Πέμπτη 28 Οκτωβρίου 2021

 


Αθέατες αλλαγές στη σχολική τάξη: Εργαλειακή λογική, τοξικό κλίμα και κατακερματισμός

Τα τελευταία χρόνια, από την περίοδο της οικονομικής κρίσης και των μνημονίων μέχρι και σήμερα, χαρτογραφούνται στην εκπαίδευση μια σειρά από -εκ πρώτης όψεως- «παράδοξα» χαρακτηριστικά. Πρόκειται για μια σειρά μόνιμων «επεισοδίων» που συνθέτουν, όμως μ΄ ένα πολύ συγκεκριμένο τρόπο το παζλ ενός σχολείου  που αλλάζει.

Εργαλειακή λογική

Στις θεραπευτικές αγωγές που προωθούνται τα τελευταία χρόνια στην εκπαίδευση προβάλλει το σύνθημα «εκμάθηση της μάθησης» ή λαϊκότερα «μαθαίνω πώς να μαθαίνω». Το «μαθαίνω πώς να μαθαίνω» προβάλλεται σαν το ελιξίριο της σύγχρονης παιδαγωγικής που αντιμετωπίζει την πλημμυρίδα πληροφοριών και την παλαίωση των γνώσεων.

Σύμφωνα με την επίσημη εκπαιδευτική ρητορική, ικανός για το μέλλον είναι όποιος είναι σε θέση να αναζητήσει μέσα στην πλημμύρα των πληροφοριών, που πέφτει επάνω του, εκείνη που έχει σημασία για μια συγκεκριμένη ενέργεια.

Η «εκμάθηση της μάθησης», προτεραιότητα της κυρίαρχης εκπαιδευτικής πολιτικής, στηρίζεται σε ένα είδος γενικής μόρφωσης, το οποίο δεν καλλιεργεί και δεν αναπτύσσει τη συνθετική-αναλυτική σκέψη, δεν δίνει τις βάσεις για την ερμηνεία της κοινωνίας και του κόσμου. Ουσιαστικά πρόκειται για ένα είδος γενικής μόρφωσης με κεντρικό χαρακτηριστικό την πολυδιάσπαση της γνώσης, τον κατακερματισμό της.

 Ο υπερτονισμός τού «μαθαίνω πώς να μαθαίνω», αποσυνδεδεμένος από το «τι και για ποιο σκοπό μαθαίνω», αποτελεί φανερή υποτίμηση της ουσίας της μόρφωσης.

Για να αποφύγουμε κάθε αχρείαστη παρεξήγηση επισημαίνουμε ότι η εκμάθηση μεθόδων μελέτης δεν είναι μια διαδικασία έξω από τη λογική της παιδαγωγικής. Προβληματικός γίνεται ο υπερτονισμός της μεθόδου από την κυρίαρχη πολιτική, καθώς αποσπάται από τα περιεχόμενα της διδασκαλίας-μάθησης και κυρίως από τον σκοπό της όλης μορφωτικής διαδικασίας.

Οι «ήπιες δεξιότητες», ο εθελοντισμός και η επιχειρηματικότητα, η προσαρμοστικότητα και η ανθεκτικότητα, η ρομποτική και η παραγωγικότητα, που εντάσσονται στους θεματικούς κύκλους των «εργαστηρίων δεξιοτήτων», αφενός παρεμβαίνουν στον προσανατολισμό και το μορφωτικό περιεχόμενο του σχολείου, αφετέρου, υπονομεύουν τα μορφωτικά και εργασιακά δικαιώματα, προωθώντας τον ατομικισμό, τον ανταγωνισμό και την άμεση εμπλοκή –ιδιωτικών συμφερόντων στην εκπαίδευση.

Το ζήτημα των δεξιοτήτων είναι εξαιρετικής σημασίας, γιατί σχετίζεται άμεσα με το τι και το πώς μαθαίνουν τα παιδιά στο σχολείο, τι άνθρωπο, τι εργαζόμενο πρέπει να βγάλει το σχολείο, ώστε να είναι φτηνός, πειθαρχημένος, αποδοτικός και εκμεταλλεύσιμος. Ο δικός μας ΣΕΒ, που εξειδικεύει την παραπάνω «γραμμή», απαιτεί «επένδυση σε περισσότερες, καλύτερες και σύγχρονες δεξιότητες, οι οποίες είναι αναγκαίες για την αποτελεσματική λειτουργία των επιχειρήσεων».

Λατρεία και νεύρωση στην «Παιδαγωγική της Καινοτομίας»

Παράλληλα με τις τάσεις τυποποίησης και ποσοτικοποίησης της εκπαιδευτικής διαδικασίας έχει αναπτυχθεί τα τελευταία χρόνια, μέσα στους σχολικούς χώρους, μια ολόκληρη βιομηχανία, μια κοσμική θεολογία των λεγόμενων Καινοτόμων Προγραμμάτων: Ευρωπαϊκά προγράμματα, «καινοτομίες», θεματικές εβδομάδες, προσπάθειες εμπλοκής με χορηγούς,  μια καταναγκαστική εγχάραξη του οικονομισμού και μαζί και ανάκατα θραύσματα του Φρενέ και του Φρέιρε.

Το μάθημα όπως το γνωρίζαμε, η μαθησιακή διαδικασία που βασίζεται σε μια μεγάλη παράδοση της παιδαγωγικής σκέψης προβάλλεται συχνά ως αναχρονισμός ενώ η, φωτοαντιγραφική, καινοτομία (ενισχυμένη με έννοιες  τόσο πρόδηλες σε όλους μας για το θετικό τους πρόσημο, σύμφωνα με την κατήχηση που έχουμε υποστεί), ως το ελιξίριο που βάζει το σχολικό τρένο στις ράγες του μέλλοντος.

Στο παραπάνω πλαίσιο έκανε το ντεπούτο της στις διακηρύξεις του Υπουργείου Παιδείας και η λεγόμενη «μικτή μάθηση» και ο «Συνδυασμός διαφόρων μαθησιακών εργαλείων είτε ψηφιακών είτε μη ψηφιακών» που πλασάρει και πριμοδοτεί η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και ουσιαστικά αφορά στον εξοβελισμό της στέρεης και ολοκληρωμένης γνώσης και στην αντικατάστασή της από εφήμερες δεξιότητες αλλά και στο άνοιγμα του δρόμου για άμεση πρόσβαση των επιχειρήσεων στο σχολείο. Ένα είδος κατάρτισης και παράλληλα στη μαθητεία στις επιχειρήσεις, που θα συμπεριλαμβάνεται στο χρόνο εκπαίδευσης.

Πίσω από τις «αποτελεσματικές συμπράξεις για υποδομή και πόρους μεταξύ διαφορετικών παρόχων εκπαίδευσης, μεταξύ άλλων από τον χώρο των επιχειρήσεων και της βιομηχανίας εκπαιδευτικών πόρων (συμπεριλαμβανομένων της τεχνολογίας, των εκδόσεων και λοιπού εξοπλισμού προγραμμάτων σπουδών)» και πέρα από τον «Συνδυασμό του φυσικού χώρου του σχολείου και περιβαλλόντων εξ αποστάσεως μάθησης» κρύβεται η εξασφάλιση δωρεάν εργατικού δυναμικού για τις επιχειρήσεις ενώ το ΥΠΑΙΘ, εν μέσω πανδημίας, αντί να μειώνει τους μαθητές στα τμήματα, να αυξάνει τον αριθμό των εκπαιδευτικών και να εξασφαλίζει πρόσθετες σταθερές κατάλληλες σχολικές υποδομές, θα έχει τη δυνατότητα να πραγματοποιεί την εκπαιδευτική διαδικασία είτε στην ύπαιθρο είτε σε χώρους που θα «ανακαλύπτει» (π.χ. πολιτιστικούς χώρους, αποθήκες, κτίρια των δήμων, κ.λπ.).

Παράλληλα, η ΕΕ καθοδηγεί τα κράτη-μέλη να αξιοποιήσουν την τηλεκπαίδευση όχι μόνο περιστασιακά, αλλά σε μόνιμη βάση. Με προσχηματικό ενδιαφέρον για την εκπαίδευση περιθωριοποιημένων πληθυσμών (π.χ. ρομά, πρόσφυγες και μετανάστες), το ΥΠΑΙΘ δημιουργεί τα «μονοπάτια» για την χρήση της τηλεκπαίδευσης με κάθε ευκαιρία. 

Έτσι και στην "ανεστραμμένη τάξη" όσο και στην αποκαλούμενη «βασισμένη στις δεξιότητες» μάθηση, η θεωρητική γνώση μετατρέπεται σε ένα σύνολο ακατέργαστων πληροφοριών που θα χρειαζόταν απλώς ν’ ακούσεις από τον εκπαιδευτικό, να διαβάσεις στη Wikipedia ή να ανακαλύψεις σε μια εκπαιδευτική σειρά ντοκιμαντέρ για να μπορείς να την αφομοιώσεις. Στη συνέχεια, το μόνο που θα έπρεπε να γίνει θα ήταν να χρησιμοποιηθεί αυτή η γνώση σε ασκήσεις και προβλήματα, τα οποία γίνονται στο σπίτι με βάση την «παραδοσιακή» θεώρηση ή στην τάξη με βάση την «αντεστραμμένη» αντίληψη.

Η αλληλεπίδραση εκπαιδευτικού-μαθητή είναι η ψυχή της εκπαιδευτικής σχέσης. Είναι ακριβώς αυτή η σχέση, αυτή η αλληλεπίδραση, που το ψηφιακό σχολείο θέλει να αποτινάξει· ή που η ανεστραμμένη μάθηση στοχεύει να υποβιβάσει στο μέλλον, όταν και εάν πάρει την ηγεμονία ως μέθοδος.   

 Ας το ξεκαθαρίσουμε. Υπάρχουν μερικά συναρπαστικά εκπαιδευτικά βίντεο. Υπάρχουν μερικά καταπληκτικά δομημένα μαθήματα στο διαδίκτυο. Και σαφώς αυτό δεν έρχεται σε αντίφαση με τη δυνατότητα της σταδιακής καθοδήγησης των μαθητών ώστε να κατακτήσουν αυτόνομα τις νέες θεωρίες. Ο κίνδυνος δεν βρίσκεται στην περιστασιακή χρήση της ψηφιακής μάθησης ή των αρχών της ανεστραμμένης μάθησης, αλλά στην αναγωγή αυτών σε παιδαγωγικές αρχές, ή σε σύστημα. Γιατί τότε, δεν πρόκειται πλέον για δεξιότητες αυτάρκειας του μαθητή, αλλά μάλλον για εγκατάλειψη της εκπαιδευτικής αποστολής, τουλάχιστον αυτού που είναι το δυσκολότερο και πιο σημαντικό της στοιχείο: η οικοδόμηση γνώσης.

Από το «παράθυρο» η τυποποιημένη αξιολόγηση για μαθητές και εκπαιδευτικούς

Τα τελευταία χρόνια η τυποποιημένη αξιολόγηση έχει γίνει ένα βασικό εργαλείο της πολιτικής των εκπαιδευτικών αλλαγών στην Ευρώπη καθώς εξυπηρετούν τις κυρίαρχες πολιτικές που δίνουν  έμφαση αφενός στην ποσοτική μέτρηση των μαθησιακών αποτελεσμάτων και την προτεραιότητα που δίνεται στους μαθησιακούς στόχους και αφετέρου  στην ανάπτυξη μιας νέας κοινωνικής επίβλεψης των εκπαιδευτικών και των σχολείων από την διοίκηση της εκπαίδευσης με την ευρύτερη έννοια (τοπικές, αποκεντρωμένες αρχές περιοχών ανάλογα με τη χώρα) στο πλαίσιο των μεταρρυθμίσεων της αποκέντρωσης και της αυτονομίας των σχολείων. Παράλληλα εξυπηρετούν την ανάπτυξη της λογοδοσίας των σχολείων στο ευρύ κοινό και κυρίως στους γονείς.

Στο νέο ν. 4823/2021 προβλέπεται ότι κάθε σχολικό έτος θα διενεργούνται σε εθνικό επίπεδο εξετάσεις διαγνωστικού χαρακτήρα για τους μαθητές της ΣΤ’ Τάξης των δημοτικών σχολείων και τους μαθητές της Γ’ Τάξης των γυμνασίων σε θέματα ευρύτερων/γενικών γνώσεων των γνωστικών αντικειμένων της Νεοελληνικής Γλώσσας και των Μαθηματικών. Σκοπός των ως άνω εξετάσεων είναι η εξαγωγή πορισμάτων, σχετικά με την πορεία υλοποίησης των προγραμμάτων σπουδών και τον βαθμό επίτευξης των προσδοκώμενων μαθησιακών αποτελεσμάτων σε εθνικό επίπεδο, περιφερειακό επίπεδο και σε επίπεδο σχολικής μονάδας.    

Σε αυτού του τύπου τις νέες εξετάσεις που έχουν χαρακτηριστεί ως «ελληνική Pisa», θα έχουμε αποκλειστικά εφαρμογή της τυποποιημένης αξιολόγησης.

Να το ξεκαθαρίσουμε ευθύς εξαρχής: Η τυποποιημένη αξιολόγηση των μαθητών προβάλλεται ως η αξιολόγηση που γίνεται με τρόπο ώστε να είναι «αμερόληπτη» και τα αποτελέσματά της να μπορούν να συγκριθούν μεταξύ τους. Έτσι νομιμοποιείται, η μέτρηση των μαθητικών επιδόσεων –τα περίφημα «μαθησιακά αποτελέσματα»- να αποτελούν τη βάση για την αξιολόγηση των σχολείων και των εκπαιδευτικών. Παράλληλα είναι ο δρόμος που  το ΥΠΑΙΘ για να νομιμοποιούν στην κοινή γνώμη ότι για όλα φταίει ο εκπαιδευτικός κι όχι η ταξικότητα του σχολείου, τα αντιεκπαιδευτικά μέτρα και ο δημοσιονομικός κόφτης της καπιταλιστικής κρίσης.

Πριν από κάμποσα χρόνια η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στην Έκθεση με τίτλο «Οι τυποποιημένες αξιολογήσεις των μαθητών στην Ευρώπη: σκοποί, οργάνωση και χρήση των αποτελεσμάτων» σημειώνεται ότι «οι εθνικοί διαγωνισμοί έχουν πολλούς στόχους: σήμερα, χρησιμεύουν συχνότερα είτε για να πιστοποιούν το επίπεδο των μαθητών, είτε για να επιτρέπουν τον έλεγχο των σχολικών μονάδων ή του εκπαιδευτικού συστήματος στο σύνολό του».

 H ελαστική εργασία στην εκπαίδευση: «Μια ευφυής άποψη»!

Εδώ και πολλά χρόνια, πριν ακόμη από την αρχική φάση των μνημονίων ο ΟΟΣΑ έδινε «οδηγία» μείωσης του εκπαιδευτικού προσωπικού. Στην τελευταία Έκθεση του «Για ένα Λαμπρό Μέλλον της Εκπαίδευσης στην Ελλάδα» το ζήτημα των διορισμών και της διαχείρισης του εκπαιδευτικού προσωπικού έχει κεντρική θέση. Το παρακάτω απόσπασμα είναι ενδεικτικό της αντίληψης που έχει για το θέμα της στελέχωσης των σχολείων με εκπαιδευτικούς και για τον τρόπο επίλυσής του:

«Η επίλυση του προβλήματος των λιγότερων οργανικών θέσεων ήταν ευφυής (!) και από διοικητική, και από οικονομική άποψη. Η εναλλακτική λύση ήταν η χρήση αναπληρωτών εκπαιδευτικών, με τη συμφωνία και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής…..Δεν μισθοδοτούνται κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, κι έτσι – από μια μακροοικονομική άποψη, δεν αποτελούν μια επιπλέον μακροχρόνια επιβάρυνση του εθνικού προϋπολογισμού. Επιπλέον, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει συμφωνήσει ότι μπορούν χρήματα του Ευρωπαϊκού Διαρθρωτικού Ταμείου να καλύπτουν τους μισθούς των αναπληρωτών (τυπικά, οι δαπάνες αυτές δεν αντιπροσωπεύουν μισθούς αλλά εκπαιδευτικές υπηρεσίες, γι’ αυτό δεν λαμβάνουν μισθό το καλοκαίρι).

 Βρισκόμαστε ήδη στην εποχή των αναπληρωτών «νομάδων εκπαιδευτικών» (πάνω από 40.000 το χρόνο, τα τελευταία χρόνια, ήδη περίπου 35.000 φέτος και έπεται συνέχεια), η επινόηση των οποίων καταργεί την παιδαγωγική σχέση και την αφοσίωση που είναι απαραίτητες στην εκπαίδευση, ενώ ανοίγει τον δρόμο στο νέο εργασιακό μοντέλο που αργά και συστηματικά εμπεδώνεται στις σχολικές μονάδες.

 Η «σούπα» των ειδικοτήτων

Η ενοποίηση διαφόρων ειδικοτήτων και η νέα παρέμβαση (ανάμεσα στις πολλές των τελευταίων χρόνων) στις αναθέσεις μαθημάτων που προχώρησε το υπουργείο Παιδείας έχει τόση σχέση με τη βελτίωση της εκπαίδευσης και της μαθησιακής διαδικασίας όση ο φάντης με το ρετσινόλαδο.

Στο όνομα της «αξιοποίησης» του υπάρχοντος δυναμικού που υπακούει στη μαγική λέξη «περικοπές», κοντολογίς, πριμοδοτώντας μια μηχανιστική λογική της κάλυψης κενών και της τυπικής διεκπεραίωσης του ωρολογίου προγράμματος και παραβλέποντας επιστημονικά και διδακτικά κριτήρια, το υπουργείο Παιδείας αλλάζει και μοιράζει πρώτες και δεύτερες και τρίτες αναθέσεις μαθημάτων σε ειδικότητες εκπαιδευτικών.

Είναι φανερό ότι το υπουργείο Παιδείας βρήκε, για μια ακόμη φορά, τον εύκολο τρόπο αφ’ ενός να κρύψει τα κενά εκπαιδευτικών στα σχολεία και αφ’ ετέρου να τους οδηγήσει σε αλληλοσπαραγμό: μέσω των νέων… αναθέσεων μαθημάτων προωθεί το μοντέλο του καθηγητή-δασκάλου που «τα κάνει όλα και συμφέρει», θίγοντας καίρια τα μορφωτικά δικαιώματα των παιδιών.

Τοξικό κλίμα

Οι νομοθετικές παρεμβάσεις της Υπουργού Παιδείας, ιδιαίτερα οι τελευταίες, αποτελούν μια βραδυφλεγή βόμβα στο "κλίμα" του σχολείου. Η επιδείνωση των εργασιακών συνθηκών απογειώνεται, ο φόβος και η υποτέλεια προμοδοτείται και υπάρχει κίνδυνος να κυριαρχήσει μια κατάσταση εμφύλιας διαμάχης και προς "τα κάτω" που θα επηρεάσει κάθε μέλος του εκπαιδευτικούπροσωπικού.

Η παραχώρηση νέων αρμοδιοτήτων και υπερεξουσιών στα στελέχη της εκπαίδευσης και τους διευθυντές των σχολείων και η αποδυνάμωση του ρόλου των συλλόγων διδασκόντων θα ισοπεδώσει το παιδαγωγικό κλίμα της τάξης και θα δημιουργήσει ένα καθεστώς πελατειακών σχέσεων μέσα στο σχολείο, αφού οι εκπαιδευτικοί θα είναι υποτελείς στους διευθυντές, καθώς από εκείνους θα εξαρτάται η εκπαιδευτική και επαγγελματική τους πορεία. Είναι φανερό ότι επιχειρείται να επιβληθεί μόνιμο καθεστώς φόβου και χειραγώγησης των εκπαιδευτικών, ώστε κάθε απόκλιση από το πρότυπο του υποταγμένου εκπαιδευτικού να κρίνεται σαν δημοσιοϋπαλληλικό παράπτωμα ή  αντιεπιστημονική παρέκκλιση. Αυτό το πλαίσιο μεταφέρει τις ευθύνες για τα εκρηκτικά προβλήματα του σημερινού σχολείου στον εκπαιδευτικό.

Η νέα αυτή ιεραρχική δομή σε συνδυασμό με την ατομική αξιολόγηση διαλύει τον δημοκρατικό και συλλογικό τρόπο λειτουργίας του σχολείου, ενώ παράλληλα κατεδαφίζεται η παιδαγωγική διάσταση της εκπαίδευσης. Το καινούργιο μοντέλο βασίζεται στη φιλοσοφία της εξατομίκευσης, του εσωτερικού ατέρμονου ανταγωνισμού συγκέντρωσης μορίων για επιβίωση και ανέλιξη σε ένα γραφειοκρατικό και διεκπεραιωτικό σχολείο.

Να το πούμε καθαρά: Εάν τα μέτρα αυτά προχωρήσουν το κλίμα στα σχολεία, που έχουν μεταβληθεί σε κέντρα διερχομένων, χωρίς σταθερό προσωπικό, με εργασιακές σχέσεις διαλυμένες, θα πλημμυρίσει από τον τοξικό ανταγωνισμό, το χαφιεδισμό και την τρομοκρατία και θα κυριαρχήσει μια κατάσταση εμφύλιας διαμάχης που θα διαχυθεί και προς "τα κάτω" και θα επηρεάσει κάθε μέλος του προσωπικού.

Οι υπερεξουσίες του διευθυντή και η ακύρωση του αποφασιστικού ρόλου του συλλόγου διδασκόντων, σε ένα επίπεδο που δεν έχει προηγούμενο στο παρελθόν, επιχειρούν να ολοκληρώσουν τη μετατροπή του σχολείου σε επιχείρηση, στόχος που είναι δεμένος με ένα νήμα με τη λεγόμενη αυτονομία της σχολικής μονάδας, δηλαδή την αναζήτηση πόρων από το ίδιο το σχολείο, ακόμα και με χορηγούς, αφού εγκαταλείπεται ουσιαστικά από το κράτος. 

Η αποκέντρωση της εκπαίδευσης

Σε όλες τις διακηρύξεις του υπουργείου Παιδείας κεντρική θέση κατέχει η αυτονομία και η αποκέντρωση, η αυτοαξιολόγηση και η αξιολόγηση, καθώς και η σύνδεση με την «τοπική κοινωνία» Είναι φανερό ότι μέσα από την επιχείρηση «αποκέντρωση της Εκπαίδευσης» προωθείται η ιδιωτικοποίηση και δοκιμάζεται συνολικά το μοντέλο του ευέλικτου, «αποκεντρωμένου» σχολείου της αγοράς.

Στο πλαίσιο της αποκέντρωσης είναι προφανές ότι ο εκπαιδευτικός καλείται να έχει έναν νέο ρόλο και κυρίως αυτοί που ασκούν διοίκηση. Στην ουσία, θα μετατραπούν σε μάνατζερ–διαχειριστές που θα είναι υποχρεωμένοι να αναζητούν πηγές χρηματοδότησης για τη λειτουργία του σχολείου.

Στον ανελέητο ανταγωνισμό που θα ξεσπάσει μεταξύ των σχολείων, οι μαθητές, με πρόσχημα το δικαίωμα επιλογής του σχολείου όπου θα φοιτήσουν, θα αντιμετωπίζονται ως πελάτες και παραγόμενα εμπορεύματα, αφού θα προετοιμάζονται έτσι ώστε να κυκλοφορήσουν στην αγορά με καλύτερους όρους.

Από την άλλη, η ανάθεση μεγάλου μέρους της ευθύνης για τη χρηματοδότηση, τη λειτουργία, τους προσανατολισμούς κάθε εκπαιδευτικού ιδρύματος στο εκπαιδευτικό προσωπικό, στους εκπαιδευόμενους, στους γονείς, στην «τοπική κοινωνία» και στους «παραγωγικούς φορείς», είναι φανερό ότι καλλιεργεί την τάση των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων να υποχωρήσουν στις απαιτήσεις των «πελατών», αφού η συντήρηση ή η ανάπτυξή τους εξαρτώνται άμεσα από τη «ζήτηση» των εκπαιδευτικών «προϊόντων» τους.

Λευκές κόλλες σε μαύρο μέλλον 

Τα τελευταία 2-3 χρόνια η συζήτηση για τις επιδόσεις των μαθητών έχει «πάρει φωτιά» καθώς ένα μεγάλο τμήμα εκπαιδευτικών επισημαίνει ότι υπάρχει μια ποιοτική διαφορά σε σχέση με το κοντινό παρελθόν.

Οι εκπαιδευτικοί υποστηρίζουν ότι έχουν πληθύνει οι «μαθητές των τελευταίων θρανίων», δηλαδή τα παιδιά εκείνα που νωρίς έχουν εγκαταλείψει κάθε προσπάθεια, ενώ από την άλλη είναι φανερή διά γυμνού οφθαλμού η συρρίκνωση της ομάδας των μαθητών που πασχίζει για καλά σχολικά αποτελέσματα. Δεν είναι λίγοι μάλιστα εκείνοι που υποστηρίζουν ότι, ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια, που συνδέονται με την οικονομική κρίση και τις συνέπειές της στις οικογένειες των μαθητών και στην υποχρηματοδότηση της εκπαίδευσης, το ελληνικό σχολείο τείνει να μεταλλαχθεί σε μια «βιομηχανία» ενός ιδιόμορφου αναλφαβητισμού.

Παράλληλα την ίδια ώρα έχει ανοίξει ένα μεγάλο, αγεφύρωτο χάσμα. Χάσμα στις βαθμολογίες, χάσμα στις προσδοκίες! «Αλογα κούρσας» και «ουραγοί»! Παράδοξο και πρωτότυπο; Η αλήθεια είναι ότι τα τελευταία χρόνια αυτή η κατάσταση παγιώνεται. Τι συμβαίνει; Σαν να αντανακλά η ίδια η κοινωνία πάνω στην κίνηση των βάσεων. Μια κοινωνία όπου οι φτωχοί γίνονται φτωχότεροι και οι πλούσιοι πλουσιότεροι. Και στη μέση, σμπαραλιασμένα τα μεσαία στρώματα.

Δίπλα στα όλο και λιγότερα «άλογα κούρσας» με τα 18άρια και τα 19άρια που τινάζουν τις επιδόσεις στον αέρα, διαμορφώνονται οι «ουραγοί», μια μεγάλη ομάδα (ίσως η μεγαλύτερη μετά τη Μεταπολίτευση) παιδιών, κυρίως από τα λαϊκά στρώματα (γόνοι αγροτών, εργατών, μικροϋπαλλήλων κ.λπ.) οι οποίοι έχουν γυρίσει την πλάτη στη σχολική εκπαίδευση σαν απάντηση στο γεγονός ότι η τελευταία δεν έχει πλέον να τους προσφέρει αυτό που απλόχερα, στο πεδίο των επαγγελματικών προοπτικών, πρόσφερε στο παρελθόν.

Δεν υπάρχουν σχόλια: