Τρίτη 31 Αυγούστου 2021

 


«Η εισαγωγή στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση, μέσω των Πανελληνίων εξετάσεων, είναι έτσι κι αλλιώς μια γερασμένη διαδικασία που πλέον ούτε δίκαιη είναι, ούτε εξασφαλίζει αντικειμενικές εκπαιδευτικές ανάγκες»

Τις τελευταίες μέρες, έγινε σαφές ακόμα και στους πιο δύσπιστους ότι η Ελάχιστη Βάση Εισαγωγής (ΕΒΕ) που θεσμοθετήθηκε απ’ την κα Κεραμέως άρον άρον και εν μέσω της ίδιας σχολικής χρονιάς εφαρμογής, απέτυχε παταγωδώςΤουλάχιστον απέτυχε στο βασικό προσχηματικό επιχείρημα περί επιτυχίας των υποψηφίων σε σχολές με χαμηλή βαθμολογία, καθώς τώρα αυτό το δικαίωμα στερήθηκε ακόμα και σε μαθητές με σχετικά καλές βαθμολογίες. Αντίθετα, πέτυχε τον βασικό μύχιο και ανομολόγητο πόθο της πολιτικής ηγεσίας του υπουργείου, την εξυπηρέτηση των πρόσφατα αναγνωρισμένων τίτλων των ιδιωτικών Κολλεγίων.

Ωστόσο, η εισαγωγή στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση, μέσω των Πανελληνίων εξετάσεων, είναι έτσι κι αλλιώς μια γερασμένη διαδικασία που πλέον ούτε δίκαιη είναι, ούτε εξασφαλίζει αντικειμενικές εκπαιδευτικές ανάγκες. Το μόνο αξιόπιστο στοιχείο που διαθέτει ως διαδικασία, είναι η διασφάλιση του αδιάβλητου των εξετάσεων και μια υποτυπώδη ισοτιμία μεταξύ των υποψηφίων. Κατά τα άλλα, η φιλοσοφία της βασίζεται στον ανταγωνισμό, μεταξύ των βαθμολογιών, των μαθητών και των επιλογών τους, με τη δημιουργία παράδοξων κι αναντιστοιχιών που μειώνουν τόσο την εγκυρότητα τους όσο και το αίσθημα δικαίου μεταξύ των υποψηφίων.

Έχει έρθει ο καιρός να μιλήσουμε για ένα νέο σύστημα εισαγωγής στα πανεπιστήμια. Ένα σύστημα, το οποίο θα εστιάζει πρωτίστως και κατά κανόνα στις ελάχιστες απαιτούμενες γνώσεις που θα πρέπει να διαθέτουν οι υποψήφιοι φοιτητές. Δηλαδή, τις γνώσεις που χρειάζονται για να μπορέσουν να ανταπεξέλθουν στις απαιτήσεις που ορίζει το κάθε τμήμα, ανάλογα με τις ανάγκες του. Όσο περίεργο και παράδοξο μπορεί να ακούγεται, οι Πανελλήνιες εξετάσεις σήμερα δεν εστιάζουν τόσο σε γνώσεις αλλά σε ύλη μαθημάτων, το οποίο αποτελεί μια μετρήσιμη και ποσοτική εκδοχή διαχείρισης της γνώσης. Ενώ σε όλο τον υπόλοιπο κόσμο, στην εκπαίδευση ο λόγος περιστρέφεται γύρω από γνώσεις (και δεξιότητες), στην Ελλάδα μιλάμε για ύλη βιβλίου. Τούτο, έχει οδηγήσει όλα αυτά τα χρόνια σε ακραίες μορφές εξεταστικών θεμάτων, τα οποία εστιάζουν σε τεχνικές λεπτομέρειες και χαρακτηριστικά και λιγότερο στις γνώσεις αυτές καθαυτές. Τελικά, οι μαθητές δεν αποκτούν κατ’ ανάγκη τις απαραίτητες γνώσεις που είναι απαραίτητες για να ανταπεξέλθουν στα προπτυχιακά προγράμματα, αλλά εξασκούνται περισσότερο σε μια αντανακλαστική διαχείριση της ύλης μέσα από την παπαγαλία και την αναπαραγωγή συμπεριφορών.

Η εισαγωγή των υποψήφιων φοιτητών στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση, οφείλει να ξεπεράσει και να αφήσει οριστικά πίσω της αυτές τις πρακτικές. Για να καταστεί αυτό εφικτό, θα πρέπει να επανανοηματοδοτηθεί η έννοια των Πανελληνίων εξετάσεων, αλλάζοντας τον χαρακτήρα και τη μεθοδολογία εισαγωγής συνολικότερα. Σε πρώτο επίπεδο, θα πρέπει να γίνει μια συζήτηση σε επιστημονική βάση για τις γνώσεις που οφείλει να διαθέτει ο κάθε υποψήφιος κατά την είσοδό του στο εκάστοτε τμήμα. Η αξιολόγηση αυτών των γνώσεων προϋποθέτει τον επαναπροσδιορισμό της διαδικασίας διεξαγωγής των εξετάσεων και τη διασφάλιση της αξιοπιστίας και της εγκυρότητας των θεμάτων τους (όπως πχ των GCSEs ή των SATs), με τον υποψήφιο να στοχεύει στην επίτευξη προσωπικών στόχων και όχι ενός ατέρμονου ανταγωνισμού (όπως ισχύει μέχρι σήμερα). Τα αποτελέσματα αυτών των αξιολογήσεων δε θα αποτελούν την προσπάθεια της μιας χρονιάς, αλλά θα αποτελούν γνωστικά επιτεύγματα που ο κάθε υποψήφιος θα έχει τη δυνατότητα να βελτιώνει όποτε το επιθυμεί μέχρις ότου επιτύχει τις ελάχιστες προϋποθέσεις στις οποίες στοχεύει.

Σε δεύτερο επίπεδο, θα πρέπει να επαναπροσδιοριστεί ο καθορισμός των εισακτέων ανά σχολή. Ο αριθμός αυτός, δεν μπορεί πλέον να φράσσεται με ένα ανώτατο όριο που ορίζει ο εκάστοτε υπουργός σύμφωνα με υποκειμενικά κριτήρια. Το μοναδικό ουσιαστικό όριο που πρέπει να τίθεται για την εισαγωγή σε κάθε τμήμα, θα πρέπει να είναι αυτό των ελάχιστων γνώσεων που οφείλει να διαθέτει ο υποψήφιος κατά την εισαγωγή του σε αυτό. Με αυτόν τον τρόπο διασφαλίζεται ότι αφενός ο υποψήφιος είναι ικανός να ανταπεξέλθει στις ανάγκες του προγράμματος και αφετέρου το όριο του πλήθους των φοιτητών βασίζεται στο μοναδικό αντικειμενικό κριτήριο που μπορεί να υπάρξει και δε θα αποτελεί πλέον εργαλείο πολιτικής μόχλευσης.

Η ηγεσία του υπουργείου Παιδείας υπό την κα Κεραμέως, αδυνατεί να αντιληφθεί το μέγεθος και τον ρόλο των ουσιαστικών γνώσεων στην εκπαίδευση, καθώς για αυτήν ο μόνος σκοπός που επιτελεί είναι οι επιταγές των ιδιωτικών Κολλεγίων. Κατ’ αυτόν τον τρόπο η εφαρμογή της ΕΒΕ απέδειξε περίτρανα ότι πέρα από κάθε πρόσχημα, μοναδική σκοπιμότητα ήταν η δημιουργία ενός πελατολογίου, το οποίο θα εξαρτάται από τις ανισότητες στην εκπαίδευση, όπως αυτές θα οξύνονται χρόνο με τον χρόνο. Η “αποτυχία” αυτής της πολιτικής και ιδιαίτερα της ΕΒΕ, μπορεί και οφείλει να αποτελέσει ένα καμπανάκι αφύπνισης για όλη την εκπαιδευτική κι ακαδημαϊκή κοινότητα, ώστε να ανοίξει η συζήτηση για αυτές τις ουσιαστικές γνώσεις, και την απόρριψη κάθε προσχήματος που επιδιώκει να θέσει φράγματα στην εκπαιδευτική διαδικασία. Άλλωστε, τα πανεπιστήμια και οι πολίτες αξίζουν μια εκπαίδευση που παράγεται μέσα από υψηλές επιστημονικές και κοινωνικές διεργασίες προτάσσοντας τις ανάγκες της κοινωνίας.

Δημήτρης Πολυχρόνης

Δημήτρης Πολυχρόνης,

Αναπληρωτής Μαθηματικός,

M.Ed. SEN

Δεν υπάρχουν σχόλια: