Για Την Επιρροή Της Χρυσής Αυγής Στα Σχολεία
Για την επιρροή της Χρυσής Αυγής στα σχολεία
ΤΗΣ ΦΙΛΙΩΣ ΤΣΟΥΚΑΛΑ*
Το ούτως ή άλλως ανησυχητικό φαινόμενο της κατακόρυφης αύξησης της επιρροής της Χρυσής Αυγής στην ελληνική κοινωνία περιλαμβάνει και την ιδιαίτερη απήχηση που αυτή έχει στα σχολεία, κυρίως στους εφήβους. Το γεγονός αυτό τρομάζει γονείς και εκπαιδευτικούς, ενώ ανοίγει η συζήτηση για την κατανόηση του φαινομένου και την αποτελεσματική παρέμβαση σε αυτή την κρίσιμη ομάδα. Χρειάζεται ωστόσο να σκεφτούμε σοβαρά και σε βάθος τις διάφορες πτυχές της ζωής των νέων την περίοδο αυτή, για να καταλάβουμε τί ανάγκες καλύπτει η ταύτιση ή και η ένταξη σε μια ακροδεξιά οργάνωση.
Στη Γερμανία της δεκαετίας του ’30 οι νέοι ενήλικες είχαν βιώσει αρχικά την εξιδανίκευση των πατεράδων τους που πολεμούσαν στα χαρακώματα του 1ου Παγκοσμίου Πολέμου και στη συνέχεια την σωματική, οικονομική και συμβολική ταπείνωσή τους με τον θάνατο, τα σακατεμένα κορμιά και τους όρους της ήττας για την Γερμανία. Η ναζιστική ιδεολογία, μεταξύ άλλων, προσέφερε μια αποκατάσταση της αίσθησης δύναμης και ελέγχου της πραγματικότητας, με την παράλληλη τοποθέτηση στον ρόλο του αδύναμου μιας άλλης κατηγορίας ανθρώπων, τότε των Εβραίων. Ο συλλογισμός και οι διαπιστώσεις αυτές είναι μάλλον γνωστές.
Στην Ελλάδα του Μνημονίου, τα παιδιά και οι έφηβοι μαζικά βλέπουν τους γονείς τους να χάνουν τη «δύναμή» τους, να βιώνουν την αλλαγή οικονομικής κατάστασης ως προσωπική ήττα, να φοβούνται, να υποτάσσονται, να αγωνιούν για την επιβίωση, να πνίγουν τον θυμό τους ή να τον κατευθύνουν εντός της οικογένειας. Στις οικογένειες, μικροί και μεγάλοι αντιμετωπίζουν συνεχείς απώλειες, τις οποίες δεν έχουν τον χρόνο και, συχνά, τα εργαλεία να επεξεργαστούν.
Για τις ηλικίες αυτές, όπου η ανάγκη του εφήβου είναι να επιτεθεί ο ίδιος στον γονέα και εκείνος να αντέξει, η κατάρρευση των γονιών τρομοκρατεί, εξοργίζει και αποσταθεροποιεί. Η ανάγκη για μια «απόλυτα ισχυρή» παρουσία, για ταύτιση δηλαδή με έναν παντοδύναμο γονέα, που δίνει εύκολες απαντήσεις και κυρίως προσφέρει την εικόνα κάποιου άλλου, αδύναμου και ανασφαλή, επί του παρόντος του μετανάστη, κάνει την προσέγγιση στις νεοναζιστικές απόψεις θελκτική. Η Χρυσή Αυγή ακόμα δίνει την άδεια σε αυτά τα εξοργισμένα παιδιά να εκφράσουν και πραγματικά την επιθετικότητά τους εναντίον των κακών ξένων, λεκτικά ή και σωματικά, να εκτονωθούν.
Κάθε παρέμβαση που γίνεται ή θα γίνει σε εφηβικούς πληθυσμούς χρειάζεται να παίρνει υπόψη το τραύμα που βιώνουν αυτή την περίοδο, να δημιουργεί χώρο για την έκφρασή του και να αποπειράται να το νοηματοδοτήσει. Αυτό φυσικά δεν αφορά μόνο εκπαιδευτικές ή ψυχολογικές παρεμβάσεις, αλλά και πολιτιστικές, καθώς και τον πολιτικό λόγο που απευθύνεται στους νέους και στοχεύει στη συνειδητοποίηση και χειραφέτησή τους.
Τέλος, στην αντίθεσή μας, ηθική και πολιτική, ενάντια στον φασισμό αντιπαραθέτουμε τη δημοκρατία. Τη δημοκρατία, όπως την έχουμε επενδύσει όσοι και όσες ζήσαμε μεγάλο μέρος της ζωής μας από τη μεταπολίτευση μέχρι την έναρξη της κρίσης. Για τα νεότερα παιδιά, μπορεί να αποτελεί έναν τίτλο του σημερινού πολιτεύματος υπό το οποίο οι γονείς τους και τα ίδια δέχονται τεράστια βία, κακοποιούνται, ασφυκτιούν. Επομένως, οι δημοκρατικές διαδικασίες στην οικογένεια, στην τάξη, στη συλλογικότητα, στην κοινότητα, δημιουργούν βιώματα που είναι αναγκαία, προκειμένου να έχει νόημα η νουθεσία και η εκπαίδευση για τα αγαθά της δημοκρατίας.
* Η Φιλιώ Τσουκαλά είναι ψυχολόγος.
Το ούτως ή άλλως ανησυχητικό φαινόμενο της κατακόρυφης αύξησης της επιρροής της Χρυσής Αυγής στην ελληνική κοινωνία περιλαμβάνει και την ιδιαίτερη απήχηση που αυτή έχει στα σχολεία, κυρίως στους εφήβους. Το γεγονός αυτό τρομάζει γονείς και εκπαιδευτικούς, ενώ ανοίγει η συζήτηση για την κατανόηση του φαινομένου και την αποτελεσματική παρέμβαση σε αυτή την κρίσιμη ομάδα. Χρειάζεται ωστόσο να σκεφτούμε σοβαρά και σε βάθος τις διάφορες πτυχές της ζωής των νέων την περίοδο αυτή, για να καταλάβουμε τί ανάγκες καλύπτει η ταύτιση ή και η ένταξη σε μια ακροδεξιά οργάνωση.
Στη Γερμανία της δεκαετίας του ’30 οι νέοι ενήλικες είχαν βιώσει αρχικά την εξιδανίκευση των πατεράδων τους που πολεμούσαν στα χαρακώματα του 1ου Παγκοσμίου Πολέμου και στη συνέχεια την σωματική, οικονομική και συμβολική ταπείνωσή τους με τον θάνατο, τα σακατεμένα κορμιά και τους όρους της ήττας για την Γερμανία. Η ναζιστική ιδεολογία, μεταξύ άλλων, προσέφερε μια αποκατάσταση της αίσθησης δύναμης και ελέγχου της πραγματικότητας, με την παράλληλη τοποθέτηση στον ρόλο του αδύναμου μιας άλλης κατηγορίας ανθρώπων, τότε των Εβραίων. Ο συλλογισμός και οι διαπιστώσεις αυτές είναι μάλλον γνωστές.
Στην Ελλάδα του Μνημονίου, τα παιδιά και οι έφηβοι μαζικά βλέπουν τους γονείς τους να χάνουν τη «δύναμή» τους, να βιώνουν την αλλαγή οικονομικής κατάστασης ως προσωπική ήττα, να φοβούνται, να υποτάσσονται, να αγωνιούν για την επιβίωση, να πνίγουν τον θυμό τους ή να τον κατευθύνουν εντός της οικογένειας. Στις οικογένειες, μικροί και μεγάλοι αντιμετωπίζουν συνεχείς απώλειες, τις οποίες δεν έχουν τον χρόνο και, συχνά, τα εργαλεία να επεξεργαστούν.
Για τις ηλικίες αυτές, όπου η ανάγκη του εφήβου είναι να επιτεθεί ο ίδιος στον γονέα και εκείνος να αντέξει, η κατάρρευση των γονιών τρομοκρατεί, εξοργίζει και αποσταθεροποιεί. Η ανάγκη για μια «απόλυτα ισχυρή» παρουσία, για ταύτιση δηλαδή με έναν παντοδύναμο γονέα, που δίνει εύκολες απαντήσεις και κυρίως προσφέρει την εικόνα κάποιου άλλου, αδύναμου και ανασφαλή, επί του παρόντος του μετανάστη, κάνει την προσέγγιση στις νεοναζιστικές απόψεις θελκτική. Η Χρυσή Αυγή ακόμα δίνει την άδεια σε αυτά τα εξοργισμένα παιδιά να εκφράσουν και πραγματικά την επιθετικότητά τους εναντίον των κακών ξένων, λεκτικά ή και σωματικά, να εκτονωθούν.
Τέλος, στην αντίθεσή μας, ηθική και πολιτική, ενάντια στον φασισμό αντιπαραθέτουμε τη δημοκρατία. Τη δημοκρατία, όπως την έχουμε επενδύσει όσοι και όσες ζήσαμε μεγάλο μέρος της ζωής μας από τη μεταπολίτευση μέχρι την έναρξη της κρίσης. Για τα νεότερα παιδιά, μπορεί να αποτελεί έναν τίτλο του σημερινού πολιτεύματος υπό το οποίο οι γονείς τους και τα ίδια δέχονται τεράστια βία, κακοποιούνται, ασφυκτιούν. Επομένως, οι δημοκρατικές διαδικασίες στην οικογένεια, στην τάξη, στη συλλογικότητα, στην κοινότητα, δημιουργούν βιώματα που είναι αναγκαία, προκειμένου να έχει νόημα η νουθεσία και η εκπαίδευση για τα αγαθά της δημοκρατίας.
* Η Φιλιώ Τσουκαλά είναι ψυχολόγος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου