Προβληματισμό έχουν προκαλέσει τα αποτελέσματα του διεθνούς διαγωνισμού PISA που ανακοινώθηκαν από τον ΙΕΠ, δείχνοντας μία όχι και τόσο καλή εικόνα στην μαθητική κοινότητα.
Όπως τονίζει η ανακοίνωση των Αγωνιστικών Παρεμβάσεων Συσπειρώσεων Κινήσεων ΔΕ, «Η δημοσίευση από το ΙΕΠ (5/12/2023) των αποτελεσμάτων του διεθνούς διαγωνισμού PISA 2022 του ΟΟΣΑ, όπου η Ελλάδα, σε σύνολο 81 χωρών κατατάσσεται στην 44η θέση στα Μαθηματικά, στην 41η θέση στην Κατανόηση Κειμένου και στην 44η θέση στις Φυσικές Επιστήμες, απασχόλησε και συνεχίζει να προκαλεί τη δημόσια συζήτηση».
Επί του θέματος αρκετές είναι οι απόψεις που ακούστηκαν, φτάνοντας ακόμα και στο σημείο να «πέσει» το φταίξιμο στους εκπαιδευτικούς και τα εργασιακά τους δικαιώματα.
Παράδειγμα τέτοιων δηλώσεων, σύμφωνα με την ανακοίνωση, αποτελεί και απόσπασμα το οποίο λέει ότι, «"Ο άκρατος συνδικαλισμός, η αντίληψη ότι υπάρχουν μόνο δικαιώματα και όχι υποχρεώσεις, η ελλειμματική γνώση σε σημαντικό αριθμό των εκπαιδευτικών της μέσης εκπαίδευσης, έχουν οδηγήσει σε καθίζηση της ποιότητας των γυμνασίων και των λυκείων μας. Κι αυτό αφορά σχεδόν αποκλειστικά στα δημόσια σχολεία: συνελεύσεις των καθηγητών εν ώρα μαθήματος, διάχυτος κομματισμός (αφορά σε όλο το κομματικό φάσμα) αποσυντονίζουν την εκπαιδευτική διαδικασία, την ξεχειλώνουν, την υποβαθμίζουν". Ή η πιο συμπυκνωμένη εκδοχή του στην Καθημερινή: "Για το επίπεδο των παιδιών δεν φταίει μόνο το εκπαιδευτικό σύστημα και η εμμονή με τις πανελλήνιες, αλλά και το χαμηλό επίπεδο των εκπαιδευτικών…"».
«Το PISA δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα εργαλείο διαπίστωσης των αποτελεσμάτων ενός σχολείου που υφίσταται τα αποτελέσματα της νεοφιλελεύθερης πολιτικής, απόκρυψης των αίτιων τους και παράλληλα συμμόρφωσης με αυτή την εκπαιδευτική πολιτική και προώθησής της. Με μια πολιτική που εξυπηρετεί μόνο τα συμφέροντα των επιχειρηματιών και του Κεφαλαίου που βλέπουν την εκπαίδευση ως πεδίο κερδοφορίας και τη μάθηση και τη διδασκαλία προσαρμοσμένες στις διαρκώς μεταβαλλόμενες ανάγκες του κεφαλαίου και της καπιταλιστικής παραγωγής», αναφέρει η ανακοίνωση.
Η ανακοίνωση
«Η δημοσίευση από το ΙΕΠ (5/12/2023) των αποτελεσμάτων του διεθνούς διαγωνισμού PISA 2022 του ΟΟΣΑ, όπου η Ελλάδα, σε σύνολο 81 χωρών κατατάσσεται στην 44η θέση στα Μαθηματικά, στην 41η θέση στην Κατανόηση Κειμένου και στην 44η θέση στις Φυσικές Επιστήμες, απασχόλησε και συνεχίζει να προκαλεί τη δημόσια συζήτηση. Σε αυτή τη δημοσίευση η κυβέρνηση και όλο το αστικό επιτελείο επιδόθηκαν σε μια σειρά αναλύσεων που όλες καταλήγουν να δικαιολογήσουν την αντιεκπαιδευτική πολιτική της άμεσης και έμμεσης ιδιωτικοποίησης του δημόσιου σχολείου, της αποδιάρθρωσης των εργασιακών σχέσεων, της υποβάθμισης της γνώσης και της μάθησης σε πληροφορίες και δεξιότητες, της έντασης των εξεταστικών διαδικασιών και φυσικά της αξιολόγησης των σχολείων και των εκπαιδευτικών.
Όπως συμβαίνει πλέον με τα περισσότερα ζητήματα, στη δημόσια συζήτηση κυριάρχησαν απόψεις που στον ένα ή τον άλλο βαθμό ταιριάζουν με την κυρίαρχη αφήγηση για την εκπαίδευση. Ιδιαίτερα προβλήθηκαν πλευρές της κυρίαρχης αστικής αντίληψης: για τα προβλήματα της εκπαίδευσης φταίνε οι εκπαιδευτικοί και τα εργασιακά δικαιώματα τους. Είναι χαρακτηριστικό το παρακάτω απόσπασμα: «Ο άκρατος συνδικαλισμός, η αντίληψη ότι υπάρχουν μόνο δικαιώματα και όχι υποχρεώσεις, η ελλειμματική γνώση σε σημαντικό αριθμό των εκπαιδευτικών της μέσης εκπαίδευσης, έχουν οδηγήσει σε καθίζηση της ποιότητας των γυμνασίων και των λυκείων μας. Κι αυτό αφορά σχεδόν αποκλειστικά στα δημόσια σχολεία: συνελεύσεις των καθηγητών εν ώρα μαθήματος, διάχυτος κομματισμός (αφορά σε όλο το κομματικό φάσμα) αποσυντονίζουν την εκπαιδευτική διαδικασία, την ξεχειλώνουν, την υποβαθμίζουν». Ή η πιο συμπυκνωμένη εκδοχή του στην Καθημερινή: «Για το επίπεδο των παιδιών δεν φταίει μόνο το εκπαιδευτικό σύστημα και η εμμονή με τις πανελλήνιες, αλλά και το χαμηλό επίπεδο των εκπαιδευτικών…».
Δεν χρειάζεται ιδιαίτερη προσπάθεια για να φανεί ότι αυτή η ερμηνεία των αποτελεσμάτων ταιριάζει με την ανάγνωση που επιδιώκει η κυβέρνηση, η ΕΕ και ο ΟΟΣΑ, μια και οι λύσεις που θα μπορούσε να προτείνει κάποιος προκύπτουν αυτόματα: αξιολόγηση των εκπαιδευτικών και των σχολείων, περιορισμός του συνδικαλισμού και κατάργηση εργασιακών δικαιωμάτων είναι η προφανής απάντηση.
Δυστυχώς για όλους αυτούς αυτή η προφανής απάντηση διαψεύδεται από την ίδια την πραγματικότητα. «Ξεχνάνε» να πουν ότι αυτός που έρχεται να διαπιστώσει την ανεπάρκεια –ο ΟΟΣΑ- είναι εδώ και χρόνια και ένας από τους κύριους υπεύθυνους για την πορεία της εκπαίδευσης όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και στην Ευρώπη.
Για την Ελλάδα, ο ΟΟΣΑ κατά καιρούς έχει προτείνει αλλαγές προς το χειρότερο και οι κυβερνήσεις έχουν επιβάλει μερικές από αυτές. Τέτοιες είναι: η αύξηση του εργασιακού-διδακτικού ωραρίου των εκπαιδευτικών, η αύξηση του ορίου συνταξιοδότησης, οι συγχωνεύσεις σχολείων, η αύξηση του αριθμού μαθητών ανά τάξη, οι περικοπές δαπανών, η ένταση των εξεταστικών διαδικασιών, η ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων των εκπαιδευτικών, η ελεύθερη επιλογή σχολείου, η δημιουργία σχολείων για τις ελίτ και η αξιολόγηση παντού!
Η αύξηση του ωραρίου των εκπαιδευτικών που προτάθηκε πριν από χρόνια και έχει γίνει στην Ελλάδα, δεν φαίνεται να έφερε κανένα θετικό αποτέλεσμα. Εδώ και χρόνια επίσης το περιεχόμενο των μαθημάτων αλλάζει προς την κατεύθυνση των δεξιοτήτων (χαρακτηριστικό παράδειγμα η γλώσσα), πάλι χωρίς κανένα ιδιαίτερο αποτέλεσμα για τα κριτήρια του ΟΟΣΑ. Η «αξιολόγηση παντού», που είναι ευαγγέλιο του ΟΟΣΑ και της κυβέρνησης, εφαρμόζεται εδώ και χρόνια σε χώρες στις οποίες έχει περάσει η νεοφιλελεύθερη πολιτική και έχει ήδη καταστροφικά αποτελέσματα: έχει οδηγήσει στην παράδοση δημόσιων σχολείων σε ιδιωτικές εταιρείες (π.χ. στη Μ. Βρετανία, το 45% των σχολείων, τα λεγόμενα charter schools), στην αυξανόμενη τάση ιδιωτικοποίησης σχολείων (π.χ. στη Γερμανία), δένει όλο και πιο στενά το αναλυτικό πρόγραμμα των σχολείων με τις εξετάσεις (π.χ. στις Σκανδιναβικές χώρες το «PISA for schools» λειτουργεί ως άλλη Τράπεζα Θεμάτων»), έχει αυξήσει τον αναλφαβητισμό (π.χ. στις ΗΠΑ πάνω από το ένα τρίτο του πληθυσμού είναι αναλφάβητο ή μόλις εγγράμματο), την εργασιακή εξουθένωση και έχει οδηγήσει σε μαζικές παραιτήσεις εκπαιδευτικών. Σε αυτό το σημείο να μην ξεχάσουμε τη μόνιμη επιδίωξη τόσο του ΟΟΣΑ, όσο και των κάθε λογής κυβερνήσεων να αυξηθούν οι μαθητές σε κάθε τμήμα, ώστε να μειωθούν και οι αντίστοιχοι διορισμοί εκπαιδευτικών επιβαρύνοντας ακόμη περισσότερο τις συνθήκες της λειτουργίας της εκπαιδευτικής διαδικασίας.
Τι «ξεχνάνε» σκόπιμα όσοι επικαλούνται το PISA; Ξεχνάνε αυτό που λένε οι ίδιες οι διαπιστώσεις τους. Τα ιδιωτικά σχολεία τα πηγαίνουν καλύτερα από τα δημόσια. Σύμφωνα με την Καθημερινή: «Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα χαρακτηριστικά της PISA είναι το ότι συνοδεύεται και από ερωτηματολόγια για τη ζωή και το οικογενειακό περιβάλλον των μαθητών. Κι εκεί φαίνεται ότι το πώς ζουν τα παιδιά στο σπίτι τους έχει μεγάλη επίπτωση στο πως τα πηγαίνουν στην εξέταση. Παιδιά στο σπίτι των οποίων υπάρχουν πολλά βιβλία, παιδιά που τρέφονται καλά, παιδιά με μορφωμένους γονείς, παιδιά με ευκατάστατους γονείς και παιδιά που παίζουν videogames (αλλά όχι υπερβολικά πολύ) τα πηγαίνουν κατά κανόνα αισθητά καλύτερα από το μέσο όρο». «Ξεχνάνε» επίσης ότι οι πλούσιες χώρες συνολικά πάνε καλύτερα από τις φτωχότερες χώρες.
«Ξεχνάνε» δηλαδή ότι οι κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες μέσα στις οποίες ζουν και μεγαλώνουν οι μαθητές, οι εκπαιδευτικοί και οι γονείς παίζουν καθοριστικό ρόλο για τη σχολική επίδοση. «Ξεχνάνε» ότι η εκπαίδευση σε μια ταξική κοινωνία αντανακλά τις αντιθέσεις αυτής της κοινωνίας και ότι αυτές αποτυπώνονται στη σχολική επίδοση. Και όσο περισσότερο το σχολείο αντί να επιδιώκει να στηρίξει τους πιο αδύναμους, περιορίζεται όλο και περισσότερο στο να διαπιστώνει την αδυναμία τους, αυτή θα γίνεται φανερή στα αποτελέσματά του. Γιατί φυσικά είναι τα σπίτια των φτωχότερων και των μεταναστών στα οποία δεν υπάρχουν βιβλία, είναι τα σπίτια όπου ζουν παιδιά που δεν τρέφονται καλά ή όπου ζουν παιδιά που στερούνται και ακόμα και τα βασικά για μάθηση.
Το PISA δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα εργαλείο διαπίστωσης των αποτελεσμάτων ενός σχολείου που υφίσταται τα αποτελέσματα της νεοφιλελεύθερης πολιτικής, απόκρυψης των αίτιων τους και παράλληλα συμμόρφωσης με αυτή την εκπαιδευτική πολιτική και προώθησης της. Με μια πολιτική που εξυπηρετεί μόνο τα συμφέροντα των επιχειρηματιών και του Κεφαλαίου που βλέπουν την εκπαίδευση ως πεδίο κερδοφορίας και τη μάθηση και τη διδασκαλία προσαρμοσμένες στις διαρκώς μεταβαλλόμενες ανάγκες του κεφαλαίου και της καπιταλιστικής παραγωγής.
Γι΄ αυτό και παλεύουμε ενάντια στην εφαρμογή των πολιτικών της αξιολόγησης – κατηγοριοποίησης των σχολείων και εκπαιδευτικών. Γιατί αντί για ένα σχολείο για όλα τα παιδιά, δημιουργούν ένα ακόμα πιο ταξικό και κατηγοριοποιημένο σχολείο με υποβαθμισμένα, υποχρηματοδοτούμενα σχολεία για τους πολλούς. Γι΄ αυτό ως Παρεμβάσεις αγωνιζόμαστε για ενιαίο, 12χρονο, δημόσιο και δωρεάν σχολείο για όλα τα παιδιά, των όλων, των ίσων και των διαφορετικών, με δίχρονη υποχρεωτική προσχολική εκπαίδευση. Ένα σχολείο που θα έχει το βλέμμα στραμμένο σε όλα τα παιδιά και θα προσπαθεί να τα στηρίξει. Που θα πηγαίνει κόντρα στον κοινωνικά άδικο χαρακτήρα του σημερινού, διπλού σχολικού δικτύου που διασφαλίζει τον κατανεμητικό εργασιακά ρόλο του σχολείου. Που θα προσφέρει στο νέο άνθρωπο εκείνες τις γνώσεις που θα τον βοηθούν να καταλάβει τον κόσμο γύρω του, να τον αλλάξει και να αποκτήσει ένα ήθος δημοκρατικό, συλλογικό, κοινωνικής προσφοράς. Που θα είναι δημόσιο και δωρεάν ώστε να διασφαλίζει ότι όλα τα παιδιά θα μπορούν να φοιτήσουν σε αυτό!»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου