Τρίτη 14 Ιανουαρίου 2014

Το να γίνω εκπαιδευτικός ήταν μια απόφαση που πήρα πολύ νωρίς, από τα γυμνασιακά μου χρόνια. Μάλλον δεν ήταν επιλογή, αλλά ξεκίνησε σαν παιδικό όνειρο. Σκεφτόμουν ότι θα μπορούσα να βοηθήσω τα παιδιά να ανακαλύψουν τα δυνατά τους σημεία, να καταλάβουν τις αδυναμίες τους, να κάνω τη διαφορά στις ζωές τους, με μια δουλειά βασισμένη στην αγάπη, στην έγνοια, στη χαρά της ανακάλυψης και της δημιουργίας.
Ο Φινλανδός παιδαγωγός Matti Koskenniemi χρησιμοποιούσε τον όρο «παιδαγωγική αγάπη»,που όσοι είναι εκπαιδευτικοί καταλαβαίνουν πως είναι ο ακρογωνιαίος λίθος της δουλειάς τους. Γιατί η διδασκαλία μπορεί να γίνεται με διάφορους τρόπους, ανάλογα με τη φιλοσοφία του εκπαιδευτικού και την τάξη που διδάσκει κάθε φορά, αλλά σίγουρα για να είναι αποτελεσματική χρειάζεται και την καρδιά. Και αυτό το πολύ σπουδαίο είναι που τσακίζεται σήμερα στη χώρα μας, πέρα από τις πολιτικές περικοπών μισθών, τις διαθεσιμότητες-απολύσεις, τις υποχρεωτικές μετακινήσεις, τη διάλυση των εργασιακών σχέσεων.
Με τη νέα χρονιά, ξεκίνησε η προσπάθεια υλοποίησης της «αξιολόγησης του εκπαιδευτικού έργου». Έχουν γραφτεί πολλά σχετικά και είναι γνωστό ότι παρόμοιες εκπαιδευτικές πολιτικές που έχουν εφαρμοστεί και σε άλλες χώρες όχι μόνο δεν έφεραν βελτίωση στο εκπαιδευτικό έργο, αλλά οδήγησαν και σε αντίθετα αποτελέσματα.
Γιατί, ποια αξιολόγηση σχολείων προτείνεται, όταν δεν έχει συζητηθεί ακόμα το πώς θα αναπτυχθούν εκείνες οι μέθοδοι διδασκαλίας που θα δημιουργήσουν ένα περιβάλλον το οποίο θα ανταποκρίνεται στις ανάγκες όλων των μαθητών; Δεν θα έπρεπε να απαντηθεί πρώτα το ερώτημα τι πολίτες θέλουμε να φτιάχνει το σχολείο;
Ποια αξιολόγηση εκπαιδευτικών προτείνεται, όταν δεν λαμβάνονται υπόψη δεκάδες άλλοι κρίσιμοι παράγοντες ως προς την επίδοση του μαθητή: Επιρροή προηγούμενων δασκάλων, μόρφωση γονέων, οικονομική-κοινωνική κατάσταση οικογένειας, βιβλία στο σπίτι, πρόσβαση σε υπολογιστή, προσπάθεια σε μελέτη, πρόσβαση σε υγειονομική περίθαλψη, καλή διατροφή κ.λπ. Αλλά και όλες αυτές οι πληροφορίες να ήταν διαθέσιμες, ποιο στατιστικό μοντέλο μπορεί να εκτιμήσει την επίδραση καθενός από αυτούς; Το αποτέλεσμα αυτής της «αξιολόγησης» θα είναι αυθαίρετο.
Για να είναι πετυχημένη μια εκπαιδευτική μεταρρύθμιση πρέπει να αφήσουν τους εκπαιδευτικούς να συγκεντρωθούν σε ό,τι είναι σημαντικό και αυτό που μπορούν να κάνουν καλύτερα: να διδάσκουν. Να τους δείξουν εμπιστοσύνη και να γίνει προσπάθεια να υποστηριχθούν με επιπλέον σπουδές και επιμόρφωση. Αυτό που χρειάζεται είναι ένα κλίμα αμοιβαίας εμπιστοσύνης και σεβασμού, ενώ μπορούν να γίνονται στοχαστικές αυτο-αξιολογήσεις χωρίς να συνδέονται με την υπηρεσιακή και μισθολογική εξέλιξη, παρά να έχουν μόνο τον χαρακτήρα μιας διαδικασίας που θα τους βοηθά να γίνουν καλύτεροι.
Επιπλέον, είναι γενικά παραδεκτό ότι η πρόοδος σε έναν τομέα, όπως αυτός της εκπαίδευσης, δεν πρέπει να εξετάζεται ανεξάρτητα από το ευρύτερο πλαίσιο της οικονομικής και κοινωνικής κατάστασης. Έχει αποδειχθεί και ερευνητικά το αυτονόητο: Οι πιο δίκαιες κοινωνίες διαθέτουν πιο μορφωμένους πολίτες, σπανιότερα μαθητές εγκαταλείπουν το σχολείο, έχουν λιγότερη σχολική βία, λιγότερη παιδική φτώχεια, από τις κοινωνίες στις οποίες επικρατεί μεγάλη εισοδηματική ανισότητα. Η εμπειρία επίσης έδειξε ότι οι περιεκτικές υπηρεσίες πρόνοιας, τα ανθρώπινα σε μέγεθος και σε υποδομές σχολεία, ο μικρός αριθμός μαθητών ανά τάξη, τα συμπληρωματικά σχολικά γεύματα και η έγκαιρη παιδαγωγική υποστήριξη σε εκείνα τα παιδιά που τη χρειάζονται, ευνοούν ισχυρότατα τα εκπαιδευτικά αποτελέσματα.
Αν πρέπει να μιλήσουμε για το εκπαιδευτικό έργο, ας ξεκινήσουμε από το πώς μπορούμε να εγγυηθούμε ίσες ευκαιρίες για καλή δημόσια εκπαίδευση, το πώς θα διώξουμε τον φόβο και το άγχος της μάθησης, το πώς ενισχύεται ο επαγγελματισμός των εκπαιδευτικών και η εμπιστοσύνη σε αυτούς, το πώς δημιουργούμε συνθήκες παιδαγωγικής ελευθερίας και καλού σχολικού κλίματος, το πώς θα περιοριστεί η ιδιωτική εκπαίδευση και η παραπαιδεία.
Αντί, λοιπόν, να σπαταληθούν οικονομικοί πόροι και χρόνος για την εφαρμογή μάταιων αλλά και επιβλαβών εκπαιδευτικών πολιτικών, ας μας αφήσουν να επικεντρωθούμε στην ανάπτυξη της διδασκαλίας και της μάθησης.
* Η Εύη Πάτκου είναι καθηγήτρια Γυμνασίου.

alfavita

Δεν υπάρχουν σχόλια: