Αντιδράσεις για τα νέα Προγράμματα Σπουδών, που ανακοίνωσε πριν λίγες μέρες το υπουργείο Παιδείας και αναρτήθηκαν στην ιστοσελίδα του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής (ΙΕΠ), εκφράστηκαν από επιστημονικούς φορείς και πανεπιστημιακούς ενώ τις επόμενες μέρες αναμένονται ανακοινώσεις των εκπαιδευτικών Ομοσπονδιών.
Να σημειώσουμε αρχικά ότι όλες οι παρεμβάσεις του Υπουργείου Παιδείας, τουλάχιστον από τα τέλη της δεκαετίας του 1990 μέχρι σήμερα, που αφορούν το περιεχόμενο σπουδών, έχουν ένα κοινό: την ίδια επιχειρηματολογία και την ίδια πηγή χρηματοδοτησης.
“Αλλαγή μοντέλου από το δασκαλοκεντρικό στο μαθητοκεντρικό”, “βιωματική μάθηση και όχι παπαγαλία”, “ανάπτυξη δεξιοτήτων, όχι στείρες γνώσεις”, “ερευνητική μάθηση και όχι μετωπική διδασκαλία”, “χτύπημα στην παραπαιδεία”, “από τις στείρες γνώσεις στο να μάθουν πως να μαθαίνουν”. Και πάντα με την κατάλληλη προσθήκη των λέξεων “νέο”, “καινοτόμο”, “όχι παραδοσιακό”.
Από τον Γεράσιμο Αρσένη – Πέτρο Ευθυμίου της περιόδου 1997-2004 έως την Άννα Διαμαντοπούλου της περιόδου 2009 -2012 και τη Νίκη Κεραμέως, 25 χρόνια τώρα, εξαγγέλλουν αλλαγές στα Προγράμματα Σπουδών μεταφράζοντας απλώς από τα αγγλικά στα ελληνικά την κυρίαρχη και δεσπόζουσα εκπαιδευτική πολιτική των δεξιοτήτων του 21ου αιώνα. Χωρίς την παραμικρή κριτική προσέγγιση και αναστοχασμό για το αν αυτή η πολιτική των “δεξιοτήτων και όχι της γνώσης” έχει συμβάλει αρνητικά, επί δεκαετίες τώρα στο γενικότερο ρεύμα απομόρφωσης των νέων ανθρώπων.
Έχουν και μια δεύτερη ομοιότητα, όπως εύστοχα επισημαίνει ο εκπαιδευτικός Δημήτρης Μητρόπουλος: Ποτέ μα ποτέ δεν έχουν κάνει απολογισμό των προηγούμενων αλλαγών. Μα και τι απολογισμό να κάνουν, αφού συχνά, οι ίδιες πολιτικές και πολλές φορές οι ίδιοι άνθρωποι που έκαναν τις αλλαγές δέκα και είκοσι χρόνια πριν, είναι αυτοί που σήμερα εξαγγέλλουν νέες επαναστατικές αλλαγές και παρεμβάσεις.
Νέα Προγράμματα Σπουδών: Ένα απελπιστικά πρόχειρο συνονθύλευμα
Καταπέλτης είναι ο Δημήτρης Κ. Μαυροσκούφης, τ. καθηγητής Διδακτικής Μεθοδολογίας και Ιστορίας της Εκπαίδευσης, τ. κοσμήτορας Φιλοσοφικής Σχολής Α.Π.Θ. ο οποίος ευθύς εξαρχής σημειώνει ότι τα Προγράμματα Σπουδών της Ιστορίας αποτελούν ένα απελπιστικά πρόχειρο συνονθύλευμα από παλιότερα προγράμματα, από καινοτόμες προτάσεις που ποτέ δεν εφαρμόστηκαν (ΠΣ 2018-2019), από κακοχωνεμένες ιδέες για το τι είναι πρόγραμμα, διδασκαλία και μάθηση, από αντιφατικά και αλληλοσυγκρουόμενα μεταξύ τους στοιχεία. Παράλληλα τονίζει ότι αποτελούν προϊόν χυλού που έχει εξαχθεί από το blender της σκληρής παράδοσης με καρυκεύματα εκσυγχρονιστικά και στην καλύτερη περίπτωση μπορεί να εκληφθούν ως έκθεση ιδεών που θυμίζει τις αγωνιώδεις προσπάθειες υποψηφίων στις πανελλαδικές εξετάσεις να τα πουν όλα (κατά τις υποδείξεις των φροντιστών τους), καταλήγοντας να μην λένε τίποτε.
Ο Πανεπιστημιακός καθηγητής κάνει λόγο για ένα συνονθύλευμα πρόχειρων αντιγραφών από προηγούμενα προγράμματα, γενικών μεθοδολογικών αρχών και μεγαλόστομων διακηρύξεων (τι είναι η ιστορία, ποιοι είναι οι γενικοί σκοποί διδασκαλίας, μεθοδολογία της ιστορικής επιστήμης κ.λπ.), χωρίς όλα αυτά να αντιστοιχούν στο «διά ταύτα». Πέρα από κάθε αμφιβολία τα «νέα» ΠΣ:
1. Κινούνται (τουλάχιστον του Δημοτικού και του Γυμνασίου) στο πλαίσιο του ακλόνητου παπαρρηγοπούλειου σχήματος (Ιστορία Αρχαία, Βυζαντινή – Μεσαιωνική, Νεότερη – Σύγχρονη), αλλά στο Λύκειο εισάγουν είδος Θεματικής Ιστορίας που ερανίζεται στοιχεία ακόμη και από τις παλιότερες εκδοχές της (από την εποχή ακόμη του εγχειριδίου της Αικατερίνης Χριστοφιλοπούλου «Εισαγωγή στις ιστορικές σπουδές», το 1978).
2. Αναφέρονται, εντελώς ψευδεπίγραφα, σε «νεωτερικά» στοιχεία της Διδακτικής Μεθοδολογίας και των Θεωριών Μάθησης, όπως μαθητοκεντρική μάθηση, ενεργή εμπλοκή του μαθητή στη μαθησιακή διαδικασία, εννοιοκεντρική οργάνωση της διδασκαλίας, διαθεματικές προσεγγίσεις, διαδικαστική γνώση, κριτική επεξεργασία πηγών, χρήση πολυτροπικού υλικού, σύνδεση με τοπική ιστορία κ.λπ. κ.λπ. Όταν, όμως, περνούν στο «διά ταύτα», εκεί παρατίθεται ένας κατάλογος περιεχομένων, όπως γινόταν από το 1899 και για έναν αιώνα περίπου, αναμεμειγμένος με «προσδοκώμενα μαθησιακά αποτελέσματα», τα οποία προσιδιάζουν απολύτως στον συμπεριφορισμό. Έτσι, οι εισαγωγικές διακηρύξεις στην ενότητα «Διδακτική πλαισίωση – σχεδιασμός μάθησης» καθίστανται «απλούς τριγμός και πάταγος οδόντων».
Ψηφιακός κόσμος από την κούνια!
Μεταξύ των αλλαγών που φέρνουν τα νέα Προγράμματα Σπουδών συμπεριλαμβάνεται και η σχεδόν βίαια ένταξη του ψηφιακού κόσμου στην εκπαιδευτική διαδικασία.
Αυτό γίνεται μέσω της της ψηφιοποίησης μεγάλου μέρους του εκπαιδευτικού υλικού, στο οποίο θα έχουν πρόσβαση μέσω ηλεκτρονικών βιβλιοθηκών και ηλεκτρονικών πλατφορμών εκπαιδευτικοί και μαθητές, αλλά και μέσω του ίδιου του μαθήματος της Πληροφορικής, το οποίο εντάσσεται στο πρόγραμμα των σχολείων ήδη από την Α' Δημοτικού.
Έτσι, λοιπόν, οι 6χρονοι μαθητές και μαθήτριες που καλά-καλά δεν έχουν μάθει την αλφαβήτα, θα διδάσκονται προγραμματισμό, ανάλυση δεδομένων και «ψηφιακή πολιτειότητα».
Κι αν ακούγεται τραβηγμένο, αρκεί κανείς να ανατρέξει στο Πρόγραμμα Σπουδών για το μάθημα Τεχνολογίες της Πληροφορίες και των Επικοινωνιών και Πληροφορικής Δημοτικού, έτσι όπως αναρτήθηκε από το ΙΕΠ.
Μαθηματική Εταιρεία: Καμία μελέτη της εκπαιδευτικής λειτουργικότητας ανά βαθμίδα
Η Ελληνική Μαθηματική Εταιρεία (ΕΜΕ) με ανακοίνωσή της σημείωσε ότι οι επεξεργασίες του ΙΕΠ αφενός «αποσιωπούν τις συλλογικά καταγεγραμμένες εμπειρίες της εκπαιδευτικής μαθηματικής κοινότητας για συγκεκριμένες δυσχέρειες και ασυμβατότητες από την εφαρμογή των εν ισχύ Αναλυτικών Προγραμμάτων», αφετέρου κινούνται με «γνώμονα την οργάνωση εξεταστικών διαδικασιών γύρω από μια τράπεζα θεμάτων και την επιδότηση της έκδοσης πολυσέλιδων βιβλίων χωρίς καμία μελέτη της εκπαιδευτικής λειτουργικότητας ανά βαθμίδα».
Για την Ελληνική Μαθηματική Εταιρεία τα νέα βιβλία στα Μαθηματικά είναι ένας απίστευτος αχταρμάς που στο όνομα της “ομαδοσυνεργατικής και βιωματικής μάθησης” έχει τις ίδιες παιδαγωγικές μεθόδους τόσο για τα παιδιά του δημοτικού όσο και για τα παιδιά του λυκείου και στόχο έχει να ανταποκρίνονται οι μαθητές στις (νεοφερμένες) διαγνωστικές εξετάσεις του δημοτικού και του γυμνασίου.
Το «πολλαπλό βιβλίο», η διαφοροποίηση και η διαδρομή του χρήματος
Την ίδια ώρα, στη βάση των νέων Προγραμμάτων Σπουδών δρομολογείται η εισαγωγή του «πολλαπλού βιβλίου».
Τα σχολικά βιβλία έχουν μπει στο στόχαστρο της κυβέρνησης και του ΥΠΑΙΘ, με διπλό τρόπο και ως προς το περιεχόμενο (προγράμματα σπουδών) και ως προς την έκδοση και διανομή τους. Αφορούν σε έναν ακόμα ζωτικό χώρο για την επιχειρηματική διείσδυση ιδιωτών και την αποκόμιση μεγάλων κερδών, καθώς περίπου 1,5 εκατομμύρια μαθητές και εκπαιδευτικοί εμπλέκονται με αυτά.
Πέρα από τους πλείστους άλλους κινδύνους, παράλληλα ενεδρεύει αυτός της πλήρους εξάρτησης της εκπαιδευτικής διαδικασίας από ψηφιακό υλικό. Για την κυρίαρχη εκπαιδευτική πολιτική οι νέες τεχνολογίες εμφανίζονται ως πανάκεια, σαν το μαγικό ραβδί που λύνει όλα τα προβλήματα, και στα πλαίσια αυτά, στον πυρήνα της ψηφιακής στρατηγικής για την Παιδεία (Βίβλος Ψηφιακού Μετασχηματισμού) βρίσκεται η ανάπτυξη της ψηφιακής κουλτούρας στην εκπαιδευτική κοινότητα αλλά και η μετάβαση από τις document-centric στις data-centric λύσεις.
Σύμφωνα με τη Βίβλο Ψηφιακού Μετασχηματισμού, η στρατηγική ενίσχυσης των υπηρεσιών ηλεκτρονικής μάθησης θα υποστηρίζεται από δύο πυλώνες δράσεων. Ο πρώτος εστιάζει στην ανάπτυξη ψηφιακού περιεχομένου, ενώ ο δεύτερος στον εκσυγχρονισμό των οριζόντιων πλατφορμών και υπηρεσιών για την ανάδειξη και αξιοποίηση του περιεχομένου. Αυτό σημαίνει ότι τα σχολεία εξοπλίζονται με νέα τεχνολογικά μέσα, αναπτύσσονται περαιτέρω οι πλατφόρμες και τα εργαλεία σύγχρονης και ασύγχρονης εκπαίδευσης, ενώ δίνεται έμφαση και στο ψηφιακό περιεχόμενο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου