Έχουν περάσει κάμποσες μέρες μετά την ανακοίνωση του νέου ωρολογίου προγράμματος από το Υπουργείο Παιδείας, μέρες παγωμάρας και άρνησης να σκύψω πάνω στα αισθήματά μου, μέχρι που θυμήθηκα τα λόγια ενός φίλου που προσπαθώντας να πάρει κουράγιο για ένα προσωπικό του τόλμημα, επιστράτευσε το σύνηθες ρητορικό ερώτημα: «έλα μωρέ, στο κάτω κάτω τι θα συμβεί; Δεν θα χαλάσει ο κόσμος!». Λίγες μέρες μετά η Ελλάδα μπήκε στον κλοιό της πανδημίας με τις γνωστές σε όλους συνέπειες….
Κάπως έτσι, αποσβολωμένη και ακόμα σοκαρισμένη, προσπαθώ να συνειδητοποιήσω τις «αλλαγές» που μετά από «σοβαρή» μελέτη φέρνει στην παιδεία η παρούσα κυβέρνηση με το νέο νομοσχέδιο…
Δεν θέλω να πιστέψω ότι συνειδητά και εσκεμμένα η νέα κυβέρνηση θέλει να επιστρέψουμε σ’ ένα μεσαιωνικό σκοταδισμό, όπου οι άνθρωποι θα φοβούνται να εκφράσουν τη γνώμη τους και θα τους στερούνται τα εργαλεία για την ανάπτυξη της κριτικής σκέψης και της διεκδίκησης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Το βλέπω να συμβαίνει σε διάφορα μέρη του κόσμου, αλλά αρνούμαι (ακόμα) να το διανοηθώ για την Ελλάδα του 2020.Με κίνδυνο να χαρακτηριστώ γραφική (δεν μου φαίνεται και τόσο τρομακτικό στην παρούσα φάση!) θα αποπειραθώ μια αυτοβιογραφική εξομολόγηση για τη σχέση μου με το ελληνικό σχολείο και την επιστήμη της κοινωνιολογίας. Υπήρξα μια πολύ καλή μαθήτρια. Άριστη. Και άνηκα στη μειοψηφία παιδιών που αγαπούσαν πολύ το σχολείο. Ταίριαζε στην πειθήνια ιδιοσυγκρασία μου και στον συγκεντρωτικό τρόπο με τον οποίο είχα γαλουχηθεί. Όταν έφτασα στη γ΄ λυκείου, με τον υποτυπώδη επαγγελματικό προσανατολισμό που υπήρχε στο σχολείο, αλλά και με την αδυναμία του ελληνικού σχολείου να δώσει χώρο στο μαθητή να ανακαλύψει τα ενδιαφέροντά του, αποφάσισα να γίνω γυμνάστρια, γιατί πάντα μου άρεσε ο αθλητισμός. Συγγενείς και δάσκαλοι με παρότρυναν να γίνω γιατρός ή δικηγόρος, αφού ήμουν «τόσο καλή μαθήτρια», αλλά καμία έλξη δεν αισθανόμουν γι’ αυτά τα «χρήσιμα» επαγγέλματα, κι έτσι επέλεξα την τέταρτη δέσμη γιατί μου φάνηκε ο πιο εύκολος δρόμος να προσεγγίσω την τότε Γυμναστική Ακαδημία (σημερινό ΤΕΦΑΑ). Τότε, χωρίς να είμαι με κανέναν τρόπο προετοιμασμένη, γνώρισα την κοινωνιολογία. Και την ερωτεύτηκα! Την ερωτεύτηκα μέσα από το δύσκολο βιβλίο. Αυτό του Φίλια, που τόση αρνητική κριτική είχε υποστεί για τη στρυφνότητά του. Για μένα ήταν τέλειο. Άσε που οι μισές του σελίδες ήταν γεμάτες με υπέροχα ζωγραφικά έργα. Κοινωνιολογία και ιστορία της τέχνης μαζί! Αυτό το μάθημα μου άνοιξε ένα παράθυρο στον κόσμο. Έναν νέο τρόπο να βλέπω τη ζωή και τα πράγματα. Μ’ έμαθε να βγάζω τον εαυτό μου από το κέντρο της εξίσωσης και να βλέπω πως η κοινωνία επηρεάζει τους ανθρώπους, τους δημιουργεί συνείδηση, τους ωθεί σε επιλογές, τους γεννά αισθήματα. Κατάλαβα πως όλα τα πράγματα που θεωρούσα προσωπικά και στοιχεία της «ιδιαίτερης ψυχικής ιδιοσυστασίας μου» (για να χρησιμοποιήσω και έναν από τους δύσκολους όρους του συγκεκριμένου βιβλίου!) ήταν κοινωνικά προσδιορισμένα, τα υπαγόρευαν οι συγκεκριμένες κοινωνικές και ιστορικές συνθήκες εκείνης της περιόδου. Έμαθα να βγαίνω έξω από τον εαυτό μου και να κοιτάζω τον κόσμο από ψηλά, αυτό που εμείς οι κοινωνιολόγοι ονομάζουμε «κοινωνιολογική οπτική». Και βέβαια όταν συμπλήρωσα το μηχανογραφικό μου, η πρώτη μου επιλογή ήταν η κοινωνιολογία, η οποία παρεμπιπτόντως, το 1986 που έδινα εξετάσεις, ήταν η πιο υψηλόβαθμη σχολή της τέταρτης δέσμης.
Δεν θέλω να υποστηρίξω ότι όλοι οι νέοι είναι το ίδιο ανοιχτοί στο να μαγευτούν από αυτό το αντικείμενο όπως εγώ, και στην πορεία της ζωής μου ως εκπαιδευτικός και ως εκπαιδευόμενη (δύο βασικά πτυχία, ένα μεταπτυχιακό και ένα διδακτορικό σε εξέλιξη, όλα στο χώρο των κοινωνικών επιστημών), συνάντησα πολλούς μαθητές και συμφοιτητές που θεωρούσαν τις κοινωνικές επιστήμες μάλλον «άχρηστες» και «ελιτίστικες» γιατί «τι δουλειά μπορείς να βρεις στην Ελλάδα μ’ αυτό το αντικείμενο;». Κι εγώ η ίδια πολλές φορές βλέποντας τον ίδιο έρωτα να γεννιέται στους μαθητές μου που με ρωτούσαν για το Πάντειο και τις σχολές του, πάντα τους ενημέρωνα ότι από άποψη επαγγελματικής αποκατάστασης είναι ένας δύσκολος χώρος για τα ελληνικά δεδομένα.
Δεν έχασα όμως ούτε μια στιγμή την πίστη μου για τη χρησιμότητα και το ενδιαφέρον που έχει το αντικείμενο της κοινωνιολογίας για τους ανθρώπους, ειδικά τους νέους ανθρώπους, που σχηματίζουν την προσωπικότητά τους, τις απόψεις τους, τη σχέση τους με τον κόσμο, τα όνειρά τους και πάνω απ’ όλα την ταυτότητά τους.
Στην διάρκεια της εκπαιδευτικής μου πορείας πέρασα στιγμές απαξίωσης τόσο από συναδέλφους καθηγητές (συνήθως των θετικών επιστημών) όσο και από μαθητές που αντιμετώπιζαν το μάθημα μου ως άχρηστο άχθος, την περίοδο που η κοινωνιολογία ήταν μάθημα γενικής παιδείας στη γ’ λυκείου. Είχα όμως τη χαρά να γνωρίσω σε πολλούς μαθητές την κοινωνιολογία και να μοιραστώ μαζί τους τη γοητεία και τη χρησιμότητά της. Με λίγα λόγια ένιωσα κάμποσες φορές στην καριέρα μου τη χαρά να εκπληρώνω τον εκπαιδευτικό μου ρόλο.
Η χαρά αυτή κορυφώθηκε τα τελευταία έξι χρόνια, όπου με την είσοδο νέων μαθημάτων κοινωνικών επιστημών στο λύκειο και την αναβάθμιση (ή θα έλεγα για πρώτη φορά την πραγματική υπόσταση ανθρωπιστικών επιστημών στο λύκειο) το ενδιαφέρον των μαθητών και ο ρόλος μου ως εκπαιδευτικού μάλλον απογειώθηκε. Ήταν η πρώτη φορά που ένιωσα όπως μάλλον πρέπει να νιώθει ένας «κανονικός» εκπαιδευτικός στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα, ένας φιλόλογος ας πούμε ή ένας μαθηματικός,,,,, ένιωσα χρήσιμη και σημαντική. Κι αυτό μου έδωσε κίνητρο για να γίνω καλύτερη στη δουλειά μου, να αναθεωρήσω προγενέστερες απόψεις που εστίαζαν στη δουλειά ως μέσο επιβίωσης και να προτάξω τη δημιουργικότητα που προσφέρει η εργασία. Αυτή την περίοδο ένιωθα τη δύναμη του εκπαιδευτικού να ασκήσει το έργο του και έπαιρνα βαθιά ικανοποίηση από αυτό, με όλα τα προβλήματα που συνέχιζε να αντιμετωπίζει το ελληνικό σχολείο. Με λίγα λόγια τα πράγματα ήταν όπως θα έπρεπε να είναι για κάθε εκπαιδευτικό.
Θα κάνω εδώ δύο μικρές παρενθέσεις (και γιατί όχι;) για να μιλήσω για το μάθημα «Σύγχρονος κόσμος πολίτης και δημοκρατία» και ειδικότερα για το βιβλίο του συγκεκριμένου μαθήματος, που είναι ότι πιο όμορφο, λειτουργικό και εκπαιδευτικό έχω διδάξει μέχρι τώρα. Αναρωτιέμαι, η κ. Κεραμέως και η
κ. Ζαχαράκη άνοιξαν ποτέ ένα βιβλίο για να δουν τι είναι αυτό που καταργούν; Ένα υπέροχο βιβλίο, με καταπληκτικά κείμενα, δομημένα με τέτοιο τρόπο ώστε οι μαθητές να εκπονούν ομαδικές εργασίες στην τάξη και να τις παρουσιάζουν ομαδικά μέσα στη διάρκεια της διδακτικής ώρας χωρίς να απαιτείται ίχνος παπαγαλίας. Για πρώτη φορά διαπίστωσα πως ένα καλό βιβλίο μπορεί να κάνει αδύναμους μαθητές να ενδιαφερθούν και σιωπηλούς μαθητές να βρουν και να εκφράσουν τη φωνή τους. Οι μεταμορφώσεις που προέκυψαν από το εκπαιδευτικό έργο σ’ αυτό το μάθημα πραγματικά είναι κάτι που χαίρομαι που πρόλαβα να ζήσω στο ελληνικό σχολείο. Το συγκεκριμένο βιβλίο, που ακόμα και τώρα η κ. Κεραμέως και το επιστημονικό επιτελείο της μπορούν να ξεφυλλίσουν, στηρίζεται στην ανάπτυξη κριτικής ικανότητας, στην κατανόηση της ταυτότητας και της διαφορετικότητας, στην ανάπτυξη της ενσυναίσθησης και της κοινωνικής ευαισθησίας. Αν υπάρχει ένα σχολικό εγχειρίδιο που στοχεύει με αξιώσεις στη δημιουργία λεγόμενου ενεργού πολίτη, αυτού του όντος που σκέφτεται, κρίνει και συμμετέχει, είναι το συγκεκριμένο. Μου προξενεί μεγάλη λύπη και οργή η ευκολία που «εξαφανίζονται» σε μια νύχτα τέτοια μαθήματα που κάνουν τη διαφορά στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα και δίνουν στους μαθητές τη χαρά της μάθησης και της συμμετοχής, προς όφελος μαθημάτων (και κυρίως εγχειριδίων, γιατί όλα τα μαθήματα είναι εξίσου χρήσιμα και σημαντικά κατά τη γνώμη μου) που στηρίζονται στην αποστήθιση και βιώνονται από τους μαθητές σαν ακόμα ένα βάρος που τους αφαιρεί ελεύθερο χρόνο και τους στερεί την επιθυμία τους για ζωή τώρα και όχι αφού «περάσουν» στο ελληνικό πανεπιστήμιο!
Η δεύτερη παρένθεση-αναφορά έχει να κάνει με την επαναφορά της κοινωνιολογίας, μετά από τόσα χρόνια, στα πανελλαδικώς εξεταζόμενα μαθήματα και στην επτάωρη εβδομαδιαία διδασκαλία της. Τη μία χρονιά που δούλεψα με αυτό το σύστημα, συνειδητοποίησα, παρά την αρχική μου αμηχανία, ότι όλος ο χρόνος ήταν χρόνος εποικοδομητικός και ουσιαστικός, χρόνος μάθησης και ανταλλαγής με τους μαθητές. Η ανταπόκριση, ακόμα και από μαθητές που υποστήριζαν ότι «δεν τους άρεσε η κοινωνιολογία» ήταν πολύ ζωντανή. Και η γενική ιδέα ότι η δουλειά στο σχολείο ήταν τόσο σημαντική και βοηθητική που ακύρωνε την ανάγκη φροντιστηρίου ήταν ομόφωνη (κι αυτό όχι μόνο για το μάθημα της κοινωνιολογίας αλλά για τα υπόλοιπα μαθήματα της κατεύθυνσης). Επιτέλους οι μαθητές είχαν το χρόνο μέσα στο σχολείο να προετοιμάζονται για τις εξετάσεις, να γράφουν διαγωνίσματα σε κάθε κεφάλαιο, να παίρνουν επιπλέον υλικό, αλλά κυρίως να κατανοούν αυτό που διδάσκονται και τις προεκτάσεις που έχει στη ζωή τους. Χαίρομαι, που κατάφερα να έχω και αυτή την εμπειρία ως εκπαιδευτικός του ελληνικού σχολείου, δεν το θεωρώ καθόλου μα καθόλου δεδομένο!
Η πρόσφατη αποψίλωση του σχολείου από τα «περιττά» μαθήματα, μουσική, εικαστικά και κοινωνιολογία, που αν ανατρέξει κάποιος στην αρχαία Ελλάδα ήταν τα βασικά μαθήματα που διδάσκονταν όσοι νέοι είχαν τη δυνατότητα να μορφωθούν (κοινωνιολογία με αυτό το όνομα δεν υπήρχε τότε, αλλά μητέρα της κοινωνιολογίας είναι η αρχαία ελληνική φιλοσοφία και ο κοινωνικός στοχασμός), μας δείχνει μία παράλογη οπισθοδρόμηση του ελληνικού σχολείου σε έναν εκπαιδευτικό μεσαίωνα όπου δεν χωράει η πολύπλευρη καλλιέργεια του πνεύματος και η ουσιαστική αγάπη για τη γνώση ως αυταξία και όχι ως μέσο εισαγωγής στις «χρήσιμες» πανεπιστημιακές σχολές.
Τέλος, γιατί πραγματικά θεωρώ ότι είναι το λιγότερο σημαντικό, θα μιλήσω για το καθεστώς εργασιακής ανασφάλειας που δημιουργεί ξαφνικά σε τόσες ειδικότητες εκπαιδευτικών, πολιτών, ανθρώπων με ζωή, με σχέδια και επιλογές που βρίσκονται σήμερα σε μια αβεβαιότητα, αιφνίδια, ατεκμηρίωτη, παράλογη, αυτή η κίνηση του υπουργείου Παιδείας. Και θα ήθελα εδώ να καταθέσω ότι δεν μιλάω μέσα από κάποια πολιτική ή κομματική στράτευση. Δεν θέλω να υπονομεύσω τη επικρατούσα ισορροπία δυνάμεων. Δεν είμαι αρνητική στην οποιαδήποτε αλλαγή. Όχι, λέω απλά την αλήθεια, την αλήθεια μου, και την αλήθεια των μαθητών του ελληνικού σχολείου, όπως εγώ την έζησα.
Αγγελική Μαστροδημήτρη, Κοινωνιολόγος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου