Παρασκευή 24 Δεκεμβρίου 2021

 

Στρατηγικό Σχέδιο Επαγγελματικής Εκπαίδευσης Κατάρτισης, Διά Βίου Μάθησης και Νεολαίας

Δημοσίευση: 23/12/2021
Υπουργείο παιδείας
ΡΕΠΟΡΤΑΖ ESOS

Σε διαβούλευση  έχει θέσει η Γενική Γραμματεία Επαγγελματικής Εκπαίδευσης Κατάρτισης, Διά Βίου Μάθησης και Νεολαίας, από 23/12/2021 έως 7/1/2022, το «Στρατηγικό Σχέδιο Επαγγελματικής Εκπαίδευσης Κατάρτισης και Διά Βίου Μάθησης».

ΠΑΤΗΣΤΕ ΕΔΩ ΓΙΑ ΝΑ ΑΝΟΙΞΕΤΕ ΤΟ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΟ ΣΧΕΔΙΟ

Καλούνται όσοι επιθυμούν να υποβάλουν τα σχόλια τους στην ηλεκτρονική Δ/νση : dpd-policy@minedu.gov.gr»

Επαγγελματική Εκπαίδευση

Σήμερα λειτουργούν 405 Ημερήσια και Εσπερινά Επαγγελματικά Λύκεια (ΕΠΑΛ) με σύνολο μαθητών που αγγίζει τις 104.000 έναντι 210.000 μαθητών των Γενικών Λυκείων. Ένα από τα σημαντικότερα χρόνια προβλήματα της τυπικής Επαγγελματικής Εκπαίδευσης στη χώρα μας υπήρξε η αδυναμία της κοινωνικής της καταξίωσης. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, εκτός από την προσέλκυση μικρού αριθμού μαθητών σε σύγκριση με τη Γενική Εκπαίδευση, σημαντικό ποσοστό των μαθητών που επιλέγουν να φοιτήσουν σε αυτήν να χαρακτηρίζεται από χαμηλές σχολικές επιδόσεις. Έτσι, η αποτελεσματικότητα της φοίτησης φαλκιδεύεται εξ υπαρχής, δεδομένου ότι τα προγράμματα σπουδών προκειμένου να επιτύχουν πολλούς στόχους μαζί, δηλαδή και περισσότερες επαγγελματικές γνώσεις και δυνατότητα πρόσβασης στα Α.Ε.Ι. γίνονται περισσότερο απαιτητικά από ό,τι εκείνα της Γενικής Εκπαίδευσης.

Οι βασικοί λόγοι για τους οποίους προσδίδεται χαμηλό κύρος στην επαγγελματική εκπαίδευση και ως εκ τούτου να μην αποτελεί πρώτη επιλογή από τους μαθητές γυμνασίου, είναι κυρίως οι ακόλουθοι:

  • Η έλλειψη αντικειμενικής και αξιόπιστης ενημέρωσης της κοινής γνώμης για τις δυνατότητες που προσφέρει η επαγγελματική εκπαίδευση.
  • Η απαξίωση για την επαγγελματική εκπαίδευση που εκφράζεται από πολλούς κύκλους της κοινωνίας και επηρεάζει αρνητικά τους γονείς.
  • Οι συχνές αλλαγές και μεταρρυθμίσεις που αυξάνουν την επιφυλακτικότητα της κοινωνίας.
  • Τα σημαντικά μαθησιακά κενά μερίδας αποφοίτων Γυμνασίου, οι οποίοι κατά κανόνα κατευθύνονται στην επαγγελματική εκπαίδευση, όχι απαραίτητα για την απόκτηση μιας ειδικότητας, αλλά διότι υπάρχει η εντύπωση ότι αυτή η εκπαιδευτική διαδρομή είναι πιο εύκολη.
  • Προβλήματα υποδομών και ελλείψεις στον εργαστηριακό εξοπλισμό.
  • Η περιορισμένη αποτελεσματικότητα του μαθήματος του Σχολικού Επαγγελματικού Προσανατολισμού στο γυμνάσιο.
  • Η αδυναμία σύνδεσης της Επαγγελματικής Εκπαίδευσης με την αγορά εργασίας.
  • Η απουσία προγραμμάτων επιμόρφωσης, ειδικά σε θέματα ειδικοτήτων.
  • Η απουσία αξιόπιστης διακυβέρνησης.

Ένα άλλο σημαντικό πρόβλημα της επαγγελματικής εκπαίδευσης και ειδικότερα των ΕΠΑ.Λ. είναι η έλλειψη συνάρθρωσης με το σύστημα κατάρτισης και τα Ινστιτούτα Επαγγελματικής Κατάρτισης (Ι.Ε.Κ.) διότι ελλείπει ο συντονισμός και ο κοινός σχεδιασμός, τόσο μεταξύ εκπαίδευσης και κατάρτισης, όσο και μεταξύ των διαφόρων τύπων κατάρτισης.

Σύμφωνα με έρευνα κοινής γνώμης που διεξήγαγε το CEDEFOP σχετικά με την ΕΕΚ, περίπου το 64% των ερωτηθέντων που ακολούθησαν την ΕΕΚ βρήκαν την πρώτη τους μακροχρόνια θέση εργασίας εντός ενός έτους σε σύγκριση με το 49% εκείνων που ακολούθησαν τη γενική εκπαίδευση.

Παρά την υψηλή ποιότητα – οι εννέα στους 10 Έλληνες που συμμετείχαν στην έρευνα και είχαν ακολουθήσει ανώτερη δευτεροβάθμια ΕΕΚ δήλωσαν απόλυτα ικανοποιημένοι από την ποιότητα της διδασκαλίας που έλαβαν – μόνο περίπου 29% (στοιχεία 2018-2019) των νέων ηλικίας 16 έως 18 ετών ακολουθούν την ανώτερη δευτεροβάθμια ΕΕΚ στην Ελλάδα, ποσοστό πολύ χαμηλότερο από το μέσο όρο της ΕΕ που ανέρχεται σε 49 %.

Η χαμηλή συμμετοχή εξηγείται, ως ένα βαθμό, από το συμπέρασμα της έρευνας, σύμφωνα με το οποίο το 87% των ερωτηθέντων στην Ελλάδα θεωρούν ότι η γενική εκπαίδευση έχει πιο θετική εικόνα από την ΕΕΚ.

Περισσότεροι από οκτώ στους 10 ερωτηθέντες θεωρούν επίσης ότι η ΕΕΚ απευθύνεται σε μαθητές με χαμηλούς βαθμούς και ότι η απόκτηση τίτλου ανώτερης δευτεροβάθμιας ΕΕΚ είναι ευκολότερη.

Ωστόσο, παρά την αρνητική εικόνα της ΕΕΚ σε σύγκριση με τη γενική εκπαίδευση, πάνω από το ήμισυ (53 %) των Ελλήνων που συμμετείχαν στην έρευνα εκτιμούν ότι οι απόφοιτοι της ανώτερης δευτεροβάθμιας ΕΕΚ έχουν περισσότερες πιθανότητες να ενταχθούν στην αγορά εργασίας μετά το τέλος της φοίτησής τους από ό,τι οι απόφοιτοι της ανώτερης δευτεροβάθμιας γενικής εκπαίδευσης.

Είναι σημαντικό ότι η ανώτερη δευτεροβάθμια ΕΕΚ δεν θεωρείται απλώς μια οδός για την εύρεση οποιασδήποτε θέσης εργασίας, καθώς έξι (6) στους δέκα (10) Έλληνες ερωτηθέντες πιστεύουν ότι μπορεί να οδηγήσει σε καλές θέσεις εργασίας.

Πολλοί θεωρούν ότι η ανώτερη δευτεροβάθμια ΕΕΚ δεν αξιοποιείται επαρκώς για την εύρεση μιας καλής θέσης εργασίας και ότι είναι υποτιμημένη σε σύγκριση με τη γενική εκπαίδευση.

Οι αντιλήψεις αυτές όμως φαίνεται να αλλάζουν. Σύμφωνα με την έρευνα, οι μισοί από τους ερωτηθέντες πιστεύουν ότι η Ελλάδα πρέπει να επενδύσει κατά προτεραιότητα στην ΕΕΚ, σε σύγκριση με το ένα τρίτο που θεωρεί ότι προτεραιότητα πρέπει να δοθεί στη γενική εκπαίδευση.

Σημαντικό ζήτημα για τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση είναι η εγκατάλειψη των σπουδών από τους μαθητές πριν από την ολοκλήρωσή τους. Ειδικότερα, το 3,7% των εγγεγραμμένων μαθητών τυπικής δευτεροβάθμιας ΑΕΕΚ διέκοψαν τις σπουδές τους το 2018. Ιδιαίτερα υψηλό (14,4%) ήταν το ποσοστό διακοπής στους μαθητές ΕΠΑ.Σ. Μαθητείας, ενώ στα ΕΠΑ.Λ. το αντίστοιχο ποσοστό είναι σημαντικό μικρότερο.

Λόγω του πολυδιάστατου του θέματος της επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης είναι «καταλυτικής σημασίας» η δομική μεταρρύθμιση στο εκπαιδευτικό σύστημα, στον επαγγελματικό προσανατολισμό, στο θεσμικό πλαίσιο συνέργειας του δημοσίου με τον ιδιωτικό τομέα εκπαίδευσης και αγοράς εργασίας, των φορέων της κεντρικής κυβέρνησης, των διαδικασιών σχεδιασμού, και εφαρμογής αξιολόγησης των πολιτικών ένταξης των νέων στην αγορά εργασίας. Η ανάγκη ευαισθητοποίησης των μαθητών δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, στο επίπεδο Γυμνασίου, σχετικά με τον επαγγελματικό προσανατολισμό και κατ’ επέκταση με την επιχειρηματικότητα κρίνεται πλέον επιτακτική. Η δευτεροβάθμια εκπαίδευση είναι μια κομβική περίοδος, καθώς ο μαθητής διαμορφώνει τη συνείδησή του σχετικά με τη μελλοντική του επαγγελματική πορεία. Έχοντας ο μαθητής μεγαλύτερη έκθεση στο εξωτερικό περιβάλλον μιας οργανωμένης κοινωνίας μπορεί να αντιληφθεί πιο εύκολα τη δομή της λειτουργίας της.

Στα ανωτέρω αναφερόμενα πρέπει να σημειωθεί ότι η υπάρχουσα εργαστηριακή υποδομή των Επαγγελματικών Λυκείων και Εργαστηριακών Κέντρων είναι ως επί το πλείστον ξεπερασμένη και δεν πληροί τις σύγχρονες τεχνολογικές απαιτήσεις καθώς και ότι υπάρχουν σημαντικές ελλείψεις απαραίτητου εξοπλισμού, αναλώσιμων και συντήρησης υφιστάμενων εγκαταστάσεων. Η επαγγελματική εκπαίδευση δεν μπορεί να λειτουργήσει ποιοτικά χωρίς την υποστήριξη σε επίπεδο υποδομών καθώς η ανάπτυξη δεξιοτήτων των μαθητών ως μέρους του συνολικού προσόντος στηρίζεται στην εξοικείωση με τον εργαστηριακό εξοπλισμό, στη μεταφορά των θεωρητικών γνώσεων σε πρακτικό επίπεδο και στην κατ ́ επέκταση σύνδεση της εκπαίδευσης με το επάγγελμα. Επίσης η συντήρηση υφιστάμενων υποδομών και η αξιοπρεπής αισθητική εικόνα των εκπαιδευτικών μονάδων της επαγγελματικής εκπαίδευσης υποστηρίζει και τη βελτίωση της ελκυστικότητας της ΕΕΚ.

Επαγγελματική Κατάρτιση

Στην Ελληνική επικράτεια λειτουργούν ιδιωτικά και δημόσια ΙΕΚ. Η φοίτηση στα ΙΕΚ διαρκεί πέντε (5) συνολικά εξάμηνα, επιμερισμένη σε α) τέσσερα (4) εξάμηνα θεωρητικής και εργαστηριακής κατάρτισης συνολικής διάρκειας έως 1.200 διδακτικών ωρών ειδικότητας, σύμφωνα με τα εγκεκριμένα προγράμματα σπουδών και β) σε ένα εξάμηνο Πρακτικής Άσκησης ή Μαθητείας, συνολικής διάρκειας 960 ωρών.

Στα προγράμματα αυτά είχαν δικαίωμα έως πρόσφατα να εγγράφονται και υποψήφιοι χωρίς υποχρεωτικά να κατέχουν απολυτήριο Λυκείου, με αποτέλεσμα α) τη διαιώνιση της στρεβλής αποτύπωσης των ΕΠΑ.Σ. ως επίπεδο 4 και της κατ ́ επέκταση διαμόρφωσης της εικόνας ότι το πτυχίο ΕΠΑ.Σ. είναι ισότιμος τίτλος με το απολυτήριο λυκείου και β) τη στρέβλωση της αρχικής θεσμοθέτησης των Ι.Ε.Κ. σε μεταλυκειακό επίπεδο.

Από το 2013 νομοθετήθηκε και η υποχρεωτική εξάμηνη Πρακτική Άσκηση ή/και Μαθητεία σε φυσικά πρόσωπα, Ν.Π.Δ.Δ., Ν.Π.Ι.Δ. και δημόσιες υπηρεσίες. Σήμερα λειτουργούν 129 δημόσια ΙΕΚ (Δ.ΙΕΚ) εγκατεστημένα σε 74 πόλεις στα οποία κατά το χειμερινό εξάμηνο του 2020 φοιτούσαν πάνω από 34.000 καταρτιζόμενοι.

Σε αυτά περιλαμβάνονται δύο Δ.ΙΕΚ Ειδικής Αγωγής και τρία Δ.ΙΕΚ σε σωφρονιστικά Καταστήματα. Επιπρόσθετα, έχουν χορηγηθεί 84 άδειες Ιδιωτικών ΙΕΚ στα οποία κατά το χειμερινό εξάμηνο του 2020 φοιτούσαν πάνω από 36.000 καταρτιζόμενοι.

Παρά την «ευημερία των αριθμών», στην πραγματικότητα όπως έδειξε μεταξύ άλλων η έρευνα του Κέντρου Ανάπτυξης Εκπαιδευτικής Πολιτικής της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών Ελλάδας (ΚΑΝΕΠ ΓΣΕΕ, 2020)

• Συγκριτικά με την προηγούμενη έρευνα του 2012, παραμένουν με ένταση οι δομικές αδυναμίες στο πεδίο της αρχικής κατάρτισης.

• Οι βασικοί δείκτες συσχέτισης της κατάρτισης με την απασχόληση: «συνάφεια», «ικανοποίηση», «διατήρηση απασχόλησης» κ.ά. παρόλο που εμφανίζονται «σχετικώς βελτιωμένοι» παραμένουν ακόμα σε «μη ικανοποιητικά επίπεδα» αναφορικά προς την αποτελεσματικότητα του πεδίου και την αναμενόμενη δυναμική του.

• Το σύστημα της αρχικής κατάρτισης, παρά την οικονομική κρίση και τα σημαντικά προβλήματα που ταλανίζουν ευρύτερα τον εκπαιδευτικό χώρο εμφανίζει μια «αντιφατική δυναμική» που εξηγείται τόσο από τα υπάρχοντα αδιέξοδα όσο και από την προσδοκία και την επιτακτική ανάγκη των υποκειμένων για πρόσβαση στην αγορά εργασίας.

• Σε σχέση με την προηγούμενη έρευνα, η συμμετοχή υποκειμένων με «ετερογενές» εκπαιδευτικό υπόβαθρο στην αρχική κατάρτιση εμφανίζεται εντονότερα, με συνέπεια την καταγραφή μιας τάσης συνδυασμού «εναλλακτικών εκπαιδευτικών διαδρομών» με ουσιαστικό διακύβευμα την πρόσβαση στην απασχόληση.

• Αποτελεί κοινή συνείδηση πως οι δείκτες ποιότητας του συστήματος αρχικής κατάρτισης (εκπαιδευτές, πρόγραμμα σπουδών, οργάνωση προγράμματος, πρακτική άσκηση, εκπαιδευτικό υλικό, υποδομές κ.ά.) αποτελούν βασικές συνιστώσες βιωσιμότητας και αποτελεσματικότητας του πεδίου.

• Ο μικρός βαθμός συμμετοχής των αποφοίτων ΙΕΚ στις διαδικασίες πιστοποίησης δηλώνει την αναγκαιότητα για την περαιτέρω βελτίωση της ποιότητας της Αρχικής Κατάρτισης και τον εκσυγχρονισμό των διαδικασιών της πιστοποίησης. Ειδικότερα, παράγοντες, όπως ο χρόνος που μεσολαβεί από την επιμόρφωση στην πιστοποίηση, ο τρόπος εξέτασης, ο βαθμός δυσκολίας των εξετάσεων, η φήμη των ποσοστών αποτυχίας κ.ά., φαίνεται πως απομακρύνουν τους καταρτισθέντες από τη συμμετοχή τους στις διαδικασίες πιστοποίησης.

• Εστιάζοντας στους αποφοίτους που βρήκαν εργασία, εμφανίζεται μια τάση προς τις συμβάσεις ορισμένου χρόνου και γενικότερα προς τις ευέλικτες μορφές απασχόλησης, σε μια συγκυρία που οι περισσότεροι διαισθάνονται έντονα την αβεβαιότητα, την εργασιακή ανασφάλεια και τους μετασχηματισμούς στην αγορά εργασίας είτε λόγω οικονομικής κρίσης, είτε λόγω ανεργίας, είτε λόγω πανδημίας κ.ο.κ.

• Η διεύρυνση των γνώσεων και η απόκτηση δεξιοτήτων θεωρούνται από την πλειονότητα των ερωτωμένων η βασική συνεισφορά της αρχικής κατάρτισης στην προσπάθεια εύρεσης εργασίας και επαγγελματικής αποκατάστασης.

• Η εξειδίκευση στο αντικείμενο κατάρτισης καταγράφεται ως ο ισχυρότερος λόγος επιλογής της ειδικότητας σπουδών, ενώ στην πρώτη πεντάδα με παρόμοια ποσοστά αναφέρονται η διευκόλυνση της πρόσβασης στην αγορά εργασίας, η ενίσχυση των γνώσεων/ικανοτήτων/δεξιοτήτων, η απόκτηση περισσότερων τυπικών προσόντων, η ενίσχυση της επαγγελματικής σταθερότητας.

• Οι φίλοι και οι γνωστοί, τα κοινωνικά δίκτυα και οι απορρέουσες κοινωνικές επαφές εμφανίζονται ως οι βασικότεροι μοχλοί προώθησης στην αγορά εργασίας σε αντίθεση με τους επίσημους θεσμικούς φορείς και τις δομές προώθησης της απασχόλησης.

• Επισημαίνεται η ανάγκη θεμελίωσης της διασύνδεσης με την αγορά εργασίας και της περαιτέρω θεσμικής ενδυνάμωσης των ΙΕΚ με επίσημους φορείς και δομές απασχόλησης με στόχο την επωφελέστερη μετάβαση στην επαγγελματική αποκατάσταση.

Στα αναφερόμενα ερευνητικά αποτελέσματα, πρέπει να επισημάνουμε μια σειρά αρνητικών διαπιστώσεων όπως:

• Η έλλειψη συστήματος παρακολούθησης των αναγκών της αγοράς εργασίας.

• Η μη προσαρμογή των προγραμμάτων κατάρτισης στις εκάστοτε νέες συνθήκες.

• Ο εκφυλισμός της λειτουργίας, των στόχων και της αποτελεσματικότητας των ΙΕΚ λόγω της έντονης «σχολειοποίησής» τους (εκπαιδευτές που δεν προέρχονται από την αγορά εργασίας, ειδικότητες που παγιώνονται και δεν αλλάζουν σύμφωνα με τις ανάγκες της αγοράς κ.ά.).

• Ο μεγάλος αριθμός των δημοσίων ΙΕΚ, πολλά από τα οποία δεν έχουν την κατάλληλη υποδομή, έχουν υψηλό λειτουργικό κόστος, χωρίς παράλληλα να καλύπτουν πραγματικές ανάγκες. Μέχρι σήμερα δεν έχει προβλεφθεί κανένα σύστημα αξιολόγησης των Δημοσίων ΙΕΚ, τόσο σε επίπεδο διοικητικής δομής αλλά και αποτελεσματικότητας παρέμβασής του στην αγορά εργασίας.

• Η μη ουσιαστική αξιολόγηση του θεσμού της επαγγελματικής κατάρτισης από τη θεσμοθέτησή του το 1992, καθώς και η απουσία συστηματικής παρακολούθησης των αποφοίτων των ΙΕΚ.

• Η αδυναμία ενεργοποίησης και λειτουργίας Περιφερειακών μηχανισμών με αρμοδιότητα την επιλογή των προγραμμάτων κατάρτισης και των ειδικοτήτων που θα προσφέρονται τοπικά στα Δ.ΙΕΚ και τις άλλες σχολές επαγγελματικής κατάρτισης, έτσι ώστε να επιτευχθεί η αποκέντρωση και ο περιφερειακός συντονισμός στις δομές και τα προγράμματα κατάρτισης με την τοπική κοινωνία και οικονομία. Αξίζει να σημειωθεί ότι παρά τη θεσμοθέτησή τους από το 2013, μέχρι σήμερα των Περιφερειακών Επιτροπών Επαγγελματικής Εκπαίδευσης και Κατάρτισης (Π.Ε.Ε.Ε.Κ.) αλλά και των Ομάδων Υποστήριξης της Μαθητείας δεν έχουν συνδράμει στην ικανοποίηση του σκοπού τους.

• Η αδυναμία υποστήριξης των εργαστηριακών μαθημάτων των ΙΕΚ λόγω της απαξίωσης του εργαστηριακού εξοπλισμού, καθώς η τελευταία συστηματική αναβάθμιση εξοπλισμού πραγματοποιήθηκε πριν πολλά χρόνια.

• Τέλος, αξίζει να σημειωθεί ότι οι αδυναμίες της ποιότητας των υποδομών της επαγγελματικής εκπαίδευσης επιβαρύνουν και την εικόνα της επαγγελματικής κατάρτισης λόγω της συστέγασης των ΙΕΚ με σχολικές μονάδες της Επαγγελματικής Εκπαίδευσης και της από κοινού σε αρκετές περιπτώσεις αξιοποίησης εργαστηριακών χώρων.

Γενικό συμπέρασμα σύμφωνα με τα ανωτέρω είναι ότι παρατηρούνται σημαντικές στρεβλώσεις και ασυμβατότητα των ειδικοτήτων που προσφέρονται από τους φορείς της Αρχικής Επαγγελματικής Κατάρτισης σε σχέση με τις πραγματικές ανάγκες της εθνικής οικονομίας και της τοπικής οικονομίας, ενώ όλα τα στοιχεία δείχνουν την ανάγκη για ανθρώπινο δυναμικό μεσαίου επιπέδου που μπορούν να εκπαιδεύσουν κυρίως τα Ινστιτούτα Επαγγελματικής Κατάρτισης.

Διά Βίου Μάθηση & Εκπαίδευση και Κατάρτιση Ενηλίκων

Στην έκθεση των εμπειρογνωμόνων για την Εκπαίδευση Ενηλίκων (2020) επισημαίνεται ότι η πτώση της ποιότητας των προγραμμάτων Διά Βίου Εκπαίδευσης για ενηλίκους στη χώρα μας είναι γεγονός, όπως επίσης και ότι, σε πρόσφατες έρευνες, η χαμηλή ποιότητα υλοποίησης των μαθησιακών δραστηριοτήτων ΔΒΜ επισημαίνεται ως ένας από τους βασικούς παράγοντες που αποτρέπει τους ενηλίκους να συμμετέχουν σε προγράμματα τόσο συνεχιζόμενης κατάρτισης όσο και γενικής Εκπαίδευσης Ενηλίκων. Η κατάργηση προδιαγραφών και διαδικασιών πιστοποίησης, καθώς επίσης και συστημάτων διερεύνησης εκπαιδευτικών αναγκών, σχεδιασμού, σύνδεσης με την απασχόληση και αξιολόγησης, καθώς και το γεγονός ότι η Πολιτεία δεν προσέφερε για πολλά χρόνια προγράμματα εκπαίδευσης εκπαιδευτών , δημιούργησαν τεράστιο έλλειμμα στο πεδίο.

Στην Ελλάδα, το ποσοστό συμμετοχής των ενηλίκων σε εκπαιδευτικές δραστηριότητες εκτός του τυπικού συστήματος παραμένει καθηλωμένο σε μικρά νούμερα, και παράλληλα, το ποσοστό αυτό αποτελεί διαχρονικά ένα μεγάλο ερευνητικό πρόβλημα, καθώς υπάρχουν ζητήματα που καθιστούν δύσκολη τη συλλογή αξιόπιστων στατιστικών στοιχείων, όπως π.χ. ασάφεια ως προς το ποιες δραστηριότητες καλύπτει ο όρος Εκπαίδευση Ενηλίκων, αλλά και ως προς την έννοια της συμμετοχής και τι ακριβώς μετράμε με αυτήν, μεγάλος αριθμός φορέων που παρέχουν εκπαίδευση σε ενηλίκους, αναξιοπιστία των μεθόδων που αξιοποιούνται για τα στατιστικά στοιχεία, παράλληλη συμμετοχή των ενηλίκων σε περισσότερα του ενός προγράμματα κ.λπ. (Καραλής, 2021: 23-24).

Συγχρόνως, το μεγαλύτερο ποσοστό όσων συμμετέχουν σε εκπαιδευτικές δραστηριότητες για ενηλίκους είναι άτομα με αυξημένα τυπικά προσόντα, δηλαδή κυρίως πτυχιούχοι Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης, ενώ αντίθετα, εκείνοι που έχουν χαμηλά προσόντα και συγχρόνως μεγαλύτερη ανάγκη δεν αποτελούν την ομάδα-στόχο των προγραμμάτων αυτών, παρά τις προσπάθειες που καταβάλλονται. Αυτό δεν είναι ελληνικό αποκλειστικά φαινόμενο αλλά, σύμφωνα με την Cross (Καραλής 2021:35), «όσο περισσότερη εκπαίδευση έχουν οι άνθρωποι, τόσο περισσότερο ενδιαφέρονται για περαιτέρω εκπαίδευση», καθώς η μάθηση είναι εθιστική. Έτσι, μοιάζει να παραμένει επίκαιρο το ερώτημα αν οι πολιτικές Διά Βίου Μάθησης καταφέρνουν να αμβλύνουν τις ανισότητες που παρατηρούνται στην τυπική εκπαίδευση. Κι ενώ η ΔΒΜ θα μπορούσε και θα έπρεπε να αποτελεί το εργαλείο για την εξάλειψη των ανισοτήτων ή έστω για την άμβλυνσή τους, στην πραγματικότητα συμβάλλει στην αναπαραγωγή τους (Καραλής, 2016).

Στην περίοδο 2012-2019, το πεδίο της ΕΚΕ αποψιλώθηκε από τα στοιχεία και τις διεργασίες που θα ήταν δυνατό να συμβάλουν στην ποιοτική και αποδοτική λειτουργία του. Στην κατακόρυφη πτώση της ποιότητας των δράσεων και χαμηλή συμμετοχή των πολιτών συνέβαλαν παράγοντες όπως:

  • η προβληματική διακυβέρνηση,
  • η υποχρηματοδότηση,
  • το γενικευμένο έλλειμμα κουλτούρας και τεχνογνωσίας ΕΚΕ,
  • η απαξίωση του επιστημολογικού υπόβαθρου,
  • η ανεξέλεγκτη λειτουργία των φορέων παροχής υπηρεσιών,
  • η αποδιοργάνωση του συστήματος εκπαίδευσης και πιστοποίησης εκπαιδευτών,
  • η υπολειτουργία της επαγγελματικής συμβουλευτικής και της πρακτικής άσκησης σε χώρους εργασίας,
  • η περιθωριοποίηση της γενικής εκπαίδευσης ενηλίκων και της εκπαίδευσης ευάλωτων κοινωνικά ομάδων,
  • η αποσύνδεση της επαγγελματικής κατάρτισης από τις ανάγκες της αγοράς εργασίας,
  • η απουσία ουσιωδών κινήτρων εμπλοκής στην ΕΚΕ,
  • η απουσία πιστοποίησης προγραμμάτων καθώς και
  • η έλλειψη αξιολόγησης του συστήματος.

Παρόλα αυτά, ένα μέρος των φορέων και των εκπαιδευτών, που είχαν συγκροτηθεί επιστημολογικά και αναπτυχθεί στα προηγούμενα χρόνια, συνέτειναν ώστε να δημιουργούνται ορισμένες καλές πρακτικές και, πιθανόν, μέρος των πολιτών να διαμορφώνει θετική διάθεση απέναντι στην ΕΚΕ παρά τις δυσλειτουργίες της. Αλλά η κυρίαρχη ροπή των πραγμάτων ήταν τέτοια, που το πεδίο διέτρεχε κίνδυνο να υποστεί μη αναστρέψιμη καθίζηση, αν δεν άλλαζε η αντίληψη και πρακτική της κεντρικής διοίκησης.

Με βάση την έρευνα γνώμης του CEDEFOP που δημοσιεύτηκε το 2020, σχετικά τις αντιλήψεις των πολιτών για τη Μάθηση Ενηλίκων και τη Συνεχιζόμενη ΕΕΚ στην Ευρώπη, τουλάχιστον τα δύο τρίτα των ενηλίκων σε κάθε κράτος μέλος της ΕΕ συμφωνούν ότι η κυβέρνησή τους πρέπει να επενδύσει κατά προτεραιότητα στην εκπαίδευση των ενηλίκων. Στην Ελλάδα, σύμφωνα με έρευνα του CEDEFOP, το ποσοστό αυτό ανέρχεται στο 92% και είναι μεταξύ των υψηλότερων της ΕΕ. Το επιχείρημα υπέρ του καθορισμού της εκπαίδευσης και της κατάρτισης των ενηλίκων ως προτεραιοτήτων ενισχύεται από το ότι το 47 % του ενήλικου ελληνικού πληθυσμού δήλωσε πως δεν διαθέτει ορισμένες τεχνικές δεξιότητες και το 38% πως δεν διαθέτει ορισμένες βασικές δεξιότητες τις οποίες χρειάζεται για να μπορεί να εκτελεί τα εργασιακά του καθήκοντα στο απαιτούμενο επίπεδο, σε σύγκριση με το 28% και το 22% αντίστοιχα κατά μέσο όρο στην ΕΕ. Οι ενήλικες στην Ελλάδα έχουν θετική άποψη για την εκπαίδευση και την κατάρτιση. Πάνω από το 85% των ερωτηθέντων δηλώνουν πως αποφέρουν πραγματικά οφέλη και βοηθούν τα άτομα να βρουν εργασία, να εξελιχθούν επαγγελματικά και να αυξήσουν τις αποδοχές τους. Το 79% πιστεύει επίσης πως η εκπαίδευση και η κατάρτιση των ενηλίκων μπορούν να μειώσουν την ανεργία. Οι απόψεις διαφέρουν όσον αφορά την ποιότητα με το 5% μόνο των συμμετεχόντων να θεωρεί πολύ καλή την ποιότητα των προγραμμάτων και αρκετά καλή το 48%. Αν και το ποσοστό των Ελλήνων που αναζήτησαν πληροφορίες για ευκαιρίες εκπαίδευσης και κατάρτισης (41%) είναι κοντά στον ευρωπαϊκό μέσο όρο (44%) αξίζει να αναφερθεί η αντίστοιχη πραγματικότητα για τoυς έχοντες χαμηλά εκπαιδευτικά προσόντα. Σύμφωνα με την πρόσφατα δημοσιευμένη έκθεση του δικτύου Ευρυδίκη σχετικά με την Εκπαίδευση και Κατάρτιση Ενηλίκων οι Έλληνες ενήλικοι που δεν αναζήτησαν πληροφορίες για εκπαιδευτικές ευκαιρίες είναι γύρω στο 90% και 98,1% για τους έχοντες χαμηλά εκπαιδευτικά προσόντα (σελ. 129-130). Σύμφωνα με την ίδια έρευνα (σ. 128-129) πάνω από 80% όσων δεν συμμετέχουν σε ΕΚΕ δηλώνουν ότι δεν επιθυμούν να συμμετάσχουν.

Παρά τη σημασία της ΕΕΚ για την οικονομική μεγέθυνση1, οι τρέχουσες επιδόσεις του συστήματος στην Ελλάδα υστερούν σημαντικά σε σχέση με την ΕΕ, τόσο σε σχέση με τη συμμετοχή στην ΑΕΕΚ και ΣΕΕΚ για την ανάπτυξη δεξιοτήτων, όσο και όσον αφορά την αντιστοίχιση της εκπαίδευσης με τις ανάγκες της αγοράς εργασίας. Ειδικότερα, η Ελλάδα είναι ουραγός στο ποσοστό συμμετοχής εργαζομένων και επιχειρήσεων σε προγράμματα κατάρτισης, καταλαμβάνοντας την τελευταία θέση στην ΕΕ, με 18,5% και 21,7% αντίστοιχα.

Στην τρίτη χαμηλότερη θέση κατατάσσεται η χώρα όσον αφορά τις δαπάνες για προγράμματα ΣΕΕΚ ως ποσοστό του εργατικού κόστους (1,1%), ενώ συγκριτικά χαμηλές είναι και οι δαπάνες για την κατάρτιση ανέργων, ειδικά σε σχέση με άλλες χώρες που αντιμετωπίζουν αυξημένα ποσοστά ανεργίας.

Όσον αφορά την ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών ΕΕΚ, οι χαμηλές επιδόσεις της χώρας σε όρους ανεργίας των νέων, μακροχρόνια ανέργων, ανταγωνιστικότητας και κοινωνικής ενσωμάτωσης ευάλωτων και ευαίσθητων ομάδων δεν προσφέρουν ενθαρρυντικές ενδείξεις. Επιπλέον, καταγράφεται σημαντικό έλλειμα δεξιοτήτων στο ανθρώπινο δυναμικό της χώρας στους σχετικούς δείκτες.

Συγκεκριμένα, η Ελλάδα βρίσκεται στην προ-τελευταία θέση στον ευρωπαϊκό δείκτη δεξιοτήτων ESI του CEDEFOP, με βαθμό 29,8 στα 100. Η χαμηλή απόδοση του δείκτη προέρχεται από τα μειωμένα επίπεδα ανάπτυξης και ενεργοποίησης δεξιοτήτων, αλλά κυρίως από τη χαμηλή αντιστοίχισης δεξιοτήτων με την αγορά εργασίας, όπου η χώρα κατατάσσεται στην τελευταία θέση και βαθμολογείται με 16,6 στα 100. Επίσης αξίζει να αναφερθεί ότι σε σύγκριση με άλλες χώρες της ΕΕ, η δαπάνη των ελληνικών επιχειρήσεων για την κατάρτιση των εργαζομένων τους κινείται σε χαμηλά επίπεδα. Με βάση το κόστος προς το σύνολο των εργαζομένων (όλων των επιχειρήσεων ανεξαρτήτως εάν συμμετείχαν σε προγράμματα κατάρτισης), η Ελλάδα κατατάσσεται στην 9η χαμηλότερη θέση στην ΕΕ (με €247 έναντι €644 κατά μέσο όρο στην ΕΕ και €1625 στη Δανία), ενώ με βάση το κόστος κατάρτισης ως ποσοστό του συνολικού εργατικού κόστους, η Ελλάδα μοιράζεται την 23η-25η θέση με τη Φινλανδία και τη Λιθουανία (με 1,1%, έναντι 1,7% κατά μέσο όρο στην ΕΕ και 2,7% στην Δανία).

Για την αντιμετώπιση της χαμηλής συμμετοχής και της ζητούμενης αύξησης της ελκυστικότητας των αναφερόμενων προγραμμάτων αξίζει να αναφερθούν σύμφωνα με την άποψη των Ελλήνων πολιτών, οι λόγοι της μη συμμετοχής τους στην ΕΚΕ, παρά τη γενικευμένη δήλωσή τους για την αξία της, όπως αποτυπώνονται σε δύο έρευνες (CEDEFOP 2020 & Καραλής 2021) και παρουσιάζονται στην έρευνα της Διανέοσις (σε. 127, 9/2021). Αν και οι ανιχνευτικές ερωτήσεις των δύο ανωτέρω ερευνών έχουν κάπως διαφορετική διατύπωση, επιτρέπουν εντούτοις την άντληση συμπερασμάτων.

Από τα δεδομένα του Πίνακα συνάγεται ότι οι βασικοί συνειδητοί και ρητοί λόγοι που αναστέλλουν τη συμμετοχή των πολιτών στην ΕΚΕ είναι ότι συχνά αναγκάζονται να καταβάλουν το κόστος συμμετοχής (παρά την προσφορά σημαντικού αριθμού προγραμμάτων μέσω των συγχρηματοδοτούμενων έργων), η χαμηλή ποιότητα των προγραμμάτων, η ελλιπής πληροφόρηση, και η απουσία ρυθμίσεων που θα διευκόλυναν την εναρμόνιση της παρακολούθησης προγραμμάτων με τις προσωπικές υποχρεώσεις. Σύμφωνα λοιπόν με όλα τα παραπάνω, θα μπορούσε να διατυπωθεί η καταληκτική υπόθεση ότι, στο μέτρο που προσφέρονται στους ενήλικους ποιοτικά και χωρίς οικονομική επιβάρυνση προγράμματα, σε συνδυασμό με κατάλληλη πληροφόρηση, συμβουλευτική, και διευκολύνσεις παρακολούθησης, είναι πιθανό ότι θα ανταποκρίνονται σε ικανό βαθμό, πράγμα που βαθμιαία θα συνέβαλε στην ανάπτυξη της κουλτούρας ΕΚΕ στην ελληνική κοινωνία.

Για την πιο μακροπρόθεσμη κάλυψη της ανάγκης για ανάπτυξη δεξιοτήτων είναι απαραίτητη η διερεύνηση της επικύρωσης και αναγνώρισης των γνώσεων, δεξιοτήτων και ικανοτήτων που αποκτώνται εκτός του τυπικού εκπαιδευτικού συστήματος. Η αυξανόμενη σπουδαιότητα της διά βίου μάθησης θα οδηγήσει στην ανάπτυξη ρυθμίσεων που υποστηρίζουν την αποτίμηση και αξιοποίηση των μαθησιακών αποτελεσμάτων – κυρίως δε την επικύρωση προγενέστερης μάθησης και τη μεταφορά διδακτικών/πιστωτικών μονάδων. Η πιστοποίηση της άτυπης κατάρτισης και ο συντονισμός όλων των μορφών Επαγγελματικής Εκπαίδευσης και Κατάρτισης θα άλλαζε στην ουσία όλη τη μέχρι σήμερα θολή εικόνα που επικρατεί.

Η επικρατούσα τάση σε ευρωπαϊκό επίπεδο είναι η όλο και μεγαλύτερη αξιοποίηση των μαθησιακών αποτελεσμάτων. Κατ’ αυτόν τον τρόπο τα αποτελέσματα του τι μπορεί να κάνει κάποιος ύστερα από μια μαθησιακή εμπειρία, ανεξαρτητοποιούνται από τη διάρκεια, από το χώρο διεξαγωγής ή ακόμα και από το περιεχόμενο του προγράμματος. Αυτό προσδίδει ευελιξία και φέρνει πιο κοντά τις διάφορες μορφές μάθησης στις ανάγκες της αγοράς εργασίας. Το Ευρωπαϊκό Πλαίσιο Επαγγελματικών Προσόντων (EQF) βασίζεται στην έννοια των μαθησιακών αποτελεσμάτων και αυτό θα διευκολύνει την επικύρωση και αναγνώριση των διαφόρων ειδών μάθησης στα διάφορα επίπεδα. Το ίδιο απαραίτητη κρίνεται και η δημιουργία αξιόπιστου συστήματος πιστοποίησης επαγγελματικών προσόντων. Ένα τέτοιο σύστημα προϋποθέτει την καθιέρωση εθνικών ποιοτικών προδιαγραφών (standards) κατάρτισης και την πιστοποίηση της κατάρτισης σε εθνικό επίπεδο με βάση τη διαπίστωση επάρκειας (competence-based).

 Νεολαία

Τα θέματα εθνικής πολιτικής στον τομέα της Νεολαίας αφορούν τομείς δραστηριοτήτων και κυβερνητικές πρωτοβουλίες, οι οποίες απαντούν στα ενδιαφέροντα και τα σοβαρά ζητήματα που αφορούν αποκλειστικά τους νέους πολίτες, με ομάδα-στόχο τους νέους 18 έως 30 ετών, τα οποία και πρέπει να αντιμετωπισθούν από την Πολιτεία ως ξεχωριστά και πέρα από τα ζητήματα που εμπίπτουν στο αυστηρό (επίσημο) πλαίσιο της Εκπαίδευσης όλων των βαθμίδων.
Κάθε θέμα που απασχολεί και ενδιαφέρει τους νέους, εκτός του αυστηρού πλαισίου της τυπικής εκπαίδευσης, αλλά εντός και εκτός του σχολικού περιβάλλοντος, αποτελεί αντικείμενο αυτής της πολιτικής.

Οι πολιτικές και δράσεις για τους νέους εντάσσονται στο πλαίσιο της μη τυπικής μάθησης και όχι στο αυστηρό πλαίσιο της Εκπαίδευσης, αλλά τα προσόντα και οι δεξιότητες που αποκτώνται από τη συμμετοχή των νέων σε δράσεις μη τυπικής μάθησης, σε αντιδιαστολή με εκείνα της άτυπης εκπαίδευσης, είναι μετρήσιμα, πιστοποιήσιμα και απαραίτητα για την ένταξή τους στην κοινωνική, πολιτισμική και οικονομική ζωή της χώρας.

H πολιτική για τη νεολαία είναι ένας τομέας που στηρίζεται στις αρχές της ενεργούς συμμετοχής και της ισότιμης πρόσβασης στις ευκαιρίες, σε συνέργεια με άλλες πολιτικές που αφορούν τους νέους, όπως αυτές στους τομείς της εκπαίδευσης, της κατάρτισης και της απασχόλησης.

Τα μέτρα πολιτικής στον τομέα της Νεολαίας προωθούν και διευκολύνουν τη συμμετοχή των νέων στον δημοκρατικό βίο, υποστηρίζουν την ενεργό συμμετοχή τους στα κοινά και στην κοινωνία και έχουν ως σκοπό να διασφαλίσουν ότι όλοι οι νέοι θα έχουν τα απαραίτητα εφόδια για να είναι ενεργά μέλη της κοινωνίας και να απολαμβάνουν ποιότητα στη ζωή και την εργασία.

Η ζωή των νέων επηρεάζεται από πολιτικές που προκύπτουν από πολλαπλούς τομείς πολιτικής και σε διαφορετικά επίπεδα εφαρμογής. Ως εκ τούτου, η διάσταση της νεολαίας απαιτείται να ενσωματωθεί ως προτεραιότητα στους διάφορους τομείς πολιτικής, ώστε να διασφαλίζεται ότι λαμβάνονται υπόψη στις εκπονούμενες πολιτικές ή προγράμματα οι ιδιαίτερες ανάγκες των νέων και ο αντίκτυπος σε αυτούς.

Προϋπόθεση αυτής της πολιτικής είναι η διατομεακή προσέγγιση ως θεμελιώδης βάση. Διότι, η ενσωμάτωση της διάστασης της νεολαίας μπορεί να είναι αποτελεσματική μόνον αν εγγυάται, επίσης, ένα βήμα ώστε να εισακούονται οι νέοι σε όλους τους πιθανούς τομείς πολιτικής που τους αφορούν.

Υπό αυτό το πρίσμα, η εξυπηρέτηση των στόχων της πολιτικής στον τομέα της νεολαίας επιτυγχάνεται μόνο εφόσον ενισχυθεί η διατομεακή συνεργασία σε όλα τα επίπεδα της διαδικασίας λήψης αποφάσεων προκειμένου να επιτευχθούν συνέργειες, συμπληρωματικότητα μεταξύ των δράσεων και μεγαλύτερη συμμετοχή των νέων.

Όσον αφορά στους NEETs tο 2019, το 19,1% των Ελλήνων νέων ανήκαν σε αυτήν την κατηγορία. Η Ελλάδα είχε το υψηλότερο ποσοστό ανεργίας των νέων (15-24 ετών) το 2019, με 35,2% των νέων να μην εργάζονται, κατατάσσοντας την χώρα τελευταία στην ομάδα των ΕΕ-27. Οι βελτιώσεις τα τελευταία χρόνια επισημαίνουν μια σαφή αιτιώδη σχέση, τουλάχιστον εν μέρει, με τις χρηματοοικονομικές και οικονομικές προκλήσεις που αντιμετώπισε η χώρα την τελευταία δεκαετία. Ένας στους δύο Έλληνες νέους χαρακτήρισε την εκπαίδευση/δεξιότητες ως κορυφαία προτεραιότητα για την ΕΕ, ενώ το 27% χαρακτήρισε την απασχόληση ως κορυφαία προτεραιότητα (European Commission,2018). Ωστόσο, υπάρχει περιορισμένη διαθεσιμότητα προγραμμάτων μαθητείας για νέους ηλικίας 15 έως 18 ετών, με τα περισσότερα προγράμματα να απευθύνονται σε νέους άνω των 18 ετών.

Δεν υπάρχουν σχόλια: