Παρασκευή 21 Ιανουαρίου 2022

 


Αν οι συνταγές του Ο.Ο.Σ.Α στοχεύουν στις «δομές και τις υποδομές» του εκπαιδευτικού συστήματος, ο γνωστός διεθνής διαγωνισμός PISA  στοχεύει στο «περιεχόμενο» της εκπαίδευσης. Χέρι χέρι ο Ελληνικός PISA θα αξιολογεί τους μαθητές στοχεύοντας... στους εκπαιδευτικούς!

Η διεξαγωγή του διεθνούς διαγωνισμού PISA θα πραγματοποιηθεί από τις 15 Μάρτη έως τις 15 Απρίλη και θα συμμετέχουν 225 Γυμνάσια και Λύκεια της χώρας, τα οποία επιλέχθηκαν με «τυχαία δειγματοληψία», με υποχρεωτική συμμετοχή.

Ο «ελληνικός PISA», που προβλέπεται από τον νόμο 4823/2021 θα διεξαχθεί πιλοτικά αμέσως μετά τις διακοπές του Πάσχα και θα αφορά σε 12.000 μαθητές/τριες πανελλαδικά –6000 της Στ’ Δημοτικού και 6000 της Γ’ Γυμνασίου.

Ο διαγωνισμός PISA του ΟΟΣΑ

Ο Οργανισμός Οικονομικής Ανάπτυξης και Συνεργασίας με εργαλείο το Διεθνές Πρόγραμμα Αξιολόγησης Μαθητών/-τριών PISA  πρωτοστατεί στην πολιτική επιτήρησης, συμμόρφωσης, πιστοποίησης «εκπαιδευτικών προϊόντων» και  «εκπαιδευτικών υπηρεσιών» και ανταγωνισμού. Πολύ εύστοχα ο Πανεπιστημιακός Γιώργος Μαυρογιώργος επισημαίνει ότι ο ΟΟΣΑ, με «συμβουλευτικές εκθέσεις»,  εμπορεύεται εμπειρογνωμοσύνη για την άσκηση πολιτικής και στην εκπαίδευση.

Οι βασικοί του πολιτικοί και ιδεολογικοί άξονες  κινούνται γύρω από την ενθάρρυνση ενός ακραίου  διεθνούς ανταγωνισμού, με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια, την περιστολή των δαπανών και  την υποχρηματοδότηση της εκπαίδευσης, την αύξηση των ελέγχων, την ένταση των εξεταστικών διαδικασιών, την ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων των εκπαιδευτικών, την αποκέντρωση της χρηματοδότησης, την ελεύθερη επιλογή σχολείου, το «μπόλιασμα καλών διεθνών πρακτικών» και, γενικώς, την προώθηση τεχνοκρατικών και  διαχειριστικών προσεγγίσεων στο σχεδιασμό των εκπαιδευτικών αλλαγών.

Με μια εκπαιδευτική λογική που θυμίζει σε μεγάλο βαθμό τη αντίστοιχη μέτρηση της ανταγωνιστικότητας στο πεδίο της οικονομίας, ο ΟΟΣΑ δημιουργεί ακατάπαυστα αξιολογικές ιεραρχίες εκπαιδευτικών συστημάτων, με μια σοβαροφανή και επιστημονικοφανή μεθοδολογία, που «νομιμοποιεί» μέσω ενός ανταγωνιστικού αγοραίου και εξετασιοκεντρικού προτύπου εκπαίδευσης, την κατηγοριοποίηση και την ταξική διαφοροποίηση των σχολείων.

 Ενισχύει την τάση της ποσοτικοποίησης και «οικονομικοποίησης» των πάντων και της θέασής τους μέσα από την σκοπιά της «άμεσης κερδοφορίας» επιχειρησιακού τύπου. Ο στόχος για το «μέγιστο κέρδος με το ελάχιστο κόστος», μεταφράζεται για την εκπαίδευση ως «μικρότερες δαπάνες για αποφοίτους, που θα μπορούν να εξυπηρετούν την οικονομία, με τους χαμηλότερους δυνατό μισθούς» και εκπαιδευτικούς, που θα αξιολογούνται και θα πληρώνονται με βάση «τα επιτεύγματα» των μαθητών τους.  Αυτή είναι η ουσία της στόχευσης και πρόκειται για τη «λεπτομέρεια» που επιμελώς αποκρύπτεται πίσω από την αθώα φρασεολογία, που βρίθει ευφημισμών.

Ο Γιώργος Μαυρογιώργος τονίζει ότι το PISA εισβάλλει, ως άλλος επιθεωρητής, στα σχολεία δυο φορές (πιλοτική-βασική) στα τρία χρόνια. Με τα δοκίμια αξιολόγησης προωθεί συγκεκριμένη αντίληψη για τη σχολική γνώση, τη διδασκαλία, τη μάθηση, τη σχολική επιτυχία, το μαθητή, κ.ά., και υποδηλώνει ένα σύστημα αρχών, αντιλήψεων και επιλογών που προβάλλουν (και ως ένα βαθμό επιβάλλουν) αντίστοιχες αρχές στην οργάνωση της ίδιας της εκπαιδευτικής δια­δικασίας.

Που στοχεύει τελικά το PISA;

Ε, λοιπόν, τι άλλο συνιστά αυτή η λειτουργία του PISA παρά μια συγκεκριμένη μορφή άσκησης κοινωνικού ελέγχου στην ίδια την εκπαιδευτική διαδικασία; Αυτή η εξέλιξη, σε τελευταία ανάλυση, σημαίνει ότι η συμμετοχή στις διαδικασίες του ανοίγει τις προϋποθέσεις για εκχώρηση του ελέγχου της ίδιας της παιδαγωγικής και διδακτικής πράξης στους ορισμούς της ενιαίας υπερεθνικής  και αυστηρά συγκεντρωτικής «επιθεωρητικής» του εξουσίας. Τόσο οι χώρες που κατακτούν τα πρωτεία όσο κι αυτές που  προσδιορίζονται από το σύνδρομο της τελευταίας θέσης, ανταγωνίζονται με κοινό σημείο αναφοράς το «εξεταστικό παράδειγμα» PISA.

Αυτό σημαίνει ότι η όλη υπόθεση έχει εξελιχθεί ήδη σε ένα μηχανισμό «παρακυβέρνησης» των εκπαιδευτικών συστημάτων των χωρών που συμμετέχουν, με επιλογή των ίδιων των κυβερνήσεων. Φανταστείτε, κυνηγώντας την πρωτιά, η «προαιρετική» συμμετοχή να έχει ως αποτέλεσμα τη μετατροπή των σχολικών μονάδων και των εκπαιδευτικών συστημάτων σε  φροντιστήρια διεθνούς πατέντας για τη  συμμετοχή στο PISA! Βέβαια, η εκχώρηση κυριαρχικών δικαιωμάτων,  έχει επεκταθεί δραματικά σε όλα τα πεδία της υποτιθέμενης εθνικής κυριαρχίας. Η εκπαίδευση δε θα μπορούσε να είναι η εξαίρεση.

Δεν χωράει καμιά αμφιβολία. Αν οι συνταγές του Ο.Ο.Σ.Α και της Ε.Ε. στοχεύουν στις «δομές και τις υποδομές» του εκπαιδευτικού συστήματος, ο γνωστός διεθνής διαγωνισμός PISA  στοχεύει στο «περιεχόμενο» της εκπαίδευσης. Χέρι – χέρι ο διεθνής διαγωνισμός PISA επιχειρεί με όχημα τα πορίσματά του (μέσα από τον έλεγχο των αναγνωστικών, μαθηματικών και φυσικών ικανοτήτων των μαθητών) να προσανατολίσει την σχολική εκπαίδευση σε μια συγκεκριμένη κατεύθυνση.

Στην πράξη οι στόχοι του προωθούν αντί της γνώσης τη δεξιότητα. Για να πάει καλά μια χώρα στο διαγωνισμό πρέπει οι μαθητές της να έχουν αντιμετωπίσει τη Γλώσσα σχεδόν αποκλειστικά ως εργαλείο επικοινωνίας, να έχουν διδαχτεί από τα Μαθηματικά κυρίως μεθόδους επίλυσης πρακτικών προβλημάτων, ενώ στις Φυσικές επιστήμες να μην έχουν εμβαθύνει στο γιατί αλλά στο πώς. Έτσι, το εκπαιδευτικό σύστημα θα πρέπει, προσαρμοζόμενο στους στόχους του προγράμματος, να «προπονεί» τους μαθητές σε τέτοιου είδους θέματα αντί να τους διδάσκει, να τους καταρτίζει αντί να τους εκπαιδεύει.

 

Το “Ελληνικό PISA” : Αποκάλυψη τώρα!

Η θέσπιση του ελληνικού PISA κατ’ αναλογία εκείνου του διεθνούς προγράμματος για την αξιολόγηση των μαθητών (Programme for International Student Assessment – PISA) του ΟΟΣΑόπως ονομάστηκε, δεν πρόκειται για έναν αθώο σχεδιασμό του ΥΠΑΙΘ. Πρώτον είναι φανερό ότι όλη η υπόθεση μπορεί να εξελιχθεί σε ένα μηχανισμό «παρακυβέρνησης» της εκπαιδευτικής διαδικασίας καθώς τα δοκίμια αξιολόγησης θα προωθούν μια συγκεκριμένη αντίληψη για τη σχολική γνώση, τη διδασκαλία, τη μάθηση, τη σχολική επιτυχία, το μαθητή, κ.ά., που προβάλλουν (και ως ένα βαθμό επιβάλλουν) αντίστοιχες αρχές στην οργάνωση της ίδιας της εκπαιδευτικής δια­δικασίας. Δεύτερον τα αποτελέσματα αυτών των τεστ θα αξιοποιηθούν ως εργαλείο για την κατηγοριοποίηση των σχολείων και θα χρησιμοποιηθούν και  ως «κριτήρια» για την αξιολόγηση των ίδιων των εκπαιδευτικών.

Είναι φανερό ότι το νέο καθεστώς που θα επιβάλλει το «ελληνικό PISA», με τον κύκλο των τεστ, μπορεί να βλάψει τους πιο αδύνατους μαθητές και να αποδυναμώσει τις σχολικές τάξεις καθώς αναπόφευκτα συνεπάγεται όλο και περισσότερα τεστ πολλαπλής επιλογής, περισσότερα λεπτομερώς προσχεδιασμένα μαθήματα από «προμηθευτές» που βρίσκονται πάνω και έξω από το σχολείο – και μεγάλο άγχος για τους εκπαιδευτικούς.

Το «manual» της εκπαιδευτικής πολιτικής του ΥΠΑΙΘ            

Να επισημάνουμε ότι τίποτε δεν γίνεται και δεν λέγεται τυχαία από την επίσημη κρατική εκπαιδευτική πολιτική. Να θυμίσουμε τις κατευθύνσεις– οδηγίες –  επιβολές του ΟΟΣΑ για το παραπάνω θέμα. Με τίτλο «Ευθυγραμμίζοντας τα εκπαιδευτικά επίπεδα με την αξιολόγηση των μαθητών» ο ΟΟΣΑ αρχίζει με δύο επισημάνσεις και καταλήγει σε μία οδηγία που είναι και το «ζουμί» της πολιτικής του. Αφού σημειώνει ότι είναι απαραίτητη «η σύνδεση μεταξύ της αξιολόγησης μαθητών, σχολικών μονάδων και εκπαιδευτικών» επισημαίνει ότι «η αξιολόγηση της σχολικής μονάδας, του εκπαιδευτικού καθώς και τα τυποποιημένα τεστ για την αξιολόγηση των μαθητών σε εθνικό επίπεδο πρέπει να εξεταστούν μαζί, έτσι ώστε όχι μόνο να είναι αποτελεσματικές οι νέες πολιτικές όσον αφορά την επίτευξη των στόχων του πλαισίου αξιολόγησης, αλλά και να δημιουργούν συμπληρωματικότητες…».

Η δεύτερη επισήμανση για την Ελλάδα ήταν ότι «το υπουργείο υστερεί ενός ολοκληρωμένου και πλήρους συστήματος αξιολόγησης.

Πιο συγκεκριμένα, δεν υπάρχει:

■ Τυποποιημένη εθνική αξιολόγηση που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για τη σύγκριση της επίδοσης μεταξύ μαθητών, εκπαιδευτικών, σχολικών μονάδων ή περιφερειών.

■ Σύνδεση μεταξύ της αξιολόγησης μαθητών, σχολικών μονάδων και εκπαιδευτικών.

Στο πλαίσιο αυτό ξεφύτρωσε και πάλι η Τράπεζα Θεμάτων, η οποία, σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, αφενός δίνει τη δυνατότητα στους εκπαιδευτικούς να επιλέξουν από θέματα που έχουν δημιουργηθεί σε κεντρικό επίπεδο και αφετέρου είναι συνδεδεμένη με συγκεκριμένα μαθησιακά αποτελέσματα, τα οποία είναι συγκρίσιμα. Και τώρα ξεφυτρώνουν και τα ετήσια τεστ σε εθνικό επίπεδο.

Καθόλου τυχαία μετά την ανακοίνωση των βαθμολογικών επιδόσεων των υποψηφίων από το ΥΠΑΙΘ, σε άρθρο του στην ΕΣΤΙΑ (15 Ιουλίου 2021) με τίτλο «Η κατάρρευσις των βαθμών δείχνει την αποτυχία των εκπαιδευτικών» ο  δημοσιογράφος και διευθυντής της Εστίας Μανώλης Κοττάκης, σημειώνει:

«Τί μας δείχνουν λοιπόν τα στατιστικά; Πώς όλο το οικοδόμημα πάσχει. Πως το εκπαιδευτικό μας σύστημα στηρίζεται σέ γυάλινα πόδια. Πως οι αντιδράσεις των συνδικαλιστών για την τράπεζα θεμάτων στις προαγωγικές που θα αποκάλυπταν την πραγματική εικόνα του μορφωτικού επιπέδου των μαθητών δεν ήταν αθώες. .. Πώς η αξιολόγηση εἶναι μονόδρομος… 

Θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ανέτως ότι αρνούνται την αξιολόγηση, όπως ο διάβολος το λιβάνι, γιατί γνωρίζουν ότι θα δείξει αυτό που κρύβουν επί έτη και αποκαλύπτεται μόνον όταν γίνεται η  βαθμολόγηση των γραπτών στις πανελλαδικές εξετάσεις: Πώς μορφώνουν πλημμελώς τούς μαθητές...Ο εκπαιδευτικός είναι σαν τον κόουτς: Αν θέλει μπορεί να μεταμορφώσει έναν παίκτη και να τον οδηγήσει στο να κάνει θαύματα ακόμη και αν τον παραλάβει απροπόνητο. Αρκεί να αγαπά την δουλειά του».

 Χέρι χέρι με την εκάστοτε πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας οι μόνιμοι «τελάληδες» της κυρίαρχης πολιτικής, δημοσιογράφοι, τεχνοκράτες και «ειδικοί», εγχαράσσουν στο «σκληρό δίσκο» της κοινής γνώμης, ως αυτονόητο, ότι «η κακοδαιμονία του Ελληνικού σχολείου είναι αποτέλεσμα της έλλειψης αξιολόγησης-ελέγχου των εκπαιδευτικών».

Σε αυτό το πλαίσιο, οι εκπαιδευτικοί «χρεώνονται» την επιτυχία ή αποτυχία των μαθητών τους και η διοίκηση του σχολείου «χρεώνεται» με τη σειρά της την επιτυχία και την αποτυχία όλων.

Η αντίληψη αυτή «επιβλέπει» τη σχολική επιτυχία/αποτυχία μέσα από την «κλειδαρότρυπα» της αίθουσας διδασκαλίας, όπου όλα εξαφανίζονται εκτός από το δάσκαλο και το μαθητή. Δεν είναι, ωστόσο, λίγοι αυτοί που κατανοούν ή διαισθάνονται ότι το σχολείο δεν είναι «θερμοκήπιο» όπου τα παιδιά αναπτύσσονται ομαλά και απρόσκοπτα με καλό πότισμα και συστηματική φροντίδα!

Δεν υπάρχουν σχόλια: