Εκτύπωση

της Τούλας Πάντου*

-Τι καλό βιβλίο διαβάζουν τα παιδιά μου;

Η γιαγιά μάς παρότρυνε να διαβάζουμε βιβλία, από πολύ μικρή ηλικία. Μας διάβαζε κι εκείνη, διαλεγμένα ποιοτικά βιβλία, που κάλλιστα θα μπορούσαν να τα διαβάσουν και οι ενήλικες με ευχαρίστηση. «Καλό βιβλίο, κορίτσι μου», μου λέει κάθε φορά, «είναι αυτό που ο συγγραφέας του σέβεται τη νοημοσύνη και την αισθητική του αναγνώστη, παιδιού, εφήβου ή ενήλικα.»

ΙΟΛΗ
Διαβάζουμε ένα βιβλίο  για τις «περιπέτειες του Ιούλιου Βερν», γιαγιά.

ΓΙΑΓΙΑ
Πολύ ωραία! Κι εγώ έχω διαβάσει  βιβλία του, όταν ήμουν μικρή. Συγγραφέας επιστημονικής φαντασίας ο Ιούλιος Βερν, από τους πρωτοπόρους. Αμέτρητα αντίτυπα των βιβλίων του έχουν κυκλοφορήσει σε πολλές γλώσσες.

ΟΡΕΣΤΗΣ
Τι λες γιαγιά! Ο Ιούλιος Βερν είναι ένα αγόρι δώδεκα χρόνων «πολύ έξυπνο και εξαιρετικά εφευρετικό», λέει το βιβλίο. Συγγραφέας είναι ο  Πλοίαρχος Νέμο. Και να σου πω κάτι, εμένα δεν μου αρέσει πολύ το βιβλίο!

ΓΙΑΓΙΑ
Αγοράκι μου, γιατί δε σου αρέσει;

ΟΡΕΣΤΗΣ
Τι σόι συγγραφέας είναι αυτός ο Νέμο που όταν δεν ταξιδεύει  με το πλοίο του, τον Ναυτίλο, μένει σε πολυτελή ξενοδοχεία; Σπίτι δεν έχει; Κι ο Ιούλιος πολύ φαντασμένος και ξερόλας μου φαίνεται. Πότε πρόλαβε, στα δώδεκά του χρόνια, να τα μάθει όλα όσα λέει πως ξέρει; Ε, για πες μου! Εμείς είμαστε χαζοί που δεν τα ξέρουμε;

ΙΑΣΟΝΑΣ
Κι ο άλλος, ο φίλος του ο Χουάν,  γιαγιά, πού ακούστηκε ασιατικής καταγωγής με, ισπανικό[i] όνομα; Είναι τσιγκούνης, φιλοχρήματος[ii], λέει το βιβλίο, κάνει συνέχεια γκάφες, είναι ο πιο φοβιτσιάρης  και πολύ ενοχλητικός. Σκαρώνει συνεχώς φάρσες στους άλλους τρεις της παρέας, στους συμμαθητές του και κυρίως στους δασκάλους του στο σχολείο. Τι φάρσες είναι αυτές να τους κοψοχολιάζει; Κομπλεξικός θα είναι!

ΟΡΕΣΤΗΣ
Ναι, σιγά, ο Ιούλιος πάει πίσω! Ξέχασες; Αυτός, γιαγιά, δεν παίζεται. Πήγε στη βιβλιοθήκη και κατέβασε όλα τα βιβλία, γιατί, λες; Ήθελε πληροφορίες για να φτιάξει μια μηχανική δηλητηριώδη αράχνη, για να κάνει πλάκες. Το βράδυ, αντί να κοιμηθεί, πήγε στο δωμάτιο του μικρού αδερφού του, που κοιμόταν, και του έκανε «χαρούμενο» ξύπνημα. Με την «αράχνη» να περπατάει επάνω του, ούρλιαξε το παιδάκι μες τον ύπνο του.

Ο μικρότερος αδερφός μου ο Ορέστης κι ο ξάδερφός μας, ο Ιάσονας, είχαν πράγματι τσαντιστεί με το βιβλίο. Κι εμένα δε με συγκινούσε καθόλου.

ΙΟΛΗ
Το βιβλίο, γιαγιά, παρουσιάζει τον Χουάν λες και είναι η «ουρά» του Ιούλιου. Άβουλος και χωρίς πολλές ικανότητες. Τι θέλει να μας πει; Όλο το μυαλό πήγε στον λευκό ξανθομάλλη[iii] Ιούλιο και δεν περίσσεψε για τον Χουάν που ανήκει στην κίτρινη φυλή;

Η γιαγιά μας προσπάθησε  να βάλει τα πράγματα στη θέση τους.

ΓΙΑΓΙΑ
Σίγουρα παιδιά, δεν μιλάμε για τον «δικό» μου Ιούλιο Βερν, τον συγγραφέα των παιδικών μου χρόνων, και των γονιών σας, ούτε για τα συναρπαστικά μυθιστορήματά του, που τα αγάπησαν μικροί και μεγάλοι σ’ όλο τον κόσμο, για περισσότερα από 100 χρόνια. Ο πλοίαρχος Νέμο ήταν ένας από τους ήρωες δύο βιβλίων του[iv].

Ο πραγματικός Ιούλιος Βερν γεννήθηκε τον προπερασμένο αιώνα[v]. Οι περισσότερες φανταστικές ιστορίες του σήμερα έχουν γίνει πραγματικότητα, ωστόσο ακόμα κι αν η εποχή μας τις έχει ξεπεράσει, είναι φίλοι καλοί κι αξίζει να τους αφιερώνουμε χρόνο.

Αυτό το βιβλίο που διαβάζετε μου φαίνεται σαν κακόγουστη φάρσα. Παραποιεί και τα ονόματα και τις ιδιότητες του καθενός. Λες και όποιος το έγραψε περπατάει με το κεφάλι κάτω και τα πόδια επάνω. Θα το διαβάσω κι εγώ και θα σας πω τη γνώμη μου.

Εγώ, η Ιόλη, υποψήφια φοιτήτρια, και λάτρης των βιβλίων, «fan» θα έλεγαν στη γλώσσα των μέσων δικτύωσης, το συγκεκριμένο βιβλίο με το ζόρι το προχωρούσα σελίδα-σελίδα, μόνο και μόνο επειδή ήθελα να δω πού το πάει η συγγραφέας. Όπως θα καταλάβατε από αυτά που είπαν τα  αγόρια, οι «ήρωες» του είναι χαρακτήρες κατασκευασμένοι, τίποτε κοινό δεν έχουν με εμάς. τίποτε αυθόρμητο, γνήσιο και αυθεντικό. Α, δεν σας είπα, και για τα δυο κορίτσια.

«Τρέχα γύρευε» φαίνονται στο βιβλίο κι ας λέει άλλα η συγγραφέας. Ονειροπόλες «πονόψυχες», έτσι λέει. Φοβητσιάρες κατά βάθος, σέρνονται, πίσω από τον ατρόμητο και ψύχραιμο Ιούλιο. Θαυμάζουν το «σπουδαίο μυαλό» του. Σιγά! Δώδεκα χρόνων είναι ο φοβερός «εφευρέτης», παιδί ακόμα. Καθεμία τους επιζητεί να τραβήξει την προσοχή του. Ζηλεύουν η μια την άλλη, Θέλουν να τον μονοπωλήσουν. Πολύ «μελό» και αίσθημα, θυμίζουν αμερικάνικες ταινίες του Disney Chanel!

Η Καρολίνα, είναι πλούσια ξαδέρφη του Ιούλιου που ζει στην πολυτέλεια και τριγυρνώντας από εδώ κι από εκεί με τα άλλα τρία παιδιά, προσπαθεί να αντέξει (!) την αυστηρότητα της οικογένειάς της που την καταπιέζει. Θαυμάζει τον «χαρισματικό» Ιούλιο, όχι όμως και τον «παρακατιανό» Ασιάτη Χουάν. Όπως κάθε στερεότυπο κοριτσιού αισθάνεται την αδυναμία του φύλου της και στα δύσκολα, αποζητάει την προστασία του αγοριού, του δωδεκάχρονου(!) Ιούλιου. Προσπαθεί να βρίσκει διέξοδο στα προβλήματά της, ψάχνοντας γενικά κι αόριστα την περιπέτεια. Ποια περιπέτεια; Δεκατριών χρόνων είναι!  Για μαθήματα, μελέτη, γνώσεις ούτε λόγος να γίνεται. Σκέτη αγγαρεία! Πολύς τυχοδιωκτισμός!

Η φίλη της η Μαρί πάλι είναι από φτωχή οικογένεια. Αντί να προσπαθεί να επιβάλει την κοριτσίστικη προσωπικότητά της ισότιμη με τα αγόρια, θα προτιμούσε να είναι αγόρι, γιατί τα αγόρια, λέει, «μπορούν να κάνουν ό,τι θέλουν». Μια ανορθολογική αντίληψη για τον φεμινισμό εμφανίζεται σε όλο το βιβλίο.

Άσε που το παίζουν «η Πριγκίπισσα  κι η Φτωχούλα».[vi]

Στο τέλος του βιβλίου ο Δήμαρχος κάνει δεξίωση για να τιμήσει τους μικρούς «ήρωες», χωρίς να έχει κάνει τίποτε ο ίδιος για να αντιμετωπίσει το Τάγμα ενάντια στην Πρόοδο. Στη δεξίωση, η πλούσια Καρολίνα εμφανίζεται ντυμένη με πολυτέλεια, σαν τη Σταχτοπούτα στο Χορό, στην ταινία Cinderella  της Disney. Η φτωχή Μαρί, μπορεί να της αρκεί που έχει μόνο να φάει, νοιώθει όμως  πολύ μειονεκτικά με «το δικό της φόρεμα, φτιαγμένο από ένα γαλαζωπό παλιόπανο…» σαν την άλλη, την «παρακατιανή» Σταχτοπούτα, στο τζάκι με τις στάχτες.

Η φτωχή είναι και φιλάνθρωπη, εθελόντρια σε ίδρυμα για αναξιοπαθούντες! Νομίζει πως, αν αρκετοί  ενήλικες γίνουν πονόψυχοι κι ονειροπόλοι σαν κι εκείνη, ένας κύριος Microsoft, που λέει ο λόγος, οι  Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις, τα Φιλόπτωχα Ταμεία των Εκκλησιών, και τα «ευαγή» Ιδρύματα τω αργόσχολων «αδελφών του ελέους» μπορούν να ταΐσουν  τους πεινασμένους, να προσφέρουν δουλειά και σπίτι στους άνεργους, στους άστεγους όλου του κόσμου, λύνοντάς τους με μιζέρια τα προβλήματα, ίσα-ίσα «να μην κοιμούνται νηστικοί τα βράδια», όπως λέει το βιβλίο!

Να καταλάβω δηλαδή, αν οι άνθρωποι ήταν έτσι,  δε θα γίνονταν πόλεμοι; Εσείς τί λέτε;

Αν πλήθαιναν οι φιλάνθρωποι, οι κραυγαλέες κοινωνικές ανισότητες θα έπαυαν να υπάρχουν; Δεν θα πέθαιναν πέντε παιδιά κάθε ένα λεπτό από πείνα, πολέμους, αρρώστιες, έλλειψη νερού, και εμβολίων, όπως μαθαίνουμε στο διαδίκτυο; Οι φιλάνθρωποι θα σώσουν το κόσμο! Κοροϊδευόμαστε!

«Διάβασα αρκετό μέρος από το βιβλίο», μας είπε η γιαγιά, όταν ξαναβρεθήκαμε.

ΓΙΑΓΙΑ
Έχετε δίκιο. Το βιβλίο δεν είναι καθόλου ελκυστικό. Για να μην το κακολογήσω, ας το πούμε άστοχο και αψυχολόγητο. Και όχι μόνο αυτό, κάπου διάβασα πως η υποτιθέμενη συγγραφέας έχει κάνει μεταγραφή κειμένου, δηλαδή;…

ΙΟΛΗ
Κοίτα γιαγιά, μην είσαι τόσο επιεικής. Από λογοτεχνική άποψη δε λέει και πολλά πράγματα! Όπως κι αν το πεις, όποιος κι αν το έγραψε, απαράδεχτο είναι. Τι είναι αυτά που περιγράφει και πώς τα περιγράφει; Μέχρι και εγκληματική οργάνωση μπλέκει σε εμπόριο παιδιών, γενικά κι αόριστα. Και φιγούρες καταχθόνιων σκοτεινών και ύπουλων κακοποιών και τρομοκρατών, απρόσωπες, σαν τους πίνακες του Γαΐτη, που μας έδειχνες τις προάλλες. Είναι «κατάλληλο για παιδιά από 9 ετών, λέει στο εξώφυλλο. Πολύ κατάλληλο, για να έχουν εφιάλτες τα βράδια!

ΟΡΕΣΤΗΣ
Μας παρουσιάζει ένα σχολείο, που τ’ όνομά του είναι «η Καλή Παράδοση» με ψηλή μάντρα για να μην το σκάνε οι μαθητές και τέσσερα παιδιά που επινοούν τρόπους για να το σκάσουν και ψευτιές για να ξεγελάσουν τους γονείς τους. Τόσο χάλια σχολείο! Αντί να μας λέει πώς θα ήταν τα μαθήματα για να μας κινούν το ενδιαφέρον, πώς θα είχαμε δασκάλους από την πρώτη μέρα του σχολείου, παρουσιάζει τους δασκάλους τέρατα!

ΙΑΣΟΝΑΣ
Μας περιγράφει  τρία καλοζωισμένα παιδιά και τη φτωχή Μαρί, με μέτριες επιδόσεις όλοι τους στα μαθήματα, με το ζόρι τα παρακολουθούν. Απεχθάνονται το σχολείο της «καλής παράδοσης», αλλά, επειδή είναι ανώτερα παιδιά,  έχουν κάνει σπουδαία κατορθώματα σε εξωπραγματικές περιπέτειες! Τι μπούρδες είναι αυτές;

ΙΟΛΗ
Οι δάσκαλοί τους είναι συνωμότες, μέλη συμμορίας τρομοκρατών που επιδιώκουν την ανάσχεση της προόδου, που μισούν τους έξυπνους και «χειραφετημένους» μαθητές και τους στήνουν παγίδες. Οι δάσκαλοί μας δηλαδή θέλουν να μας καθηλώσουν σε μια ξεπερασμένη «παράδοση», να μας βλάψουν, να περιορίσουν τη σκέψη μας;

ΟΡΕΣΤΗΣ
Αμέ, το άλλο, γιαγιά;  Πώς να το χωνέψω; Ο «υπέρλαμπρος» ήρωας με τις πανέξυπνες ιδέες, κάνει τη μεγάλη εφεύρεση! Μια μηχανή που φτιάχνει… «πίτσες». Από τι νομίζεις; Από ό,τι περισσεύει,  από αποφάγια δηλαδή, από ληγμένα τρόφιμα ίσως… Θυμάσαι στο χωριό, το καλοκαίρι, που  τα αποφάγια τα ρίχνουν στα γουρούνια;

ΙΑΣΟΝΑΣ
Και για ποιους την προορίζει, παρακαλώ, την πίτσα; Για τους φτωχούς, για τους παππούδες και για τις γιαγιάδες ενός ιδρύματος που δεν έχει λεφτά να τους ταΐσει. Σπουδαίο και το ίδρυμα, σπουδαίος ευεργέτης της κοινωνίας κι ο Ιούλιος! Φτηνιάρης σαν κι αυτόν που «χάρισε» στο κράτος τα παγουρίνο για το σχολείο! 

ΟΡΕΣΤΗΣ
Ο Ιούλιος είναι ένας φαντασμένος και μισός! Με κάθε ευκαιρία επιδεικνύεται στα άλλα παιδιά. Αποζητάει με μανία να αναγνωρίσουν την υποτιθέμενη ευφυΐα του και τις γνώσεις του. Δεν μου αρέσει ο τύπος κι είναι ο κεντρικός ήρωας.

ΙΟΛΗ
Καμία αγάπη για τη Φύση δε φανερώνει το βιβλίο. Για όσα ζώα μιλάει δεν είναι καθόλου ελκυστικά. Μας παρουσιάζει τη χειρότερη δηλητηριώδη αράχνη «μαύρη-χήρα», μια γαλάζια φάλαινα, που είναι επιθετική και δολοφόνος, ένα φίδι που βγαίνει μέσα από έναν σκελετό παιδιού, σκηνή κλεμμένη από τον Ιντιάνα Τζόουνς, και νυχτερίδες! Χάθηκαν όλα τα άλλα υπέροχα ζωάκια; Α ναι, μιλάει και για πυγολαμπίδες, που ο Ασιάτης Χουάν τις βάζει στο στόμα του κι οι άλλοι αηδιάζουν[vii].

ΓΙΑΓΙΑ
Κι εγώ τα διαπίστωσα όλα αυτά, αλλά δεν ήθελα να σας επηρεάσω.

ΙΟΛΗ
Αν πεις για τη δασκάλα των μαθηματικών, κλασική άχρωμη γεροντοκόρη, αποστεωμένη και μονοδιάστατη. Οι δάσκαλοι, λέει, συνεργάζονται με το Τάγμα Ενάντια στην Πρόοδο και τους «προμηθεύουν» παιδιά που τα στέλνει το Τάγμα σε ένα νησί, σε κάτεργο ανήλικων δούλων[viii], για να εξορύξουν ένα ανύπαρκτο τοξικό ορυκτό, το κορβίδιο. Όταν τα παιδιά μεγαλώσουν λίγο και δεν χωρούν στις στοές εξόρυξης τα πουλάνε  στη Μαφία, που είναι τάχα κινεζική και όχι ιταλική, αμερικανική, ρωσική ή οτιδήποτε άλλο, μόνο και μόνο για να ταιριάξει με τον Χουάν που στο μέσον του βιβλίου παρουσιάζεται Κινέζος. Το ορυχείο στην ταινία «Η μάσκα του Ζορό» είχε τέτοιες σκηνές με μικρά παιδιά.

ΟΡΕΣΤΗΣ
Δε βρίσκω τίποτε πρωτότυπο. Η ιστορία αυτή είναι σαν ξαναζεσταμένο φαγητό που δεν πέτυχε κιόλας, μη σου πω και καμένο. Ξέρεις, γιαγιά, τι μου θύμισε το τρενάκι στο ορυχείο που τρέχει σαν τρελό στην κατηφόρα; Την ταινία του Ντίσνεϋ, «Μια τρελή-τρελή Φάρμα». Εκεί όμως  ο Κακός, ο Αλαμέντα Σλιμ τιμωρείται. Ο Σερίφης τον οδηγεί στη φυλακή. Σ’ αυτό το βιβλίο οι Κακοί ξεγλιστράνε και οι ήρωες της παρέας ζουν με το φόβο και την απειλή τους. Δεν μου αρέσει καθόλου αυτό! Τα βράδια θα βλέπω σκιές να ξεκολλάνε από το σκοτάδι και στα όνειρά μου τρομοκράτες!

ΙΟΛΗ
Γιαγιά, πες μου! Σαν τα μικρά αυτά παιδιά θα δουλεύουμε κι εμείς, όταν μεγαλώσουμε; Θα δουλεύουμε ατέλειωτες ώρες για ένα βραδινό γεύμα μόνο; Κι  ο μπαμπάς κι η μαμά θα προλαβαίνουν να μας βλέπουν έστω για λίγο μετά τις απλήρωτες υπερωρίες, που ψηφίζει η κυβέρνηση; Θυμάμαι που μας έλεγες πως η δουλειά σου σού επέτρεψε να μη χάσεις τις καλύτερες στιγμές των παιδιών σου! Αχ, γιαγιά, γιαγιά μου… τι μας επιφυλάσσουν;…

ΓΙΑΓΙΑ
Δεν ξέρω ψυχούλα μου, σηκώνω τα χέρια ψηλά με όσα αποφασίζουν για σας, χωρίς εσάς! Αδίστακτοι άνθρωποι, είναι διατεθειμένοι να τα πάρουν όλα, εκτός κι αν…

………………………………………………………..

Μπορεί οι παραπάνω διάλογοι να είναι μια μυθοπλασία, ένα παιχνίδισμα της φαντασίας. Μπορούμε όμως να διαβάζουμε με κριτική σκέψη και να επισημαίνουμε όσα παιδαγωγικά λάθη κάνουν κάποιοι συγγραφείς «παιδικής» λογοτεχνίας, ή σεναριογράφοι και σκηνοθέτες ταινιών που υποτίθεται ότι σχεδιάστηκαν για παιδιά και εφήβους και στοχεύουν εκούσια ή ακούσια στη «μέθη» των υψηλών συγκεντρώσεων αδρεναλίνης[ix], στην καλλιέργεια μιας στρεβλής αντίληψης για το Καλό και το Κακό, μιας «εκσυγχρονιστικής» λογικής τεχνοκρατών και στην αποδοχή μυστηριακών καταστάσεων  και μαγικών δυνάμεων[x].

Η συγκεκριμένη παραποίηση και κακοποίηση των βιβλίων του Ιουλίου Βερν[xi] είναι ένα βιβλίο Φρανκεστάιν, με την έννοια της αλλοπρόσαλλης συρραφής κομματιών παζλ κι ενός κακόγουστου τσαλαβουτήματος σε ό,τι  πιο αντιδραστικό και προπαγανδιστικό κυκλοφορεί στις μέρες μας. Ένα βιβλίο ύμνος στην κοινωνία της εκμετάλλευσης, της τεχνοκρατικής αντίληψης του «εκσυγχρονισμού» που δήθεν λύνει όλα τα προβλήματα της καπιταλιστικής οργάνωσης και των ανθρώπινων σχέσεων. Ένα εγκώμιο για την κοινωνία που ενοχοποιεί τον απλό πολίτη κάνοντας σημαία την ατομική ευθύνη. Μια κοινωνία που αντί να συνδυάζει αρμονικά το άτομο με το σύνολο, προβάλλει το «Εγώ» παραγνωρίζοντας τη σπουδαιότητα του «Εμείς».

Θεωρίες συνωμοσίας από αόρατες δυνάμεις και στρατιωτικού τύπου συνονθυλεύματα, μπλέκονται με την τρομοκρατία. Τάγματα ανάσχεσης της προόδου(!)… συνωμοτούν. Τα μέλη τους είναι πανταχού παρόντα, ακόμη και εκπαιδευτικοί συμμετέχουν ενεργά σε αυτά και με μίσος για τα παιδιά και τους νέους υπονομεύουν κάθε προσπάθεια για οτιδήποτε νέο, για την πρόοδο. «…Υπάρχουν πράγματα που δεν πρέπει να αλλάξουν. Η πρόοδος είναι επικίνδυνη.»…, λέει ο διευθυντής του σχολείου. Ποια πρόοδος;[xii]

Οι γονείς του Ιούλιου, που αντιπροσωπεύουν τους ενήλικες, ζουν στον κόσμο τους, λες και δεν επικοινωνούν με το περιβάλλον τους, σαν να μην αντιλαμβάνονται τα καταχθόνια σχέδια του διευθυντή του σχολείου και την απειλή του Τάγματος κι ο Ιούλιος νοιώθει ανασφάλεια χωρίς τη σιγουριά της κατανόησης εκ μέρους των γονιών του και της προστασίας τους. Το ίδιο ανύπαρκτο και το κράτος κι οι… αρχές!

Αν και το βιβλίο είναι «υπέρμαχο» της προόδου μέσω της τεχνολογίας και του εκσυγχρονισμού, υπάρχει πολλή και διαβρωτική σκουριά στην κοσμοθεώρησή του. Στον 19ο αιώνα όπου εκτυλίσσεται η ιστορία, μετά από έναν Διαφωτισμό, προοδευτικά κινήματα και αστικές επαναστάσεις, την εποχή του αυθεντικού Ιουλίου Βερν, παρουσιάζεται ως απολύτως φυσιολογικό όχι απλά να ζουν σε ιδρύματα αλλά να λιμοκτονούν ευάλωτες κοινωνικά ομάδες και κυρίως ηλικιωμένοι, ξεχασμένοι στα αζήτητα. «…Οι φτωχοί θα μπορούν να τρώνε ψωμί μέχρι να έρθουν καλύτερες μέρες…» λέει η Μαρί όταν ο Ιούλιος δοκιμάζει την εφεύρεσή του. Λες και ζωή είναι μόνο ο άρτος. Ίσως-ίσως και τα ρωμαϊκά «θεάματα»;

Πώς; Ποιος; Γιατί; δεν υπάρχουν για τη συγγραφέα. Οι κοινωνικές ανισότητες είναι εκ θεού δοσμένες, δεν ανατρέπονται. Για τον καρκίνο της, η «πολιτισμένη» παγκόσμια κοινωνία παίρνει μόνο ασπιρίνες, ρίχνοντας στάχτη στα μάτια για τη δυστυχία που φέρνει η στυγνή εκμετάλλευση των εργαζόμενων!

Οι «αδερφές του ελέους», μιας και δε δουλεύουν και δεν παράγουν, είναι οι μόνες που έχουν χρόνο για να φροντίζουν, χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία, τους ταπεινούς και καταφρονεμένους της Γης, ίσα-ίσα για να μην πεθάνουν από την πείνα. Κι έρχεται ο καλοζωισμένος νεαρός «εφευρέτης, με τον «ρομαντισμό» της εφηβείας για αλλαγή του κόσμου, να «θεραπεύσει» την κατάσταση. Πώς; Με μια υποτιθέμενη πρωτοπόρα μηχανή που φτιάχνει «πίτσα» από όσα αποφάγια περισσεύουν. Υπό την προϋπόθεση ότι οι γέροι για να φάνε θα πρέπει να δουλέψουν χειρωνακτικά, για να παραχθεί με μηδέν κόστος η απαιτούμενη ενέργεια για τη μηχανή. Για το καλό τους! Για να ασκηθούν σωματικά και να μην σκουριάσουν τεμπελιάζοντας. Τίποτε στον κόσμο αυτού του βιβλίου, τον κόσμο του κέρδους, δε «χαρίζεται». Όλα έτσι ή αλλιώς πληρώνονται ακόμα κι ο ηρωισμός. Η αποθέωση, το απόγειο, η υπέρτατη δικαίωση  του καπιταλισμού.

Με ιδιότυπη «διακτίνιση» ο 19ος αιώνας ενώνεται απευθείας με τον 21ο, λες και ο 20ος αιώνας είναι ανύπαρκτος! Ούτε η αμυδρή σχέση με τη λογοτεχνική μαεστρία του αυθεντικού Ιουλίου Βερν, ούτε το κλίμα της εποχής του διαφαίνονται στο βιβλίο. Το ελαφρυντικό της λογοτεχνικής απόδοσης δεν υπάρχει καν για να μας αποζημιώσει για το αποτυχημένο «σενάριο».

Λογοκρισία και παράδοση στο πυρ το εξώτερον θα ήταν άτοπη και πολύ επικίνδυνη να γίνει ακόμη και για βιβλία σαν κι αυτό. Όσον αφορά τον καθένα μας, μπορούμε να διαβάζουμε τα βιβλία με κριτική σκέψη και να τα αποδεχόμαστε ή να τα απορρίπτουμε. Όταν όμως πρόκειται για βιβλία που απευθύνονται σε παιδιά και εφήβους, η κριτική πρέπει να είναι πιο αυστηρή, να αναφέρεται στην παιδαγωγική και τη λογοτεχνική τους αξία.

Είναι δύσκολο να αποδεχθεί κανείς βιβλία που διεγείρουν τον φόβο, ανεβάζοντας την αδρεναλίνη, που προξενούν τρόμο με μεταφυσικά ή εξωγήινα ζόμπι, βιβλία που σαν τους αστρολόγους, προβάλλουν στα παιδιά μια στρεβλή εικόνα της πραγματικότητας και αληθοφανείς αντιεπιστημονικές απαντήσεις στα ερωτηματικά και τις απορίες τους. 

Ο φόβος, ο τρόμος, τα μεταφυσικά και εξωγήινα όντα που απειλούν τον Κόσμο, οι καταχθόνιες οργανώσεις καταστροφής, και οι ύπουλοι πράκτορες που καραδοκούν δηλητηριάζουν. Οι φρενήρεις ταχύτητες της εποχής της παγκοσμιοποιημένης οικονομικής και κοινωνικής ζωής και της διάδοσης της πληροφορίας με την ταχύτητα του φωτός, είναι τοξικές, σαν την στρεβλή σεξουαλική αγωγή όταν προτάσσει τον μπαμπούλα των σεξουαλικά μεταδιδόμενων ασθενειών, πριν καν μιλήσει για τη χαρά της ζωής και του έρωτα.

Μέσα  από το γέλιο και το δάκρυ, από την αγάπη για το Περιβάλλον και τον Άνθρωπο, τα βιβλία μπορούν να αναδείξουν τις αιτίες και να απορρίψουν τα «κρύα βράδια» του χειμώνα, να ανοίξουν φωτεινά παράθυρα για την κατάκτηση μιας κοινωνίας χωρίς εκμετάλλευση. Να τους βοηθήσουν να ξεδιπλώσουν όλα τα καλά στοιχεία που εν δυνάμει κρύβουν μέσα τους και να συμβάλλουν στην ομαλή και ολόπλευρη ανάπτυξη τους.

Σημειώσεις

[i] Μπορεί να πρόκειται για λάθος επιλογή στη μετάφραση από τα Ισπανικά: Χουάν, αντί για Γιουάν.

[ii] Στον Καναδά και την Αυστραλία στερεότυπη αντίληψη για τους ασιατικής καταγωγής μετανάστες: είναι φιλοχρήματοι και τσιγκούνηδες.

[iii] Τα χαρακτηριστικά του Ιούλιου σε αντιδιαστολή με αυτά του  Χουάν θυμίζουν ρατσιστικές αντιλήψεις.

[iv] Είκοσι χιλιάδες λεύγες κάτω από τη θάλασσα (1870)  Η Μυστηριώδης Νήσος (1874)

[v] 8 Φεβρουαρίου 1828, Ναντ, Γαλλία – 24 Μαρτίου 1905, Αμιέν, Γαλλία.

[vi] Παράφραση του τίτλου μυθιστορήματος του Μαρκ Τουέιν Ο Πρίγκηπας κι ο Φτωχός.

[vii] Αν το συνδυάσει κανείς με τις φήμες που κυκλοφορούν, ότι οι Ασιάτες τρώνε διάφορα σιχαμερά για τους πολιτισμένους Δυτικούς ζώα, ο καθένας ας βγάλει τα συμπεράσματά του για τον αρρωστημένο προπαγανδιστικό προσανατολισμό του βιβλίου.

[viii] Ο Ιούλιος Βερν έγραψε τον «Δεκαπενταετή Πλοίαρχο» πριν τον ξεσηκωμό στο Σικάγο το 1886 και τις αλλαγές στις εργασιακές σχέσεις. Εργασιακή «γαλέρα» υπήρχε ακόμη.

[ix] …που προκαλούν  ο φόβος, οι μεγάλες ταχύτητες…

[x] Ιστορίες του Χάρυ Πότερ.

Οι επόμενες δύο υποσημειώσεις οφείλονται στον Τάσο Πατρώνη, (ομότιμο καθηγητή του Πανεπιστημίου της Πάτρας) που «ανακάλυψε» το βιβλίο και με την προτροπή και επισημάνσεις του  γράφτηκε η κριτική.

[xi] Ο λόγος για την αντιστροφή των ρόλων του ήρωα (Κάπταιν Νέμο) και του συγγραφέα (Ιουλίου Βερν) βρίσκεται πιθανότατα στην πολιτική των πωλήσεων της εκδοτικής βιομηχανίας. Όπως παρατηρεί ο John Thomson στο βιβλίο του Οι Έμποροι της Κουλτούρας (εκδ. Πεδίο, 2017), ορισμένοι εκδοτικοί οίκοι επιδίωξαν να «αρπάξουν» επιτυχημένους συγγραφείς από άλλους οίκους. Άλλοι εκδότες (όπως περίπου κάνουν στην Ελλάδα ο Λιβάνης και ο Ψυχογιός) δημιουργούν ένα είδος «φυτώριου», στο οποίο η καριέρα των συγγραφέων  – και ταυτόχρονα, οι προτιμήσεις του αναγνωστικού κοινού τους – μπορούν να καλλιεργηθούν σε βάθος χρόνου. Αρκεί οι εκκολαπτόμενοι συγγραφείς να είναι συνεργάσιμοι/-ες με τους επιμελητές-επιμελήτριες των εκδόσεων και να ανταποκρίνονται στο είδος των «κριτικών σχολίων» που τους γίνονται. Φαίνεται ότι η δεύτερη στρατηγική έχει καλύτερες προοπτικές, γιατί οι επώνυμοι συγγραφείς συχνά έχουν οικονομικές απαιτήσεις και, αν ένας εκδότης τους «άρπαξε» μια φορά, μπορεί και κάποιος άλλος να τους ξανα-«αρπάξει». Αλλά, στο ίδιο πλαίσιο των στρατηγικών του κέρδους, φαίνεται πολύ πιθανή και μια τρίτη εκδοχή, που κατά κάποιον τρόπο «συνδυάζει» τις δύο προηγούμενες και που μάλλον διέφυγε της προσοχής του J. Thomson: κατασκευάζεται μια φιγούρα (ανύπαρκτου) συγγραφέα, που είναι αναγνωρίσιμη σαν ήρωας κλασικών έργων άλλης εποχής (π.χ. Σέρλοκ Χολμς) και βρίσκονται κάποιοι σεναριογράφοι που αναλαμβάνουν, κάτω από συγκεκριμένο μάρκετινγκ, να «συγγράψουν» τα «έργα» της αναγνωρίσιμης αυτής φιγούρας. Αυτή η εκδοχή δείχνει να αντιστοιχεί στην περίπτωσή μας.

[xii] Το «Τάγμα ενάντια στην Πρόοδο» αποτελεί ένα διπλό ιδεολογικό υπαινιγμό, με μία σαφέστερη αναφορά και μία λιγότερο σαφή ή περισσότερο καλυμμένη. Η πρώτη αφορά στους Λουδίτες, που δεν κατονομάζονται, αλλά σχεδόν φωτογραφίζονται στο κείμενο. Όπως περιγράφει το αυθόρμητο αυτό κίνημα κατά των νέων πλεκτομηχανών στην Αγγλία του 19ου αιώνα ο Kirkpatrick Sale (Εξέγερση ενάντια στο Μέλλον, εκδόσεις Futura, 2018), οι Λουδίτες ανταποκρίνονται πλήρως στην ιδεολογική αναφορά που συζητάμε: πεισματική, σχεδόν λυσσαλέα αντίδραση κατά της νέας τεχνολογίας, τοποθέτηση και πράξεις εκτός νόμου. Μόνο που φυσικά δε συζητείται το γιατί: οι νέες μεγάλες πλεκτομηχανές βαμβακιού ή δαντέλλας μείωναν δραστικά την ανάγκη για εργατικά χέρια και οι εργάτες πλέκτες με τους αργαλειούς έφτασαν ήδη από το 1811 σε εξαθλίωση. Το 1812 θεσπίστηκε νόμος που επέσυρε για το σπάσιμο των μηχανών τη θανατική ποινή και ο μόνος που τόλμησε να αντισταθεί, στη Βουλή των Λόρδων, ήταν ο Μπάυρον.

Υπάρχει και μία δεύτερη, «απροσδιόριστη» θα έλεγε κανείς αναφορά στη φύση αυτής της οργάνωσης -φάντασμα, που απειλεί συνέχεια τη ζωή και την ελευθερία των ηρώων του βιβλίου. Το ότι η δραστηριότητα αυτή προέρχεται από μια οργάνωση ενάντια στην «πρόοδο», δηλαδή στο ρεύμα των πραγμάτων, είναι (ή πρέπει να θεωρείται) φυσικό επακόλουθο της ιδεολογικής της ταυτότητας.  Αυτό όμως είναι το λιγότερο. Μια τέτοια οργάνωση εμφανίζεται εδώ απρόσωπη και αόριστη, κι αυτή η αοριστία λειτουργεί ως ένας γενικός φόβος. Ο κόσμος δεν είναι ασφαλής. Δε χρειάζεται όμως να ξέρουν τα παιδιά γιατί δρουν οι «τρομοκράτες», αρκεί που υπάρχουν και είναι εξ ορισμού κακοί και επικίνδυνοι.

*Η Τούλα Πάντου είναι Μαθηματικός Συνταξιούχος Εκπαιδευτικός.