Το διαπιστώνουμε εδώ και μήνες, το ξέρουμε εδώ και χρόνια, το βλέπουμε στην πολιτική αρένα έντονα χρωματισμένο και στις τηλεοπτικές μη συζητήσεις, το ασκούμε στην καθημερινή μας ζωή και εμείς.
Είναι το φαινόμενο της αδυναμίας διαλόγου, που είναι τελικά απόρροια της αδυναμίας μας να σκεφτούμε ορθολογικά. Και δηλώνω εκ των προτέρων ότι είναι εύκολο να τεκμηριωθεί η παραπάνω εκτίμηση.
Κατ’ αρχήν να ξεκινήσω εκ του αποτελέσματος. Διαπιστώνουμε ποτέ (…) στις τηλεοπτικές συζητήσεις κάποια είδους σύνθεση απόψεων; Ομολογείται ποτέ ότι η άλλη άποψη ενδεχομένως να είναι ορθότερη από τη δική μου; Παραδεχόμαστε ποτέ λάθος στους συλλογισμούς μας; Έχει κανένα νόημα η παρακολούθηση των τηλεοπτικών κομματικών αντιπαραθέσεων, όταν όλοι ισχυρίζονται ότι έχουν την ορθή άποψη και βομβαρδίζουν καθετί που δε συμφωνεί μαζί τους;
Φυσικά η πολιτική και ιδεολογική αντιπαράθεση είναι ουσία της δημοκρατίας και του κοινοβουλευτισμού. Αλλά υπάρχει και συνέχεια:
α) η αντιπαράθεση πρέπει να είναι επί της ουσίας των συζητούμενων θεμάτων και όχι επί των επιφαινόμενων ή επί των τίτλων και
β) η αντιπαράθεση αποκτά αξία και νόημα όταν μπορεί και απολήγει – έστω μερικώς, έστω κατά καιρούς – σε σύνθεση των διαλεγόμενων απόψεων.
Υπάρχει και φιλοσοφική και ιδεολογική επιταγή προς τούτο. Η αλήθεια είναι μια κοινωνική κατασκευή σε πολλά πολιτικά ζητήματα, δεν είναι ένα στοιχείο δίκην «καιρικού φαινομένου» που το βλέπουμε όλοι με την ίδια ματιά, δεν είναι στοιχείο αποκάλυψης ή κατάκτησης ενός δόγματος όπως διατείνεται η θεολογική εκδοχή, δεν είναι απόρροια του στοχασμού ενός ανθρώπου.
Η αλήθεια απορρέει μάλιστα και από ένα είδος έστω μερικής συμφωνίας μεταξύ των κοινωνικών ομάδων, είναι στοιχείο της ορθολογικής σκέψης – άρα και κοινωνικής, είναι συστατικό στοιχείο των κοινωνικών σχέσεων.
Από την άλλη πλευρά, όλα τα παραπάνω δε συνάγουν ως γενικό συμπέρασμα την άποψη ότι δεν υπάρχουν αντικειμενικά στοιχεία, ως προς τα οποία η αλήθεια είναι μία και ενιαία. Για παράδειγμα, το χρέος της χώρας μας ή οι δείκτες της ανεργίας και της ετερο-απασχόλησης είναι ουδέτερα και έχουν αναγκαστικά την ίδια αναφορά από όλους.
Αλλά πέραν αυτών, η όποια ερμηνεία και η όποια επιλογή επίλυσής τους είναι πλέον διαφοροποιημένες ανάλογα με την πολιτική και ιδεολογική ματιά κάθε κοινωνικής ομάδας ή κοινωνικών τμημάτων ή ακόμα και ατόμων. Και εδώ είναι η αδυναμία του διαλόγου που τελικά είναι αδυναμία της ίδιας τη σκέψης μας.
Δυστυχώς δεν είναι ίδιον της πολιτικής μας κυρίως κουλτούρας η συμφωνία με ένα αντίπαλο κόμμα αλλά ακόμη και με ένα συγγενικό. Αν κάποιο στέλεχος παραδεχτεί λάθος του κόμματός του ή πολύ περισσότερο συμφωνήσει με μια εκτίμηση του αντίπαλου, αυτό αποτελεί ρίξιμο σημαίας για το ημέτερο κομματικό στρατόπεδο και δύσκολα θα πείσει γι’ αυτή την επιλογή του, ακόμα και μετά την παρέλευση σημαντικού χρονικού διαστήματος.
Θα αναφέρω και μια προσωπική εμπειρία, αφού η ζωή σού δίνει και στοιχεία απ’ αυτό το πεδίο. Όταν διετέλεσα πρόεδρος της ΟΛΜΕ, ήμουνα θεσμικά υποχρεωμένος να υπερασπίζομαι πολλές φορές και θέσεις και απόψεις που δεν ήταν δικές μου, αλλά αποτελούσαν πλειοψηφική αναφορά στο Διοικητικό Συμβούλιο της Ομοσπονδίας. Επιπρόσθετα, ενώ υποστήριζα τη θέση της δικής μου παράταξης, διαπίστωνα κατά τη διάρκεια της συζήτησης και με την αντιπαράθεση των διαφόρων απόψεων των άλλων ρευμάτων ότι τα πράγματα δεν ήταν όπως αρχικά τα θεωρούσα. Και δεν χρειαζόταν ιδιαίτερη φιλοσοφία για να το κατανοήσει κανείς.
Τι θα έπρεπε να κάνω λοιπόν; Να μην παραδεχτώ την ορθότητα της άλλης αντίληψης; Αυτή είναι άλλωστε η ομορφιά της σκέψης, η γοητεία του διαλόγου: η άλλη ματιά (ή οι άλλες ματιές) για την προσέγγιση ενός γεγονότος. Και οφείλω να πω ότι μια από τις πιο σημαντικές κατακτήσεις της ζωής μου είναι ακριβώς η δυνατότητά μου να «ακούω» εν τοις πράγμασι την άποψη του άλλου και να την υιοθετώ εφόσον ερμηνεύει καλύτερα τα πράγματα. Αυτή είναι μια ορθολογική ερμηνεία του ίδιου του λόγου μας και της σκέψης μας, είναι η δυνατότητα αυτοσυγκρότησης του ίδιου του λόγου μας.
Πώς μπορούμε να επιμένουμε στη μονομέρεια της δικής μας σκέψης, όταν η απλή λογική λέει ότι αν το κάνει αυτό ο καθένας μας, τότε οδηγούμαστε σε μια πλήρη και δομημένη ασυνεννοησία; Πώς μπορούμε να πιστεύουμε ότι ο διαρκής θρίαμβος της δικής μας άποψης μάς προσδίδει κύρος, όταν έχουμε ισοπεδώσει κάθε έννοια αυτοκριτικής, αυτογνωσίας και αναστοχασμού;
Εκτός, αν το φαίνεσθαι της λεκτικής συμπεριφοράς μας αποκλίνει από το είναι της πραγματικής σκέψης μας που τη φυλάμε μόνο για τον εαυτό μας. Αλλά αυτό δεν δείχνει στην καλύτερη περίπτωση μια ανωριμότητα και έναν εγγενή ανορθολογισμό;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου