Τετάρτη 12 Φεβρουαρίου 2020


Κατά τη σχολική ηλικία πραγματοποιούνται σημαντικές μεταβολές στον τομέα της ψυχοκοινωνικής ανάπτυξης του παιδιού
Καταρχήν μεταβάλλεται το κοινωνικό πλαίσιο στο οποίο δρα και αλληλεπιδρά το παιδί. Έπειτα, αλλάζει η ψυχοδυναμική του παιδιού, τα κίνητρα και οι αναπτυξιακές επιδιώξεις του. η περίοδος από το 6ο έως το 12ο έτος ονομάζεται σύμφωνα με τον Freud (1905) λανθάνουσα περίοδος γιατί το παιδί στη φάση αυτή δε βρίσκεται κάτω από την έντονη επίδραση των ενστικτωδών του ενορμήσεων, ενώ η ψυχοσυναισθηματική του ανάπτυξη είναι πιο ήρεμη σε σχέση με τις προηγούμενες ή τις επόμενες περιόδους.
Κυριαρχεί ο σχηματισμός του Υπερεγώ, ομάδα λειτουργιών που σχετίζονται με τις ηθικές αξίες και τα ιδανικά του ατόμου, η ταυτοποίηση με τους συνομηλίκους του ίδιου φύλου, η δημιουργία ομάδων, η αναζήτηση στενού φίλου. Το παιδί έχει σαφή αντίληψη της θέσης του μέσα στην οικογένεια και της ταυτότητάς του ως αγόρι ή κορίτσι, μπορεί να επεξεργαστεί συναισθήματα αποτυχίας και να αναπτύξει την αίσθηση της φιλοπονίας αλλά και την ικανότητα κυριαρχίας πάνω σε αντικείμενα και έννοιες. Κατά τη λανθάνουσα περίοδο παρατηρείται σημαντική πρόοδος στην ανάπτυξη της προσωπικότητας και της συμπεριφοράς του παιδιού.
Η αρχή της σχολικής ζωής είναι μία δύσκολη και απαιτητική μεταβατική περίοδος διότι το παιδί καλείται αφενός να αποκτήσει σχολικές γνώσεις και αφετέρου να προσαρμοστεί σε ένα νέο άγνωστο περιβάλλον. Στη φάση αυτή εμφανίζονται συγκεκριμένα προβλήματα τα οποία δεν έχουν μία και μοναδική αιτιολογία που μπορούμε εύκολα να αναγνωρίσουμε, καθώς βιολογικοί, ψυχολογικοί και κοινωνικοί παράγοντες αλληλεπιδρούν και το πρόβλημα που εμφανίζεται είναι το αποτέλεσμα αυτής της αλληλεπίδρασης. Ο εκπαιδευτικός ανησυχεί και αισθάνεται ότι πρέπει να παρέμβει, εφόσον το πρόβλημα είναι σοβαρό, διαρκεί πολύ και αποτελεί εμπόδιο στην επίδοση του παιδιού ή στην παρακολούθηση του σχολείου.
Το παιδί συμπεριφέρεται διαφορετικά στο σπίτι από ότι στο σχολείο. Υπάρχουν αρκετές ενδείξεις από την παρατήρηση και την έρευνα που φανερώνουν ότι ο βαθμός της προσαρμογής του παιδιού στο σχολείο συσχετίζεται με τις διαφορές που μπορεί να υπάρχουν μεταξύ της ατμόσφαιρας του σπιτιού και του σχολείου όσον αφορά στις αξίες, τις ιδέες και τις στάσεις απέναντι στη ζωή γενικότερα. Γι’ αυτό το πρώτο βήμα για την αποτελεσματική αντιμετώπιση των προβλημάτων που παρουσιάζουν τα παιδιά στο σχολείο είναι η συνεργασία σχολείου και οικογένειας.
Στις επόμενες γραμμές παρουσιάζονται αδρομερώς τα κυριότερα προβλήματα που ταλανίζουν την ψυχική ισορροπία των παιδιών της σχολικής ηλικίας καθώς και τρόποι αντιμετώπισής τους.
1.Σχολική φοβία
Φοβία είναι ο έντονος και αδικαιολόγητος φόβος που αναφέρεται σε ένα ορισμένο είδος ερεθισμάτων. Η σχολική φοβία εκδηλώνεται με ποικίλους τρόπους όπως π.χ. το παιδί δείχνει απροθυμία ή διστακτικότητα να πάει στο σχολείο, άλλοτε αρνείται να πάει στο σχολείο κατηγορηματικά ή παρουσιάζει συμπτώματα αντικοινωνικής συμπεριφοράς όπως εκρήξεις θυμού, επιθετικότητα, υπερκινητικότητα, άρνηση να δεχθεί φαγητό ή ψυχοσωματικά συμπτώματα όπως εμετούς, πονοκεφάλους, νυχτερινούς εφιάλτες κ.ά. Σε άλλες περιπτώσεις, προβάλλει διάφορες αιτιάσεις κατά του σχολείου, όπως π.χ. ότι ο δάσκαλος είναι κακός και άδικος ή ότι τα μαθήματα είναι ανιαρά και δύσκολα ή ότι οι συμμαθητές του τον απειλούν, τον δέρνουν ή τον περιφρονούν, κ.ά.
Η σχολική φοβία είναι μια βαθύτερη ψυχική διαταραχή, η οποία στην ηλικία αυτή εκδηλώνεται ως απέχθεια προς το σχολείο. Από την πλευρά της αιτιολογίας, η σχολική φοβία θεωρείται ως μια οξεία εκδήλωση ενός μόνιμου άγχους αποχωρισμού.
Το παιδί που φοιτά για πρώτη φορά στο σχολείο είναι σημαντικό να νιώσει το ενδιαφέρον και την κατανόηση του δασκάλου. Έτσι, μπορούμε να βοηθήσουμε το παιδί να αποχωριστεί ευκολότερα τη μητέρα του ενθαρρύνοντάς την να παραμείνει για λίγοα στο προαύλιο του σχολείου ή να χρησιμοποιήσουμε το δυναμικό της ομάδας της τάξης ώστε το παιδί να ενταχθεί πιο εύκολα στο σχολικό περιβάλλον. Το παιχνίδι με τα άλλα παιδιά θα το βοηθήσει να νιώσει άνετα και να αποκτήσει εμπιστοσύνη στον εαυτό του. γενικότερα, ο εκπαιδευτικός είναι καλό να κατορθώσει να χτίσει μα πραγματική σχέση με το παιδί η οποία θα διαποτίζεται από τα χαρακτηριστικά της εμπιστοσύνης, της ενσυναίσθησης και του αλληλοσεβασμού.
2. Κακή σχολική επίδοση 
Οι αιτίες που ευθύνονται για τη μειωμένη πρόοδο του παιδιού στο σχολείο μπορεί να είναι οι ακόλουθες:
Σχολική ωριμότητα: Η ωριμότητα ενός παιδιού είναι αποτέλεσμα της εξέλιξης της νοημοσύνης, της συναισθηματικής και της κοινωνικής εξέλιξης αλλά και της βιολογικής ωρίμανσης. Τις περισσότερες φορές η εξέλιξη στους τομείς αυτούς δε συμβαδίζει, με αποτέλεσμα όλα αυτά ή το καθένα χωριστά να ευθύνονται για την αδυναμία του παιδιού να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις του σχολείου. Το παιδί που χαρακτηρίζεται ως «ανώριμο» παρουσιάζει αδυναμία να παρακολουθήσει τα μαθήματα της τάξης του, μπορεί να δυσκολεύεται στη γραφή και την ανάγνωση, το λεξιλόγιο να είναι φτωχό για την ηλικία του και η κοινωνική του συμπεριφορά να μην είναι ανάλογη με την ηλικία του. Εξαιτίας όλων των παραπάνω είναι σημαντικό το παιδί να αποδεχθεί τα όρια που επιβάλλονται για τη λειτουργία του σχολείου και φυσικά να αναγνωριστεί η ανωριμότητά του έγκαιρα χωρίς να αποδοθούν όλα τα παραπάνω σε τεμπελιά, αδιαφορία, χαμηλή νοημοσύνη, κ.ά. Παράλληλα, η συζήτηση με τους γονείς θα βοηθήσει στην αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση της κατάστασης αυτής.
Ντροπή, δειλία: Τα παιδιά που χαρακτηρίζονται από ντροπή- δειλία είναι συνεσταλμένα και δεν συνάπτουν εύκολα φιλικές σχέσεις με άλλα παιδιά στο σχολείο. Παραμένουν απομονωμένα, δεν συμμετέχουν στην τάξη και στις δραστηριότητές της και αποφύγουν να παίζουν με τα άλλα παιδιά στο διάλειμμα. Θα βοηθούσε η διακριτική προσέγγιση αυτού του παιδιού από τον εκπαιδευτικό καθότι είναι πολύ ευαίσθητο και αγχώδες, παρουσιάζει χαμηλή αυτοπεποίθηση και φόβο χωρίς να υπάρχει λόγος. Ακόμη ο εκπαιδευτικός μπορεί να διευκολύνει τη συμμετοχή του στις δραστηριότητες στην τάξη, να βοηθήσει στη θετική επικοινωνία με την οικογένεια του παιδιού πείθοντάς τους γονείς να μην είναι απαιτητικοί και αυστηροί με το παιδί αλλά και να το ενθαρρύνει και αν το επιδοκιμάζει συνεχώς ώστε να ξεπεράσει τους φόβους του.
Αποθάρρυνση: Ένα από τα βασικά κίνητρα του παιδιού για να κάνει τη σχολική του εργασία και να επιτύχει, είναι να ευχαριστήσει όχι μόνο τον εαυτό του, αλλά και τους γονείς  και τους δασκάλους του, αποφεύγοντας την αποδοκιμασία ή την τιμωρία. Αν το οικογενειακό και σχολικό περιβάλλον επαινεί και επιδοκιμάζει την προσπάθεια του παιδιού τότε ενισχύεται και καλλιεργείται το πνεύμα ασφάλειας και εμπιστοσύνης.
3. Ειδικές μαθησιακές δυσκολίες  
Υπερκινητικότητα
Ο όρος υπερκινητικότητα αναφέρεται σε υπερβολικό ή αναπτυξιακά ακατάλληλο επίπεδο δραστηριότητας, κινητικής ή λεκτικής, η οποία, συχνά, φαίνεται άσκοπη.
Ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά των παιδιών με ΔΕΠ-Υ είναι ότι σπάνια ολοκληρώνουν τις δραστηριότητες που ξεκινούν και ιδιαίτερα αυτές που σχετίζονται με τη σχολική εργασία. Επίσης μέσα στην τάξη η υπερκινητική και παρορμητική συμπεριφορά αυτών των παιδιών τα δυσκολεύει καθιστά για πολλή ώρα και να παρακολουθήσουν το μάθημα ήσυχα, σηκώνονται από τη θέση τους και κάνουν βόλτες στην τάξη ενώ πολλές φορές κάνουν άσκοπες κινήσεις και θόρυβο. Με τον τρόπο προκαλούν την παροχή αρνητικής ενίσχυσης από τον εκπαιδευτικό. Το παιδί με ΔΕΠ-Υ παρουσιάζει ξαφνικές και γρήγορες εναλλαγές ψυχικής διάθεσης. Επιπλέον τα παιδιά με ΔΕΠ-Υ στη διάρκεια της σχολικής ηλικίας παρουσιάζουν υψηλότερα ποσοστά άγχους και κατάθλιψης σε σχέση με τα άλλα παιδιά.
Γονείς και δάσκαλοι θα πρέπει να έχουν ρεαλιστικές απαιτήσεις από τα παιδιά με ΔΕΠ-Υ γνωρίζοντας την ιδιαιτερότητα της κατάστασής τους. Θα πρέπει να ενθαρρύνουν οποιοδήποτε ταλέντο του παιδιού και ιδιαίτερα εξωσχολικές δραστηριότητες που το ευχαριστούν και του δημιουργούν ένα αίσθημα χαράς, ασφάλειας, ικανοποίησης, αυτοπεποίθησης. Ακόμη κρίνεται σκόπιμο να μην ενδίδουν τόσο οι γονείς όσο και οι εκπαιδευτικοί σε τυχόν παράλογες απαιτήσεις που προβάλλουν συχνά αυτά τα παιδιά αλλά να ισχυροποιούν τη σταθερότητα στη συμπεριφορά τους και τη στάση τους εξηγώντας τον λόγο για τον οποίο δεν ενδίδουν. Αν παρόλα αυτά δεν παρατηρηθεί κάποια αλλαγή και το παιδί δεν μπορεί να προσαρμοστεί στο σχολικό περιβάλλον τότε είναι καλό οι γονείς να απευθυνθούν σε κάποιο ειδικό.
Διάσπαση προσοχής
Ο όρος «διάσπαση προσοχής» αναφέρεται σε διάχυτες δυσκολίες εξαιτίας μικρής έκτασης προσοχής και δυσκολιών συγκέντρωσης. Εκδηλώνεται σε ακαδημαϊκές και άλλες δραστηριότητες πρακτικές και κινητικές καθώς και στην επικοινωνία διαμέσου της συζήτησης. Η διαταραχή παρατηρείται σε καταστάσεις που απαιτούν προσοχή και σε σαφείς ή επαναλαμβανόμενες δραστηριότητες όπως η ατομική σχολική εργασία. Τα παιδιά με ελλειμματική προσοχή δε διασπώνται περισσότερο από τα υπόλοιπα παιδιά από τα εξωτερικά ερεθίσματα, αλλά επιμένουν λιγότερο σε δραστηριότητες που δεν είναι ενδιαφέρουσες, για να ασχοληθούν με άλλες που έχουν άμεσες συνέπειες ικανοποίησης.
Κρίνεται λοιπόν απαραίτητη η ανάπτυξη μιας στενής σχέσης ανάμεσα στον εκπαιδευτικό και το παιδί όπου θα του παρέχεται εξατομικευμένη προσοχή και βοήθεια, έτσι ώστε να μην απομονωθεί και γίνει ο «αποδιοπομπαίος τράγος» της τάξης. Ο εκπαιδευτικός μπορεί να ανακαλύψει σε ποιες δραστηριότητες έχει κλίση και ιδιαίτερη επίδοση και να το ενθαρρύνει ώστε να ενισχυθεί η αυτοεκτίμησή του μειώνοντας τις υπερβολικές απαιτήσεις για τη σχολική του επίδοση.
Δυσλεξία
Η αιτιολογία του συνδρόμου δεν είναι σαφής αλλά οπωσδήποτε βιολογικοί και ψυχολογικοί παράγοντες συμβάλλουν στη δημιουργία του. Μερικά από τα χαρακτηριστικά της διαταραχής της δυσλεξίας είναι τα ακόλουθα: εμφανίζεται πιο συχνά στα αγόρια, συχνά κάποιος από το οικογενειακό περιβάλλον είχε παρόμοιες δυσκολίες, το παιδί παρουσιάζει καθυστέρηση στην ομιλία και δυσορθογραφία διαπράττοντας σοβαρά ορθογραφικά λάθη, δεν υστερεί σε όλα τα μαθήματα, υπάρχει σύγχυση στο να ξεχωρίζει το αριστερό από το δεξί όπως επίσης εμφανίζει αδεξιότητα στις κινήσεις και δυσκολία να ξεχωρίζει σχήματα ενώ τα παιδιά με δυσλεξία έχουν φυσιολογική ή ανώτερη του φυσιολογικού νοημοσύνη.
Το παιδί αυτό χρειάζεται εξατομικευμένη προσοχή, υπομονή, μείωση των απαιτήσεων για τη σχολική του επίδοση, ανακάλυψη δραστηριοτήτων που το ευχαριστούν και φυσικά τακτική επικοινωνία με το οικογενειακό περιβάλλον.
4. Χαμηλή Νοημοσύνη
Η νοητική υστέρηση δεν είναι αποκλειστικά ιατρικό πρόβλημα και ενίοτε οφείλεται σε διάφορες δομικές ανωμαλίες του εγκεφάλου. Είναι πολύ σημαντικό ο δάσκαλος να ενθαρρύνει το παιδί με νοητική υστέρηση και να του δώσει επιπλέον βοήθεια στην τάξη, να ανακαλύψει τα ενδιαφέροντα και τις κλίσεις του και να το ενθαρρύνει να ασχοληθεί με αυτά, να εξηγήσει στους γονείς με τι τρόπο μπορούν να το βοηθήσουν στο σπίτι κι αυτό που έχει μεγάλη σημασία είναι να βοηθήσει το παιδί να παραμείνει στο σχολείο και να ενταχθεί στην ομάδα της τάξης του, αντί να πάει σε ειδικό σχολείο. Σε αυτές τις περιπτώσεις η σωστή κοινωνικοποίηση του παιδιού είναι πολύ πιο σημαντική από την άρτια εκμάθηση της «διδακτέας ύλης».
5. Προβλήματα ομιλίας 
Καθυστέρηση ομιλίας
Έρευνες έχουν δείξει ότι πολλοί είναι οι παράγοντες που συντελούν στη διεργασία απόκτησης της γλώσσας. Υπάρχουν μεγάλες διαφορές μεταξύ των παιδιών στην εξέλιξη της ομιλίας γεγονός που οφείλεται τόσο σε περιβαλλοντικούς όσο και σε κληρονομικούς παράγοντες.
Φυσικά το περιβάλλον παίζει σημαντικό ρόλο στη λεκτική εξέλιξη του παιδιού. Για παράδειγμα παρατεταμένη παραμονή σε ίδρυμα μπορεί να έχει σοβαρές επιπτώσεις στην εξέλιξη της ομιλίας ή παιδιά από πολυμελείς οικογένειες έχουν φτωχότερο λεξιλόγιο από παιδιά που έχουν μεγαλώσει μόνο με ένα ή δύο αδέρφια κάτι το οποίο πιθανόν να οφείλεται στο χρόνο που διαθέτουν οι γονείς για να επικοινωνήσουν με τα παιδιά τους. Το παιδί που παρουσιάζει καθυστέρηση στην ομιλία μπορεί να ψευδίζει ή να δυσκολεύεται να προφέρει ορισμένες λέξεις. Σε αυτή τη περίπτωση ο εκπαιδευτικός μπορεί να δώσει πρακτικές και χρήσιμες συμβουλές στους γονείς. Για παράδειγμα μπορούν να προφέρουν τις λέξεις αργά και δυνατά. Είναι μεγάλη βοήθεια για το παιδί να μπορεί να μιμείται τις κινήσεις που κάνουν τα χείλη και η γλώσσα στην προφορά μιας λέξης.
6. Προβλήματα συμπεριφοράς
Η περίοδος της σχολικής ηλικίας είναι η εποχή κατά την οποία οι σχέσεις με τους συνομηλίκους αποκτούν ιδιαίτερη σημασία. Ήδη από την αρχή των μεσαίων χρόνων αρχίζει να εμφανίζεται ενσυναίσθηση και έγνοια για τους άλλους ενώ στην ηλικία των 9 ή 10 χρόνων έχουν αρκετά αναπτυγμένη την ικανότητα για αγάπη και για συμπόνια. Οι φιλικές σχέσεις με τους συνομηλίκους αποτελούν ένα πλαίσιο μέσα στο οποίο διευκολύνεται η συναισθηματική και κοινωνική ανάπτυξη του παιδιού.
Στο πλαίσιο της φιλικής σχέσης αναπτύσσονται δεξιότητες και χαρακτηριστικά όπως η ανάπτυξη, εφαρμογή και εξάσκηση των κοινωνικών δεξιοτήτων και ιδιαίτερα της ικανότητας για κατανόηση της οπτικής γωνίας των άλλων, η οργάνωση και η τελειοποίηση του παιχνιδιού, η ανάπτυξη του αισθήματος της κοινωνικής στήριξης και ασφάλειας, η ανάπτυξη της αυτοεκτίμησης και της αίσθησης της προσωπικής αξίας, η παροχή ευκαιριών για έκφραση οικειότητας και στοργής, η ανάπτυξη του αισθήματος της εμπιστοσύνης και της συντροφικότητας, η παροχή βοήθειας σε δύσκολες στιγμές αλλά και η απόκτηση ηθικών αρχών και κυρίως της έννοιας της δικαιοσύνης, η ανάπτυξη του ελέγχου των συναισθημάτων, το επίπεδο αποδοχής που λαμβάνει ένα παιδί από την ομάδα των συνομηλίκων του, έχει προγνωστική αξία για μετέπειτα κοινωνικά και ψυχολογικά προβλήματα. Σύμφωνα με την μελέτη των Τριλίβα & Chimienti (2000), τα δημοφιλή παιδιά παρουσίασαν υψηλή βαθμολογία σε θετικής κοινωνικής μορφής συμπεριφορές και χαμηλή σε επιθετικής και αντικοινωνικής μορφής συμπεριφορές.
Η απόρριψη, η άγνοια, η αδιαφορία φαίνεται να λειτουργούν αρνητικά στη συμπεριφορά τους. Τα απορριπτόμενα παιδιά δεν αντεπεξέρχονται επαρκώς στο χειρισμό διαπροσωπικών προβλημάτων, σκέφτονται μόνο τον εαυτό τους και αδυνατούν να μπουν στο πνεύμα της ομάδας, επιλέγονται ελάχιστα από τους συνομηλίκους τους ενώ αρκετές φορές είναι οξύθυμα και εμπλέκονται σε φασαρίες, γίνονται επιθετικά, λένε ψέματα, δείχνουν ανυπακοή, κάνουν σκασιαρχείο, κ.ά.
Αυτή συμπεριφορά μπορεί να είναι εμφανής στο σχολείο ή να την αναφέρουν οι γονείς. Σημασία έχει να διευκρινιστεί ο χρόνος εμφάνισης αν δηλαδή είναι παλιά ή αν έχει αρχίσει πρόσφατα. Είναι πολύ σημαντικό να ανιχνεύσει και να κατανοήσει ο εκπαιδευτικός τις αιτίες αυτής της συμπεριφοράς οι οποίες μπορεί να είναι πολλαπλές ή μεμονωμένες και να ενυπάρχουν στο οικογενειακό ή σχολικό ή κοινωνικό περιβάλλον του παιδιού.
7. Σωματικά Προβλήματα
Είναι άξιο αναφοράς το γεγονός ότι τα σωματικά παράπονα (π.χ. πονοκέφαλοι, ημικρανίες, κοιλιακά άλγη) που εκφράζουν πολλά παιδιά στη διάρκεια της παιδικής ηλικίας συνδέονται με συναισθηματικές διαταραχές. Οι πονοκέφαλοι είναι πολύ συχνοί στα παιδιά και οφείλονται σε ψυχική ένταση και συνοδεύονται από άγχος, ναυτία, εμετό. Οι κοιλιακοί πόνοι αποτελούν ψυχολογικό πρόβλημα που είναι σύνηθες στα παιδιά σχολικής ηλικίας, φθάνοντας ένα ποσοστό 10% στις αιτίες επίσκεψης στα εξωτερικά ιατρεία των νοσοκομείων. Στη μέση παιδική ηλικία τέτοιου είδους σωματικά προβλήματα συνδέονται με αγχώδεις διαταραχές και ψυχοσυγκρούσεις με το περιβάλλον ενώ οι κοιλιακοί πόνοι μπορεί να προηγούνται ή να συνυπάρχουν με φοβικές διαταραχές. Η έλλειψη αλληλεπίδρασης και επικοινωνίας στο οικογενειακό περιβάλλον μπορεί να προκαλέσει στα παιδιά διάφορα συναισθηματικά προβλήματα. Οι αγχώδεις διαταραχές ωστόσο μπορεί να οφείλονται και σε οικογενειακές συγκρούσεις, διαζύγιο, θάνατο ή ασθένεια γονέα, πολλαπλές μετακινήσεις κ. ά.
Όπως διαφαίνεται σε πολλά σημεία της παρούσας εργασίας, ο εκπαιδευτικός παίζει σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη του παιδιού και αποκτά σημαντική θέση στη ζωή των παιδιών τα οποία ικανοποιούνται από τα επιτεύγματά τους και από την αναγνώριση αυτών των επιτευγμάτων από τους άλλους. Το ενδιαφέρον του λοιπόν για το παιδί και η εμπιστοσύνη που μπορεί να του εμπνεύσει, προωθούν τη φυσιολογική συναισθηματική, νοητική, ψυχολογική και κοινωνική εξέλιξή του. Όπως είναι γνωστό ο εκπαιδευτικός λειτουργεί σαν πρότυπο ταύτισης για τα παιδιά και η συμπεριφορά του μπορεί να διευκολύνει τη διαδικασία της κοινωνικοποίησης.
Στο σημείο αυτό αναφέρουμε ορισμένες περιπτώσεις η εφαρμογή των οποίων θα διευκόλυνε τους εκπαιδευτικούς στην άσκηση του λειτουργήματός τους και παράλληλα θα συνέβαλε στην προώθηση της ψυχικής υγείας των παιδιών.
  • Διαμόρφωση του προγράμματος έτσι ώστε οι εκπαιδευτικοί να έχουν χρόνο να ασχοληθούν με θέματα που δεν καθορίζονται από τη διδακτέα ύλη.
  • Αλλαγή των αναλυτικών προγραμμάτων με ταυτόχρονη προσθήκη μαθημάτων όπου θα γίνεται εξειδίκευση των μαθητών στα θέματα που τους ενδιαφέρουν και στα οποία έχουν κάποια κλίση.
  • Ευαισθητοποίηση όλων των εκπαιδευτικών σε θέματα ψυχικής υγείας.
  • Μεγαλύτερη κατάρτιση των εκπαιδευτικών σε θέματα ψυχικής υγείας μέσα στα πλαίσια των σπουδών τους καθώς και συνεχής επιμόρφωση και συνεχή μετεκπαίδευση.
  • Δημιουργία σχολικής ψυχολογικής υπηρεσίας και σωστή λειτουργία της σχολιατρικής υπηρεσίας.
  • Ενημέρωση και καθοδήγηση των γονιών με ομάδες συζήτησης και σεμινάρια ευαισθητοποίησης.
  • Παρουσίαση θεμάτων αγωγής και ψυχική υγείας των παιδιών από την τηλεόραση σε ώρες μεγάλης ακροαματικότητας.
  • Τελικά χρειάζεται να δούμε το σχολείο σαν χώρο όπου πρέπει να γίνονται προσπάθειες όχι μόνο για να δίνουμε τη δυνατότητα στα παιδιά να αποκτήσουν γνώση αλλά και για να τα βοηθήσουμε να αναπτύξουν όλες τις πλευρές της προσωπικότητάς του.
Αθηνά Η. Κωσταρά1, Θεμιστοκλής Γ. Κάντας2, Ιωάννα Η. Κωσταρά3
Δασκάλα-Κάτοχος Master Συμβουλευτικής –Ψυχολογίας1, Δάσκαλος2,
Νηπιαγωγός-Βρεφονηπιοκόμος3

Δεν υπάρχουν σχόλια: