Γράφει ο Γεράσιμος Βαρδακαστάνης.
Τις τελευταίες μέρες ακούμε πολλούς ειδήμονες να εκφράζουν την άποψη ότι τα σχολεία είναι αναγκαίο να ανοίξουν άμεσα. Η κυβέρνηση φαίνεται να ασπάζεται τις απόψεις αυτές, με τον κυβερνητικό εκπρόσωπο να ανακοινώνει την επιστροφή των μαθητών στα θρανία από τις 11 Ιανουαρίου. Δυστυχώς όμως, τα δεδομένα δεν είναι τόσο ευνοϊκά όσο πιστεύουν οι ειδικοί.
Αρχικά, μπορεί ο αριθμός των κρουσμάτων καθημερινά να μειώνεται αλλά το ίδιο συμβαίνει και με τον αριθμό των τεστ. Αυτό σημαίνει ότι η διασπορά στην κοινότητα δεν είναι σε επίπεδα εφησυχασμού, πράγμα που επαληθεύει και ο μεγάλος αριθμός ασθενών στις Μ.Ε.Θ.
Επιπλέον, αν συγκρίνουμε τα στατιστικά της πανδημίας με αυτά στην αρχή του σχολικού έτους, η τωρινή κατάσταση είναι πολύ χειρότερη. Για παράδειγμα, στις αρχές του Σεπτεμβρίου είχαμε 80 τεστ ανά κρούσμα, το οποίο σημαίνει ότι για κάθε 80 περίπου τεστ ένα μόνο έβγαινε θετικό. Σήμερα, ο λόγος αυτός έχει επιδεινωθεί κατά τέσσερις φορές, αφού έχουμε ένα κρούσμα ανά 20 τεστ.
Ακόμη, υπάρχει ο ισχυρισμός ότι μεταξύ των παιδιών ο ιός μεταδίδεται πιο δύσκολα. Πρόσφατη έρευνα της Ισλανδικής deCODE genetics σε δείγμα 40000 ασθενών έδειξε ότι οι ενήλικες έχουν διπλάσιες πιθανότητες να νοσήσουν σε σύγκριση με τα παιδιά κάτω των 15 ετών. Αλλά ακόμη και έτσι, όταν η μόλυνση εξαπλώνεται σε μια κοινότητα, οι κίνδυνος στα σχολεία μπορεί να αυξηθεί δραματικά. Πόσο μάλλον, μετά την εμφάνιση του νέου στελέχους του ιού στην Αθήνα.
Εικάζεται ότι η μετάλλαξη αυτή μεταδίδεται ευκολότερα στα παιδιά, αλλά οι έρευνες πάνω σε αυτό δεν έχουν ολοκληρωθεί.
Τέλος, είναι αδύνατον να ανοίξουν τα σχολεία χωρίς κανένα νέο μέτρο και χωρίς καμία προετοιμασία. Ποιες σκοπιμότητες εξυπηρετεί άραγε η ανακοίνωση αυτή της κυβέρνησης; Διότι, το γεγονός ότι 1 εκατομμύριο παιδιά θα πάνε την ερχόμενη Δευτέρα σε τάξεις των 25 και άνω μαθητών, στην καρδιά του χειμώνα, μετά από δυο μήνες απαγόρευσης της κυκλοφορίας δεν θα έχει κανένα απολύτως θετικό αποτέλεσμα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου