Παρασκευή 31 Δεκεμβρίου 2021

 

Σπουδές και κοινωνική προέλευση: Έχουν όλοι οι νέοι ίσες ευκαιρίες για σπουδές;

Εκτός των καλών σχολικών επιδόσεων υπάρχουν και άλλοι παράγοντες που επηρεάζουν την πρόσβαση στις ακαδημαϊκές σπουδές;

Η κοινωνική προέλευση έχει σχέση με τις σπουδές των νέων;

Στα ερωτήματα αυτά και άλλα συναφή θα γίνει προσπάθεια για μια αντικειμενική προσέγγιση γιατί το θέμα είναι πολυδιάστατο όσο και επίκαιρο.

Ολόκληρη η δυτική κοινωνιολογία της παιδείας, με έρευνες μακρόχρονες και γενικά αποδεκτές, που δημοσιεύει η Ουνέσκο και ο ΟΟΣΑ, έχει αποδείξει πως οι άνθρωποι καθόλου δε χωρίζονται σε «φυσικά ικανούς» και «φυσικά ανίκανους».  Οι άνθρωποι απλώς γεννιούνται σε οικογένειες οικονομικά και μορφωτικά στερημένες και δε σπουδάζουν, και σε οικογένειες που ανήκουν σε οικονομικά και μορφωτικά προνομιούχα κοινωνικά στρώματα και επιδεικνύουν όχι μόνο ικανότητες, αλλά και επιθυμία για μακρόχρονες σπουδές και κλίση προς τα γράμματα. Οι αποκλίσεις από τον κανόνα αυτόν ανέρχονται διεθνώς σε πολύ μικρά ποσοστά στατιστικά.

Σε όλες τις χώρες τα παιδιά των φτωχών αγροτών και εργατών «δεν παίρνουν τα γράμματα» και των πλούσιων και μορφωμένων «γεννιούνται ευφυή».

Παρά τα αποτελέσματα των κοινωνιολογικών ερευνών, οι ασχολούμενοι με θέματα της εκπαίδευσης καθώς και εκείνοι που χαράσσουν εκπαιδευτική πολιτική συχνά παγιδεύονται και ισχυροποιούν το μύθο του αξιοκρατικού- αναβαθμισμένου σχολείου (σχολείο γενικής παιδείας-αριστείας), διεκδικώντας μια άλλη κοινωνική αναπαραγωγή μέσα από αυτό. Κατά περίεργο τρόπο φαίνεται να αγνοούν ότι στην κοινωνι­κή αναπαραγωγή ή εκπαίδευση παίζει ένα σπουδαίο  ρόλο, ο οποίος είναι πάντα δευτερεύων σε σχέση με τη διευρυμένη αναπαραγωγή των κοινωνι­κών ρόλων και λειτουργιών πού συγκροτούν τον κοινωνικό καταμερισμό εργα­σίας.

Η διευρυμένη αναπαραγωγή των κοινωνικών λειτουργιών και θέσεων αποτελεί την κύρια πλευρά της αναπαραγωγής. Η εκπαίδευση συμβάλλει απο­φασιστικά στη διευρυμένη αναπαραγωγή των ατόμων, των φορέων πού θα κατα­λάβουν τις προϋπάρχουσες, ταξικά προσδιορισμένες κοινωνικές θέσεις και λειτουργίες.

Στις σύγχρονες ευνομούμενες κοινωνίες το δικαίωμα για μόρφωση και εργασία των πολιτών θεωρείται αυτονόητο.

Οι δύο παράμετροι, της μόρφωσης και της εργασίας, αποτελούν βασικό εκπαιδευτικό στόχο του σύγχρονου σχολείου και της εκπαίδευσης (σύνοδος της UNESCO 2004).

Η μόρφωση, η παιδεία, η εκπαίδευση θεωρούνται, διαχρονικά, αναλλοίωτες αξίες και απαραίτητη προϋπόθεση για τη διαμόρφωση υπεύθυνων πολιτών με κοινωνική και δημοκρατική συνείδηση.

Η εκπαίδευση, σήμερα και στο παρελθόν, έχει διττό ρόλο, την παροχή γενικών γνώσεων και ταυτόχρονα ειδικών επαγγελματικών γνώσεων ώστε να εξυπηρετούνται οι μορφωτικές και βιοποριστικές ανάγκες του ατόμου.

Την ίδια αντίληψη εκφράζει και η Ελένη Γλύκαντζη – Αρβελέρ με δήλωσή της σε συνέδριο στα Χανιά το 2004 (Το σύγχρονο σχολείο εκτός από αγωγή και παιδεία πρέπει να παρέχει και επαγγελματική κατάρτιση στο  μαθητή).

Η παρακολούθηση της ιστορίας της εκπαίδευσης δείχνει ότι οι μεταβολές στην εκπαίδευση ακολουθούν, σε έκταση και σε βάθος, τις μεταβολές της κοινωνίας (Βιβλίο του Αλέξη Δημαρά «Η μεταρρύθμιση που δεν έγινε»)

Ο ρόλος της εκπαίδευσης σήμερα στην ανάπτυξη και την οικονομία της γνώσης είναι σπουδαιότατος αλλά και  δυσχερής, διότι  το σχολείο, σαν καθρέφτης της κοινωνίας, οφείλει να αναπροσαρμόζεται ώστε να συμβαδίζει με το κοινωνικό γίγνεσθαι.

Με βάση τα όσα αναφέρθηκαν προκύπτει ότι περιορισμένη δυνατότητα για ακαδημαϊκές σπουδές έχουν τα παιδιά των λαϊκών οικογενειών τα οποία ακολουθούν συνήθως την Επαγγελματική Εκπαίδευση, και σ΄ αυτόν τον αδύναμο κρίκο του εκπαιδευτικού συστήματος θα πρέπει να εστιάζεται το ενδιαφέρον της εκάστοτε πολιτικής ηγεσίας του υπουργείου παιδείας.

Βέβαια και εάν το ενδιαφέρον της πολιτείας για την Επαγγελματική Εκπαίδευση αυξηθεί δεν πρόκειται να κλείσει εντελώς η ψαλίδα, έχει όμως μεγάλη σημασία να μειωθεί στο ελάχιστο η δυνατότητα για σπουδές σε νέους που προέρχονται από οικογένειες που ανήκουν σε οικονομικά και μορφωτικά προνομιούχα κοινωνικά στρώματα και σε νέους που προέρχονται από στερημένα οικονομικά και μορφωτικά κοινωνικά στρώματα.

Οι απόφοιτοι των ΕΠΑ.Λ. θα πρέπει να αποτελέσουν τη μεγάλη δεξαμενή άντλησης στελεχών μέσης στάθμης για την αγορά εργασίας και την οικονομία.

Οι απόφοιτοι των ΕΠΑ.Λ. θα πρέπει να αποτελέσουν τη μεγάλη πλειονότητα των εισερχομένων και στα ΙΕΚ.

Οι απόφοιτοι των ΕΠΑ.Λ. θα πρέπει να εισάγονται σε μεγαλύτερο ποσοστό στις ανώτατες σχολές και τμήματα αντίστοιχα των τομέων τους. Η πρόσβαση στην ανώτατη εκπαίδευση δεν σημαίνει μόνο ακαδημαϊκές σπουδές, αλλά και επαγγελματική ανέλιξη.

Για ποιο λόγο όμως σήμερα η κυβέρνηση έχει φανερά εκφραστεί και στηρίζει μονομερώς τα ΙΕΚ και δεν δείχνει ενδιαφέρον προς τα ΕΠΑ.Λ.;

Δεν γνωρίζουν οι ιθύνοντες ότι ο προσανατολισμός ενός μαθητή (απόφοιτου Γενικού Λυκείου) προς την Επαγγελματική Κατάρτιση  είναι συνήθως προσανατολισμός αρνητικός, διαπίστωση της αποτυχίας του να εισαχθεί στα πανεπιστήμια;

Για ποιο λόγο σε όλα τα κείμενα Νόμων, ΥΑ κ.λ.π. οι παρακολουθούντες τα ΙΕΚ αναφέρονται ως «καταρτιζόμενοι» και στις προφορικές εξαγγελίες αναφέρονται ως «σπουδαστές»; Για ποιο λόγο χρησιμοποιούνται, για λόγους επικοινωνιακούς, φράσεις οι οποίες μπορεί να παραπλανήσουν;

Ποιες είναι οι διαφορές μεταξύ εκπαίδευσης και κατάρτισης;

Ας δούμε κάποιες ουσιώδεις διαφορές.

Η Επαγγελματική Κατάρτιση ( Αρχική και Συνεχιζόμενη ) ως ανεξάρτητο σύστημα φαίνεται να είναι αποσυνδεδεμένη από το στόχο παροχής ευρύτερων γνώσεων και γενικής εκπαίδευσης γεγονός που αποτελεί ένα από τους στόχους της  Τεχνικής Επαγγελματικής Εκπαίδευσης  και περιορίζεται σε παροχή καθαρά εξειδικευμένων γνώσεων και δεξιοτήτων. Ως σύστημα δηλ. σχεδιάζεται περισσότερο για την ανάπτυξη του εργατικού δυναμικού και λιγότερο ή καθόλου για μαθητές ( Αθανασούλα – Ρέππα 1997) .

Οι διαφορές της Επαγγελματικής Εκπαίδευσης και της Επαγγελματικής Κατάρτισης μπορεί να είναι δυσδιάκριτες για τους πολλούς, για τους ειδικούς όμως υπάρχουν διαφορές και όχι μόνο εννοιολογικές, αλλά κυρίως και ως προς τον τρόπο διαχείρισης των συστημάτων τους. Όπου και όταν επιχειρήθηκε να διαχειρισθούν με τον ίδιο τρόπο τα δύο αυτά συστήματα το αποτέλεσμα δεν ήταν επιτυχές.

Η διαδρομή από το ΓΕ.Λ. προς τα ΙΕΚ, για τους αποτυχόντες στις πανελλαδικές, έχει μετατρέψει ένα θεσμό κατάρτισης, σε είσοδο ατόμων οι οποίοι αναγκάστηκαν να εισέλθουν σε αυτήν και δεν είναι ο χώρος της πρώτης επιλογής τους.

Η ακολουθούμενη τακτική είναι, κατά τη γνώμη μας, λανθασμένη διότι:

α) Η επαγγελματική κατάρτιση (ΙΕΚ) εδράζεται πάνω στις γνώσεις και δεξιότητες οι οποίες αποκτώνται στην επαγγελματική εκπαίδευση και αποτελεί συνέχεια της. Συνεπώς η  προσαρμογή στην Επαγγελματική Κατάρτιση γίνεται πολύ πιο καλά μέσω της Επαγγελματικής  Εκπαίδευσης και όχι απευθείας από τη Γενική Εκπαίδευση.

β) Οι δεξιότητες αποκτώνται πολύ πιο εύκολα σε ηλικίες 15 έως 18 ετών και νωρίτερα.

γ) Οι νέοι σφυρηλατούν έντονα την προσωπικότητά τους στην εφηβική ηλικία και είναι δύσκολο σε κάποιον που αισθάνεται απόφοιτος Λυκείου-υποψήφιος για το Πανεπιστήμιο να «γυρίσει πίσω» για να μάθει πράγματα που άλλοι έχουν μάθει νωρίτερα ακολουθώντας την Επαγγελματική  Εκπαίδευση.

Κλείνοντας να τονίσουμε ότι η κοινωνικο-οικονομική προέλευση και το μορφωτικό επίπεδο των γονέων παίζουν πρωταρχικό ρόλο, οι οικονομικές  και αναπτυξιακές ανάγκες  στη χώρα μας αλλά και πανευρωπαϊκά εστιάζονται στα επίπεδα 3 και 4 (Σχολές Μαθητείας, ΕΠΑ.Λ.) και λιγότερο στα επίπεδα 5 και 6 (ΙΕΚ, Μεταλυκειακό Έτος ΕΠΑ.Λ., Πανεπιστήμια). Η ακολουθούμενη τακτική περιορισμού των επιπέδων 4 και 6 από το Υπουργείο Παιδείας, βιαστικά και χωρίς διάλογο,  δεν θα φέρει, κατά τη γνώμη μας, τα αναμενόμενα για τους σχεδιαστές αποτελέσματα.

Ίδωμεν.

*Εκπαιδευτικός – Ερευνητής, Πρόεδρος Ε.Ε.Τ.Ε.Κ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: