Τρίτη 21 Ιουλίου 2020

δασκαλος

«Στόφα δασκάλου έχει εκείνος πού παραμένοντας ενήλικος μπορεί να γίνεται παιδί — και κάθε χρόνο, με τα νέα παιδιά πού έρχονται στα χέρια του, να γίνεται ένα νέο παιδί. Τούτο μπορούμε να το διατυπώσουμε και αλλιώς: o αληθινός δάσκαλος ενηλικιώνεται παραμένοντας παιδί στην ψυχή άνθρωπος δηλαδή αγνός, δροσερός, εύπλαστος»

Ευάγγελος Π. Παπανούτσος*

Πρόλογος: Παυλίνα Νικολοπούλου

Στο γύρισμα του 19ου αιώνα και στις δύο πρώτες δεκαετίες του 20ου, δύο μεγάλα μεταρρυθμιστικά κινήματα φιλοδοξούσαν να αλλάξουν το σχολείο στην Ευρώπη. Κατ’ αρχάς το γερμανικό μεταρρυθμιστικό κίνημα,  το οποίο επηρεασμένο από νιτσεϊκές θέσεις, υιοθετώντας  στάση κριτική απέναντι στην καπιταλιστική ανάπτυξη  και στα πολιτιστικά της δημιουργήματα, ασχολήθηκε με την παιδαγωγική πράξη και άσκησε σκληρή κριτική στο «παλαιό σχολείο», που υποστήριξε ότι ήταν το σχολείο του δασκάλου, των ξερών γνώσεων και της στείρας απομνημόνευσης.  Θέτοντας στο κέντρο του ενδιαφέροντος της το παιδί, η μεταρρυθμιστική παιδαγωγική πράξη, οδήγησε,  εκ των πραγμάτων,  στο αίτημα να ερευνηθεί  το φαινόμενο της αγωγής και η παιδική «φύση» και συναντήθηκε με το κίνημα που προσπαθούσε να δημιουργήσει μια επιστημονική παιδαγωγική θεωρία, θεμελιωμένη στο Θετικισμό, σε μία στιγμή που η Παιδαγωγική δεν είχε αυτονομηθεί ακόμα από τη Φιλοσοφία.

Στην Ελλάδα, την ίδια εποχή, υπό το βάρος των  δομικών αλλαγών που πραγματοποιούνταν στην ελληνική κοινωνία επιδιώχθηκε η αλλαγή του εκπαιδευτικού συστήματος, ώστε αυτό να καταστεί περισσότερο λειτουργικό. Χάρη στην πρωτοβουλία ενός μη κρατικού φορέα, του «Συλλόγου προς Διάδοσιν των Ελληνικών Γραμμάτων», οι πρώτοι Έλληνες υπότροφοι φοίτησαν στην Γερμανία στα παιδαγωγικά. Για περισσότερες από τρεις δεκαετίες η Δυτική Ευρώπη θα αποτελέσει πόλο έλξης για τους έλληνες παιδαγωγούς, οι οποίοι θα έρθουν, στη Γερμανία,  σε επαφή με το ερβαρτιανό παιδαγωγικό σύστημα αλλά και με τη   μεταρρυθμιστική κίνηση που είχε  ήδη ξεκινήσει. Ένας από αυτούς ήταν και ο Ευάγγελος Παπανούτσος, ο οποίος το 1924-1927, με υποτροφία φοίτησε σε γαλλικά και γερμανικά πανεπιστήμια και έλαβε μεγάλη φιλοσοφική και παιδαγωγική μόρφωση.

Για τα χρόνια των σπουδών του στο εξωτερικό έγραφε: Τα χρόνια εκείνα η Ευρώπη «έβραζε» από την έξαψη των νέων, των «επαναστατικών» εκπαιδευτικών ιδεών. Και όσοι από μας βρέθηκαν μέσα στο ρεύμα της εποχής, συγκινημένοι οραματιζόμασταν ανάλογες ηρωϊκές προσπάθειες στην πατρίδα μας, όπου ύστερα από το προδρομικό έργο του Εκπαιδευτικού Ομίλου (1911-1920) η πολιτική παλίρροια απειλούσε να φέρει και πάλι την αποτελμάτωση και το πνευματικό σκοτάδι.[i]

Οπαδός μεταρρυθμιστικών παιδαγωγικών ιδεών και μάχιμος δημοτικιστής, ο Παπανούτσος, θα επιχειρήσει να υλοποιήσει τα παιδαγωγικά του οράματα, δρώντας πολιτικά και συνδεόμενος  με χώρους και φορείς πολιτικής εξουσίας,  που πίστευε ότι μπορούσαν να προωθήσουν την αλλαγή στο εκπαιδευτικό σύστημα της χώρας.

Έτσι, το 1944, αμέσως μετά την απελευθέρωση όταν  τέθηκε  το θέμα της δομής  και του περιεχομένου της εκπαίδευσης και αναζωπυρώθηκαν οι προπολεμικές διαμάχες, ο   Παπανούτσος, ανέλαβε, στις 4 Οκτωβρίου 1944, τη θέση του Γενικού Διευθυντή στο Υπουργείο Παιδείας, στην κυβέρνηση «Εθνικής Ενώσεως» του Γ. Παπανδρέου, και παρέμεινε σε αυτή μέχρι τις εκλογές της 31ης Μαρτίου 1946, παρ’ όλο που στο δεκαοκτάμηνο αυτό άλλαξαν τέσσερεις κυβερνήσεις και έξι υπουργοί Παιδείας, υπερασπιζόμενος το εξατάξιο δημοτικό σχολείο και την δημοτική, ως γλώσσα του εκπαιδευτικού θεσμού. Είκοσι χρόνια αργότερα θα συνδεθεί, από την θέση του Γενικού Γραμματέα του υπουργείου Παιδείας,  με την προσπάθεια φιλελεύθερης αστικής μεταρρύθμισης του εκπαιδευτικού θεσμού,  που θα επιχειρήσει η κυβέρνηση Γεωργίου Παπανδρέου, το 1964, μια μεταρρύθμιση που φέρει το όνομά του.

Οι ιδέες του για το σχολείο, την αγωγή  και το έργο του δασκάλου, παραμένουν επίκαιρες και η κριτική τους προσέγγιση είναι χρήσιμη ακόμα και σήμερα ή ίσως  ιδιαίτερα σήμερα, που στο κέντρο της χάραξης της εκπαιδευτικής πολιτικής βρίσκονται οι ανάγκες  της καπιταλιστικής ανάπτυξης ενώ οι ανάγκες των παιδιών, του σχολείου και της αγωγής, συνθλίβονται στις συμπληγάδες ενός αμείλικτου οικονομικού πραγματισμού.

Ποιος πρέπει να είναι ο δάσκαλος; – Ε.Παπανούτσος

Δάσκαλος δεν είναι εκείνος πού μαθαίνει στα παιδιά μας τα σχολικά “γράμματα”, καλούς τρόπους ή μουσική, κολύμπι, ξιφασκία και άλλα αθλητικά ή ψυχαγωγικά παιγνίδια.

Αυτά τα “μαθήματα” είναι εξωτερικά, μένουν στην επιφάνεια, σαν τα ρούχα πού φορούμε (και τ’ αλλάζουμε ή τα πετούμε).

Δεν εισχωρούν παραμέσα, στην ψυχή μας, δεν μας πλάθουν, δεν διαμορφώνουν αυτό πού ονομάζουμε προσωπικότητά μας: το πνεύμα, το ήθος, το χαρακτήρα μας. (Πόσο εύκολα λέγονται άλλα δύσκολα εννοούνται αυτές οι κομψές λέξεις…).

Εκτός εάν εκείνοι πού τα προσφέρουν δεν περιορίζονται στην απλή μετάδοση εξωτερικών, επιδερμικών γνώσεων, άλλα αποβλέπουν σ’ αυτό το σκοπό και μεταχειρίζονται τα μαθήματα πού διδάσκουν ως μέσα για να τον επιτύχουν. Τότε πραγματικά ό φιλόλογος ή ό μαθηματικός, ό μουσικός ή ό γυμναστής είναι δάσκαλος και το έργο του αξίζει να λέγεται παιδευτικό. Διαφορετικά μοιάζουν με τούς ανύποπτους «βοηθούς» πού τούς παίρνει μαζί του ό «τεχνίτης», για να τού κουβαλούν τα υλικά, να τού δίνουν στο χέρι τα εργαλεία, ή και να εκτελούν μικροδουλειές, χωρίς πρωτοβουλία και ευθύνη, αφού άλλωστε δεν έχουν σαφή και πλήρη γνώση ούτε τού τελικού σκοπού ούτε της μεθόδου πού οδηγεί στην πραγμάτωσή του.

Τέτοια έργα, δευτερεύοντα και χωρίς βαθύτερη σημασία για την αγωγή των νέων ανθρώπων, οι αρχαίοι ’Αθηναίοι τα ανάθεταν σε δούλους — όπως και τα οικιακά, τα έργα του νοικοκυριού… Από το «δάσκαλο» περιμένουμε κάτι άλλο: ώριμος αυτός, γεμάτος από την πείρα της ζωής πού αποκτάται με κόπο και με πόνο, να σταθεί κοντά στον νέο, τον άπλερο άνθρωπο και να τον βοηθήσει να ωριμάσει, να ενηλικιωθεί πνευματικά, να γίνει ένας αυθύπαρκτος άνθρωπος.

Υπάρχει όμως και μια άλλη, πολύ σημαντική διαφορά πού χωρίζει το Δάσκαλο από τούς άλλους Επαγγελματίες, και τον πλησιάζει προς όσους ασκούν μέσα στην κοινωνία ευγενή, σοβαρά και για τούτο ευαίσθητα λειτουργήματα, όπως π.χ. είναι ό ιερέας, ό δικαστής, ό πολιτικός. “Όταν καλούμε ένα αρχιτέκτονα να μας σχεδιάσει το σπίτι πού θα χτίσουμε, ή πηγαίνουμε σ’ ένα γιατρό να μας χειρουργήσει ή διαπραγματευόμαστε ένα ζωγραφικό πίνακα πού μας αρέσει, δεν ρωτούμε (θα ήταν ανόητο να ρωτήσουμε) για το ήθος του αρχιτέκτονα, του γιατρού, του ζωγράφου, τί είδος άνθρωπος είναι, τι χαρακτήρα έχει, αν μπορούμε να έχουμε εμπιστοσύνη στην ευσυνειδησία, στην ευγένεια των αισθημάτων, στην αρετή του. Όλα αυτά — πιστεύουμε — αφορούν την ιδιωτική ζωή, είναι άσχετα με το έργο πού του ζητούμε, και επομένως δεν μας ενδιαφέρουν. Κι ένας ακόλαστος αρχιτέκτων, κι ένας υποκριτής ή αναξιόπιστος χειρουργός, κι ένας άτακτος στη ζωή του καλλιτέχνης μπορεί να κάνει άριστα τη δουλειά του.

Στο δάσκαλο όμως πού έχει αμφίβολο ήθος, εμπαθή και διαστρεμμένο χαρακτήρα, πως να παραδώσουμε το παιδί μας να το μορφώσει; Σ’ αυτόν (καθώς λέγει ό Πλάτων στο περίφημο προοίμιο του “Πρωταγόρα” με το στόμα του Σωκράτη) πάμε και δίνουμε όχι το σώμα, αλλά την ψυχή μας· είναι λοιπόν δυνατόν να αδιαφορήσουμε για τον ψυχικό του κόσμο, για το ποιόν της προσωπικότητάς του; —Μα είναι λαμπρός μαθηματικός, εξαίρετος φιλόλογος, θαυμάσιος γυμναστής… — Παρ’ όλες όμως αυτές τις ιδιότητες του μπορεί να μην είναι «άνθρωπος» στις ηθικές διαστάσεις του, οπότε κάνει για ερευνητής, για συγγραφέας, για συνδικαλιστής, άλλα δεν κάνει για δάσκαλος. Κάτι περισσότερο, κάτι πιο πέρα από τα προσόντα αυτά χρειάζεται ό δάσκαλος· μέταλλο ψυχής γνήσιο και υψηλής ποιότητας. (Ό αναγνώστης θα έχει, πιστεύω, καταλάβει άτι στη σειρά τούτων των σκέψεων η “αρετή” δεν εννοείται με στενή έννοια, ούτε προσδιορίζεται με τα κοινά μέτρα).

Ποια ακριβώς είναι, μέσα στον χαρακτηρολογικό πίνακα, η ιδιομορφία του δασκάλου; Πολλά γνωρίσματά της έχουν επισημάνει όσοι έχουν συστηματικά μελετήσει το θέμα. Θα περιοριστώ σε τρία, τα κατά τη γνώμη μου σπουδαιότερα.

Στόφα δασκάλου έχει εκείνος πού παραμένοντας ενήλικος μπορεί να γίνεται παιδί — και κάθε χρόνο, με τα νέα παιδιά πού έρχονται στα χέρια του, να γίνεται ένα νέο παιδί. Τούτο μπορούμε να το διατυπώσουμε και αλλιώς: o αληθινός δάσκαλος ενηλικιώνεται παραμένοντας παιδί στην ψυχή άνθρωπος δηλαδή αγνός, δροσερός, εύπλαστος.

Αδύνατο να φαντασθεί κανείς πόσο δύσκολο, υπεράνθρωπο σχεδόν, είναι αυτό πού του ζητούμε: να συνθλίψει μέσα του το χρόνο, να γερνάει φυσιολογικά και όμως να μένει νέος στην ψυχή, για να μπορεί να έχει εύκολη την πρόσβαση στα αισθήματα, στις σκέψεις, στις επιθυμίες του νέου ανθρώπου πού θα διαπαιδαγωγήσει, να τον «καταλαβαίνει», να χαίρεται και να διασκεδάζει μαζί του, να σκέπτεται τις σκέψεις του, να επιθυμεί τις επιθυμίες του, να πονάει τον πόνο του. Να κατορθώνει δηλαδή εκείνο πού δεν μπορούν να επιτύχουν οι γονιοί (πιο πολύ ό πατέρας παρά ή μητέρα) όταν ή ηλικία έχει υπέρμετρα μεγαλώσει την απόσταση πού τούς χωρίζει από τα παιδιά τους. «Μιλούν» παραπονούνται «μιαν άλλη γλώσσα, ακατανόητη για μας».

Ο δάσκαλος λοιπόν πρέπει ακριβώς να καταλαβαίνει, να μιλεί αυτή τη γλώσσα, για να συνεννοείται με τούς νέους, για να μπορεί να έρχεται πολύ κοντά τους και να τούς παραστέκεται στις δυσκολίες πού θα βρουν πορευόμενοι την (ανώμαλη και επικίνδυνη) οδό της ζωής.

Όσοι βλέπουν με σκεπτικισμό τούτο το «πλησίασμα» και κάποτε ανησυχούν για τις συνέπειές του, θα αναθεωρήσουν τη στάση τους άμα σκεφτούν ότι, εάν δεν πάμε κοντά στο παιδί, δεν θα το φέρουμε ποτέ κοντά μας, και όσο μακριά του στεκόμαστε, τόσο κι εκείνο θα σταθεί ακόμα πιο μακριά από μας. Με αυτό το πρίσμα θεωρούμενο το έργο του δασκάλου είναι σήμερα πολύ πιο δύσκολο από όσο ήταν στις άλλες εποχές. Γιατί με τον ιλιγγιώδη ρυθμό πού εξελίσσονται σήμερα οι κοινωνίες μας,  η απόσταση (όχι χρόνου, αλλά αντιλήψεων και διαθέσεων, «νοοτροπίας») πού χωρίζει τη μια γενεά από την άλλη έχει γίνει εκπληκτικά μεγάλη. Ό κόσμος μας δεν είναι πια ό δικός τους και για να μετατεθεί κανείς στη δική τους «πραγματικότητα», όπως μόνο ό αληθινός δάσκαλος μπορεί να το κάνει, είναι σωστός άθλος. Ποτέ δεν ήταν το παιδευτικό λειτούργημα τόσο δύσκολο όσο σήμερα.

Το δεύτερο πού ζητούμε από το δάσκαλο είναι: στις σχέσεις του με το μαθητή σ’ ένα στόχο να βλέπει πάντοτε σταθερά — πώς να αχρηστέψει τον εαυτό του. Ξέρετε άλλο επάγγελμα πού αποκλειστική επιδίωξή του έχει να αχρηστεύει τις υπηρεσίες του; Ό νους μας πηγαίνει στο ιατρικό’ όταν μας θεραπεύσει, ό γιατρός παύει να μας είναι χρήσιμος. “Αν όμως καλοεξετάσουμε τα πράγματα, δεν θα εξαιρέσουμε ούτε το γιατρό, γιατί και το σώμα πού υπερνίκησε μια νόσο, φθείρεται διαρκώς με την ηλικία και έχει πάντοτε την ανάγκη του γιατρού. Με το δάσκαλο συμβαίνει το αντίθετο. Επιτυχημένος είναι εκείνος ο δάσκαλος πού έκανε με το έργο του τόσο ώριμο το μαθητή του, ώστε εκείνος να μη τον χρειάζεται πια. Αυτό είναι το μεγάλο κατόρθωμα, ο θρίαμβος του δασκάλου: να κάνει τον νέο άνθρωπο σε τέτοιο βαθμό αυθύπαρκτο και ανεξάρτητο — στον τρόπο πού μεθοδεύει τις παρατηρήσεις και τις σκέψεις του, πού κάνει τις εκτιμήσεις του, πού καταρτίζει το πρόγραμμα της δράσης του, πού βλέπει και σημασιολογεί τον κόσμο και τη ζωή — ώστε να μην έχει πλέον ανάγκη από τη χειραγώγηση κανενός άλλου, ούτε φυσικά τού δασκάλου του.

Πώς γίνεται όμως αυτός ο διανοητικός και ηθικός απογαλακτισμός;

Πρώτα πρέπει να τον θελήσει και να τον επιδιώξει ό δάσκαλος, πράγμα πολύ σπάνιο, άμα συλλογιστεί κανείς πόσο εγωιστής και ματαιόδοξος, δεσποτικός και αδιάλλακτος γίνεται ό άνθρωπος όταν συμπεριφέρεται προς τούς άλλους από «θέσιν ισχύος».

Και έπειτα πρέπει να μπορεί να τον επιτύχει, γιατί πολύ λίγοι είναι ικανοί για ένα τέτοιο λεπτό και δύσκολο έργο.

Κλασικό και απαράμιλλο υπόδειγμα δασκάλου απ’ αυτή την άποψη θα παραμείνει ό αρχαίος Σωκράτης (όπως μας τον παρουσιάζουν τα κείμενα των μαθητών του, του Πλάτωνα και του Ξενοφώντα). Αυτός — έλεγε στους νέους πού ζητούσαν τα φώτα του — δεν ξέρει τίποτα και όπως ή μητέρα του, ή Φαιναρέτη ή μαμή, ξεγεννούσε τις επίτοκες μητέρες, δεν γεννούσε τα παιδιά πού έφερνε στον κόσμο, το μόνο πού μπορούσε κι εκείνος να τούς προσφέρει, είναι να τούς παρασταθεί στον πνευματικό τοκετό, για να γεννήσουν υγιείς Ιδέες, όχι ανάπηρα πλάσματα. Η «μαιευτική» είναι λοιπόν ή μέθοδος και ή τέχνη του αληθινού δασκάλου· με αυτήν ότι μαθαίνει ο νέος είναι δική του κατάκτηση, όχι ξένη εισφορά. Κάτι περισσότερο: με αυτήν μαθαίνει το «πώς να μαθαίνει», μόνος και αυτοδύναμος. Το πώς επομένως θα πάψει να χρειάζεται το δάσκαλο.

Άφησα τελευταία την κύρια ιδιότητα (ορθότερα: την πρώτη αρετή) του δασκάλου: την Αγάπη του στο παιδί. Στο παιδί πού δεν είναι δικό του, άλλα γίνεται δικό του όταν συνδεθεί μαζί του με την παιδευτική σχέση. Στο παιδί ως παιδί, ως ένα δηλαδή νέο και τρυφερό βλαστάρι, πού δεν έχει ακόμα ξεδιπλώσει τα φύλλα του, άλλα κλείνει μέσα του τόσους θησαυρούς — νοημοσύνης, ευαισθησίας, δραστηριότητας — και περιμένει τη δική του στοργή και φροντίδα για ν’ ανθοβολήσει, ν’ αναπτυχθεί και να ολοκληρωθεί. Είναι απίστευτο με πόση αγάπη (ανιδιοτελή, θερμή, αφειδώλευτη) αφοσιώνεται ό αληθινός δάσκαλος στους μαθητές του. Το παιδί πού τού εμπιστεύτηκαν να διδάξει, γίνεται ό άξονας της ζωής του, αυτό της δίνει το περιεχόμενο και το νόημά της.

Έχουμε και στο κεφάλαιο τούτο της ψυχολογίας τού δασκάλου ένα κλασικό και απαράμιλλο υπόδειγμα: την άγια μορφή τού Pestalozzi. Σ’ ένα ατελείωτο έργο του («ο άρρωστος Pestalozzi προς το υγιές Κοινόν», 1812) εξομολογείται: «’Όταν μέσα στη συναίσθηση της μεγάλης καταστροφής, μέσα στην πιο μεγάλη ‘αγανάκτησή μου για όσα με περιτριγύριζαν, έβρισκα ένα παιδί στο δρόμο και τόβαζα κοντά στο στήθος μου και το μάτι τού εσωτερικού του ουρανού μόλις έστω άγγιζε το σκληρό μου βλέμμα, τότε χαμογελούσε αμέσως το μάτι μου όπως το μάτι τού παιδιού και ξεχνούσα ουρανό και γη, ξεχνούσα ακόμη — θάλεγα — και τού Θεού και των ανθρώπων τη δικαιοσύνη και ζούσα μέσα στη μακαριότητα της ανθρώπινης φύσης και της άγιας αθωότητας της, έτσι καθώς χανόμουν κυριολεκτικά, ή μάλλον ξανάβρισκα τον εαυτό μου μέσα στο παιδί πού κρατούσα πάνω στο στήθος μου, ξαναχαιρόμουν τότε πάλι με βαθιά συγκίνηση για την ύπαρξή μου με την άγια χαρά πού έβαζε μέσα στην ερημωμένη μου ψυχή ή ύπαρξη του παιδιού πού καθόταν απάνω μου». ’Άς προσέξουμε σ’ αυτή τη θαυμάσια σελίδα τη φράση του μεγάλου Ελβετού: «Ξανάβρισκα τον εαυτό μου μέσα στο παιδί». Με την αγάπη πού διεγείρει ανεξάντλητα την παιδαγωγική ακτινοβολία, o αληθινός δάσκαλος ξαναβρίσκει τον εαυτό του μέσα στο παιδί.

*Ευάγγελος Π. Παπανούτσος, Οι δρόμοι της ζωής, εκδόσεις Νόηση, Αθήνα, 2003

Δεν υπάρχουν σχόλια: