Βήματα εκπαιδευτικής σχεδίασης και διαδικασίας
Ο Νίκος Ηλιάδης έστειλε στο alfavita.gr σειρά κειμένων σχετικά με τη σύγχρονη εκπαίδευση τα οποία, όπως ο ίδιος σημειώνει είναι "σημειώσεις στα «παιδαγωγικά» για χρήση τόσο στην εκπαιδευτική διαδικασία , όσο και στην εκπαίδευση ενηλίκων στα πλαίσια της δια βίου εκπαίδευσης ( continuing education ) , που ήδη αποτελεί τη μεγαλύτερη βιομηχανία της σύγχρονης κοινωνίας."
Νίκος Ηλιάδης, Πολ/κός Μηχ/κός Ε.Μ.Π., M.Sc.,
Επίτιμος Σύμβουλος του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου
Διάφορες θεωρίες (υποστηριζόμενες από πειραματικά ευρήματα) έχουν διαμορφωθεί με στόχο να ερμηνεύσουν τη διαδικασία της μάθησης.
Οι ψυχολόγοι χρησιμοποιούν τον όρο «μάθηση» με μεγαλύτερη ευρύτητα συγκριτικά με αυτό που εννοούμε στην καθημερινή μας ζωή. Κατά τους ψυχολόγους, αυτό που μαθαίνει κάποιος δεν είναι απαραίτητα σωστό ή «προσαρμόσιμο» στην καθημερινή ζωή (μαθαίνουμε κακές και καλές συνήθειες) ούτε απαιτεί απαραίτητα κάποια προσπάθεια. Επιπλέον η μάθηση μπορεί να πραγματοποιείται ασυνείδητα. Οι αντανακλαστικές κινήσεις κατά την οδήγηση ενός αυτοκινήτου, οι αναμνήσεις από ευχάριστες διακοπές, η πίστη στη δημοκρατία, η αρνητική στάση ως προς ένα ανεπιθύμητο «αφεντικό», είναι παραδείγματα μάθησης αυτού του είδους.
Οι άνθρωποι όμως έχουν κίνητρο να μάθουν το πώς πραγματοποιείται η μάθηση όχι μόνο επειδή θα έχουν πρακτικά οφέλη, αλλά και από φυσιολογική περιέργεια για τον εαυτό τους και για το πώς διαμορφώθηκε όπως είναι σήμερα η προσωπικότητά τους.
Στο σχολείο η μάθηση είναι από τους πρωταρχικούς στόχους. Οι μαθητές στο σχολείο αντιμετωπίζουν μια πολύπλοκη διαδικασία μάθησης. Επηρεάζονται από αμέτρητες μεταβλητές που υπεισέρχονται στη διαδικασία της μάθησης μέσα σε μια τάξη. Μαθαίνουν από τον καθηγητή αντικείμενα που δεν περιέχονται στο πρόγραμμα, με μια διαδικασία που πολλές φορές δε γίνεται αντιληπτή ούτε από τους μαθητές ούτε από τον καθηγητή. Οι μαθητές μαθαίνουν επίσης από τα βιβλία, από τους συμμαθητές τους και από το φυσικό περιβάλλον του σχολείου.
Ένα μέρος της μάθησης αποτελείται από μετρήσιμα στοιχεία, όπως η συγκεκριμένη γνώση και οι δεξιότητες. Ένα άλλο μέρος όμως της μάθησης, ιδιαίτερα σημαντικό, αναφέρεται στις μεταβολές στα πιστεύω, στα συναισθήματα, στην κοινωνική συμπεριφορά και σε μια ποικιλία άλλων αντιδράσεων. Το έργο του ειδικού είναι να αναλύει την πολύπλοκη διαδικασία της μάθησης στα στοιχεία από τα οποία αποτελείται και να προσπαθεί να αναλύει τις αρχές μάθησης που διέπουν τη συγκεκριμένη μαθησιακή κατάσταση και τα κίνητρα που υπάρχουν στην κάθε περίπτωση.
Η έρευνα στον τομέα της μάθησης, προκειμένου να καταλήξει σε συμπεράσματα προσπαθεί να απομονώσει απλά στοιχεία της και να τα μελετήσει. Συχνά χρησιμοποιούνται ζώα για τη μελέτη της διαδικασίας της μάθησης, επειδή με τον τρόπο αυτό απαλείφεται η πολυπλοκότητα που δημιουργείται, κατά τη μελέτη που χρησιμοποιεί ανθρώπους, ως αποτέλεσμα επιδράσεων επικοινωνίας, πολιτιστικών παραδόσεων, εμπειριών από το παρελθόν κτλ. Στα ζώα οι τιμές των μεταβλητών αυτών είναι λιγότερο διαφορετικές συγκριτικά με τους ανθρώπους, και η κληρονομικότητα και ο τρόπος ανάπτυξής τους μπορεί να είναι σε μεγαλύτερο βαθμό μεταβλητές ελεγχόμενες.
Οι βασικοί νόμοι της μάθησης είναι οι ίδιοι στα κουνέλια, τα σκυλιά, τα περιστέρια, τις μαϊμούδες, και τους ανθρώπους. Οι ψυχολόγοι που έχουν διατυπώσει θεωρίες μάθησης έχουν κάνει αυτή την υπόθεση. Το λεπτό σημείο είναι η λέξη «βασικοί». Κανείς δεν αμφιβάλλει ότι υπάρχουν διαφορές ως προς τον τρόπο με τον οποίο τα διάφορα είδη όντων μαθαίνουν, αλλά συχνά γίνεται η υπόθεση ότι υπάρχουν βασικοί νόμοι, από τους οποίους μπορούμε να βγάλουμε συμπεράσματα σχετικά με τις λεπτομέρειες που αφορούν το κάθε είδος.
Σύνολο Συμπεριφοράς
!----------------------------------------------------------------------------------------- !
! Κληρονομημένο στοιχείο * !
! συμπεριφοράς * !
! * !
! * !
! * !
! * Στοιχείο συμπεριφοράς !
! * που είναι αποτέλεσμα μάθησης !
!-------------------------------------------------------------------------------
Τύποι ζωής Χαμηλής Στάθμης Τύποι ζωής Υψηλότερης Στάθμης
Η συμπεριφορά ως συνάρτηση του επιπέδου ενός οργανισμού.
Στο παραπάνω σχήμα απεικονίζεται το γεγονός ότι η συμπεριφορά ενός οργανισμού είναι τόσο περισσότερο αποτέλεσμα μάθησης (και λιγότερο κληρονομημένων χαρακτηριστικών) όσο περισσότερο ο οργανισμός αυτός πλησιάζει την ανώτερη μορφή ζωής στην οποία ανήκει ο άνθρωπος.
Μια απλή περίπτωση που έχει μελετηθεί διεξοδικά είναι οι αντιδράσεις σχετικά με το ράμφισμα περιστεριών. Αν ένα πεινασμένο περιστέρι αμείβεται ευκαιριακά με τροφή για να ραμφίζει ένα φωτεινό κουμπί ( βγαίνει ένα συρταράκι με τροφή σε κάθε πετυχημένο ράμφισμα για κάποιο μικρό χρονικό διάστημα ) που βρίσκεται σε μια πλευρά του κλουβιού του, τότε το περιστέρι αυτό θα ραμφίζει το κουμπί με μεγαλύτερη ταχύτητα. Ο ρυθμός με τον οποίο ραμφίζει επηρεάζεται πολύ από επιδράσεις όπως το επίπεδο πείνας στο οποίο βρίσκεται το περιστέρι, η συχνότητα με την οποία αμείβεται κτλ. Μπορεί λοιπόν να χρησιμοποιηθεί η περίπτωση αυτή για να μελετηθούν πολλά φαινόμενα μάθησης.
Ο χαμηλός ρυθμός με τον οποίο το περιστέρι ραμφίζει το κουμπί, πριν εισαχθεί η διαδικασία αμοιβής με τροφή, λέγεται «ρυθμός λειτουργίας» (operant rate). Η τροφή που αυξάνει το ρυθμό των ραμφισμάτων λέγεται «ενίσχυση» (reinforcement). Αν ορισμένα μόνο ραμφίσματα ακολουθούνται από τροφή, το συγκεκριμένο πρόγραμμα τροφοδοσίας (π.χ. τροφή μετά το δέκατο πετυχημένο ράμφισμα, ή τροφή κάθε λεπτό) είναι γνωστό ως«πρόγραμμα ενίσχυσης» (schedule of reinforcement). Αν το ράμφισμα δεν ακολουθείται από τροφή, ο ρυθμός ραμφίσματος μειώνεται. Η μείωση αυτή, που είναι αποτέλεσμα της έλλειψης του «ενισχυτή» (reinforcer), είναι γνωστή ως «απόσβεση» (extinction). Αν μετά την «απόσβεση» υπάρξει μια χρονική περίοδος, κατά την οποία το περιστέρι δεν έχει πρόσβαση στο κουμπί, και κατόπιν το κουμπί του παρουσιαστεί και πάλι, ο ρυθμός των ραμφισμάτων τείνει να είναι λίγο μεγαλύτερος συγκριτικά με αυτόν που ήταν στο τέλος της χρονικής περιόδου που συνέβη η «απόσβεση». Η αναμενόμενη αυτή αύξηση ονομάζεται «αυθόρμητη ανάκτηση» (spontaneous recovery). Αν το κουμπί, για το οποίο το περιστέρι ενισχύθηκε ώστε να το ραμφίζει, αντικατασταθεί από ένα άλλο διαφορετικού χρώματος, το περιστέρι θα ραμφίζει και το δεύτερο αυτό κουμπί, μολονότι ο ρυθμός θα είναι χαμηλότερος συγκριτικά με τον αρχικό, Η τάση να ανταποκρίνεται σε ερέθισμα άλλο, πλην όμως όμοιο με αυτό το ερέθισμα που προϋπήρξε, λέγεται γενίκευση (generalization). Αν όμως τα δύο κουμπιά παρουσιαστούν μαζί εναλλακτικά και το ράμφισμα στο ένα ενισχύεται με τροφή, ενώ στο άλλο δεν ενισχύεται, το περιστέρι μαθαίνει να ραμφίζει το ενισχυόμενο κουμπί με αυξημένο ρυθμό, και πολύ λίγο αυτό που δεν ενισχύεται. Η κατάσταση αυτή περιγράφεται ως «διάκριση» (discrimination).
Πολλές διαστάσεις της παραπάνω μαθησιακής κατάστασης έχουν μελετηθεί πειραματικά. Πώς δηλαδή μεταβάλλεται ο ρυθμός των ραμφισμάτων σε συνάρτηση με την ποσότητα της τροφής που παρέχεται, τον προγραμματισμό ενίσχυσης, ή την καθυστέρηση παροχής τροφής μετά από ραμφίσματα. Πώς μεταβάλλεται η «αυθόρμητη ανάκτηση, ως συνάρτηση του χρονικού διαστήματος που μεσολαβεί μεταξύ «απόσβεσης» και συνέχισης του πειράματος, ή πώς μεταβάλλεται η «γενίκευση» ως συνάρτηση της διαφοράς χρώματος μεταξύ των δύο κουμπιών.
Τα φαινόμενα αυτά μάθησης, που παρατηρούνται σε πειραματικές μελέτες, μπορούν να εμφανιστούν σε πολύπλοκες καταστάσεις της καθημερινής ζωής. Επιπλέον, αποκτώντας γνώσεις από πειραματικές μελέτες, μπορούμε να προσδιορίσουμε εκ των προτέρων την αναμενόμενη συμπεριφορά ατόμων στην καθημερινή ζωή. Για παράδειγμα, έχει βρεθεί σε πειράματα ότι μια αργοπορία μεταξύ επιθυμητής αντίδρασης και ενίσχυσης της επιθυμητής συμπεριφοράς έχει ως αποτέλεσμα χαμηλότερη απόδοση στη μάθηση του επιδιωκόμενου. Από τα πειραματικά αυτά ευρήματα μπορούμε να προσδιορίσουμε την αποτελεσματικότητα διαφορετικών μεθόδων διδασκαλίας.
Διάφορες πρακτικές διδασκαλίας επηρεάζουν επίσης την απόδοση της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Αναφέρεται στη βιβλιογραφία παράδειγμα, σύμφωνα με το οποίο κάποιος καθηγητής περίμενε το 1/3 των μαθητών της τάξης του να είναι καλοί; το 1/3 να έχουν μια μέση απόδοση, και το 1/3 να αποτύχει ή απλώς να περάσει. Η τοποθέτηση αυτή είχε αντανάκλαση στους μαθητές που συμπεριφέρθηκαν ανάλογα. Υποστηρίζεται ότι το 90% των μαθητών μπορεί να ανταποκριθεί ικανοποιητικά με την προϋπόθεση ότι έχει οριστεί με σαφήνεια τι εννοούμε εμπέδωση του αντικειμένου (Mastery), και χρησιμοποιούμε τα κατάλληλα μέσα για να επέλθει η εμπέδωση αυτή. Ο «βαθμός μάθησης» (degree of learning)είναι συνάρτηση του χρόνου που απαιτείται για να πραγματοποιηθεί η εμπέδωση (Mastery) της ύλης που έχει καθοριστεί.
Βαθμός μάθησης = _________ Χρόνος που διατίθεται
(Degree of learning) Χρόνος που απαιτείται για την εμπέδωση της
Ύλης ( Mastery of the material)
Ο χρόνος που απαιτείται για να μάθει ένας μαθητής κάποιο αντικείμενο είναι χαρακτηριστικό της ιδιαίτερης ικανότητάς του. Ορισμένοι μαθητές έχουν μεγάλη ικανότητα και μαθαίνουν πολύ γρήγορα , άλλοι είναι λιγότερο ικανοί. Για τους ικανούς μαθητές από τους οποίους άλλωστε προκύπτει και η κοινωνική πρόοδος θα πρέπει να προβλέπονται ειδικές εκπαιδευτικές διαδικασίες για να μην καταστρέφεται αλλά να αξιοποιείται το ιδιαίτερο δυναμικό τους. Ορισμένες άλλες μεταβλητές που επηρεάζουν τη διαδικασία της μάθησης είναι η ικανότητα των μαθητών να ακολουθούν οδηγίες και η ικανότητα του καθηγητή γενικότερα. Μερικές φορές στο σχολείο δεν είναι διαθέσιμος ο απαιτούμενος χρόνος για διάφορα αντικείμενα διδασκαλίας. Σε άλλες περιπτώσεις ξοδεύεται χρόνος περισσότερος από όσο χρειάζεται.
Για να επιτευχθεί η εμπέδωση (Mastery) ενός γνωστικού αντικειμένου, θα πρέπει να ορίσουμε με σαφήνεια τι εννοούμε ως μάθηση και ποια θα είναι τα αποδεικτικά στοιχεία που θα χρησιμοποιήσουμε, προκειμένου να διαπιστώσουμε ότι επήλθε μάθηση. Αν ένας μαθητής ικανοποιεί τα κριτήρια, σημειώνεται ότι έχει πετύχει τη μάθηση του αντικειμένου, και αυτή είναι η όλη αξιολόγηση σύμφωνα με τη διαδικασία αυτή. Ο καλύτερος τρόπος για να βοηθηθούν οι μαθητές να φθάσουν στο απαιτούμενο επίπεδο μάθησης είναι να τους γίνονται εισηγήσεις, να τους δίδονται ειδικές επεξηγήσεις, να χρησιμοποιούνται εποπτικά μέσα, να τους δίνονται οδηγίες να ξαναδιαβάσουν την ύλη. Η διαδικασία αυτή περιορίζει την αποτυχία που κάνει τους μαθητές να στρέφονται προς άλλες κατευθύνσεις και είναι περισσότερο κατάλληλη για «αργούς» μαθητές.
Γενικά τη μάθηση μπορούμε να την ορίσουμε ως μεταβολή στη συμπεριφορά ή στο δυναμικό ενός ατόμου. Η μεταβολή αυτή είναι αποτέλεσμα ερεθισμάτων, πρακτικής άσκησης ή εμπειριών και βέβαια όχι αποτέλεσμα ασθένειας, ωρίμανσης, κληρονομικών αντανακλαστικών αντιδράσεων ή μιας προσωρινής κατάστασης του οργανισμού.
Οι ερευνητές στον τομέα της Εκπαιδευτικής Ψυχολογίας προσπαθούν να προσδιορίσουν νόμους και να ερμηνεύσουν τη διαδικασία της μάθησης.
Όλοι οι νόμοι περιγράφουν μια σχέση μεταξύ μιας εξαρτημένης και μιας ανεξάρτητης μεταβλητής. Διάφορες τιμές της ανεξάρτητης μεταβλητής αντικατοπτρίζουν διάφορες συνθήκες. Για κάθε τιμή - συνθήκη της ανεξάρτητης μεταβλητής προκύπτουν αποτελέσματα - φαινόμενα που αντικατοπτρίζονται με διάφορες τιμές της εξαρτημένης μεταβλητής. Π.χ. κατά τη μελέτη της διαδικασίας της μάθησης ανεξάρτητες μεταβλητές είναι τα χαρακτηριστικά του μαθητή (οι προσδοκίες του, το εκπαιδευτικό περιβάλλον) και εξαρτημένη μεταβλητή είναι η απόδοση του μαθητή.
Οι νόμοι μπορεί να είναι ποιοτικοί ή ποσοτικοί. (Π.χ. το γεγονός ότι η μεταβολή του μήκους ενός εκκρεμούς θα δημιουργήσει μια μεταβολή στην περίοδο ταλάντωσης, είναι ένας ποσοτικός νόμος). Ποιοτικοί και ποσοτικοί νόμοι υπάρχουν σε όλους του επιστημονικούς τομείς. Οι περισσότερο αναπτυγμένες επιστήμες τείνουν να έχουν ποσοτικούς νόμους που έχουν μεγαλύτερη ακρίβεια.
Οι επιστημονικοί νόμοι οι σχετικοί με τη μάθηση εξυπηρετούν δύο βασικούς σκοπούς. Πρώτα, προσφέρουν τα μέσα προσδιορισμού και ελέγχου, και έτσι έχουμε τη δυνατότητα δημιουργίας συνθηκών που οδηγούν σε επιθυμητά αποτελέσματα. Έπειτα, βοηθούν στο να γίνεται περισσότερο κατανοητό το περιβάλλον γύρω μας και να δημιουργούνται γενικές αρχές που βρίσκουν εφαρμογή σε μια ποικιλία περιπτώσεων (abstract learning). Πολλοί νόμοι συνθέτουν μια θεωρία.
Οι θεωρίες μάθησης διακρίνονται στις συνειρμικές θεωρίες (Con- nectionist Theories) και στις νοησιαρχικές θεωρίες (Congitive Theories). Οι συνειρμικές θεωρίες υποστηρίζουν ότι η μάθηση είναι αποτέλεσμα δημιουργίας «συνδέσμων» μεταξύ ερεθισμάτων και αντιδράσεων και ότι ο άνθρωπος μαθαίνει να συμπεριφέρεται με συγκεκριμένο τρόπο σε συγκεκριμένα ερεθίσματα. Οι νοησιαρχικές θεωρίες θεωρούν τη μάθηση ως αποτέλεσμα διαμόρφωσης γενικότερων απόψεων, αντιλήψεων, τρόπου θεώρησης των πραγμάτων (Cognitions) κτλ., που επηρεάζουν τη συμπεριφορά του ανθρώπου.
Η κοινή λογική οδηγεί στο συμπέρασμα ότι και οι δύο ομάδες θεωριών εξηγούν τη μάθηση από διαφορετικές οπτικές γωνίες. Η μάθηση όμως δε γίνεται αποκλειστικά με τον έναν ή τον άλλο τρόπο. Υπάρχουν ενδιάμεσες καταστάσεις. Η διάκριση και η ταξινόμηση των θεωριών έχει στόχο την εύκολη μελέτη και ερμηνεία της διαδικασίας της μάθησης.
Για να κρίνουμε αν επήλθε μάθηση ή όχι σχετικά με ένα θέμα, χρησιμοποιούμε διάφορες τεχνικές μέτρησης. Όλες οι τεχνικές τείνουν στο να προσδιορίσουν το βαθμό, στον οποίο έχουν ικανοποιηθεί οι αντικειμενικοί στόχοι που έχουν τεθεί.
Για να οργανωθεί αποτελεσματικά η διαδικασία μέτρησης της μάθησης, χρησιμοποιούμε μια διαδικασία ταξινόμησης των αντικειμενικών στόχων. Οι αντικειμενικοί στόχοι δηλαδή, στους οποίους αποβλέπει η διδασκαλία κάθε μαθήματος, ταξινομούνται σε τρεις βασικούς τομείς: Το γνωστικό τομέα, το συναισθηματικό, και τον ψυχοκινητικό (ανάπτυξη δεξιοτήτων).
Ο γνωστικός τομέας (Congitive domain) περιλαμβάνει όλους τους αντικειμενικούς στόχους που αναφέρονται στην απόκτηση και χρησιμοποίηση γνώσεων. Ο τομέας αυτός περιλαμβάνει αντικειμενικούς στόχους που αναφέρονται στην ανάκληση γνώσεων από μέρους των μαθητών (πιστοποίηση απομνημόνευσης), στην κατανόηση θεμάτων, στην εφαρμογή γνώσεων, στην ανάλυση εννοιών, στη σύνθεση εννοιών και στη δυνατότητα για αξιολόγηση των διδασκομένων (Recall, Comprehension, Application, Analysis, Synthesis, Evaluation). Προφανώς η ανάλυση, σύνθεση και η αξιολόγηση γνώσης προϋποθέτουν τη δυνατότητα ανάκλησης γνώσης και αποτελούν ανώτερα στάδια του γνωστικού τομέα. Σε εξετάσεις που κάνουμε για να διαπιστώσουμε αν επήλθε μάθηση, οι ερωτήσεις θα πρέπει να καλύπτουν όλες τις κατηγορίες του γνωστικού αντικειμένου και να βρίσκονται σε συνάρτηση με τους προκαθορισμένους αντικειμενικούς στόχους του μαθήματος.
Παρακάτω δίνεται ένα παράδειγμα πίνακα ταξινόμησης των ερωτήσεων ενός διαγωνίσματος. Οι ερωτήσεις αναφέρονται στο γνωστικό τομέα και αποβλέπουν στον έλεγχο γνώσεων που αποκτήθηκαν σχετικά με την τεχνική σχεδίαση.
Πίνακας ταξινόμησης
Γνωστικός τομέας: Τεχνικό σχέδιο
Γνωστικός τομέας: Τεχνικό σχέδιο
Συμπεριφορά που αναμένεταβ
| |||||
Γνωστικό
αντικείμενο
|
Ανάκληση
|
Κατανόηση
|
Εφαρμογή
|
Ανάλυση
|
Σύνολο
|
Χρήση , εργαλείων
|
(16%)
2, 3, 7, 25
|
(40%)
1
|
(12%)
8, 11, 18
|
(0%)
|
(32%)
|
Χρήση
Γραμμών
|
(4%)
5
|
(0%)
|
(0%)
|
(0%)
|
(4%)
|
Κατόψεις
|
(4%)
21
|
(12%) 10, 20, 22
|
(4%)
4
|
(16%) 14, 16, 16 17
|
(36%)
|
Όψεις
Τομές
|
(0%)
|
(8%) 9, 13
|
(12%) 6, 12, 19
|
(0%)
|
(20%)
|
Προοπτική
Σχεδίασης
|
(4%)
23
|
(4%)
24
|
(0%)
|
(0%)
|
(8%)
|
Σύνολο
|
(28%)
|
(28%)
|
(28%)
|
(16%)
|
Στον παρακάνω πίνακα εμφανίζεται η κατανομή ενός υποθετικού τεστ για διαπίστωση της μάθησης. Το τεστ περιλαμβάνει 25 ερωτήσεις. Από τις ερωτήσεις αυτές το 28% αναφέρεται σε ανάκληση γνώσεων, το 28% σε κατανόηση γνώσεων, το 28% σε εφαρμογή γνώσεων και το 16% σε ανάλυση γνώσεων. Επίσης, για παράδειγμα, το 12% των ερωτήσεων (οι υπ’ αριθ. 6, 12, 19) αναφέρονται σε εφαρμογή γνώσεων ως προς το αντικείμενο «όψεις - τομές».
Ανάλογα τεστ με πολύ μεγαλύτερο αριθμό ερωτήσεων μπορούν να κατασκευαστούν και να ελέγχουν κάθε διάσταση της εκπαιδευτικής διαδικασίας.
Ο συναισθηματικός τομέας (affective domain) αναφέρεται στις διαθέσεις, τα διαφέροντα και τις αξίες του μαθητή, έστω και αν αυτά είναι κάτι που δεν καθορίζονται απόλυτα. Ο συναισθηματικός τομέας αποτελείται από πέντε βασικές κατηγορίες με την παρακάτω σειρά, από τις απλούστερες προς τις συνθετότερες: Παρακολούθηση, ανταπόκριση, αναγνώριση αξιών, οργάνωση, χαρακτηρισμός από μια αξία ή από ένα σύστημα αξιών.
Ο ψυχοκινητικός τομέας (psychomotor domain) αναφέρεται στη μέτρηση των δεξιοτήτων που έχει μάθει ο εκπαιδευόμενος, Η εξέταση συνήθως συνίσταται στην ανάλυση μιας εργασίας σε απλά στοιχεία και στοχεύει στο να ελέγξει πόσα από αυτά μπορεί να πραγματοποιήσει ο εκπαιδευόμενος στην προσπάθειά του να εκτελέσει το σύνολο του έργου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου