Κυριακή 19 Φεβρουαρίου 2017

Πώς μοιάζει «το σχολείο που μας αξίζει»;

«Παλεύουμε για το σχολείο και τη ζωή πού αξίζει σε εμάς και τα παιδιά όλου του κόσμου», ήταν το κεντρικό σύνθημα στο μαθητικό συλλαλητήριο της περασμένης Δευτέρας. Αναμφίβολα, το δημόσιο σχολείο υστερεί σε πολλούς τομείς· πρόσφατα βρεθήκαμε ξανά σε μια από τις χαμηλότερες θέσεις στη διεθνή κατάταξη PISA. Υπάρχει όμως χρυσός κανόνας για την καλή διδασκαλία; Και αν ναι, ποιος τον γνωρίζει;
Χρόνος ανάγνωσης: 
9
'
Κάθε τρία χρόνια, από το 2000 και πέρα, μάθαμε να κοιτάμε την επίδοση των 15χρονων μαθητών μας στην κατάταξη του PISAΗ ιστοσελίδα του προγράμματος. Άλλο ένα ακρωνύμιο με κακά μαντάτα έχει έρθει να προστεθεί στην κακοδαιμονία του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος. Ας φωτιστούμε λίγο, όμως, γιατί μετά τα πέντε λεπτά δημοσιότητας που κι αυτό απολαμβάνει, περνάει στα αζήτητα, ενώ αυτή τη στιγμή είναι το μοναδικό εργαλείο που αξιολογεί την εκπαίδευσή μας και μπορεί να μας πει κάτι χρήσιμο γι΄αυτήν.
Τι μετράει το PISA;
Το Programme for International Student Assessment είναι μια έρευνα που διεξάγεται ανά τριετία από τη Διεύθυνση Εκπαίδευσης του Οργανισμού για την Οικονομική Συνεργασία και Ανάπτυξη (Ο.O.Σ.Α.Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης) και υλοποιείται από το PISA Consortium. Αξιολογεί μαθητές 15 ετών, που βρίσκονται δηλαδή στο τέλος της υποχρεωτικής τους εκπαίδευσης, ώστε να ελεγχθεί η ουσιαστική και ισότιμη συμμετοχή τους στις σύγχρονες, δομημένες κοινωνίες και να αναδειχθεί η αποτελεσματικότητα ή μη των εκπαιδευτικών τους συστημάτων.
Οι μαθητές επιλέγονται με τέτοιον τρόπο ώστε να αποτελούν ένα τυχαίο αλλά αντιπροσωπευτικό δείγμα του πλήθους των 15χρονων μαθητών μιας χώρας. Το τεστ γίνεται στη γλώσσα τους και η εξέταση διαρκεί δυο ώρες. Το δεδομένα της έρευνας συλλέγονται μέσα από α) τα φυλλάδια του τεστ, β) τα ερωτηματολόγια για τους μαθητές και γ) τα ερωτηματολόγια για τους διευθυντές των σχολείων. Οι μαθητές καλούνται να απαντήσουν όχι σε ερωτήσεις μνήμης ή καθαρά γνώσης, αλλά σε θέματα τα οποία είναι διατυπωμένα με τέτοιον τρόπο, ώστε να ελεγχθεί αν μπορούν να αξιοποιήσουν τις γνώσεις τους στα μαθηματικά, στις φυσικές επιστήμες και στην κατανόηση γραπτού κειμενου για να επιλύουν προβλήματα και να ανταποκρίνονται σε καταστάσεις που προκύπτουν στην καθημερινή ζωή. Για παράδειγμα, σε ένα θέμα μαθηματικώνΗ άσκηση και οι οδηγίες για τη βαθμολόγησή τηςδίνεται στους μαθητές ο τύπος που προσδιορίζει τη σχέση των καρδιακών παλμών ενός αθλούμενου με την ηλικία του, και αυτοί καλούνται να απαντήσουν αιτιολογημένα πότε η άσκηση θα είναι πιο αποτελεσματική.

dhmotiko.jpg


Οι δεξιότητες που μετρά το Pisa ξεκινούν να χτίζονται στη διάρκεια του δημοτικού σχολείου. [Olivier Morin/AFP]
Το ερωτηματολόγιο του μαθητή περιλαμβάνει ερωτήσεις που αφορούν το οικογενειακό του περιβάλλον, καθώς και τη στάση και τις πεποιθήσεις του ίδιου και του άμεσου περιβάλλοντός του απέναντι στη μάθηση. Το ερωτηματολόγιο για τους διευθυντές περιλαμβάνει ερωτήσεις για το είδος και το μέγεθος του σχολείου, την υλικοτεχνική υποδομή, τις πολιτικές ένταξης ευαίσθητων ομάδων μαθητών, τις παιδαγωγικές πρακτικές και τους εκπαιδευτικούς πόρους. Τα αποτελέσματα δεν είναι ατομικά, ανά μαθητή, ούτε ανά σχολείο, αλλά συνολικά ανά χώρα. Μας δείχνουν σε ποιο βαθμό οι ικανότητες και οι δεξιότητες των μαθητών σχετίζονται με κοινωνικές, οικονομικές ή δημογραφικές μεταβλητές και αποκαλύπτουν το βαθμό στον οποίον είναι προετοιμασμένοι οι μαθητές να συμμετέχουν με πληρότητα και ισοτιμία στην κοινωνική, πολιτιστική και οικονομική ζωή της χώρας τους.
Το Πρόγραμμα, που έχει διαμορφωθεί από προσωπικότητες της παγκόσμιας εκπαιδευτικής κοινότητας και εξελίσσεται με βάση τις πληροφορίες που αντλούνται από τα αποτελέσματα, βασίζεται στην αντίληψη ότι ο εγγραμματισμός των μαθητών στα μαθηματικά και τις φυσικές επιστήμες είναι ασφαλής δείκτης για μελλοντική οικονομική ανάπτυξη, άρα τα κράτη με αποτελεσματικά εκπαιδευτικά συστήματα μπορούν να ελπίζουν σε μιαν υγιή ανάπτυξη. Επίσης εξετάζεται ο εγγραμματισμός στην κατανόηση του κειμένου, που προσδιορίζει την ευχέρεια του αναγνώστη να κατανοεί γραπτές μορφές λόγου, να προβληματίζεται πάνω στο περιεχόμενό τους, να αξιοποιεί τις πληροφορίες που αντλεί από αυτά, να έχει δηλαδή ένα ενεργό, διαδραστικό ρόλο στην παραγωγή νοήματος. Εντέλει οι 15χρονοι μαθητές πρέπει να είναι εφοδιασμένοι με εκείνες τις δεξιότητες και ικανότητες που θα τους επιτρέπουν να είναι μέλη της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας της γνώσης (global knowledge economyΗ οικονομία της γνώσης).
Σκοπός του προγράμματος είναι όχι να κατατάξει τις χώρες σε μια σειρά επιτυχίας, αλλά να τους δώσει την ευκαιρία να συλλέξουν στοιχεία για το εκπαιδευτικό τους σύστημα και να αποκαλύπτει επιτυχημένες εκπαιδευτικές πρακτικές. Τα αποτελέσματα εντοπίζουν κοινές πρακτικές στα συστήματα που ξεχωρίζουν και σε αυτά που παρουσιάζουν τους μεγαλύτερους ρυθμούς βελτίωσης.
Οι πρωταθλητές και η... ουρά
Τα αποτελέσματα που ήρθαν στη δημοσιότητα πριν από δύο μήνες ήταν αυτά των εξετάσεων του 2015. Εκείνη τη χρονιά, μισό εκατομμύριο μαθητές που αντιπροσώπευσαν 28 εκατομμύρια 15χρονους από 72 χώρες πέρασαν το δίωρο τεστ. Για την Ελλάδα, ο υπεύθυνος φορέας για τη διεξαγωγή του διαγωνισμού είναι από το 2012 το Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής ΠολιτικήςΗ ιστοσελίδα. Από τη χώρα μας στην έκτη έρευνα PISA συμμετείχαν 212 σχολεία με 5.500 μαθητές. Το νέο στην έρευνα του 2015 είναι ότι έγινε μόνο ηλεκτρονικά και επίσης για πρώτη φορά οι μαθητές διαγωνίστηκαν στη συνεργατική επίλυση προβλήματος.
Τα γενικά συμπεράσματα του PISA, που παρουσιάζονταισυνοπτικά«Τα αποτελέσματα της έρευνας στο μικροσκόπιο» και αναλυτικάΗ ολοκληρωμένη έκθεση αποτελεσμάτων στην ολοκληρωμένη έκθεση των αποτελεσμάτων του 2015, εστιάζουν στη σημασία της καλής διδασκαλίαςστον χρόνο που οι μαθητές αφιερώνουν στο εργαστήριο των Φυσικών Επιστημών, στη σημασία της προσχολικής εκπαίδευση και στην επιλογή, επιμόρφωση και καταξίωση των δασκάλων. Ως καλύτερη μέθοδο διδασκαλίας σε σχέση με την αποτελεσματικότητά της, οι υπεύθυνοι του PISA θεωρούν τη γνωσιακή μέθοδοΟι μέθοδοι διδασκαλίας και τα χαρακτηριστικά τους αναπτύσσονται με λεπτομέρεια εδώ (cognitive activation strategy), που κινητοποιεί την ικανότητα των μαθητών να διατυπώνουν συλλογισμούς, να αιτιολογούν τη σκέψη τους και να μεταφέρουν τη γνώση που αποκομίζουν και σε άλλα πεδία.
Ειδικότερα στην κατάταξη των χωρών, η Ελλάδα ήρθε 32ηανάμεσα στις 35 χώρες του Ο.Ο.Σ.Α, με πτώση από τα αποτελέσματα του 2012.
Η χώρα με τους υψηλότερους μέσους όρους είναι η Σιγκαπούρη, αφού ένας στους τέσσερις μαθητές της παρουσιάζει τη μέγιστη απόδοση, ενώ για τις υπόλοιπες χώρες του Ο.Ο.Σ.Α το ποσοστό είναι ένας στους δέκα. Ακολουθούν η Ιαπωνία, η Εσθονία, η Φινλανδία και ο Καναδάς. Ο Καναδάς, η Δανία, η Εσθονία, το Χονγκ Κονγκ (Κίνα) και το Μακάο (Κίνα) είναι οι χώρες που συνδυάζουν στο υψηλότερο ποσοστό την απόδοση με την ισότητα των ευκαιριών. 
Οι αντιδράσειςΗ ανακοίνωση του προέδρου του Ι.Ε.Π. για τα αποτελέσματα του PISA από τους αρμόδιους φορείς στην Ελλάδα ήταν πανομοιότυπες με αυτές των προηγούμενων ετών: το τεστ δεν μέτρα δεξιότητες και γνώσεις που καλλιεργεί το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα, αφορά προηγούμενες περιόδους και εκπαιδευτικές πολιτικές των «προηγούμενων» και, εν πάση περιπτώσει, θα μελετηθούν τα αποτελέσματα και θα εξαχθούν συμπεράσματα.
Ανεξάρτητα από το τι σκοπεύει να κάνει το υπουργείο με τα αποτελέσματα, αυτό που έχει ευρύτερο ενδιαφέρον για όλους εμάς που είμαστε οι καταναλωτές της εκπαιδευτικής πολιτικής, είναι να δούμε τι κάνουν οι χώρες που «τα πάνε καλά». Ποια είναι τα συστήματά εκείνα που εξασφαλίζουν για τους μαθητές την αφομοίωση της γνώσης, έτσι ώστε να μπορεί να είναι χρήσιμη στις καταστάσεις της πραγματικής ζωής; Ποιοι παράγοντες συντελούν στην επιτυχία ενός εκπαιδευτικού μοντέλου; Και φυσικά, δεν αναφερόμαστε μόνο σε αυτό που συμβαίνει την ακαδημαϊκή χρόνια που οι μαθητές τελειώνουν την υποχρεωτική εκπαίδευση, αλλά και σε αυτά που έχουν συμβεί πριν, στην πρωτοβάθμια, ακόμη και στην προσχολική εκπαίδευση.
Ποιο είναι το μυστικό των χωρών που τα πήγαν καλά;
Aς δούμε αρχικά τι γίνεται στη Σιγκαπούρη, που δεν είναι τόσο γνωστή όσο η Φινλανδία για το εκπαιδευτικό της μοντέλο, έχει όμως εξαιρετικά αποτελέσματα, τόσο στο Πρόγραμα PISA όσο και στο Πρόγραμμα TIMSSΆλλος ένας μετρητής της ποιότητας των εκπαιδευτικών συστημάτων (Trends in International Mathematics and Science Study), στο οποίο η Ελλάδα πήρε μέρος μόνο το 1995, ενώ τις επόμενες πέντε φορές που έγινε δεν έλαβε μέρος.

singaporeprimary.jpg


Μαθητές του δημοτικού στη Σιγκαπούρη πηγαίνουν εκδρομή. [Roslan Rahman/AFP]
Το εκπαιδευτικό μοντέλο της Σιγκαπούρης άρχισε να διαμορφώνεται από το 2004, όταν ξεκίνησε μια μεταρρύθμιση που βασίστηκε στην γενική αρχή «δίδασκε λιγότερο, ώστε να μαθαίνουν περισσότερο». Οι καθηγητές καθοδηγούνται στο να σκέφτονται περισσότερο την ποιότητα του έργου τους, παρά την ποσότητα. Το μοντέλο κατά τα άλλα είναι παραδοσιακό, καθώς βασίζεται περισσότερο στην άποψη για τη μετάδοση της γνώσης από πάνω προς τα κάτω, όπου ο δάσκαλος κατέχει τον κεντρικό ρόλο στη συζήτηση που γίνεται στην τάξη και η γνώση που μεταδίδεται είναι περισσότερο απομνημόνευση πληροφορίας, παρά κριτική προσέγγιση του γνωστικού αντικειμένου. Υπάρχει Εθνικό Αναλυτικό Πρόγραμμα Σπουδών, εγχειρίδιο διδασκαλίας στο οποίο αναφέρεται ο μαθητής και ο δάσκαλος και η προετοιμασία για τις εξετάσεις, είτε στο τέλος της πρωτοβάθμιας είτε στο τέλος της χρονιάς στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, κατέχει κεντρικό ρόλο στη διδασκαλία.
Οι καθηγητές, που επιλέγονται με αυστηρά κριτήρια, επιμορφώνονται συνεχώς και αξιολογούνται ακόμη και από την επιτυχία των μαθητών τους στις εξετάσεις. Πρόσφατα μάλιστα εισήχθησαν νέες μέθοδοι αξιολόγησης, που υπολογίζεται ότι θα αλλάξουν σιγά σιγά τον τρόπο διδασκαλίας. Οι αλλαγές εισάγονται μεθοδικά και μελετημένα και τείνουν προς τη μεταβολή της νοοτροπίας και όχι προς βιαστικές κινήσεις εντυπωσιασμού. Το σύστημα διευρύνεται από ειδικούς, είναι συγκεντρωτικό και χρηματοδοτείται επαρκώς. Πίσω από αυτό υπάρχει βαθιά εδραιωμένη η πεποίθηση της αξιοκρατίας, της κοινωνικής διαστρωμάτωσης, του εθνικού πλουραλισμού, της κοινωνικής συνοχής και η προσδοκία ότι το κράτος πρέπει να αναπτύσσεται οικονομικά και κοινωνικά. 
Στον αντίποδα του μοντέλου της Σιγκαπούρης βρίσκεται το γνωστό φινλανδικό μοντέλο, το πιο αποτελεσματικό, σύμφωνα με πολλαπλές μετρήσεις, ως προς την πρωτοβάθμια εκπαίδευση. Εδώ η γνώση είναι εντελώς προσωποποιημένη, στα μέτρα καθε μαθητή. Οι δάσκαλοι είναι ελεύθεροι να πειραματιστούν, γιατί το σύστημα τους εμπιστεύεται απόλυτα. Κάθε δάσκαλος στη Φινλανδία, εκτός από το μεταπτυχιακό του δίπλωμα έχει και ειδικότητα στην εκπαιδευτική έρευνα και στις μεθόδους διδασκαλίας. Το σύστημα είναι επικεντρωμένο στον μαθητή και ο δάσκαλος του δίνει την ευκαιρία και να αυτοαξιολογηθεί, αλλά και να αξιολογήσει τους συμμαθητές του.
Όμως η πιο σημαντική παράμετρος για την υψηλή ακαδημαϊκή επίδοση των Φινλανδών μαθητών, εκτός από την ισότητα των ευκαιριών, είναι ο σταθερός σεβασμός των Φινλανδών για τα παιδιά, ο βαθύς σεβασμός και η εμπιστοσύνη προς τους δασκάλους και μια πιστοποιημένη κατανόηση εκ μέρους όλων των παραγόντων του εκπαιδευτικού συστήματος για το πώς οι μαθητές μαθαίνουν με τον καλύτερο τρόπο. Σταθερό στοιχείο του μοντέλου είναι η περιορισμένη δουλειά στο σπίτι και τα συχνά διαλείμματα για παιχνίδι στη διάρκεια του ημερήσιου προγράμματος.

finlandprimary.jpg


Μαθητές του δημοτικού στη Φινλανδία. [Olivier Morin/AFP]
Επειδή όμως κανένα σύστημα δεν είναι τέλειο, τελευταία έχει παρατηρηθεί πτώση του αναγνωστικού εγγραμματισμού, αλλά και έλλειψη ενδιαφέροντος εκ μέρους μερίδας προικισμένων μαθητών για το μάθημα στην τάξη. Οι διαμορφωτές της εκπαιδευτικής πολιτικής έχουν προσπαθήσει να καλύψουν αυτές τις ελλείψεις με την εισαγωγή περισσότερης τεχνολογίας στη μαθησιακή διαδικασία, κάτι το οποίο οι μετρήσεις του Ο.Ο.Σ.Α. δεν επιβεβαιώνουν. Αντίθετα, δείχνουν ότι οι μαθητές δεν ωφελούνται ιδιαίτερα από την εισαγωγή περισσότερης τεχνολογίας στην τάξη.
Στο εύλογο ερώτημα που αναφύεται, πώς δυο τόσο αντίθετα μεταξύ τους συστήματα, αυτό της Σιγκαπούρης και αυτό της Φινλανδίας, αποδίδουν το ίδιο καλά στον διαγωνισμό PISA, η μόνη απάντηση που μπορεί να δοθεί είναι ότι και τα δυο είναι βαθιά εδραιωμένα στην κουλτούρα των χωρών στις οποίες εφαρμόζονται και οι δάσκαλοι παίζουν καθοριστικό ρόλο και στα δύο –αν και λειτουργούν εντελώς διαφορετικά μέσα στην τάξη.
Έχει βρεθεί ο χρυσός κανόνας στη διδασκαλία;
Πέρα από τα συστήματα και τους τρόπους διδασκαλίας, μεγάλος προβληματισμός έχει αναπτυχθεί γύρω από τις μη-γνωστικές δεξιότητες (non-cognitive skills) τόσο στις δυτικές“The Need to Address Noncognitive Skills in the Education Policy Agenda”, Economic Policy Institute αλλά τελευταία και στις ασιατικές“How 'Global Citizenship' Education Can Fill the Skilled Workers Gap”, asiasociety.org κοινωνίες. Βασισμένοι σε έρευνες που έχουν ξεκινήσει από τον επαγγελματικό χώρο, που έχουν καταδείξει ότι υπάρχουν συγκεκριμένες δεξιότητες στους ανθρώπους με βάση τις οποίες μπορεί να προβλεφθεί η συμπεριφορά, η απόδοση και η ικανοποίηση στην επαγγελματική ζωή, οι διαμορφωτές εκπαιδευτικών πολιτικών προσπαθούν να δημιουργήσουν ένα σύστημα το οποίο θα βοηθήσει τους δασκάλους της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης να διδάξουν αποτελεσματικά και να αξιολογήσουν αξιόπιστα την διδασκαλία αυτών των ικανοτήτων.
Αυτές οι μη-γνωστικές ικανότητες αναπτύσσονται μέσω της μη τυπικής εκπαίδευσης και μπορεί συμπτωματικά να καλλιεργηθούν από έναν «καλό» εκπαιδευτικό, από τους γονείς ή από δραστηριότητες που είναι εκτός ακαδημαϊκού προγράμματος. Επειδή όμως οι ικανότητες αυτές δεν έχουν τοποθετηθεί στο κέντρο του ενδιαφέροντος των εκπαιδευτικών συστημάτων, δεν μπορεί να υπάρξει ισότητα ευκαιριών για όλους τους μαθητές ως προς την καλλιέργειά τους. Ποιες είναι εντέλει αυτές οι ικανότητες που είναι τόσο σημαντικές για την εξέλιξη ενός ανθρώπου; Οι ειδικοί Έκθεση της UNESCO για τον ορισμό των μη-γνωστικών δεξιοτήτωντις έχουν κωδικοποιήσει ως εξής: η διάθεση για δια βίου εκπαίδευση, η ικανότητα αποτελεσματικής και απρόσκοπτης συνεργασίας, η προσωπική ηθική στάση, η ικανότητα να επιλύει κανείς προβλήματα αποτελεσματικά και με εμπιστοσύνη στις αποφάσεις του, η ικανότητα να είναι κανείς οργανωμένος και συνειδητοποιημένος ηγέτης και τέλος η ικανότητα για πρωτότυπη σκέψη. Όλα αυτά που αποκαλούνται στην εκπαιδευτική ιδιόλεκτο «ικανότητες του 21ου αιώνα», βρίσκονται στο κέντρο του παγκόσμιου εκπαιδευτικού ενδιαφέροντος.
Θα μπορούσε ίσως να συσχετίσει κανείς αυτές τις αναγκαίες ικανότητες, που προδικάζουν μιαν «επιτυχημένη» ζωή, με το ψυχομετρικό μοντέλο των πέντε βασικών χαρακτηριστικών με βάση τα οποία μπορεί να προβλεφθεί η συμπεριφορά των ατόμων. Το μοντέλο των πέντε χαρακτηριστικών («the big fiveBig Five Personality Traits») διαμορφώθηκε στο Psychometrics CenteΗ ιστοσελίδαr του Καίμπριτζ και περιλαμβάνει τα ακόλουθα χαρακτηριστικά: ανοιχτό χαρακτήρα (πόσο είναι κάποιος ανοιχτός σε νέες εμπειρίες), υπευθυνότητα και συνειδητότητα (πόσο τέλεια θέλει να κάνει τη δουλειά του), εξωστρέφεια (πόσο κοινωνικός είναι), ευχάριστη προσωπικότητα (πόσο υπολογίζει τους άλλους και πώς συνεργάζεται με αυτούς) και τέλος νευρική προσωπικότητα (πόσο εύκολα θυμώνει και χάνει τον έλεγχο). Λέγεται και μοντέλο OCEAN,  από το ακρωνύμιο των χαρακτηριστικών (Openness, Conscientiousness, Extroversion, Agreeableness, Neuroticism).
Υπάρχουν σοβαρές υπόνοιες“The Data That Turned the World Upside Down”, motherboard.vice.com ότι το μοντέλο OCEAN χρησιμοποιήθηκε από κάποιους ως εργαλείο για να κάνει δυνατή την εκλογή του Ντόναλτ Τραμπ στην προεδρία των ΗΠΑ, την ψήφιση του Brexit και γενικά για την κατευθυνόμενη διαμόρφωση της κοινής γνώμης. Αν το πάρει κανείς από τη θετική πλευρά, επιβεβαιώνεται η άποψη που υποστηρίζει ότι τελικά αυτά είναι τα βασικά στοιχεία της ανθρώπινης προσωπικότητας και άρα πρέπει να τεθούν στο κέντρο του ενδιαφέροντος για νέες εκπαιδευτικές πολιτικές.
Ένα πράγμα είναι βέβαιο, όταν μιλάμε για την παιδεία. Ότι ο προβληματισμός πρέπει να είναι διαρκής και τα αποτελέσματα των μεταρρυθμίσεων να αξιολογούνται αξιόπιστα. Κι ενώ υπάρχουν άμεσοι στόχοι που αφορούν αλλαγές στη διδακτική ή στο περιεχόμενο των μαθημάτων, οι πιο σημαντικοί είναι οι μακροπρόθεσμοι, που έχουν να κάνουν με την αλλαγή της νοοτροπίας απέναντι στη γνώση και τη μάθηση. Αυτό που είδαμε στη σύντομη παρουσίαση των δύο τόσο αντίθετων μεταξύ τους μοντέλων, της Σιγκαπούρης και της Φινλανδίας, είναι ότι ανήκουν σε κοινωνίες που σέβονται τη μάθηση, τη διδασκαλία, τον δάσκαλο και τη γνώση. Εφαρμόζουν τις αλλαγές μεθοδικά, αφού έχουν μελετήσει τις αποτυχίες του συστήματος και δεν αναμένουν βιαστικά αποτελέσματα.
Ακόμη, σε κάθε επιτυχημένο σύστημα, με λιγότερη ή περισσότερη χρηματοδότηση, με λιγότερο ή περισσότερο συγκεντρωτισμό, με μικρότερο ή μεγαλύτερο αριθμό μαθητών ανά τάξη, η βάση είναι «η καλή διδασκαλία» ή «ο καλός δάσκαλος». Και τι σημαίνει αυτό; Ένας δάσκαλος που συνεχώς αναρωτιέται για τις μεθόδους του, που αξιολογεί αξιόπιστα τον εαυτό του και το σύστημα, που ο ίδιος αγαπά τη γνώση και τους μαθητές του, που είναι πρόθυμος να αναθεωρεί και να χρησιμοποιεί την ανατροφοδότηση με τρόπο δημιουργικό, που είναι και ο ίδιος ένας μαθητής, δάσκαλος και μέντορας άλλων δασκάλων. Που ανήκει σε ομάδα της οποίας αισθάνεται σεβαστό μέλος, την εμπιστεύεται και τον εμπιστεύεται. Που είναι σεβαστό μέλος μιας κοινωνίας όπου οι νέοι επιθυμούν να γίνουν δάσκαλοι. Κι αυτή η σχέση με την κοινωνία είναι αμφίδρομη, καλλιεργείται και κερδίζεται κι από τις δυο μεριές.
inside story

Δεν υπάρχουν σχόλια: