Δευτέρα 3 Ιανουαρίου 2022

 


Σύμφωνα με πληροφορίες το υπουργείο Παιδείας προγραμματίζει, το δεύτερο τρίμηνο του 2022, να προχωρήσει στην εφαρμογή της Ελληνικής PISA η οποία θα είναι, στο ντεπούτο της,  πιλοτική.

            Σε πρόσφατη συνέντευξή της η υπουργός Παιδείας είχε δηλώσει  ότι η εφαρμογή της λεγόμενης "Ελληνικής Pisa" θα ξεκινήσει από την τρέχουσα σχολική χρονιά στο τέλος του Δημοτικού και στο τέλος του Γυμνασίου και ότι "συνιστά ένα εργαλείο αποτίμησης της παρεχόμενης εκπαίδευσης και του εκπαιδευτικού συστήματος". 

            Σύμφωνα με πληροφορίες το υπουργείο Παιδείας προγραμματίζει, το δεύτερο τρίμηνο του 2022, να προχωρήσει στην εφαρμογή της Ελληνικής PISA η οποία θα είναι, στο ντεπούτο της,  πιλοτική. Οι πανελλαδικού τύπου εξετάσεις, σύμφωνα με πληροφορίες θα διεξαχθούν για  6.000 μαθητές Στ Δημοτικού́ και 6.000 μαθητές Γ’ Γυμνασίου,  σε επιλεγμένες σχολικές μονάδες της χώρας.

            Πρόκειται για τη λεγόμενη «Ελληνική Pisa»  που περιλαμβάνεται στον πρόσφατο νόμο 4823/2021 «Αναβάθμιση του σχολείου, ενδυνάμωση των εκπαιδευτικών και άλλες διατάξεις». Στο άρθρο 104, «Αξιολόγηση του εκπαιδευτικού συστήματος» σημειώνεται, ανάμεσα σε άλλα: «Κάθε σχολικό έτος διενεργούνται σε εθνικό επίπεδο εξετάσεις διαγνωστικού χαρακτήρα για τους μαθητές της Στ’ τάξης των Δημοτικών σχολείων και τους μαθητές της Γ’ τάξης των Γυμνασίων σε θέματα ευρύτερων / γενικών γνώσεων των γνωστικών αντικειμένων της Νεοελληνικής Γλώσσας και των Μαθηματικών».

            Σύμφωνα με το νόμο σκοπός των ως άνω εξετάσεων είναι «η εξαγωγή πορισμάτων σχετικά με την πορεία υλοποίησης των προγραμμάτων σπουδών και τον βαθμό επίτευξης των προσδοκώμενων μαθησιακών αποτελεσμάτων σε εθνικό επίπεδο, περιφερειακό επίπεδο και σε επίπεδο σχολικής μονάδας».

PISA: βλάπτει σοβαρά την Παιδεία

            Ουσιαστικά το Υπουργείο Παιδείας επείγεται να «καλοπαντρέψει» πανελλαδικού τύπου εξετάσεις με τις δυνατότητες της πληροφορικής, για να πριμοδοτήσει, μέσω των αποτελεσμάτων των επιδόσεων των μαθητών, την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών και την κατηγοριοποίηση των σχολείων!

            Ναι είναι φανερό ότι τα αποτελέσματα αυτών των εξετάσεων διαγνωστικού χαρακτήρα θα αξιοποιηθούν ως εργαλείο για την κατηγοριοποίηση των σχολείων και θα χρησιμοποιηθούν και ως «κριτήρια» για την αξιολόγηση των ίδιων των εκπαιδευτικών.

            Δεύτερον, είναι φανερό ότι όλη η υπόθεση μπορεί να εξελιχθεί σε έναν μηχανισμό «παρακυβέρνησης» της εκπαιδευτικής διαδικασίας, καθώς τα θέματα αυτών των εξετάσεων θα προωθούν μια συγκεκριμένη αντίληψη για τη σχολική γνώση, τη διδασκαλία, τη μάθηση, τη σχολική επιτυχία, τον μαθητή κ.ά., που προβάλλουν (και ώς έναν βαθμό επιβάλλουν) αντίστοιχες αρχές στην οργάνωση της ίδιας της εκπαιδευτικής δια­δικασίας. Κοντολογίς η «ελληνική Pisa»  επιχειρεί με όχημα τα πορίσματά της (μέσα από τον έλεγχο των γλωσσικών και μαθηματικών ικανοτήτων των μαθητών) να προσανατολίσει την σχολική εκπαίδευση σε μια συγκεκριμένη κατεύθυνση.

            Είναι φανερό ότι το νέο καθεστώς που θα επιβάλει η «ελληνική PISA», με τον κύκλο των τεστ, μπορεί να βλάψει τους πιο αδύνατους μαθητές και να αποδυναμώσει τις σχολικές τάξεις, καθώς αναπόφευκτα συνεπάγεται όλο και περισσότερα τεστ πολλαπλής επιλογής, περισσότερα λεπτομερώς προσχεδιασμένα μαθήματα από «προμηθευτές» που βρίσκονται πάνω και έξω από το σχολείο –και μεγάλο άγχος για τους εκπαιδευτικούς.

            Σε μια ανάλογη, τηρουμένων των αναλογιών, Διεθνή Αξιολόγηση Μαθητών (PISA), ακαδημαϊκοί, εκπαιδευτικοί και γονείς από όλο τον κόσμο εκφράζουν έντονη ανησυχία για τις επιπτώσεις της επισημαίνοντας «ότι το καθεστώς που επιβάλλει το πρόγραμμα PISA, με το διαρκή κύκλο των τεστ σε παγκόσμια βάση, βλάπτει τα παιδιά μας και αποδυναμώνει τις σχολικές μας τάξεις καθώς αναπόφευκτα συνεπάγεται όλο και περισσότερα τεστ πολλαπλής επιλογής, περισσότερα λεπτομερώς προσχεδιασμένα μαθήματα από «προμηθευτές» που βρίσκονται έξω από το σχολείο – και λιγότερη αυτονομία για τους εκπαιδευτικούς. Με τον τρόπο αυτό το πρόγραμμα PISA έχει αυξήσει ακόμη περισσότερο το άγχος που προϋπήρχε στα σχολεία, θέτοντας σε κίνδυνο την ισορροπία μαθητών και εκπαιδευτικών».

Το «manual» της εκπαιδευ­τικής πολιτικής του ΥΠΑΙΘ

            Να επισημάνουμε ότι τίποτε δεν γίνεται και δεν λέγεται τυχαία από την επίσημη κρατική εκπαιδευτική πολιτική. Να θυμίσουμε τις κατευθύνσεις - οδηγίες - επιβολές του ΟΟΣΑ για το παραπάνω θέμα. Με τίτλο «Ευθυγραμμίζοντας τα εκπαιδευτικά επίπεδα με την αξιολόγηση των μαθητών», ο ΟΟΣΑ αρχίζει με δύο επισημάνσεις και καταλήγει σε μία οδηγία, που είναι και το «ζουμί» της πολιτικής του.

            Αφού σημειώνει ότι είναι απαραίτητη «η σύνδεση μεταξύ της αξιολόγησης μαθητών, σχολικών μονάδων και εκπαιδευτικών», επισημαίνει ότι «η αξιολόγηση της σχολικής μονάδας, του εκπαιδευτικού, καθώς και τα τυποποιημένα τεστ για την αξιολόγηση των μαθητών σε εθνικό επίπεδο πρέπει να εξεταστούν μαζί, έτσι ώστε όχι μόνο να είναι αποτελεσματικές οι νέες πολιτικές όσον αφορά την επίτευξη των στόχων του πλαισίου αξιολόγησης, αλλά και να δημιουργούν συμπληρωματικότητες…».

            Η δεύτερη επισήμανση του ΟΟΣΑ για την Ελλάδα είναι ότι το υπουργείο υστερεί ενός ολοκληρωμένου και πλήρους συστήματος αξιολόγησης. Συγκεκριμένα, δεν υπάρχει:

            ■ Τυποποιημένη εθνική αξιολόγηση που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για τη σύγκριση της επίδοσης μεταξύ μαθητών, εκπαιδευτικών, σχολικών μονάδων ή περιφερειών.

            ■ Σύνδεση μεταξύ της αξιολόγησης μαθητών, σχολικών μονάδων και εκπαιδευτικών.

            Στο πλαίσιο αυτό, ξεφύτρωσε και πάλι η Τράπεζα Θεμάτων, η οποία, σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, αφενός δίνει τη δυνατότητα στους εκπαιδευτικούς να επιλέξουν από θέματα που έχουν δημιουργηθεί σε κεντρικό επίπεδο και αφετέρου είναι συνδεδεμένη με συγκεκριμένα μαθησιακά αποτελέσματα, τα οποία είναι συγκρίσιμα. Και τώρα ξεφυτρώνουν και τα ετήσια τεστ σε εθνικό επίπεδο.

            Να θυμίσουμε ότι καθόλου τυχαία μετά την ανακοίνωση των βαθμολογικών επιδόσεων των υποψηφίων από το ΥΠΑΙΘ, σε άρθρο του στην «Εστία» (15 Ιουλίου 2021), με τίτλο «Η κατάρρευσις των βαθμών δείχνει την αποτυχία των εκπαιδευτικών», ο διευθυντής της «Εστίας» σημείωνε:

            «Τι μας δείχνουν λοιπόν τα στατιστικά; Πώς όλο το οικοδόμημα πάσχει. Πως το εκπαιδευτικό μας σύστημα στηρίζεται σε γυάλινα πόδια. Πως οι αντιδράσεις των συνδικαλιστών για την τράπεζα θεμάτων στις προαγωγικές που θα αποκάλυπταν την πραγματική εικόνα του μορφωτικού επιπέδου των μαθητών δεν ήταν αθώες... Πως η αξιολόγηση είναι μονόδρομος… Θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ανέτως ότι αρνούνται την αξιολόγηση, όπως ο διάβολος το λιβάνι, γιατί γνωρίζουν ότι θα δείξει αυτό που κρύβουν επί έτη και αποκαλύπτεται μόνον όταν γίνεται η βαθμολόγηση των γραπτών στις πανελλαδικές εξετάσεις: Πως μορφώνουν πλημμελώς τους μαθητές...».

            Χέρι χέρι με την εκάστοτε πολιτική ηγεσία του υπουργείου Παιδείας, οι μόνιμοι τελάληδες της κυρίαρχης πολιτικής, δημοσιογράφοι, τεχνοκράτες και «ειδικοί», εγχαράσσουν στον σκληρό δίσκο της κοινής γνώμης, ως αυτονόητο, ότι «η κακοδαιμονία του ελληνικού σχολείου είναι αποτέλεσμα της έλλειψης αξιολόγησης - ελέγχου των εκπαιδευτικών».

            Σε αυτό το πλαίσιο, οι εκπαιδευτικοί χρεώνονται την επιτυχία ή αποτυχία των μαθητών τους και η διοίκηση του σχολείου χρεώνεται με τη σειρά της την επιτυχία και την αποτυχία όλων. Η αντίληψη αυτή επιβλέπει τη σχολική επιτυχία/αποτυχία μέσα από την κλειδαρότρυπα της αίθουσας διδασκαλίας, όπου όλα εξαφανίζονται, εκτός από τον δάσκαλο και τον μαθητή. Δεν είναι, ωστόσο, λίγοι αυτοί που κατανοούν ή διαισθάνονται ότι το σχολείο δεν είναι «θερμοκήπιο» όπου τα παιδιά αναπτύσσονται ομαλά και απρόσκοπτα με καλό πότισμα και συστηματική φροντίδα!

Δεν υπάρχουν σχόλια: