Παρασκευή 28 Δεκεμβρίου 2018


Βήματα εκπαιδευτικής σχεδίασης και διαδικασίας
Ο Νίκος Ηλιάδης έστειλε στο alfavita.gr σειρά κειμένων σχετικά με τη σύγχρονη εκπαίδευση τα οποία, όπως ο ίδιος σημειώνει είναι "σημειώσεις  στα «παιδαγωγικά» για χρήση τόσο στην εκπαιδευτική διαδικασία , όσο και στην εκπαίδευση ενηλίκων στα πλαίσια της δια βίου εκπαίδευσης ( continuing education  )  , που ήδη αποτελεί τη μεγαλύτερη βιομηχανία της σύγχρονης κοινωνίας."
Νίκος Ηλιάδης, Πολ/κός Μηχ/κός Ε.Μ.Π., M.Sc.,
Ph.D. Industrial Education, Organization and Management,
Επίτιμος Σύμβουλος του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου
Το ανθρώπινο ενδιαφέρον για τη διαδικασία της μάθησης έχει μια μακρόχρονη παράδοση. Από τα χρόνια των αρχαίων Ελλήνων ακόμη, οι διάφοροι φιλόσοφοι ασχολήθηκαν με θέματα που σήμερα είναι τμή­ματα της ψυχολογίας. Πώς σκεπτόμαστε, αισθανόμαστε, μαθαίνουμε, παίρνουμε αποφάσεις και πώς ενεργούμε σε συνάρτηση με αυτές; Προ­σπάθειες για να δοθεί απάντηση σε ερωτήσεις αυτού του τύπου απο­τελούν ένα σημαντικό τμήμα της ιστορίας της φιλοσοφίας. Μόνο όμως το 19ο αιώνα έγιναν προσπάθειες για να μελετηθούν τα θέματα αυτά πειραματικά.
Το πρώτο εργαστήριο ψυχολογίας ιδρύθηκε από τον Wilhelm Wundt στη Γερμανία το έτος 1879. Είναι οι εικόνες στη μνήμη μας οι ίδιες όπως οι αισθήσεις; Είναι τα αισθήματα μια ειδική μορφή αίσθησης ή εί­ναι κάτι διαφορετικό; Πώς συνδέεται η αίσθηση που δημιουργείται με την ένταση του φυσικού ερεθίσματος που τη δημιουργεί; Σε ερωτήσεις της μορφής αυτής προσπαθούσαν να δώσουν απαντήσεις οι πρώτες πει­ραματικές μελέτες των ψυχολόγων. Η ψυχολογία αυτού του είδους που αναπτύχθηκε στη Γερμανία αποτέλεσε σε μεγάλο βαθμό τη βάση για με­λέτες σε όλη την Ευρώπη και την Αμερική αργότερα.
Οι θεωρίες της συνάφειας (Continuity theories)
Σύμφωνα με τις θεωρίες αυτές ο άνθρωπος δημιουργεί συνδέσμους μεταξύ ερεθισμάτων που δέχεται και αντιδράσεων που εκτελεί ως απο­τέλεσμα των ερεθισμάτων αυτών. Έτσι μαθαίνει να αντιδρά κατά ορι­σμένο τρόπο σε συγκεκριμένα ερεθίσματα.
Στις θεωρίες αυτές ανήκει η κλασική θεωρία του Παυλώφ (Classical Conditioning). Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή το άτομο μαθαίνει να αντι­δρά σχεδόν αντανακλαστικά σε συγκεκριμένο ερέθισμα. Η αντίδραση αυ­τή είναι αποτέλεσμα εμπειριών που τις είχε μαζί με το ερέθισμα αυτό. Π.χ. ένα παιδί που είχε τις εμπειρίες ενός αυτοκινητιστικού δυστυχήμα­τος φοβάται (ή θα ουρλιάζει σε ακραίες περιπτώσεις) στη θέα ενός αυ­τοκινήτου, Το αυτοκίνητο στο συγκεκριμένο παράδειγμα είναι το ερέθι­σμα, ο φόβος ή το ουρλιαχτό είναι η αντίδραση, και το αυτοκινητιστικό δυστύχημα είναι η συνδεόμενη εμπειρία. Το αυτοκίνητο προκαλεί φόβο ακόμη και με τη απουσία του συνδεόμενου ερεθίσματος (δυστύχημα). Η σχέση αυτή μπορεί να παρασταθεί γραφικά ως εξής:
S (ερέθισμα - αυτοκίνητο) ---------------------R(αντίδραση-ουρλιαχτό      φόβος)
S = Stimulus
                                                                                      R = Response
Η κλασική θεωρία (Classical Conditioning) είναι χρήσιμη για να εξη­γήσουμε τη μάθηση που αναφέρεται στο συναισθηματικό τομέα (affective domain). Μπορεί να εξηγήσει γιατί έχουμε ιδιαίτερα συναισθήματα σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, αγωνίες, νευρωτικές καταστάσεις, προτιμή­σεις ως προς ορισμένα είδη τροφής.
Είναι γνωστό το πείραμα του Παυλώφ σύμφωνα με την κλασική θεω­ρία. Ταυτόχρονα με την παρουσία φαγητού σε πεινασμένο σκύλο, κτύπαγε και ένα καμπανάκι. Αργότερα, μόνο ο ήχος από το καμπανάκι είχε ως αποτέλεσμα σιελορροή χωρίς της παρουσία τροφής. Με τον τρόπο αυτό ο σκύλος έμαθε την επιθυμητή αντίδραση (στο παράδειγμά μας να παρουσιάζει σιελορροή) με τον ήχο της καμπάνας.
Προφανώς, το εκπαιδευτικό σύστημα δε θα πρέπει να μάθει στους μαθητές να αντιδρούν αντανακλαστικά σε συγκεκριμένα ερεθίσματα και να τους υπαγορεύσει να συμπεριφέρονται αντανακλαστικά κατά ένα συ­γκεκριμένο τρόπο, αλλά θα πρέπει να συμβάλλει στην ανάπτυξη της κρί­σης και στην ορθολογική αξιολόγηση πολλών εναλλακτικών λύσεων. Σε ορισμένες περιπτώσεις (π.χ. στη χρήση μηχανημάτων και εργαλείων) πι­θανόν ο τρόπος αυτός μάθησης να έχει για λόγους ασφαλείας πρακτική αξία.
Παραλλαγή της κλασικής θεωρίας είναι η συσχέτιση ερεθίσματος - αντιδράσεως, όπου το άτομο «κάνει» κάτι που δημιουργεί αυτή τη συ­σχέτιση (Instrumental Conditioning). Για παράδειγμα, για να θεραπευθεί το παιδί που φοβάται τα αυτοκίνητα, ένας θεραπευτής αρχίζει να του δείχνει ομοιώματα αυτοκινήτων που τα παίζει ο ίδιος αρχικά, ενώ το παιδί παρακολουθεί, στην αρχή από απόσταση και μετά παίρνει μέρος και το ίδιο. Ύστερα από κάποιο χρονικό διάστημα θα φύγουν οι φοβίες και το παιδί θα εξοικειωθεί με το αυτοκίνητο.
Ύστερα από διαδοχικές προσεγγίσεις το παιδί εξοικειώνεται με το αυτοκίνητο και έτσι δημιουργείται σύνδεση ερεθίσματος και θετικής αντίδρασης. Απαραίτητη προϋπόθεση είναι να συμμετέχει ο «εκπαιδευόμενος» στη διαδικασία.
Στην περίπτωση αυτή το διάγραμμα S (stimulus - ερέθισμα) R (response - αντίδραση) έχει την εξής μορφή:
S------------------- R ------------------  S ....................... R --------------------------
(ο θεραπευτής             το παιδί                       ο θεραπευτής              το παιδί παρακολουθεί
που παίζει με               παρακολουθεί             παίζει                         ή συμμετέχει
τα ομοιώματα)            (κάνει κάτι)
Θεωρία John Watson (1878-1958). Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή το άτομο κληρονομεί έναν αριθμό συνδέσμων. Αντιδρά δηλαδή αντανακλα­στικά σε συγκεκριμένα ερεθίσματα με συγκεκριμένο τρόπο. (Π.χ, τα μω­ρά βυζαίνουν οτιδήποτε τους βάλουμε στο στόμα). Με το πέρασμα του χρόνου το άτομο επεκτείνει τον αριθμό των «συνδέσμων» αυτών σε νέα ερεθίσματα και αντανακλαστικούς τρόπους αντίδρασης, οικοδομώντας ένα σύστημα αντανακλαστικών αντιδράσεων.
Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή η εκπαίδευση θα πρέπει να οικοδομήσει ένα κατάλληλο σύστημα συνδέσμων. Με την έννοια αυτή χρήσιμο θα ήταν να συνηθίσουν «αντανακλαστικά» οι μαθητές να αναλύουν ορθολο­γικά και με κριτική διάθεση κάθε θέμα που αντιμετωπίζουν.
Θεωρία Neal Miller. Ο Miller θεωρεί τη μάθηση ως αποτέλεσμα ικανοποίησης ενός εσωτερικού κινήτρου (Drive) του ατόμου. Για να ικανοποιηθεί το εσωτερικό αυτό κίνητρο και να εξασφαλιστεί ψυχολο­γική ισορροπία, το άτομο αντιδρά στο συγκεκριμένο ερέθισμα και έτσι επέρχεται μάθηση.
Η εκπαίδευση θα πρέπει να δημιουργεί μια ποικιλία ερεθισμάτων στους μαθητές, καθώς και εσωτερικά κίνητρα για εξερεύνηση και ανάλυση.
Θεωρία Edwin Gurthie (1886-1959). Ο Gnrthie υποστήριζε ότι, αν ένα άτομο αντιδράσει με έναν καθορισμένο τρόπο σε μια συγκεκριμένη κατάσταση, τείνει να αντιδράσει κατά τον ίδιο τρόπο όταν θα έχει την ίδια εμπειρία. Τελικά ο τρόπος αυτός αντίδρασης γίνεται συνήθεια.
Ο Gurthie παρουσίασε και τεχνική κατάργησης των κακών συνηθειών. Π.χ., για να αλλάξει μια έφηβος τη συνήθειά της να πετά τα ρούχα της ακατάστατα μόλις έμπαινε στο σπίτι, εισηγήθηκε στη μητέρα της, κάθε φορά που γινόταν αυτό, να την υποχρεώνει να μαζέψει τα ρούχα της, να βγει έξω από το σπίτι, να ξαναμπεί, και να τα τοποθετήσει κανονικά, Μετά από διαδοχικές επαναλήψεις η έφηβος αυτή έμαθε να συμπεριφέρεται κανονικά (συνέδεσε το συγκεκριμένο ερέθισμα, που ήταν η είσοδος στο σπίτι, με την επιθυμητή αντίδραση, που ήταν η τακτοποίηση του ρουχισμού).
Edward Thorndike (1874-1949). Κατά τους Watshon και Gurthie οι σύνδεσμοι μεταξύ ερεθισμάτων και αντιδράσεων δημιουργούνται μόνο επειδή το άτομο αντέδρασε κατά συγκεκριμένο τρόπο σε συγκεκριμένο ερέθισμα. Ο Thorndike περιλαμβάνει βέβαια στη θεωρία του τη δημιουρ­γία συνδέσμων με την έννοια αυτή μεταξύ ερεθίσματος - αντιδράσεως, δίνει όμως έμφαση στον τρόπο ενίσχυσης της δημιουργίας συνδέσμων (reinforcement).
Μερικοί από τους νόμους μάθησης του Thorndike είναι οι παρακάτω:
1. Νόμος του αποτελέσματος (Law of Effect): Αν ένα ερέθισμα ακο­λουθηθεί από αντίδραση που προκαλεί ευχαρίστηση, τότε ενισχύεται η σύνδεση του ερεθίσματος με τη συγκεκριμένη αντίδραση. Αν η αντίδραση , οδηγήσει σε απογοήτευση, τότε μειώνεται η ένταση της σύνδεσης του ερε­θίσματος με τη συγκεκριμένη αντίδραση.
Ο νόμος αυτός είχε ως αποτέλεσμα να προσπαθούν οι καθηγητές με «ενισχύσεις» θετικές, όπως η υψηλή βαθμολογία, ή αρνητικές, όπως οι τιμωρίες, να δημιουργούν συνδέσμους μεταξύ ερεθισμάτων και επιθυμη­τών αποτελεσμάτων, π.χ. να μελετούν οι μαθητές την ύλη που τους όρι­ζαν οι καθηγητές τους.
Οι σύγχρονες τάσεις της εκπαίδευσης θεωρούν ότι, παρά την πρακτική της αξία, η χρησιμοποίηση «εξωτερικών» προς το μαθητή μέσων ενίσχυσης της επιθυμητής συμπεριφοράς δεν είναι η καλύτερη τακτική. Περισσότερο αποτελεσματική είναι η εκπαιδευτική διαδικασία, η οποία προσφέρει τη δυνατότητα στον ίδιο το μαθητή να αντιληφθεί το είδος της αντίδρασης που πρέπει να υιοθετήσει σε συγκεκριμένα ερεθίσματα. Στην περί­πτωση αυτή η εκπαιδευτική μεθοδολογία χρησιμοποιεί ως μέσο ενίσχυ­σης της επιθυμητής συμπεριφοράς την ανάπτυξη του συνειδητού ενδια­φέροντος. Η συμπεριφορά που επιδιώκεται δεν επιβάλλεται στους μαθη­τές. Οι μαθητές αντιλαμβάνονται τη σπουδαιότητα των εκπαιδευτικών στόχων και επιστρατεύουν τις δυνάμεις τους συνειδητά για να τους πετύχουν. Η διαδικασία αυτή συντελεί στην ανάπτυξη της προσωπικότητας του μαθητή.
2.Ο νόμος της άσκησης (Law of Exercise). Η σύνδεση ενός ερεθί­σματος με την επιθυμητή αντίδραση ενισχύεται με την επανάληψη. Ο κα­θηγητής δηλαδή θα πρέπει να διδάσκει ένα θέμα και να το επαναλαμβά­νουν οι μαθητές μέχρι να τους εντυπωθεί απόλυτα. Με τον τρόπο αυτό δημιουργείται σταθερότερος σύνδεσμος μεταξύ ερεθίσματος και Επιθυμη­τής αντίδρασης που γίνεται δεύτερη φύση του μαθητή.
Η άποψη αυτή έχει κάποια πρακτική αξία, όταν επιδιώκεται η διδα­σκαλία συγκεκριμένων γνώσεων ή πρακτικών δεξιοτήτων (π.χ, χρήση μη­χανημάτων).
3.Ο νόμος της ωριμότητας (Law of Readiness). Αν το άτομο είναι έτοιμο να μάθει (είναι ώριμο, προσέχει και έχει κίνητρα), αυξάνονται οι πιθανότητες για μάθηση. Ο νόμος αυτός του Thorndike θεωρεί ότι ο άτομο πρέπει να διδάσκεται τα θέματα εκείνα, τα οποία είναι έτοιμο να διδαχθεί. Ότι δηλαδή, ανάλογα με την ωριμότητα του ατόμου (ανάλογα με το αναπτυξιακό του επίπεδο που αντιστοιχεί και σε ανάλογα κίνητρα και δυνατότητες συγκέντρωσης προσοχής), θα πρέπει να καθορίζεται και το εκπαιδευτικό πρόγραμμα.
Σύγχρονες θεωρίες (J. Bruner) δίνουν μια διαφορετική ερμηνεία στην έννοια της ετοιμότητας. Η έννοια της ετοιμότητας δε θεωρείται περιορι­στική (δηλαδή δε θα πρέπει να περιμένουμε να μεγαλώσουν και να ωρι­μάσουν οι μαθητές για να διδαχθούν «σπουδαία» θέματα). Ο Bruner, όπως θα αναφερθεί και παρακάτω, θεωρεί ότι ο κάθε μαθητής μπορεί να διδαχθεί οποιοδήποτε θέμα σε οποιαδήποτε ηλικία, αρκεί να του προσφερθεί με την κατάλληλη για το επίπεδό του μορφή. Η καταλληλότερη μορφή, με την οποία μπορεί να παρουσιαστεί ένα θέμα, είναι συνάρτηση της ιδιαιτερότητας του κάθε μαθητή.
Ο νόμος των πολλαπλών αντιδράσεων σε ερεθίσματα (Law of multiple response). To άτομο μπορεί να μεταβάλει τον τρόπο αντίδρα­σής του σ' ένα συγκεκριμένο ερέθισμα, μέχρι που να προσδιορίσει τον πιο κατάλληλο. Τότε ενισχύεται και ο σύνδεσμος ανάμεσα στο ερέθισμα και στην αντίδραση.
Ο νόμος της επιλογής ή της εκλεκτικής δραστηριότητας (Law of partial activities). Μόνο ένα μέρος του ερεθίσματος μπορεί να δημιουρ­γήσει δεσμούς με την επιθυμητή αντίδραση. Ο νόμος αυτός υπαγορεύει την ανάγκη για δημιουργία της μεγαλύτερης δυνατής ποικιλίας ερεθισμά­των στους μαθητές.
Ο νόμος της απαντήσεως κατ’ αναλογία ή της αφομοιώσεως (Law of Assimilation or Analogy). Τα άτομα μπορούν να προσαρμόζονται σε καταστάσεις ανάλογες προς αυτές που έχουν ζήσει στο παρελθόν. Δια­μορφώνουν νέους συνδέσμους (ερέθισμα - αντίδραση) με τρόπο ανάλογο προς άλλους που έχουν διαμορφώσει παλαιότερα.
Ο νόμος της συνειρμικής μετατόπισης ή υποκατάστασης (Law of Associative Shifting). Μια αντίδραση, που έχει συνδεθεί με ένα ερέθι­σμα, μπορεί με το πέρασμα του χρόνου να αντικατασταθεί από μια άλλη.
Η θεωρία του Skinner. Ο Skinner δίνει και αυτός έμφαση στην ενί­σχυση της συμπεριφοράς που επιδιώκεται (reinforcement) και δέχεται δύο διαφορετικούς τύπους μάθησης. Ο ένας τύπος είναι η κλασική θεωρία του Παυλώφ (Classical Conditioning), σύμφωνα με την οποία το άτομο μαθαίνει να αντιδρά σχεδόν αντανακλαστικά σε συγκεκριμένα ερεθίσματα.
Ο Skinner όμως θεωρεί ότι το μεγαλύτερο μέρος της συμπεριφοράς του ανθρώπου είναι αποτέλεσμα της «λειτουργίας» του ατόμου μέσα σε ένα συγκεκριμένο περιβάλλον (operant behavior) και «εκπέμπεται» μάλ­λον από τον οργανισμό, παρά προκαλείται από συγκεκριμένο είδος συ­μπεριφοράς. Ο Skinner (όπως και ο Thorndike) θεωρεί ότι, όταν μια συ­γκεκριμένη συμπεριφορά του ατόμου που «λειτουργεί» σε ένα περιβάλ­λον ενισχύεται, τότε η συμπεριφορά αυτή τείνει να επαναληφθεί.
Ο ρυθμός, με τον οποίο μια επιθυμητή συμπεριφορά (εξαρτημένη με­ταβλητή) εκπέμπεται από έναν οργανισμό, μπορεί να συσχετισθεί με ένα μεγάλο αριθμό ανεξάρτητων μεταβλητών. Ο Skinner και οι οπαδοί του έχουν μελετήσει μια ανεξάρτητη μεταβλητή που τη θεωρούν ιδιαίτερα ση­μαντική; Τον προγραμματισμό ενίσχυσης (schedule of reinforcement).
Ο κατάλληλος προγραμματισμός ενίσχυσης σε συνδυασμό με την κα­τάλληλη «αρχιτεκτονική» του περιβάλλοντος μπορεί, κατά τον Skinner, να μας εξασφαλίσει την επιθυμητή συμπεριφορά. Το παρακάτω παρά­δειγμα εξηγεί, κατά τον Skinner, τον τρόπο, με τον οποίο ο κατάλληλος προγραμματισμός ενίσχυσης προκαλεί την ανάλογη συμπεριφορά, αυτή που υπαγορεύει ο «προγραμματιστής»; .
Έστω ότι θέλουμε να μάθουμε σ' ένα περιστέρι να ραμφίζει σ' ένα συγκεκριμένο σημείο. Το περιστέρι μένει για κάποιο χρονικό διάστημα χωρίς τροφή και τοποθετείται μέσα σ' ένα κλουβί, σε κάποιο σημείο του οποίου υπάρχει ένα κουμπί. Αν το περιστέρι ραμφίσει το κουμπί αυτό, απελευθερώνεται μια θήκη με τροφή για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα. Όταν περάσει το ορισμένο χρονικό διάστημα, η θήκη τροφοδοσίας ξα­νακλείνει αυτόματα. Το πεινασμένο περιστέρι, για να ξαναφάει, θα πρέ­πει ναι ξαναραμφίσει στο συγκεκριμένο σημείο που απελευθερώνει τη θή­κη τροφής. Έτσι σιγά - σιγά μαθαίνει να ραμφίζει στο σημείο που θέ­λουμε.
Από τη στιγμή που το περιστέρι θα ραμφίσει το σημείο που ενεργο­ποιεί την απελευθέρωση της θήκης για τροφή, ο αριθμός των ραμφισμάτων στο επιθυμητό σημείο αρχίζει να αυξάνεται με την πάροδο του χρό­νου. Γίνονται δηλαδή όλο και πλησιέστερες προσεγγίσεις στην επιθυμητή συμπεριφορά. Η διαδικασία αυτή λέγεται «σχηματοποίηση της συμπερι­φοράς» (Shaping of behavior).
Είναι δυνατό να μην ακολουθείται κάθε επιτυχής ραμφισμός από ενί­σχυση με τροφή αλλά κάθε δεύτερος ή τρίτος κ.ο.κ. (διαφορετικοί προ­γραμματισμοί ενίσχυσης). Ο προγραμματισμός ενίσχυσης ως μεταβλητή (Schedule of Reinforcement) (μελετήθηκε από τους Fester και Skinner το 1957 που περιέγραφαν διάφορα αποτελέσματά του. Στο διάγραμμα του παρακάτω σχήματος απεικονίζονται για σύγκριση διάφορες μορφές ενί­σχυσης.
ekpaideytiko_programma_261218_115.jpeg

Σχήμα 3. Γραφική απεικόνιση διαφόρων μορφών προγραμματισμού ενίσχυσης της επιθυμητής συμπεριφοράς.
Στο σχήμα διακρίνουμε τις παρακάτω μορφές προγραμματισμού ενί­σχυσης.
Προγραμματισμός ενίσχυσης αριθ. 1. Η ενίσχυση προσφέρεται μετά από ένα μεγάλο αριθμό επιτυχών αντιδράσεων. Με το ρυθμό ενίσχυσης αριθ. 1 απαιτείται περισσότερος χρόνος από όσος απαιτείται σε όλες τις άλλες περιπτώσεις ενίσχυσης για να εξασφαλιστεί το ίδιο αποτέλεσμα. Όταν δηλαδή η ενίσχυση δεν είναι ικανοποιητική (είναι αποτέλεσμα με­γάλης προσπάθειας), η απόδοση στη μονάδα του χρόνου (παραγωγικό­τητα) είναι μειωμένη και παρεμβάλλονται και χρονικά διαστήματα αδρά­νειας (οριζόντιες γραμμές στο διάγραμμα).
Προγραμματισμός ενίσχυσης αριθ, 2, Η ενίσχυση προσφέρεται σε καθο­ρισμένα χρονικά διαστήματα. Η απόδοση (εκδήλωση επιθυμητής συμπε­ριφοράς) βελτιώνεται.
Προγραμματισμός ενίσχυσης αριθ. 3. Η ενίσχυση προσφέρεται σε ακα­νόνιστα χρονικά διαστήματα άγνωστα στο πειραματόζωο που ενεργοποι­είται περισσότερο (ο μέσος όρος της ενίσχυσης χρονικά παραμένει στα­θερός).
Προγραμματισμός ενίσχυσης αριθ. 4. Η ενίσχυση της επιθυμητής αντί­δρασης προσφέρεται κάθε φορά που συμπληρώνεται ένας μικρός αριθ­μός επιτυχών αντιδράσεων (π.χ. μετά από 20 επιθυμητές αντιδράσεις), Η ικανοποιητική και σταθερή ενίσχυση βελτιώνει ακόμη περισσότερο την απόδοση.
Προγραμματισμός ενίσχυσης αριθ. 5. Η ενίσχυση της επιθυμητής συμπε­ριφοράς προσφέρεται ακανόνιστα μετά από τυχαίο αριθμό αντιδράσεων (π.χ. μπορεί να προσφερθεί ενίσχυση μετά από 5 επιθυμητές αντιδράσεις, μπορεί και μετά από 150), κατά τρόπο που να διατηρείται ένας σταθε­ρός μέσος όρος ενίσχυσης όχι χρονικά αλλά ανάλογα με την απόδοση (π.χ. ακανόνιστη ενίσχυση για κάθε' 110, κατά μέσο όρο, επιθυμητές αντι­δράσεις).
Θα πρέπει να σημειωθεί η μεγάλη διαφορά από πλευράς αποτελέσμα­τος, μεταξύ των καμπύλών 1 και 5 παρά τη μικρή διαφορά τους από πλευράς ενίσχυσης. Στην 1 προσφέρεται ενίσχυση για κάθε 120 και στην 5 για κάθε 110 επιθυμητές αντιδράσεις.
Αν οι επιτυχείς ραμφισμοί του περιστεριού στο κουμπί του κλουβιού πάψουν να συνοδεύονται από «ενίσχυση», ο αριθμός των επιτυχών ραμ- φισμών αρχίζει να μειώνεται. Η μείωση αυτή που παρατηρείται με την αφαίρεση της ενίσχυσης λέγεται «εξάλειψη της μάθησης» (extinction).
Αν μετά την εξάλειψη της μάθησης τοποθετηθεί ένα χώρισμα στο κλουβί, που να μην επιτρέπει στο περιστέρι να ραμφίσει το κουμπί και στη συνέχεια αφαιρέσουμε και πάλι το χώρισμα, τότε ο ρυθμός των επι­τυχών ραφμισμών είναι μεγαλύτερος από εκείνον που υπήρχε στο τέλος της περιόδου εξάλειψης της μάθησης. Η συγκριτική αυτή αύξηση της απόδοσης λέγεται «αυθόρμητη επανάκτηση ικανότητας» (spontaneous recovery).
Αν το κουμπί αντικατασταθεί με κουμπί άλλου χρώματος, το περι­στέρι θα ραμφίζει και το νέο κουμπί αλλά με μικρότερο ρυθμό. Το φαι­νόμενο αυτό είναι η ικανότητα που αποκτήθηκε για γενικεύσεις (Generalization).
Αν στο κλουβί υπάρξουν δύο κουμπιά και ο ραμφισμός συνοδεύεται από τροφή μόνο για το ένα, γρήγορα το περιστέρι μαθαίνει να ραμφίζει το κουμπί από το οποίο του δίνεται τροφή. Το φαινόμενο αυτό λέγεται ανάπτυξη ικανότητας για διάκριση (discrimination).
Μια από τις πρακτικές χρήσεις της θεωρίας και των πειραματικών αποτελεσμάτων του Skinner είναι η προγραμματισμένη διδασκαλία (Programmed teaching). Οι μαθητές σταδιακά και προγραμματισμένα αφομοιώνουν συγκεκριμένες και απόλυτα προσδιορισμένες από πριν γνώσεις ή πρακτικές δεξιότητες. Αναπτύσσουν δηλαδή ως τρόπο συμπε­ριφοράς - αντίδρασης σε συγκεκριμένα ερεθίσματα, εκείνον που έχει αποφασιστεί από τον προγραμματιστή του εκπαιδευτικού προγράμματος. Ο Skinner υποστηρίζει ότι με τον ακριβή προγραμματισμό μπορούν να λυθούν τα προβλήματα που αντιμετωπίζει σήμερα η ανθρωπότητα, όπως ο περιορισμός, αν όχι η εξαφάνιση, των πρώτων υλών, η μόλυνση του περιβάλλοντος, ο υπερπληθυσμός, η παραγωγή αγαθών ανάλογα με τις ανάγκες κλπ. Στις πολυάριθμες δημοσιεύσεις του Skinner, καθηγητή του Harvard, περιλαμβάνεται και ένα βιβλίο με τίτλο «Walden Two», που πε­ριγράφει μια οργανωμένη κοινωνία σύμφωνα με τις θεωρίες του. Η αν­θρώπινη συμπεριφορά ρυθμίζεται και προγραμματίζεται σύμφωνα με τις ανάγκες.
Ο Skinner έχει υποστεί έντονη κριτική και έχει προκαλέσει έντονες διαμάχες μεταξύ των υποστηρικτών και των επικριτών του. Για μεγάλο χρονικό διάστημα είχε δημιουργήσει πραγματικό σχίσμα μεταξύ των ψυ­χολόγων.
Οι επικριτές του υποστηρίζουν ότι η θεωρία του προγραμματίζει τη συμπεριφορά, μηχανοποιεί τη μάθηση και ελαχιστοποιεί την ελευθερία του ανθρώπου, ενισχύοντας κατάλληλα και προγραμματισμένα τη συμπε­ριφορά που επιθυμεί ο προγραμματιστής. Το άτομο απλώς λειτουργεί στο περιβάλλον που έντεχνα δημιουργείται και που το κατευθύνει σε συ­γκεκριμένους στόχους, χωρίς να εξασκείται στην επιλογή εναλλακτικών λύσεων.
Χωρίς να παραβλέπεται η πρακτική αξία ορισμένων στοιχείων της θεωρίας του Skinner, η εκπαιδευτική διαδικασία θα πρέπει να προωθεί την ανάπτυξη της κρίσης του κάθε ατόμου στο μεγαλύτερο δυνατό βαθ­μό και την ανεξάρτητη σκέψη. Ο μαθητής θα πρέπει να ενθαρρύνεται στο να προβληματιστεί, να μελετήσει, να εκτιμήσει τη σημασία της γνώσης με το δικό του ιδιαίτερο τρόπο και σύμφωνα με τα δικά του ενδιαφέροντα, τις κλίσεις και ικανότητές του. Οι μαθητές θα πρέπει να λύνουν προβλή­ματα με το δικό τους ιδιαίτερο τρόπο και να ανακαλύπτουν ακόμη τα ίδια τα προβλήματα μόνοι τους. Μέσο ενίσχυσης της επιθυμητής συμπε­ριφοράς θα πρέπει να αποτελέσουν τα ενδιαφέροντα του ίδιου του μα­θητή, κατάλληλα αξιοποιούμενα, και η ανάπτυξη μιας πραγματικής, σε βάθος και όχι επιφανειακής, αντίληψης εννοιών. Η βαθιά αυτή αντίληψη εξασφαλίζει τη συνειδητή και όχι την κατευθυνόμενη συμμετοχή του μα­θητή στη διαδικασία της μάθησης.

Δεν υπάρχουν σχόλια: