Εκτύπωση

του Απόστολου Νικολόπουλου,

Σε απόφαση που υπογράφτηκε από την αρμόδια υφυπουργό Παιδείας και δημοσι-εύτηκε ήδη σε ΦΕΚ της 9-2-21, καθορίζονται οι άξονες και ειδικότεροι κανόνες για τη σύνταξη εσωτερικών κανονισμών λειτουργίας των σχολικών μονάδων πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Η διαδικασία σύνταξης τέτοιων κανονισμών, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην απόφαση, έχει ήδη ξεκινήσει σε κάποιες περιοχές της χώρας.

Όσον αφορά τη σχέση της απόφασης με την συνολική κυβερνητική πολιτική, υπενθυμίζουμε ότι στο προεκλογικό της πρόγραμμα η ΝΔ είχε βάλει ψηλά στην ατζέντα της το θέμα της «ασφάλειας» στα σχολεία, στοχεύοντας έτσι στην διαμόρφωση ενός γενικότερου συντηρητικού κλίματος σε αυτά και στην διευκόλυνση της προώθη-σης αντιδραστικών μέτρων. Σε αυτά τα πλαίσια, ενέταξε στον επαίσχυντο νόμο 4692, που ψηφίστηκε τον Ιούνη του 2020, μια σειρά σχετικές ρυθμίσεις «για την ασφάλεια στο σχολικό περιβάλλον», όπως ο σύμβουλος σχολικής ζωής και θεσμοθέτησε (στο άρθρο 37) τους εσωτερικούς κανονισμούς λειτουργίας των σχολείων.

Η απόφαση για τους εσωτερικούς κανονισμούς λειτουργίας έρχεται λοιπόν ως φυσική συνέχεια και απόρροια του νόμου 4692/2020, στον οποίο επιπλέον προβλέπεται και η έκδοση πρότυπων κανονισμών λειτουργίας από το ΙΕΠ. Τη διέπει η λογική της «ασφάλειας», της «τάξης» και των «κανόνων», μια λογική που την αντιδραστικότητά της είδαμε να εκδηλώνεται, για παράδειγμα, στην κατάργηση του πανεπιστημιακού ασύλου και στο τελευταίο νόμο για τα ΑΕΙ, όπου εισάγεται καθεστώς άκρατης αστυνομοκρατίας και καταστολής σε αυτά.

Ασφυκτικό πλαίσιο και πειθάρχηση

Ένα σημείο, που χρειάζεται να ξεκαθαριστεί ευθύς εξαρχής, είναι ότι οι οριζόμενοι κανονισμοί λειτουργίας δεν θα αποτελούν μια απλή επανάληψη όσων ενδεχομένως υπάρχουν σε κάποια σχολεία. Πρόκειται για κείμενα με αυστηρά καθορισμένο ελάχι-στο περιεχόμενο και είναι υποταγμένα σε αυστηρούς διοικητικούς-νομικούς κανόνες. Η σύνταξη, η υποβολή και ο έλεγχός τους από την διοικητική πυραμίδα γίνονται υποχρεωτικά και αποτελούν μέσο ελέγχου της σχολικής λειτουργίας «από τα πάνω». Επιδιώκεται όμως και η απόσπαση της συναίνεσης των εκπαιδευτικών, των μαθητών και των γονιών στην επιβολή τους μέσα από συμμετοχικές διαδικασίες «διαμόρφωσης» των κανονισμών, που όμως αφήνουν αλώβητο το γενικό πλαίσιο. Σχετικά με αυτό, έχει νομοθετηθεί ότι οι κανονισμοί συντάσσονται «ύστερα από εισήγηση του διευθυντή της σχολικής μονάδας και με τη συμμετοχή όλων των μελών του συλλόγου διδασκόντων, των μελών του διοικητικού συλλόγου γονέων και κηδεμόνων, καθώς και εκπροσώπου του οικείου Δήμου». Στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση μετέχει και το προεδρείο του δεκαπενταμελούς μαθητικού συμβουλίου.

Αυτές όμως οι «συμμετοχικές» διαδικασίες αποσκοπούν στην εξασφάλιση συναίνεσης σε κανονισμούς που αναπόφευκτα θα είναι αντιδραστικοί, όπως προκύπτει άμεσα από τον ορισμό, τους σκοπούς, το ασφυκτικά καθορισμένο περιεχόμενο και την ίδια την διαδικασία διαμόρφωσης και τροποποίησης των κανονισμών, σύμφωνα με τη δημοσιευμένη απόφαση. Πιο συγκεκριμένα, ο εσωτερικός κανονισμός εννοείται ως «το σύνολο των όρων και κανόνων … για να πραγματοποιείται ανενόχλητα, μεθοδικά και αποτελεσματικά το έργο του σχολείου», ενώ σκοπός του είναι η θεμελίωση ενός πλαισίου «που [να] υποστηρίζει το εκπαιδευτικό έργο και την απρόσκοπτη συμμετοχή όλων στην εκπαιδευτική διαδικασία», η διαμόρφωση αντίστοιχου κλίματος και «η εξασφάλιση της σωματικής ασφάλειας και της συναισθηματικής πληρότητας». Είναι δηλαδή εμφανής η επιμονή σε μια έντονα κανονιστική προσέγγιση των σχολικών θεμάτων, ενώ δηλώνεται «διπλωματικά» και η έγνοια για την επιβολή των κυρίαρχων εκπαιδευτικών επιλογών με κάμψη των αντιστάσεων («ανενόχλητα», «απρόσκοπτη»).

Ο συντάκτης της απόφασης, άλλωστε, δεν «μασά τα λόγια του», όταν αναφέρει ότι «η ακριβής τήρηση αποτελεί ευθύνη και υποχρέωση της Διεύθυνσης του Σχολείου, των εκπαιδευτικών, των μαθητών/μαθητριών και των γονέων/κηδεμόνων». Έτσι ακριβώς! «Ακριβής τήρηση», «ευθύνη», «υποχρέωση» και αντιρρήσεις δε δεχόμεθα!

Εξίσου ασφυκτική είναι και η περιγραφή του περιεχομένου και των κεντρικών αξόνων του κανονισμού. Αυτοί αφορούν έξη ζητήματα: την προσέλευση-παραμονή στο σχολείο και την αποχώρηση από αυτό, τη συμπεριφορά των μαθητών και τον παιδαγωγικό έλεγχο, τα φαινόμενα βίας και σχολικού εκφοβισμού, σχολικές εκδηλώσεις και δραστηριότητες, τη συνεργασία σχολείου – οικογένειας – συλλόγου γονέων και την «ποιότητα του σχολικού χώρου». Η δομή συνεπώς του κανονισμού είναι αυστηρά καθορισμένη, ενώ αναφέρονται και λεπτομερειακές υποδείξεις για κάθε άξονα ξεχωριστά. Υπάρχουν υποδείξεις ακόμα και για θέματα που έτσι κι αλλιώς λύνονται αυτομάτως στην καθημερινή ζωή του σχολείου, όπως π.χ. τι γίνεται με μαθητές που προσέρχονται καθυστερημένα, κάτι που αποσκοπεί στον εξαντλητικό έλεγχο μαθητών και καθηγητών, καθώς και στη μεταφορά υπέρμετρων ευθυνών στην πλάτη των εκπαιδευτικών και τη στοχοποίησή τους.

Το γενικό ύφος επίσης της απόφασης, με τα διάφορα «πρέπει» και τα υποδηλούμενα «κουνήματα του δάκτυλου», η συχνή υπόμνηση της ανάγκης εναρμόνισης με τη νομοθεσία, αλλά και αρκετά επιμέρους σημεία του κειμένου καθιστούν βέβαιο ότι οι κανονισμοί θα αξιοποιηθούν για την προώθηση αντιδημοκρατικών πρακτικών σε βάρος των μαθητών και των καθηγητών. Αυτό είναι ιδιαίτερα εμφανές στον άξονα «Συμπεριφορά μαθητών – Παιδαγωγικός έλεγχος» όπου, παρά την (προσχηματική) υπόμνηση ότι «η κατασταλτική αντιμετώπιση … πρέπει να είναι η τελευταία επιλογή», υπάρχει εστίαση στα «σχολικά παραπτώματα» και στη λεγόμενη «παραβατική συμπεριφορά». Οι επεξηγήσεις για τον τρίτο άξονα (Πρόληψη βίας και σχολικού εκφοβισμού) είναι «βελούδινες» («αμοιβαίος σεβασμός», «διαφορετικότητα» κλπ.), αλλά εδώ επισημαίνουμε τη σταθερή επιδίωξη του συστήματος να αναδειχθούν η βία, το bullying κοκ. σαν οι μάστιγες της ελληνικής εκπαίδευσης. Αυτό εξυπηρετεί προφανείς πολιτικές επιδιώξεις, ενώ ταυτοχρόνως αποκρύπτονται και τα συστημικά αίτια της βίας.

Η σχέση με στρατηγικές επιλογές

Ο αντιδημοκρατικός χαρακτήρας των κανονισμών αποσκοπεί στην δημιουργία κατάλληλου «σχολικού κλίματος», «χωρίς εντάσεις και συγκρούσεις», τέτοιου που θα ταιριάζει με τις βασικές στρατηγικές επιλογές του κεφαλαίου, ενώ τα οριζόμενα σε αυτούς θα προσφέρουν πρόσθετα μέσα για την προώθηση αυτών των επιλογών.

Καταρχήν, οι κανονισμοί συνδέονται στενά και ποικιλοτρόπως με τις διαδικασίες αξιολόγησης. Εγκρίνονται από το συντονιστή εκπαιδευτικού έργου, που αποτελεί εξωτερικό αξιολογητή της σχολικής μονάδας και των εκπαιδευτικών της, καθώς και από το Διευθυντή Πρωτοβάθμιας/Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης. Επίσης, η διασφάλιση της εφαρμογής του εσωτερικού κανονισμού αποτελεί δείκτη της εσωτερικής και εξωτερικής αξιολόγησης, συγκεκριμένα στο θεματικό άξονά της που αφορά την «Ηγεσία-Οργάνωση της σχολικής μονάδας». Επιπλέον, σχετίζεται τουλάχιστον με δύο ακόμα άξονες της αξιολόγησης, μέσω των καινοτόμων δράσεων και της προστασίας του σχολικού χώρου και στην απόφαση γίνεται άμεση αναφορά σε «έκθεση αποτίμησης», έκφραση που προφανώς παραπέμπει και σε έλεγχο των εκπαιδευτικών για το εάν τηρήθηκε ο κανονισμός. Με αυτά τα δεδομένα, το επίθετο «εσωτερικός» για τους κανονισμούς είναι μάλλον «καλλωπιστικό», διότι, στην πραγματικότητα, εντάσσονται στις διαδικασίες εξωτερικού ελέγχου των σχολείων και μελών της σχολικής κοινότητας.

Στην απόφαση δηλώνεται ότι «ο κοινά συμφωνημένος Εσωτερικός Κανονισμός Λει-τουργίας … είναι το θεμέλιο πάνω στο οποίο μπορεί το Σχολείο να οικοδομήσει για να πετύχει τους στόχους και το όραμά του». Αυτό σημαίνει ότι οι κανονισμοί οφείλουν να συντελούν στην ανάδειξη του ιδιαίτερου προφίλ της σχολικής μονάδας, η οποία χαράζει τους στόχους και τη φυσιογνωμία με «αυτονομία». Πρόκειται για τη νεοφιλελεύθερη προσέγγιση περί «αυτονομίας» των σχολικών μονάδων, που ανταγωνίζονται μεταξύ τους και προβάλλουν τα «κάλλη» τους, ώστε να προσελκύσουν μαθητές-πελάτες και χορηγούς. Προωθώντας αυτή την προσέγγιση, η απόφαση υποχρεώνει επίσης τα σχολεία να αναρτούν τους εσωτερικούς κανονισμούς στην ιστοσελίδα τους και ορίζει ότι στη σύνταξή τους μετέχει και εκπρόσωπος της τοπικής αυτοδιοίκησης.

Η οικονομίστικη λογική για την εκπαίδευση ξεπροβάλλει σε αρκετά σημεία της απόφασης και οδηγεί σε ανάλογες πρακτικές. Έτσι, αναφέρεται ότι οι «φθορές, ζημιές και κακή χρήση της περιουσίας του σχολείου αποδυναμώνουν τις εκπαιδευτικές δυνατότητές του και παιδαγωγικά εθίζουν τον μαθητή/τρια στην αντίληψη της απαξίωσης της δημόσιας περιουσίας» και, παρακάτω, «η δαπάνη αποκατάστασης βαραίνει τον κηδεμόνα ή τον ίδιο». Το βάρος δίνεται δηλαδή στην ιδιοκτησία, την περιουσία, και όχι στη χρησιμότητα του αντικειμένου και την παιδαγωγική παρέμβαση ώστε ο μαθητής να «αγαπήσει» τη μάθηση. Ταυτοχρόνως, το ζήτημα περιορίζεται στην «ατομική ευθύνη» του μαθητή ή του γονέα και το κράτος βγαίνει «στον αφρό», την ίδια στιγμή που οι δημόσιες δαπάνες για την εκπαίδευση περιορίζονται και οι διάθεση πόρων για την προφύλαξη των σχολείων από τον κορωνοϊό είναι προκλητικά αναιμική.

Ο άξονας για τις σχολικές εκδηλώσεις, όπως περιγράφεται στην απόφαση, αποσκοπεί στη μετάλλαξη του σχολείου στην κατεύθυνση της λεγόμενης «αυτονομίας», της «εξωστρέφειας» (προς ιδιώτες, ΜΚΟ κλπ.) και της «καινοτομίας». Στην απόφαση αυτό δηλώνεται με «κομψές» εκφράσεις («σύνδεση σχολικής και κοινωνικής ζωής», «ευαισθητοποίηση σε κοινωνικά θέματα»), αλλά και άμεσα («καινοτόμα σχολικά προγράμματα»), ενώ οι δραστηριότητες θα συντελούν και στην «απόκτηση δεξιοτήτων ζωής».

Οι ενδεικτικοί κανονισμοί του ΙΕΠ

Όσα περιγράφονται στην απόφαση για το περιεχόμενο των κανονισμών λειτουργίας αποκτούν «σάρκα και οστά» στους ενδεικτικούς κανονισμούς έχουν αναρτηθεί στον ιστότοπό του ΙΕΠ. Ο νόμος 4692 προβλέπει την έκδοση τέτοιων πρότυπων κανονισμών από τον ΙΕΠ και πράγματι έχουν δημοσιοποιηθεί τρεις τέτοιοι, ένας για τα Νηπιαγωγείο, ένας για τα Δημοτικά και άλλος ένας για τα Γυμνάσια-Λύκεια. Δεν μπορούμε να αναλύσουμε το περιεχόμενό τους σε αυτό το άρθρο, αλλά θα κάνουμε κάποιες επισημάνσεις, στηριζόμενοι σε αυτόν για τα Γυμνάσια και Λύκεια, που όμως έχουν γενική ισχύ και άμεση πρακτική σημασία.

Ένα εξόφθαλμο χαρακτηριστικό τους είναι η εξαντλητική απαρίθμηση καθηκόντων και οδηγιών, που εκτείνονται σε όλα σχεδόν τα ζητήματα της καθημερινής σχολικής δραστηριότητας. Για παράδειγμα, στο εδάφιο για τη «σχολική και κοινωνική ζωή» διαβάζουμε τον εμβριθή κανόνα ότι «το διάλειμμα είναι χρόνος παιχνιδιού … και ικανοποίησης σωματικών αναγκών (φαγητό, νερό, τουαλέτα)» (!). Στο κείμενο συναντάμε αρκετές υπερβολές, όπως «οι μαθητές διατηρούν το θρανίο τους σε άριστη (!) κατάσταση» και βέβαια δεν λείπει η υπομνήσεις του στιλ «[αν] μαθητής προκαλεί φθορά στην περιουσία του σχολείου … η δαπάνη αποκατάστασης επιβαρύνει τον κηδεμόνα του».

Πιστεύουμε ότι αυτό δεν είναι προϊόν κάποιας σχολαστικότητας, καθώς άλλωστε δεν αφορά μόνο τις υποχρεώσεις των μαθητών και για τους εκπαιδευτικούς απαριθμείται επίσης ένας μεγάλος κατάλογος υποχρεώσεων. Μέσω των κανονισμών λειτουργίας, δηλαδή, επιχειρείται η επιβολή του αντιδραστικού «καθηκοντολογίου», που έχει συναντήσει τις αντιστάσεις του εκπαιδευτικού κινήματος και πολλά σημεία του έχουν αδρανοποιηθεί. Επίσης, η ενίσχυση του αδιαπραγμάτευτου της ισχύουσας εκπαιδευτι-κής πολιτικής και της εξουσίας των στελεχών («… σύμφωνα με τους σκοπούς και στόχους του εκπαιδευτικού συστήματος, με την καθοδήγηση των ΣΕΕ και των Στελε-χών της διοίκησης»). Το πέρασμα, εξάλλου, στο σχολικό κανονισμό μιας μεγάλης γκάμας παιδαγωγικών και λειτουργικών θεμάτων αποσκοπεί και στην αποδυνάμωση των συλλόγων διδασκόντων.

Μία άλλη βασική πλευρά, πέρα από τα ξεκάθαρα αντιδραστικά στοιχεία που έχουμε ήδη αναφέρει, είναι η εισαγωγή «νορμών», αποδεκτών συμπεριφορών, και στοιχείων έμμεσης παιδαγωγικής-επιστημονικής λογοκρισίας. Εκεί παραπέμπουν π.χ. οι εκφρά-σεις «η συμμετοχή στη σχολική ζωή σημαίνει αυτόματα (!) … ανεπιφύλακτη αποδοχή και σχολαστική τήρηση του κανονισμού στο σύνολό του», «[ο Κανονισμός] … βασίζεται στις αποδεκτές παιδαγωγικές αρχές», «[οι μαθητές] αποδίδουν σεβασμό» (λες και θα απευθύνονται σε Δεσπότες!), «αποκλίνει από την τήρηση του σχολικού κανονισμού».

Επισημαίνουμε επίσης ότι η περιγραφή του αποκαλούμενου «θετικού σχολικού κλίματος», σε συνδυασμό μάλιστα με τις θεσμοθετημένες βασικές αρχές και στόχους του κανονισμού, αφήνουν «εκτός σκηνής» θέματα όπως η δημοκρατική συγκρότηση και διοίκηση του σχολείου, η επίτευξη ελεύθερων πολύπλευρων προσωπικοτήτων, τα ιδανικά και τις αξίες κλπ. Εννοείται ότι κριτικές ή ριζοσπαστικές εκπαιδευτικές προσεγγίσεις είναι εκ των πραγμάτων ασύμβατες, και τελικά εξοβελίζονται, από το μοντέλο εκπαίδευσης αυτών των κανονισμών. Οι μαθητές, οι καθηγητές και οι κηδεμόνες αντιμετωπίζονται σαν συμβαλλόμενα μέρη που οφείλουν να δρουν βάσει του «θεσμικού τους ρόλου»1 και αυτό, ασφαλώς, αποτελεί κάτι τελείως διαφορετικό από αυτό που πραγματικά χρειάζεται, δηλαδή μια γόνιμη, δυναμική και εποικοδομη-τική σχέση αλληλεπίδρασης και κοινωνικής αναζήτησης.

Δεν θα σταθούμε ιδιαίτερα στα στοιχεία των ενδεικτικών κανονισμών, που σχετίζονται με τις στρατηγικές επιλογές, παρόλο που υπάρχουν αρκετά τέτοια. Πολλά από αυτά είναι προφανή και άλλα εισάγονται στα μουλωχτά, με εκφράσεις όπως «το σχολείο μας» (βλέπε αυτονομία). Τονίζουμε επίσης ότι δεν μπορεί να αποκλειστεί, τουλάχιστον σε κάποιους συλλόγους διδασκόντων υπάρχει ήδη τέτοια εμπειρία σε παλαιότερους κανονισμούς, να γίνει απόπειρα να εισαχθούν και πρόσθετα αντιδραστικά στοιχεία («ευπρέπεια», συμπεριφορά εκτός σχολείου, για τις μαθητικές καταλήψεις κλπ.).

Στο επόμενο διάστημα είναι πολύ πιθανό να επιχειρηθεί η ψήφιση και κατάθεση των κανονισμών λειτουργίας, σύμφωνα με όσα προβλέπονται στη σχετική απόφαση. Οι εκπαιδευτικοί, οι μαθητές και οι γονείς χρειάζεται να γνωρίζουν τι ακριβώς είναι αυτοί οι κανονισμοί, να τονιστεί ο αντιπαιδαγωγικός τους χαρακτήρας και η σχέση τους με την αξιολόγηση, την αυτονομία κλπ. Πως το πλαίσιο είναι ασφυκτικό και κάθε προσπάθεια ουσιαστικής βελτιωτικής παρέμβασης στους κανονισμούς είναι ναρκοθετημένη. Ότι αυτό που χρειάζεται είναι η δημοκρατική συνεννόηση όσων εμπλέκονται στη ζωή του σχολείου, τέτοια ώστε να υπερασπίζει τα δικαιώματά τους, να προωθεί τον αλληλοσεβασμό και την εμπιστοσύνη, να εξασφαλίζει την κοινή προσπάθεια για πραγματικά καλύτερη εκπαίδευση.

Η φούρια της κυβέρνησης για θέματα όπως οι κανονισμοί λειτουργίας είναι αδιανόητη σε μια περίοδο που «σκάνε» καθημερινά χιλιάδες κρούσματα της επιδημίας και θρηνούμε νεκρούς, τουλάχιστον για οποιονδήποτε ενδιαφέρεται στοιχειωδώς για την κοινωνική πρόοδο. Εξίσου απαράδεκτη είναι η ακραιφνής αντιδημοκρατικότητά τους. Στην πραγματικότητα, είναι ένα μικρό δείγμα αυτού που γίνεται ολοένα και πιο φανερό: ότι το μόνο που ενδιαφέρει την αστική τάξη είναι τα δικά της, ιδιοτελή συμφέροντα και προσπαθεί να αξιοποιήσει την πανδημία, αλλά και την αποτυχία της να την αντιμετωπίσει, για να πλήξει τον κόσμο της εργασίας. Νομίζουμε ότι η στάση απέναντι στους κανονισμούς χρειάζεται να συνεκτιμά και αυτό το γεγονός, να αποτελεί και πράξη εναντίωσης στην πορεία καταστροφής του σχολείου και των ζωών μας, κόντρα στην αντιδημοκρατικότητα και την καταστολή.

1 Στο κομμάτι για τους μαθητές χρησιμοποιείται μάλιστα, για τη συμμετοχή στη λήψη αποφάσεων, η έκφραση «στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων που τους δίνει η νομοθεσία».