Τρίτη 24 Σεπτεμβρίου 2013

Η απάντηση στο ερώτημα ακόμη και στον μη ειδικό, “ποια  είναι τα εννοιολογικά χαρακτηριστικά που κυριαρχούν στη σημερινή ελληνική καθημερινότητα;”, θα ήταν: οικονομική δυσπραγία, μνημόνιο, δημοσιονομικά μέτρα, στατιστικοί αριθμοί, ύφεση, είσπραξη φόρων,  έλεγχοι,  περικοπές,  συγχωνεύσεις, καταργήσεις, διαθεσιμότητα, μετακινήσεις, απολύσεις, ανεργία κ.ο.κ. Γνωρίσματα, δηλαδή, που είναι σαφώς τεχνοκρατικού και οικονομικού χαρακτήρα, αναμενόμενα σε μια χώρα που διολισθαίνει οικονομικά και προσπαθεί να ανακάμψει από την επαπειλούμενη κατάρρευση, η οποία, όμως,  αφήνει  τα ευδιάκριτα αποτυπώματά της και στη λειτουργία του κοινωνικού συστήματος.
 Ωστόσο, όλα αυτά αποκτούν το νόημά τους, αν τα συσχετίσει κανείς με τη συνολική λειτουργία της κοινωνίας και, επομένως, θελήσει να διαπιστώσει σε ποιο βαθμό την επηρεάζουν. Διότι, από άποψη, τουλάχιστον, κοινωνιολογική, δεν αμφισβητείται η παραδοχή ότι τα συγκεκριμένα κοινωνικά γνωρίσματα επηρεάζουν, ενίοτε σε καταλυτικό βαθμό, τους θεσμούς, τη συνοχή και, γενικά, τη λειτουργία του κοινωνικού συστήματος. Κατά συνέπεια, έχουν να κάνουν με την ίδια την υπόσταση και την επιβίωσή του.
Στην προκειμένη περίπτωση και πιο συγκεκριμένα, επηρέασαν και επηρεάζουν το θεσμό του σχολείου και, ειδικότερα, της εκπαίδευσης. Με άλλα λόγια, γίνεται υπόμνηση της  παραδοχής ότι το σχολείο ως κοινωνικό δημιούργημα αντανακλά τον τρόπο οργάνωσης,  λειτουργίας και ανάπτυξης της ίδιας της κοινωνίας που το διαμόρφωσε από άποψη ιστορική, οικονομική, επιστημονική και πολιτισμική.
Ποιος, όμως, έχει τη βασική θεσμική ευθύνη να διαμορφώσει, να διατηρήσει ή να ενισχύσει και να αναδείξει έμπρακτα την παραδοχή ότι το σχολείο, ως θεσμός, αποτελεί κεφάλαιο οικονομικής, επιστημονικής, πολιτισμικής και κοινωνικής ανάπτυξης μιας χώρας; Ασφαλώς η ασκούμενη εκπαιδευτική πολιτική. Αυτή πρέπει να σχεδιάσει, να οργανώσει, να χρηματοδοτήσει, να θεσπίσει και να λάβει όλα εκείνα τα μέτρα που θέτουν σε λειτουργία τον εκπαιδευτικό ρόλο του σχολείου και το οδηγούν στην επίτευξη των θεσμικών του στόχων. Αυτό σημαίνει πρακτικά για τα ελληνικά δεδομένα ότι οι ασκούντες την εκπαιδευτική πολιτική λαβαίνουν υπόψη τους και διαφυλάσσουν, παρά τις αντικειμενικά δυσμενείς συνθήκες, τις εκπαιδευτικές και κοινωνικές λειτουργίες του σχολείου. Δηλαδή, «προστατεύουν» θεσμικά τόσο τις ίδιες τις μαθησιακές και κοινωνικοποιητικές διαδικασίες του όσο και τα πρωταγωνιστικά πρόσωπα που συμμετέχουν σ’ αυτές. Αυτό, βέβαια, προϋποθέτει την απουσία επιζήμιων συντεχνιακών παρεμβολών και υπερβολών που ενίοτε πλήττουν καίρια τη λειτουργία των θεσμών.
Πάντως, είναι βέβαιο ότι οι συγχωνεύσεις τμημάτων ή σχολικών μονάδων, οι μετακινήσεις και η διαθεσιμότητα εκπαιδευτικού προσωπικού, οι δραστικές οικονομικές περικοπές, οι  υπηρεσιακές μεταβολές των εκπαιδευτικών και, γενικά, οι συντελούμενες θεσμικές αλλαγές έχουν διαμορφώσει ένα κλίμα ανασφάλειας και αβεβαιότητας, το οποίο διαπερνά σε βάθος, τουλάχιστον, τη συναισθηματική και ψυχολογική διάθεση και κατάσταση των εκπαιδευτικών. Γνωστό είναι, επίσης, από άποψη ψυχολογική, ότι ο εκπαιδευτικός, πέραν των άλλων προϋποθέσεων, χρειάζεται  ηθικά, θεσμικά και οικονομικά κίνητρα, καθώς και πολιτική και κοινωνική στήριξη και προοπτική, για να ενισχυθούν οι προσπάθειές του για μεγαλύτερη αποδοτικότητα. Με άλλα λόγια, πρέπει να βοηθηθεί θεσμικά στη διαμόρφωση ευνοϊκών εκπαιδευτικών συνθηκών, προκειμένου οι περισσότεροι σήμερα “ταλαιπωρημένοι” μαθητές του να βρεθούν κοντά στην επίτευξη των μαθησιακών και εκπαιδευτικών στόχων και, συνολικά, στη διαμόρφωση της προσωπικότητάς τους.
Ο εκπαιδευτικός σήμερα καλείται να αντιμετωπίσει και να διαχειριστεί παιδαγωγικά όλες τις κοινωνικές και οικογενειακές δυσλειτουργίες που βιώνει σε καθημερινή βάση ο σημερινός μαθητής, οι συνέπειες των οποίων είναι δύσκολα διαχειρίσιμες, γιατί συνδέονται με στέρηση, παραβατικότητα και κοινωνική απόκλιση, και αρκετές απ’ αυτές απαιτούν εξειδικευμένη εκπαίδευση και επιμόρφωση. Και πολλά από τα καθημερινά βιώματα του μαθητή, τον κοινωνικοποιούν, μένουν ανεξίτηλα και χαράζουν την πορεία διαμόρφωσης της συμπεριφοράς και, γενικά, της προσωπικότητάς του. Ωστόσο, ο ανήλικος μαθητής, που βρίσκεται στο στάδιο ολοκλήρωσης της ταυτότητάς του, υπολείπεται των ώριμων πολιτών λόγω ανωριμότητας και, επομένως, στερείται των συναισθηματικών, νοητικών, πρακτικών και κοινωνικών δεξιοτήτων-ικανοτήτων, για να  διαχειριστεί ορθολογικά και αποτελεσματικά τα ποικίλα προσωπικά και κοινωνικά προβλήματα που τον ταλανίζουν καθημερινά. Το γεγονός αυτό επιφορτίζει τον εκπαιδευτικό με επιπλέον παιδαγωγικές,  ανθρωπιστικές και κοινωνικές ευθύνες να δείχνει κατανόηση, να συμπαρίσταται, να βοηθά και να επιλύει προβλήματα, με τα οποία ο ίδιος έρχεται, κατά κανόνα, για πρώτη φορά αντιμέτωπος.
Επομένως και συμπερασματικά, εφόσον αποδεχτούμε εμπράκτως, όπως αυτό έχει τεκμηριωθεί επιστημονικά,  ότι το σχολείο και ο εκπαιδευτικός αποτελούν καθοριστικούς παράγοντες  κοινωνικής συνοχής και  οικονομικής, πολιτισμικής και κοινωνικής ανάπτυξης μιας χώρας, τότε θα πρέπει και από την πλευρά των ασκούντων την εκπαιδευτική πολιτική όχι μόνο να προστατευτούν ως σημαντικοί θεσμοί, αλλά και να ληφθούν εκείνα τα μέτρα που θα ενισχύσουν  το θεσμικό ρόλο που τους έχει ανατεθεί από το ίδιο το κοινωνικό σύστημα. Με την προϋπόθεση, βέβαια, ότι και οι εκπαιδευτικοί  θα σταθούν στο ύψος των περιστάσεων, πράγμα που η πλειονότητά τους το πράττει μέχρι σήμερα σε υψηλό βαθμό. Σε διαφορετική περίπτωση, διακυβεύεται η ίδια η υπόσταση, η επιβίωση και η προοπτική μιας χώρας. Κατά συνέπεια, στις προτεραιότητες της πολιτείας πρέπει να είναι η υπηρεσιακή ηρεμία των εκπαιδευτικών, απαλλαγμένη, κατά το δυνατόν, από ανασφάλειες και αβεβαιότητες, και η διαμόρφωση κινήτρων για περισσότερη αποδοτικότητα του εκπαιδευτικού.

alfavita

Δεν υπάρχουν σχόλια: