάκης και οι υπουργοί του, με τον ανταγωνισμό: δημιουργία ιδιωτικών Πανεπιστημίων, δίδακτρα στα δημόσια, τιμωρητική αξιολόγηση του δημόσιου Πανεπιστημίου και σύνδεσή της με τη χρηματοδότηση, κουπόνια για να επιδοτεί το Δημόσιο τους ιδιώτες, λίγες και επιλεκτικές υποτροφίες για να νομιμοποιείται ένα σύστημα που στηρίζεται και μεγαλώνει την ανισότητα»
ΥΓ.
Λεφτά-Πτυχία-Επιτυχία
(Ειρωνικό σύνθημα σε παλιότερη πορεία Πολυτεχνείου)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου