Σχολεία: Τι κρύβεται πίσω από την επιμονή του υπουργείου να προγραμματίσει εθνικές εξετάσεις την Άνοιξη;
11Το δεύτερο τρίμηνο του 2022 σχεδιάζει το υπουργείο Παιδείας να πραγματοποιήσει σε εθνικό επίπεδο εξετάσεις διαγνωστικού χαρακτήρα στα σχολεία για τους μαθητές της ΣΤ΄ τάξης των Δημοτικών σχολείων και τους μαθητές της Γ’ τάξης των Γυμνασίων.
Σε συνέντευξή της στον "Ελεύθερο Τύπο" (Κυριακή 24 Οκτωβρίου) η υπουργός Παιδείας δήλωσε ότι η εφαρμογή της λεγόμενης "Ελληνικής Pisa" θα ξεκινήσει από φέτος στο τέλος του Δημοτικού και στο τέλος του Γυμνασίου και ότι "συνιστά ένα εργαλείο αποτίμησης της παρεχόμενης εκπαίδευσης και του εκπαιδευτικού συστήματος, της εφαρμογής των προγραμμάτων σπουδών, του βαθμού επίτευξης προσδοκώμενων μαθησιακών αποτελεσμάτων".
Η λεγόμενη «Ελληνική Pisa» περιλαμβάνεται στον πρόσφατο νόμο 4823/2021 «Αναβάθμιση του σχολείου, ενδυνάμωση των εκπαιδευτικών και άλλες διατάξεις». Στο άρθρο 104, «Αξιολόγηση του εκπαιδευτικού συστήματος» όπου σημειώνεται, ανάμεσα σε άλλα: «Κάθε σχολικό έτος διενεργούνται σε εθνικό επίπεδο εξετάσεις διαγνωστικού χαρακτήρα για τους μαθητές της Στ’ τάξης των Δημοτικών σχολείων και τους μαθητές της Γ’ τάξης των Γυμνασίων σε θέματα ευρύτερων / γενικών γνώσεων των γνωστικών αντικειμένων της Νεοελληνικής Γλώσσας και των Μαθηματικών».
Σύμφωνα με το νόμο σκοπός των ως άνω εξετάσεων είναι «η εξαγωγή πορισμάτων σχετικά με την πορεία υλοποίησης των προγραμμάτων σπουδών και τον βαθμό επίτευξης των προσδοκώμενων μαθησιακών αποτελεσμάτων σε εθνικό επίπεδο, περιφερειακό επίπεδο και σε επίπεδο σχολικής μονάδας».
Σχετικά με τη θέσπιση της «ελληνικής PISA», όπως ονομάστηκε, δεν πρόκειται για έναν αθώο σχεδιασμό του ΥΠΑΙΘ. Πρώτον, είναι φανερό ότι όλη η υπόθεση μπορεί να εξελιχθεί σε έναν μηχανισμό «παρακυβέρνησης» της εκπαιδευτικής διαδικασίας, καθώς τα δοκίμια αξιολόγησης θα προωθούν μια συγκεκριμένη αντίληψη για τη σχολική γνώση, τη διδασκαλία, τη μάθηση, τη σχολική επιτυχία, τον μαθητή κ.ά., που προβάλλουν (και ώς έναν βαθμό επιβάλλουν) αντίστοιχες αρχές στην οργάνωση της ίδιας της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Κοντολογίς η «ελληνική Pisa» επιχειρεί με όχημα τα πορίσματά της (μέσα από τον έλεγχο των γλωσσικών και μαθηματικών ικανοτήτων των μαθητών) να προσανατολίσει την σχολική εκπαίδευση σε μια συγκεκριμένη κατεύθυνση.
Δεύτερον, τα αποτελέσματα αυτών των τεστ θα αξιοποιηθούν ως εργαλείο για την κατηγοριοποίηση των σχολείων και θα χρησιμοποιηθούν και ως «κριτήρια» για την αξιολόγηση των ίδιων των εκπαιδευτικών. Είναι φανερό ότι το νέο καθεστώς που θα επιβάλει η «ελληνική PISA», με τον κύκλο των τεστ, μπορεί να βλάψει τους πιο αδύνατους μαθητές και να αποδυναμώσει τις σχολικές τάξεις, καθώς αναπόφευκτα συνεπάγεται όλο και περισσότερα τεστ πολλαπλής επιλογής, περισσότερα λεπτομερώς προσχεδιασμένα μαθήματα από «προμηθευτές» που βρίσκονται πάνω και έξω από το σχολείο –και μεγάλο άγχος για τους εκπαιδευτικούς.
Να το πούμε καθαρά: Στην πράξη, οι στόχοι της «ελληνικής Pisa» προωθούν, αντί της γνώσης, τη δεξιότητα. Για να πάει καλά ένα σχολείο στον διαγωνισμό, πρέπει οι μαθητές του να έχουν αντιμετωπίσει τη Γλώσσα σχεδόν αποκλειστικά ως εργαλείο επικοινωνίας, να έχουν διδαχτεί από τα Μαθηματικά κυρίως μεθόδους επίλυσης πρακτικών προβλημάτων, ενώ στις Φυσικές Επιστήμες να μην έχουν εμβαθύνει στο γιατί, αλλά στο πώς. Ετσι, το εκπαιδευτικό σύστημα θα πρέπει, προσαρμοζόμενο στους στόχους του προγράμματος, να «προπονεί» τους μαθητές σε τέτοιου είδους θέματα, αντί να τους διδάσκει, να τους καταρτίζει αντί να τους εκπαιδεύει.
Σε μια ανάλογη, τηρουμένων των αναλογιών, Διεθνή Αξιολόγηση Μαθητών (PISA), ακαδημαϊκοί, εκπαιδευτικοί και γονείς από όλο τον κόσμο εκφράζουν έντονη ανησυχία για τις επιπτώσεις της επισημαίνοντας «ότι το καθεστώς που επιβάλλει το πρόγραμμα PISA, με το διαρκή κύκλο των τεστ σε παγκόσμια βάση, βλάπτει τα παιδιά μας και αποδυναμώνει τις σχολικές μας τάξεις καθώς αναπόφευκτα συνεπάγεται όλο και περισσότερα τεστ πολλαπλής επιλογής, περισσότερα λεπτομερώς προσχεδιασμένα μαθήματα από «προμηθευτές» που βρίσκονται έξω από το σχολείο – και λιγότερη αυτονομία για τους εκπαιδευτικούς. Με τον τρόπο αυτό το πρόγραμμα PISA έχει αυξήσει ακόμη περισσότερο το άγχος που προϋπήρχε στα σχολεία, θέτοντας σε κίνδυνο την ισορροπία μαθητών και εκπαιδευτικών».
Το «manual» της εκπαιδευτικής πολιτικής του ΥΠΑΙΘ
Να επισημάνουμε ότι τίποτε δεν γίνεται και δεν λέγεται τυχαία από την επίσημη κρατική εκπαιδευτική πολιτική. Να θυμίσουμε τις κατευθύνσεις - οδηγίες - επιβολές του ΟΟΣΑ για το παραπάνω θέμα. Με τίτλο «Ευθυγραμμίζοντας τα εκπαιδευτικά επίπεδα με την αξιολόγηση των μαθητών», ο ΟΟΣΑ αρχίζει με δύο επισημάνσεις και καταλήγει σε μία οδηγία, που είναι και το «ζουμί» της πολιτικής του.
Αφού σημειώνει ότι είναι απαραίτητη «η σύνδεση μεταξύ της αξιολόγησης μαθητών, σχολικών μονάδων και εκπαιδευτικών», επισημαίνει ότι «η αξιολόγηση της σχολικής μονάδας, του εκπαιδευτικού, καθώς και τα τυποποιημένα τεστ για την αξιολόγηση των μαθητών σε εθνικό επίπεδο πρέπει να εξεταστούν μαζί, έτσι ώστε όχι μόνο να είναι αποτελεσματικές οι νέες πολιτικές όσον αφορά την επίτευξη των στόχων του πλαισίου αξιολόγησης, αλλά και να δημιουργούν συμπληρωματικότητες…».
Η δεύτερη επισήμανση για την Ελλάδα ήταν ότι το υπουργείο υστερεί ενός ολοκληρωμένου και πλήρους συστήματος αξιολόγησης. Συγκεκριμένα, δεν υπάρχει:
■ Τυποποιημένη εθνική αξιολόγηση που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για τη σύγκριση της επίδοσης μεταξύ μαθητών, εκπαιδευτικών, σχολικών μονάδων ή περιφερειών.
■ Σύνδεση μεταξύ της αξιολόγησης μαθητών, σχολικών μονάδων και εκπαιδευτικών.
Στο πλαίσιο αυτό, ξεφύτρωσε και πάλι η Τράπεζα Θεμάτων, η οποία, σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, αφενός δίνει τη δυνατότητα στους εκπαιδευτικούς να επιλέξουν από θέματα που έχουν δημιουργηθεί σε κεντρικό επίπεδο και αφετέρου είναι συνδεδεμένη με συγκεκριμένα μαθησιακά αποτελέσματα, τα οποία είναι συγκρίσιμα. Και τώρα ξεφυτρώνουν και τα ετήσια τεστ σε εθνικό επίπεδο.
Καθόλου τυχαία μετά την ανακοίνωση των βαθμολογικών επιδόσεων των υποψηφίων από το ΥΠΑΙΘ, σε άρθρο του στην «Εστία» (15 Ιουλίου 2021), με τίτλο «Η κατάρρευσις των βαθμών δείχνει την αποτυχία των εκπαιδευτικών», ο διευθυντής της «Εστίας» Μανώλης Κοττάκης σημειώνει:
«Τι μας δείχνουν λοιπόν τα στατιστικά; Πώς όλο το οικοδόμημα πάσχει. Πως το εκπαιδευτικό μας σύστημα στηρίζεται σε γυάλινα πόδια. Πως οι αντιδράσεις των συνδικαλιστών για την τράπεζα θεμάτων στις προαγωγικές που θα αποκάλυπταν την πραγματική εικόνα του μορφωτικού επιπέδου των μαθητών δεν ήταν αθώες... Πως η αξιολόγηση είναι μονόδρομος… Θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ανέτως ότι αρνούνται την αξιολόγηση, όπως ο διάβολος το λιβάνι, γιατί γνωρίζουν ότι θα δείξει αυτό που κρύβουν επί έτη και αποκαλύπτεται μόνον όταν γίνεται η βαθμολόγηση των γραπτών στις πανελλαδικές εξετάσεις: Πως μορφώνουν πλημμελώς τους μαθητές...».
Χέρι χέρι με την εκάστοτε πολιτική ηγεσία του υπουργείου Παιδείας, οι μόνιμοι τελάληδες της κυρίαρχης πολιτικής, δημοσιογράφοι, τεχνοκράτες και «ειδικοί», εγχαράσσουν στον σκληρό δίσκο της κοινής γνώμης, ως αυτονόητο, ότι «η κακοδαιμονία του ελληνικού σχολείου είναι αποτέλεσμα της έλλειψης αξιολόγησης - ελέγχου των εκπαιδευτικών».
Σε αυτό το πλαίσιο, οι εκπαιδευτικοί χρεώνονται την επιτυχία ή αποτυχία των μαθητών τους και η διοίκηση του σχολείου χρεώνεται με τη σειρά της την επιτυχία και την αποτυχία όλων. Η αντίληψη αυτή επιβλέπει τη σχολική επιτυχία/αποτυχία μέσα από την κλειδαρότρυπα της αίθουσας διδασκαλίας, όπου όλα εξαφανίζονται, εκτός από τον δάσκαλο και τον μαθητή. Δεν είναι, ωστόσο, λίγοι αυτοί που κατανοούν ή διαισθάνονται ότι το σχολείο δεν είναι «θερμοκήπιο» όπου τα παιδιά αναπτύσσονται ομαλά και απρόσκοπτα με καλό πότισμα και συστηματική φροντίδα!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου