Πείτε την αλήθεια κ. Υπουργέ Παιδείας για το «έγκλημα» σε βάρος των υποψηφίων με την Ελάχιστη Βάση Εισαγωγής (ΕΒΕ)
Μύθοι - Διακηρύξεις
Η Ελάχιστη Βάση Εισαγωγής (ΕΒΕ) που θεσμοθετήθηκε από την κυβέρνηση της ΝΔ στις πανελλαδικές εξετάσεις του 2021, διανθίστηκε με ποικίλες εύηχες διακηρύξεις – μύθους. Να θυμίσουμε ότι ο υπουργός Παιδείας Κ. Πιερρακάκης σε απάντησή στη Βουλή (8 Αυγούστου 2023) ανέφερε μεταξύ άλλων ότι η Ελάχιστη Βάση Εισαγωγής θεσπίστηκε: α) για τη διασφάλιση των ακαδημαϊκών προϋποθέσεων της επιτυχούς φοίτησης και της έγκαιρης ολοκλήρωσης των σπουδών, β) για τη θωράκιση του κύρους των Πανεπιστημιακών σπουδών...».
Πείτε την αλήθεια κ. Υπουργέ για τους στόχους της Ελάχιστης Βάσης Εισαγωγής.
Καμιά δήλωση περί «βελτίωσης της ποιότητας της εκπαίδευσης δεν μπορεί να κρύψει τη γκρίζα πραγματικότητα. Δεν μπορεί να κρύψει ότι και το 2023 με την ανακοίνωση των βάσεων εισαγωγής, το αποτέλεσμα ήταν να έχουμε 30 τμήματα ΑΕΙ με λιγότερο από 10 εισακτέους και δεκάδες τμήματα με πολλά κενά. 153 τμήματα από τα συνολικά 450 δέχτηκαν λιγότερους υποψήφιους από αυτούς που μπορούσαν να έχουν και έμειναν κενές 10.754 θέσεις. Οι χιλιάδες αυτές θέσεις εισακτέων που έμειναν (σε συνδυασμό με τη «δράση των μετεγγραφών») αποψίλωσαν περίπου 50-60 τμήματα κατά βάση περιφερειακών πανεπιστημίων. Ωστόσο αξίζει να αναφερθεί ότι το σύνδρομο των κενών θέσεων αρχίζει και πλήττει και το κέντρο. Οι κενές θέσεις που έμειναν στα ΑΕΙ της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης έφτασαν φέτος τις 2.403, ενώ πέρυσι ήταν 2.060.
Ταυτόχρονα από τους 97.205 υποψηφίους των ΓΕΛ και ΕΠΑΛ οι 70.714 πέρασαν την ελάχιστη βάση εισαγωγής (ΕΒΕ) και απέκτησαν δικαίωμα να καταθέσουν μηχανογραφικό. Εισήχθησαν 61.950 υποψήφιοι ΓΕΛ και ΕΠΑΛ. Δηλαδή, από όσους δήλωσαν συμμετοχή έμειναν εκτός τριτοβάθμιας εκπαίδευσης οι 35.255, ενώ από όσους απέκτησαν δικαίωμα να διεκδικήσουν μια θέση δεν τα κατάφεραν λόγω ΕΒΕ οι 8.764.
Η δημοσιοποίηση των βάσεων εισαγωγής από το Υπουργείο Παιδείας κάθε χρόνο «φωτίζει » το «έγκλημα» σε βάρος των υποψηφίων των πανελλαδικών εξετάσεων για την Τριτοβάθμια Εκπαίδευση. Είναι οι ορατές συνέπειες, η κορυφή του παγόβουνου της Ελάχιστης Βάσης Εισαγωγής τα τρία τελευταία χρόνια. Η θέσπιση της ΕΒΕ από το 2021 είναι ένα επιπλέον μεγάλο εμπόδιο για τους υποψηφίους, κυρίως των ασθενέστερων τάξεων και στρωμάτων και των απομακρυσμένων περιοχών της χώρας.
Ένας στους τρείς υποψηφίους σταθερά και βασανιστικά αποκλείεται κάθε χρόνο από την τριτοβάθμια εκπαίδευση.
Περισσότεροι από 22.000 υποψήφιοι των ΓΕΛ κάθε χρόνο δεν καταθέτουν μηχανογραφικό εξαιτίας της Ελάχιστης Βάσης Εισαγωγής, ενώ, όπως καταγράφηκε σε πολλές καταγγελίες μαθητών και γονέων, δεν ήταν λίγοι εκείνοι που αποκλείστηκαν από τις σχολές προτίμησής τους μέσα από το εκρηκτικό «κοκτέιλ» της ΕΒΕ και των ειδικών μαθημάτων.
Συνολικά στην τριετία που εφαρμόζεται η ΕΒΕ (2021-2023) έχουμε πάνω από 36.000 κενές θέσεις στα ΑΕΙ. Στο βάθος βρίσκεται η αρχή μιας νέας μαύρης εποχής για τα δημόσια Πανεπιστήμια, που θα έχουν να αντιμετωπίσουν την αποψίλωση, και η αρχή μιας χρυσής εποχής για τα ιδιωτικά Πανεπιστήμια, που έρχονται καλπάζοντας. Στο βάθος περιμένει η «αρχή μιας νέας «χρυσής εποχής» για τα κολέγια, τα φροντιστήρια και τα ιδιωτικά σχολεία. Για αυτό και το γνωστό σλόγκαν: Με 8.000 μόρια δεν χωράς στο δημόσιο ΑΕΙ, με 8.000 ευρώ «χωράς και παραχωράς» στο κολέγιο. Όταν, λοιπόν, το υπουργείο παιδείας ανακοινώνει, κάθε χρόνο, θέσεις εισακτέων ουσιαστικά πρόκειται για μια «πρόσκληση» σε ανεπιθύμητους καλεσμένους.
Η ΕΒΕ του 1/3
Επιπλέον, υπολογίζεται ότι μόνο το 1/3 περίπου των υποψηφίων έχει τη δυνατότητα να δηλώσει οποιαδήποτε σχολή επιθυμεί στο μηχανογραφικό δελτίο. Ο ένας στους τρεις που έγραψε πάνω από 14,5 δεν είχε κανένα πρόβλημα με την ΕΒΕ, καθώς δεν επηρέαζε καθόλου τις επιλογές του. Το τελευταίο 1/3 που απομένει είναι εκείνο που θα μπορέσει να δηλώσει σχολές μεσαίου και χαμηλού ενδιαφέροντος.
Μετά από τρία χρόνια εφαρμογής της ΕΒΕ μπορούμε να δούμε ότι δεν αποκλείστηκαν μόνο οι υποψήφιοι του 3, του 4 και του 5. Αποκλείστηκαν και ένας στους τρεις υποψηφίους περίπου που έγραψε από 8,37 έως 14,43 το 2022 και είχε περιορισμένη πρόσβαση στο Μηχανογραφικό Δελτίο. Δεν μπορούσε, δηλαδή, να δηλώσει όποια σχολή ήθελε στο Μηχανογραφικό του Δελτίο. Και το 14 για μας που γνωρίζουμε τους όρους διεξαγωγής των πανελλαδικών εξετάσεων είναι μια καλή βαθμολογία, καλύτερη από ό, τι ακούγεται. Και δεν αναφερόμαστε στα υψηλόβαθμα τμήματα. Όμως υπάρχουν τμήματα που θα μπορούσε να εισαχθεί ένας υποψήφιος με μέσο όρο 14 και δεν εισάγεται. Έχουμε, δηλαδή, κάτι διαφορετικό από το επιχείρημα του Υπουργείου Παιδείας να μην εισάγονται στα ΑΕΙ υποψήφιοι με βαθμό 3,4 και 5. Στα τμήματα που είχαν ΕΒΕ μεγαλύτερη του 14 είχαμε 924 κενές θέσεις το 2022.
Και καμιά δήλωση των επιτελών του υπουργείου Παιδείας δεν μπορεί να εξαφανίσει τη σαλάτα αποτελεσμάτων που οδηγεί υποψηφίους με υψηλές βαθμολογίες να μην μπορούν να πιάσουν τη σχολή της προτίμησής τους και άλλους να κόβονται από την είσοδο των Πανεπιστημίων από τις παράδοξες τεχνικές της ΕΒΕ. Το μόνο που εγγυάται η εφαρμογή της ΕΒΕ είναι παιδιά με άριστες και μέτριες βαθμολογίες να οδηγούνται σε σχολές που δεν είναι της πρώτης προτίμησής τους.
Αποδομείται, λοιπόν, με τον πιο εναργή τρόπο το κυβερνητικό αφήγημα ότι οι μαθητές/τριες γίνονταν φοιτητές με πολύ χαμηλές βαθμολογίες.
Αποδεικνύεται πλέον περίτρανα ότι ο βασικός στόχος είναι η μείωση του αριθμού των εισακτέων και η δρομολόγησή τους προς τα ιδιωτικά κολλέγια και ΑΕΙ για όσες οικογένειες μπορούν να «χρηματοδοτήσουν» τις σπουδές των παιδιών τους, αλλά και προς τα Δημόσια ΙΕΚ ή άλλες δομές κατάρτισης. Εξάλλου, η προηγούμενη υπουργός παιδείας Ν. Κεραμέως φρόντισε εγκαίρως να νομοθετήσει την επαγγελματική ισοτιμία των πτυχίων των κολλεγίων με τα Δημόσια Πανεπιστήμια, και οι μηχανισμοί προπαγάνδας φρόντισαν εγκαίρως να δυσφημήσουν το Δημόσιο Πανεπιστήμιο. Η ΕΒΕ μαζί με την τράπεζα θεμάτων και τις συνεχείς εξετάσεις λειτουργούν αποτρεπτικά, στο να συνεχίσουν οι μαθητές τη Λυκειακή βαθμίδα, οδηγώντας τους μετά το γυμνάσιο στις Επαγγελματικές Σχολές Κατάρτισης και την κατάρτιση.
Επί της ουσίας η κυβέρνηση “κλείνει το μάτι” στην αγορά της κατάρτισης που βρίσκει νέο πεδίο κερδοφορίας, πατώντας πάνω στην ανάγκη της λαϊκής οικογένειας να μορφώσει τα παιδιά της, ώστε να πάρουν τα κατάλληλα εφόδια για το μέλλον.
Αξιολόγηση με βάση τις επιδόσεις των μαθητών
Κι αν οι ενδοσχολικές του Λυκείου στοχεύουν στο πιο αδύνατο κομμάτι του μαθητικού πληθυσμού αντιμετωπίζοντάς το σαν πλεονάζον προσωπικό σε επιχείρηση που «εξυγιαίνεται», οι εθνικές εξετάσεις τύπου Pisa στην τελευταία τάξη του Δημοτικού και του Γυμνασίου στοχεύουν εκτός από τους μαθητές και τους εκπαιδευτικούς.
Με την Τράπεζα Θεμάτων το Υπουργείο Παιδείας θα επιχειρήσει σταδιακά να αξιολογήσει τους εκπαιδευτικούς και τις σχολικές μονάδες με βάση τις επιδόσεις των μαθητών. Να θυμίσουμε τις κατευθύνσεις-οδηγίες-επιβολές του ΟΟΣΑ για το παραπάνω θέμα (εξάλλου η Pisa είναι πνευματικό παιδί του ΟΟΣΑ). Με τίτλο «Ευθυγραμμίζοντας τα εκπαιδευτικά επίπεδα με την αξιολόγηση των μαθητών», ο ΟΟΣΑ αρχίζει με δύο επισημάνσεις και καταλήγει σε μία οδηγία που είναι και το «ζουμί» της πολιτικής του. Αφού σημειώνει ότι είναι απαραίτητη «η σύνδεση μεταξύ της αξιολόγησης μαθητών, σχολικών μονάδων και εκπαιδευτικών», επισημαίνει ότι «η αξιολόγηση της σχολικής μονάδας, του εκπαιδευτικού καθώς και τα τυποποιημένα τεστ για την αξιολόγηση των μαθητών σε εθνικό επίπεδο πρέπει να εξεταστούν μαζί, έτσι ώστε όχι μόνο να είναι αποτελεσματικές οι νέες πολιτικές όσον αφορά την επίτευξη των στόχων του πλαισίου αξιολόγησης, αλλά και να δημιουργούν συμπληρωματικότητες…».
Σε αυτό το πλαίσιο, όπως καταλαβαίνετε, οι εκπαιδευτικοί «χρεώνονται» την επιτυχία ή αποτυχία των μαθητών τους και η διοίκηση του σχολείου «χρεώνεται» με τη σειρά της την επιτυχία και την αποτυχία όλων!
Κατηγοριοποίηση – ανταγωνισμός
Όταν η προηγούμενη υπουργός παιδείας Ν. Κεραμέως προώθησε την αξιολόγηση των σχολικών μονάδων, διαβεβαίωνε σε όλους του τόνους ότι τα αποτελέσματα δε θα χρησιμοποιηθούν και δε θα οδηγήσουν σε κατάταξη των σχολείων. Τον Νοέμβριο 2021, η Ν. Κεραμέως σε συνέντευξή της στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, είχε δηλώσει: «Εντυπωσιάζει πάντα η μανία καλλιέργειας κραυγαλέων "fake news" από κάποιους για να τρομοκρατήσουν εκπαιδευτικούς. Και εξηγούμαι: δεν υπάρχει πουθενά πρόβλεψη για δημοσιοποίηση κατηγοριοποίησης και κατάταξης σχολείων, όπως δολίως αναφέρουν κάποιοι, επίσης δεν υπάρχει απολύτως καμία σύνδεση της αξιολόγησης σχολείων με τη χρηματοδότησή τους - αυτή είναι τελείως ανεξάρτητη και γίνεται απευθείας από τους Δήμους».
Αυτά έλεγε τότε η υπουργός, αλλά σήμερα ακόμα και οι πιο αφελείς δεν μπορούν να πειστούν ότι η αξιολόγηση - βαθμολόγηση των σχολείων μπορεί να μείνει μόνο “εσωτερική υπόθεση”. Ανοιχτά πια μετά από τις δηλώσεις του νέου υπουργού Παιδείας Κυριάκου Περρακάκη Κυρ. Πιερρακάκης: Θα δημοσιοποιούνται οι βαθμολογικές επιδόσεις του κάθε σχολείου! αποκαλύπτεται ότι τα σχολεία θα κατηγοριοποιούνται και με τη «βούλα» της βαθμολογίας των πανελλαδικών εξετάσεων! Άλλωστε και το ΙΕΠ αναφέρεται στη «συνοπτική δημοσιοποίηση των αποτελεσμάτων της αξιολόγησης των σχολείων με μόνο σκοπό αυτό να συμβάλει στη διαφάνεια και ενημέρωση του κοινού σχετικά με το έργο των σχολείων» και τη δημοσιοποίηση για «διάχυση καλών πρακτικών». Σε αυτή την κατεύθυνση προωθείται η δήθεν ελεύθερη επιλογή σχολείου και σχεδιάζεται το Εθνικό απολυτήριο με υπολογισμό των βαθμών και στις τρεις τάξεις του Λυκείου, με Τράπεζα Θεμάτων και συνυπολογισμός του μαζί με ΕΒΕ στην εισαγωγή τριτοβάθμια εκπαίδευση.
Είναι προφανές ότι η πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας γνωρίζει πολύ καλά τις κοινωνικές παραμέτρους της σχολικής επίδοσης. Η στόχευση είναι αλλού και «φωτογραφίζει» κατευθείαν τον εκπαιδευτικό. Το ΥΠΑΙΘ θεωρεί κατάλληλο το χρόνο να προβάλει συστηματικά μια, έτσι κι αλλιώς, διαδεδομένη αντίληψη σύμφωνα με την οποία για ό, τι «καλό» ή «κακό» γίνεται στα σχολεία την ευθύνη την έχει ο εκπαιδευτικός. Μια τέτοια αντίληψη, όπως γίνεται φανερό, εναποθέτει μεγάλο φορτίο ευθύνης στους ώμους του δασκάλου και συνήθως, όταν τίθεται θέμα σχολικής αποτυχίας ή εκπαιδευτικής κρίσης, ο δάσκαλος είναι ο «αποδιοπομπαίος τράγος». Με αυτό τον τρόπο γίνεται ευκολότερη υπόθεση η επιβολή αυταρχικών μέτρων αξιολόγησης, εντατικοποίησης και διοικητικού ελέγχου.
Απώτερος στόχος η παράδοση και υποταγή της εκπαίδευσης στην υπηρεσία των αναγκών του κεφαλαίου, λειτουργία του σχολείου με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια, με καθεστώς απόλυτου ελέγχου της παιδαγωγικής λειτουργίας, σταδιακή κατάργηση των παιδαγωγικών ελευθεριών και εργασιακή εξόντωση και χειροτέρευση των συνθηκών εργασίας των εκπαιδευτικών.
Από τις πρώτες μέρες της νέας χρονιάς σε κάθε σχολική μονάδα καλούμαστε και φέτος να βρεθούμε απέναντι στα χιλιάδες κενά εκπαιδευτικών, στην ελαστική εργασία της αναπλήρωσης, στη λογική των μεντόρων, των ενδοσχολικών συντονιστών, των ομίλων που συμβάλλουν στον ανταγωνισμό μεταξύ συναδέλφων/ισσών και σχολείων, επεκτείνοντας το εργασιακό μας ωράριο κι εντατικοποιώντας τη σχολική ζωή, της αξιολόγησης της σχολικής μονάδας και της ατομικής αξιολόγησης των εκπαιδευτικών και σε νέα βέλη κατά της δημόσιας εκπαίδευσης, όπως ο διαγωνισμός του ΑΣΕΠ και η επιλογή σχολείου από τους γονείς..
Η απαξίωση, η αποδόμηση κι εν τέλει η διάλυση του δημοσίου και δωρεάν σχολείου αποτελεί προτεραιότητα της κυβέρνησης, του ΟΟΣΑ και της ΕΕ. Παράλληλα, η ενίσχυση του ιδιωτικής εκπαίδευσης και της κερδοφορίας του κεφαλαίου, μέσω των διαφόρων καναλιών που επιλέγει η κυβέρνηση. Αυτά τα δύο στοιχεία αποτελούν και το DNA της κυβερνητικής πολιτικής και δεν αφορά μόνο την εκπαίδευση αλλά οτιδήποτε είναι δημόσιο και έχει κοινωνικό χαρακτήρα.
Είναι φανερό δια γυμνού οφθαλμού ότι ο βασικός προσανατολισμός της κυβέρνησης είναι η μείωση των εισακτέων, η πριμοδότηση της ιδιωτικής Ανώτατης Εκπαίδευσης και η ιδιωτικοποίηση του δημόσιου πανεπιστημίου με την παραχώρηση υποδομών του για όσους ξένους φοιτητές μπορούν να πληρώνουν δίδακτρα. Παράλληλα, με τον σταδιακό μετασχηματισμό των τριτοβάθμιων ιδρυμάτων σε επιχειρήσεις παροχής εκπαιδευτικών υπηρεσιών, τη μετάλλαξη της γνώσης από κοινωνικό αγαθό σε εμπορικό προϊόν και τη μετατροπή της μόρφωσης από συλλογικό δικαίωμα σε ατομική επιλογή. Ας μην αμφιβάλλει κανείς. Με το σκιάχτρο της ίδρυσης των ιδιωτικών Πανεπιστημίων θα σπρωχθούν τα δημόσια να λειτουργήσουν με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια, να μειώσουν τα χρόνια σπουδών και να στραφούν στην αγορά σε αναζήτηση νέων πηγών εσόδων (ίδρυση σχολών στην αγγλική γλώσσα με δίδακτρα, τέλη εγγραφής, σύνδεση με επιχειρήσεις, μετατροπή σε επιχειρήσεις πώλησης υπηρεσιών).
* Ο Γιώργος Κ. Καββαδίας είναι φιλόλογος στο 3ο ΓΕΛ Κερατσινίου, μέλος της ΣΕ του περιοδικού «Αντιτετράδια της Εκπαίδευσης» του Εκπαιδευτικού Ομίλου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου