Εκτύπωση

της Γιώτας Ιωαννίδου

Σε πρόσφατη τηλεοπτική εκπομπή η υπουργός παιδείας απαντώντας σε ερώτημα για τα προβλήματα της τηλεκπαίδευσης -όπως στο ορεινό χωριό της Ηλείας- την εκθείασε για μια ακόμη φορά επιμένοντας στα εκατομμύρια των μαθητών που συνδέονται, χάρις και στις ιδιωτικές χορηγίες, και στο περίφημο «προχώρημα της ύλης» που επιτυγχάνεται. Το ίδιο χρονικό διάστημα ο βουλευτής της ΝΔ και πρώην υπουργός παιδείας, Ευριπίδης Στυλιανίδης, πρόσθεσε αναφορικά με το ζήτημα των προβλημάτων συμμετοχής των δημόσιων σχολείων στην τηλεκπαίδευση σε αντίθεση με τα ιδιωτικά σχολεία: «αυτό δείχνει τη δύναμη της ιδιωτικής πρωτοβουλίας».

Ας αντιπαρέλθουμε τη φτήνια των επιχειρημάτων υπεράσπισης του καλοταϊσμένου ιδιωτικού τομέα, όταν περνάμε μια περίοδο που η μάχη για την ίδια τη ζωή κρίνεται στην αντοχή και το σθένος των δημόσιων νοσοκομείων, των γιατρών και των υγειονομικών, που η κυβέρνηση όχι απλά συνεχίζει να αφήνει αβοήθητους αλλά επιπλέον τους υπονομεύει. Το να μην αντιλαμβάνεται κανείς όμως το μέγεθος της καταστροφής που συμβαίνει αυτή την περίοδο στην εκπαίδευση (όπως προφανώς και στην εργασία και τη δημοκρατία και εν γένει στα κοινωνικά αγαθά και δικαιώματα), υπερβαίνει τα όρια της ιδεοληπτικής υπέρ του κεφαλαίου αγκύλωσης.

Η κυβέρνηση και η κ. Κεραμέως κάνουν πως δεν βλέπουν γιατί έτσι τους βολεύει. Ή έχουν απωλέσει κάθε ικανότητα να βλέπουν, αφού τα μυωπικά γυαλιά της προτεραιότητας των επιχειρηματικών κερδών και της σταθεροποίησης του συστήματός τους καθιστούν το ψωμί, την υγεία, την παιδεία και την ελευθερία τρίτες και τέταρτες επιλογές στο σύστημα αξιών τους. Τα σκάνδαλα των σκοιλ ελικίκου, των μασκών και των παγουρίνο τα διαφήμισαν. Ήρθαν μετά οι ηλεκτρονικές εκλογές των αιρετών στην εκπαίδευση που το επιτελείο της κυβέρνησης εξήρε ένα αποτέλεσμα όπου ψήφισαν 13.000 από τους πάνω από 170.000 εκπαιδευτικούς, ως απόγειο της δημοκρατίας. Η κ. Κεραμέως, ως άλλος Τραμπ στη νιοστή, το πανηγύρισε με δηλώσεις. Και τώρα η Webex κοντεύει να αναδειχθεί ως εκπαιδευτικό πρότυπο. Ό,τι περιγράφει στο βιβλίο του «Περί τυφλότητας» ο Ζ. Σαραμάγκου ωχριά μπροστά σε αυτή την πραγματικότητα.  

Η εμπειρία εκπαιδευτικών, μαθητών και γονιών με την εφαρμογή της τηλεκπαίδευσης κρούει τον κώδωνα του κινδύνου. Πρόκειται για μια κατάσταση διάλυσης της δημόσιας, δωρεάν εκπαίδευσης, της εκπαιδευτικής διαδικασίας αλλά και των υποκειμένων της. Σε τέτοιο βαθμό που πολλοί αναρωτιούνται αν μπορεί να σταθεί ακόμη και ως λύση ανάγκης ή αν δημιουργεί περισσότερα προβλήματα από αυτά που θεραπεύει. Πολλά έχουν γραφτεί και ειπωθεί αυτές τις ημέρες. Ας φωτίσουμε ορισμένες πλευρές.

Υπ’ αριθμόν ένα ζήτημα παραμένει η δυνατότητα συμμετοχής του συνόλου των μαθητών, με τους ίδιους όρους. Ξέρουμε καλά ότι και στο δια ζώσης σχολείο τα παιδιά προσέρχονται με άνισες ταξικές αποσκευές. Άλλα έχουν ασφαλές και σταθερό οικονομικά και συναισθηματικά οικογενειακό περιβάλλον κι άλλα την ανασφάλεια της στέγης, του φαγητού, της επαφής. Άλλα ξέρουν ήδη να γράφουν και να διαβάζουν, να οργανώνουν τη μελέτη τους κι έχουν άνθρωπο να ρωτούν και να ακουμπούν, άλλα στέκονται αμήχανα ή εχθρικά απέναντι σε αυτούς που ξέρουν. Άλλα έχουν πλούτο παραστάσεων, ακουσμάτων, ιδεών και άλλων η ζωή μονοπωλείται από τηλεοπτικά σκουπίδια. Άλλα έχουν το σχολείο δίπλα στο σπίτι τους, να ξεκινά με τους περισσότερους καθηγητές κι άλλα κάνουν χιλιόμετρα για να μεταφερθούν και έχουν κενά καθηγητών που δεν αναπληρώνονται ποτέ ή αναγκάζονται στην τεχνική εκπαίδευση να αλλάζουν ειδικότητα. Για να μην μιλήσουμε για τα παιδιά της ειδικής αγωγής. Ωστόσο όλα αυτά τα παιδιά τελικά έρχονταν στο ίδιο σχολείο, στις ίδιες τάξεις, με το ίδιο πρόγραμμα και δραστηριότητες.

Τώρα το μόνο που παραμένει σταθερό είναι ο εκπαιδευτικός κι αυτός με πολλαπλά ακυρωμένο ρόλο. Υπάρχουν πολλά παιδιά που «εξαφανίζονται», δεν μπορούν καν να μπουν στην τηλεκπαίδευση. Προφανώς οι 90.000 υποσχόμενοι από το υπουργείο υπολογιστές είναι καρφίτσα στον ωκεανό των 1,3 εκατομ. μαθητών όλων των βαθμίδων και με την υπόθεση (που καθόλου δεν ισχύει) ότι οι εκπαιδευτικοί δεν έχουν προβλήματα υποδομής. Είναι μεγάλο το ποσοστό των παιδιών που μπαίνουν στις τηλετάξεις από κινητό, που έχουν προβλήματα σύνδεσης και δεν μπαίνουν πάντα, που δεν ακούν ή που «πετιούνται έξω». Κι όλα αυτά αν υποθέσουμε ότι η Webex και το Πανελλήνιο Σχολικό Δίκτυο δεν θα καταρρεύσουν, δεν θα μπουν εξωσχολικοί βάζοντας να παίζουν επικίνδυνα βίντεο κ.λπ., όπως συχνά συμβαίνει από την αρχή της εφαρμογής.

Αλλά αυτή είναι η κορυφή του παγόβουνου. Ακόμη κι αν κάθε παιδί διέθετε εξοπλισμό και καλή σύνδεση internet και καλές ταχύτητες κ.λπ., είναι το ίδιο ο Γιάννης που μπαίνει στην τηλετάξη από το στενόχωρο διαμέρισμα, στριμωγμένος στην κουζίνα, με τον Πέτρο που μπαίνει από το προσωπικό του δωμάτιο; Η Ελένη που ταυτόχρονα φυλάει τον μικρό αδελφό, και η Αλίκη που τη φροντίζουν; Ο Κώστας που δεν μπορεί να χειριστεί αυτά που λέει ο δάσκαλος, αλλά δεν είναι κοντά του να τον βοηθήσει, και η Δήμητρα που έχει να ρωτήσει κάποιον δικό της ή το φροντιστήριο; Προφανώς πρόκειται για άνισα περιβάλλοντα, που διαφοροποιούν τις μαθησιακές δυνατότητες και βαθαίνουν ακόμη περισσότερο τις κοινωνικές ανισότητες. Τα παιδιά των λαϊκών τάξεων, που η σχέση τους με τη γνώση δεν έχει δρομολογηθεί λόγω δυσκολιών του οικογενειακού τους περιβάλλοντος, αλλά οικοδομείται στο σχολείο μέρα με τη μέρα, όταν αυτό λείπει, πιο εύκολα οδηγούνται στην παραίτηση και την εγκατάλειψη. Πολύ περισσότερο τα παιδιά ευάλωτων ειδικών ομάδων, τα παιδιά των μεταναστών και προσφύγων ή άλλων που το σχολικό πλαίσιο αποτελεί γι’ αυτά ένα από τα λίγα σημεία αναφοράς. Όλα αυτά επιδεινώνονται ακόμη περισσότερο για τους μαθητές της τεχνικής εκπαίδευσης, λόγω της κοινωνικοοικονομικής σύνθεσης του μαθητικού πληθυσμού και των εργαστηριακών μαθημάτων.

Ας προσπαθήσουμε όμως να διερευνύσουμε ολόκληρο το παγόβουνο!

Όλοι οι εκπαιδευτικοί, ανεξάρτητα από τη μέθοδο που ακολουθούν, κατανοούν ότι η γνώση, η εκπαιδευτική διαδικασία γενικότερα προϋποθέτει σκεπτόμενα υποκείμενα. Δηλαδή διανοητική εμπλοκή των μαθητών στο επιστημονικό αντικείμενο που διδάσκουν. Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο πρέπει ο εκπαιδευτικός να κινήσει την περιέργεια του συνόλου των μαθητών της τάξης, να τους βάλει ερωτήματα, ώστε να αμφισβητήσουν, να συγκρίνουν, να κάνουν λάθος, να απορρίψουν κοκ, με λίγα λόγια να σκεφτούν. Η γνώση, η σχέση μαζί της αλλά και η προσωπικότητα οικοδομείται μέσα στο πλαίσιο των σχέσεων της τάξης που συνεχώς (ανα)διαμορφώνονται. Αλλά και στο πλαίσιο της συνολικής δραστηριότητας του σχολείου. Δηλαδή των ομάδων δουλειάς, του αθλητισμού, των εκδηλώσεων, των γιορτών, των εκδρομών, των διαδικασιών συζήτησης προβλημάτων και διεκδικήσεων, των αντεγκλήσεων και των προβλημάτων συνύπαρξης και της αντιμετώπισής τους κ.λπ. Όλα αυτά διαμορφώνουν χαρακτηριστικά, κριτήρια και αισθήματα που είναι παρόντα και στη γνωστική διαδικασία. Εν ολίγοις δεν μαθαίνει κάποιος επειδή ο εκπαιδευτικός του «λέει» το μάθημα.

Στην τηλεκπαίδευση υπάρχει μια απίστευτη πληροφοριοποίηση της διδασκαλίας, όσο κι αν διανθιστεί από τη χρήση εργαλείων, και μάλιστα στο πλαίσιο ενός ελάχιστου χρόνου, χωρίς τη δυνατότητα συνέχειας του σχολικού χρόνου και χώρου. Με παιδιά που δεν βλέπεις και  μπορεί να μην σε βλέπουν ή να μην σε ακούν, αλλά και σε μη κοινό χώρο ώστε να υπάρχει ένα ελάχιστο στοιχείο συνεκτικότητας. Ο εκπαιδευτικός νιώθει ανά πάσα στιγμή ανασφαλής ως προς το αποτέλεσμα που επιφέρει -αν επιφέρει- αυτό που λέει. Ταυτόχρονα ακόμη και η συγκέντρωση προσοχής των μαθητών είναι αδύνατη. Αυτό υπογραμμίζεται ακόμη περισσότερο από την παραμονή των μαθητών 6 και 7 ώρες μπροστά σε μια οθόνη tablet ή κινητού, με τα πολλαπλά προβλήματα που επιφέρει. Ο βομβαρδισμός με πλήθος πληροφοριών, η προσπάθεια πρόσληψης, η αναντιστοιχία με τη σωματική δραστηριότητα που είναι η καθήλωση μπροστά στην οθόνη στο παραπάνω πλαίσιο, διαμορφώνει γρήγορα ένα πλαίσιο ψυχικής κόπωσης όλων. Χωρίς τη δυνατότητα κάποιας σωτήριας διακοπής, όπως του διαλείμματος και της σωματικής εκτόνωσης ή ακόμη και του αστείου, της συζήτησης με συμμαθητές, της επικοινωνίας με πρόσωπα κ.λπ., η κόπωση αυτή οδηγεί σε ατομικοποίηση, μοναξιά, κατάθλιψη, έλλειψη προσδοκιών. Περιβάλλον δηλαδή εξόχως τοξικό για την ανάπτυξη εκπαίδευσης αλλά και δημιουργικότητας, προσωπικότητας και αυτονομίας.

Με βάση τα παραπάνω δεδομένα, το να επανέρχεται συνεχώς από τα υπουργικά ανακοινωθέντα ότι «η ύλη προχωράει», αντί να τεθεί η ανάγκη μείωσης και ανασυγκρότησής της, αποτελεί ωμή ομολογία των αντιδραστικών σχεδίων της κυβέρνησης. Αποτελεί ένα κάλεσμα αφενός προς τους εκπαιδευτικούς να τηρήσουν τις διοικητικές εντολές χωρίς να ενδιαφέρονται για την ουσία και αφετέρου προς τους μαθητές και τους γονείς τους να αναζητήσουν ιδιωτικά μέσα για τη μόρφωσή τους ή να μείνουν αγράμματοι. Είναι δηλαδή σαν να λέει το Υπουργείο ότι είστε υποχρεωμένοι να αποκτήσετε εκπαίδευση, χωρίς να είναι υποχρέωση της πολιτείας να σας την παρέχει. Έτσι όπως και με τις συμφωνίες με τις εταιρείες για την τηλεκπαίδευση, ανοίγει τον δρόμο για τη διάλυση της δημόσιας, δωρεάν εκπαίδευσης και την παραχώρησή της στον ιδιωτικό τομέα, ως πεδία παραγωγής κέρδους.

Την ίδια στιγμή οι εκπαιδευτικοί βρίσκονται στο επίκεντρο μιας επιπλέον ψυχοφθόρας διαδικασίας. Με την αναζήτηση υλικών μέσων και τεχνογνωσίας, με δικά τους έξοδα. Με την αναγκαστική μετατροπή του σπιτιού τους σε χώρο εργασίας, αφού τα σχολεία δεν μπορούν να καλύψουν όσους το επιθυμούν. Αλλά και επειδή η Διοίκηση και το Υπουργείο Παιδείας παραβιάζει συνεχώς και τον χρόνο εργασίας τους, καλώντας τους να εφαρμόσουν εγκυκλίους, μεταμεσονύκτια ή Σαββατοκύριακα. Μέσα σε αυτόν τον κυκεώνα διαπιστώνουν διαρκώς τη δυσκολία επαφής με τα παιδιά και τη δυσλειτουργία της εκπαιδευτικής σχέσης σε μια εποχή που οι υπέρμετρες δυσκολίες της την καθιστούν όσο ποτέ αναγκαία. Αλλά και που η κλίμακα των ερωτημάτων που βάζει η πανδημία, για τον ίδιο τον τρόπο ύπαρξης της ανθρωπότητας, αναδεικνύουν όσο ποτέ την ανάγκη της γνώσης και της μόρφωσης, δηλαδή των ενεργών, σκεπτόμενων υποκειμένων που επιδιώκουν να επιδρούν στην πραγματικότητα και να την αλλάζουν.

Οι εκπαιδευτικοί σε πολύ δύσκολες συνθήκες μαζί με τους μαθητές και τους γονείς τους, οφείλουν να υπερασπίσουν το δημόσιο και δωρεάν σχολείο, το δικαίωμα όλων στη μόρφωση. Να επιμένουν να βλέπουν πίσω από την οθόνη τα χαμογελαστά πρόσωπα των παιδιών. Όλων κι όχι μόνο αυτών που ακούγονται. Να τολμούν να αγωνίζονται για μέτρα για ανοικτά και ασφαλή σχολεία. Να μην υποταχθούν στους κυβερνητικούς νόμους περί τυφλότητας.

Φωτογραφία εξωφύλλου από facebook.com.