«Αγαπημένοι Μαμά και Μπαμπά, λυπάμαι που σας απογοήτευσα.» – Τα τελευταία λόγια του 7χρονου που συγκλόνισε τον πλανήτη
Το όνομά μου είναι Ivan και είμαι 7 χρονών. Αγαπώ πολύ την μαμά και τον μπαμπά μου αλλά για να σας πω την αλήθεια, τους φοβάμαι. Με χτυπάνε και δεν καταλαβαίνω τι κάνω λάθος.
Σήμερα σηκώθηκα και πήγα στο σχολείο. Έκανα όλες τις ασκήσεις και μου αρέσει πολύ ο δάσκαλος και όλη η τάξη… αλλά δεν έχω καθόλου φίλους. Στο διάλειμμα κάθομαι μέσα και ζωγραφίζω. Κανείς δεν θέλει να γίνει φίλος μαζί μου. Έχω προσπαθήσει να κάνω παρέα με άλλα παιδιά, αλλά με σπρώχνουν και μου λένε:
‘Όχι! Είσαι φρικιό!’
Γελάνε μαζί μου γιατί φοράω κάθε μέρα τα ίδια ρούχα. Το σκισμένο μου τζιν, την κόκκινη μπλούζα και τα χαλασμένα μου παπούτσια.
Μετά το σχολείο πήγα στο δωμάτιο που αφήνουμε τα ρούχα, πήρα ένα ελαφρύ μπουφάν που δεν φαινόταν να ανήκει σε κάποιον και ξεκίνησα για το σπίτι… μέσα από μία χιονοθύελλα. Έτρεμα και δυσκολευόμουν να προχωρήσω. Ξαφνικά κάποιος με έσπρωξε από πίσω, με έριξε στο πάτωμα και έβαλε το πρόσωπό μου στο χιόνι. Τους άκουσα να λένε:
‘Βλάκα! Κανείς δεν σε θέλει!’
Τα παιδιά άρχισαν να χτυπάνε την πλάτη μου και τα πλευρά μου και μετά έφυγαν. Έκλαιγα, αλλά όχι επειδή έκανε κρύο. Έκλαιγα γιατί δεν είχα φίλους παρόλο που τους συμπαθούσα όλους.
Όταν πήγα σπίτι, η μαμά μου με άρπαξε από το μαλλί και είπε:
‘Πού ήσουν; Γιατί είσαι τόσο βρεγμένος; Είσαι χαζός! Δεν θα φας βραδινό σήμερα! Πήγαινε στο δωμάτιό σου!’
Χωρίς να πω κουβέντα πήγα στο δωμάτιο και ξάπλωσα – παγωμένος και πεινασμένος.
Οι βαθμοί μου ήταν πολύ άσχημοι και δεν μπορούσα να αντεπεξέλθω στις υποχρεώσεις μου. Κάθε φορά που έπαιρνα κακούς βαθμούς ο πατέρας μου με χτυπούσε και μία φορά δεν μπορούσα να κουνήσω το δάχτυλό μου. Επειδή είχε μείνει έτσι, τα παιδιά στο σχολείο με κορόιδευαν και γι’αυτό.
Ο καιρός προχωρούσε και η καρδιά μου πονούσε πολύ. Η μαμά και ο μπαμπάς δεν νοιαζόντουσαν. Και ξέρετε τι ευχήθηκα μια νύχτα που ήμουν ξαπλωμένος στο κρεβάτι μου; Ευχήθηκα η καρδιά μου να μην πονάει για να μην εκνευρίζω την μαμά και τον μπαμπά άλλο πια. Τους αγαπώ πάρα πολύ.
Την επόμενη μέρα στο σχολείο μας ζήτησαν να σχεδιάσουμε σε μία εικόνα την μεγαλύτερη ευχή μας. Τα άλλα παιδιά ζωγράφιζαν αυτοκίνητα, διαστημόπλοια, κούκλες, αλλά όχι εγώ. Όχι γιατί δεν μου αρέσουν αυτά, αλλά γιατί αυτό που ήθελα πραγματικά ήταν να με αγαπάνε οι γονείς μου. Έτσι ζωγράφισα μία οικογένεια. Μία μαμά, έναν μπαμπά και έναν γιο ενώ έπαιζαν όλοι μαζί ένα παιχνίδι.
Ενώ ζωγράφισα μου έφυγε ένα δάκρυ γιατί ήθελα πάρα πολύ να πραγματοποιηθεί αυτή η ευχή μου. Όταν ήρθε η σειρά μου να δείξω την ζωγραφιά στην τάξη, όλοι άρχισαν να γελάνε μαζί μου. Πήγα μπροστά στην τάξη και είπα:
‘Η μεγαλύτερη ευχή μου είναι μία οικογένεια.’
Κράτησα ψηλά την εικόνα μου και όλοι άρχισαν να γελάνε ακόμα περισσότερο. Ένα αγόρι είπε:
‘Αυτή είναι η μεγαλύτερη ευχή σου;’ και άρχισε να γελάει.
Δεν ήξερα τι να πω. Έβαλα τα κλάματα και είπα:
‘Σας παρακαλώ μην γελάτε μαζί μου… Αυτή είναι η μεγαλύτερη ευχή μου! Μπορείτε να με χτυπάτε και να με μισείτε, αλλά μην γελάτε μαζί μου γι’αυτό. Θα ήθελα πολύ να έχω μία μητέρα σαν την δική σας, μία που να με φιλάει και να με αγκαλιάζει. Κάθε μέρα μετά το σχολείο βλέπω τους γονείς σας που έρχονται να σας πάρουν και πηγαίνετε όλοι μαζί σπίτι. Κανείς δεν με χρειάζεται, το ξέρω αυτό. Έχω στραβό δάχτυλο. Δεν είμαι ιδιαίτερα έξυπνος ούτε δυνατός. Αλλά δεν φταίω εγώ γι’αυτό. Μην γελάτε μαζί μου.’
Η δασκάλα προσπάθησε να κρύψει τα δάκρυά της από μένα και είδα πως κάποια παιδιά κατάλαβαν αυτό που έλεγα αν και κάποια συνέχισαν να γελάνε.
Μία μέρα πήρα πολύ άσχημο βαθμό στα Αγγλικά. Ήξερα πως η μητέρα μου θα απογοητευτεί πολύ και φοβόμουν να πάω σπίτι. Δεν είχα όμως κάπου αλλού να πάω και έτσι πήγα σιγά σιγά προς τα εκεί. Η μητέρα μου τα έχασε. Με άρπαξε και με πέταξε στο πάτωμα χτυπώντας το πόδι μου σε μια καρέκλα. Μετά με χτύπησε δύο φορές στο κεφάλι και δεν προσπάθησα καν να αμυνθώ.
Όταν τέλειωσε, ήμουν στο πάτωμα και δεν μπορούσα να σηκωθώ. Το χέρι και το πόδι μου πονούσαν πάρα πολύ αλλά η μαμά με άφησε εκεί και έφυγε.
Όταν επέστρεψε μου είπε:
‘Σήκω πάνω και πάρε τα πράγματά σου από την μέση! Ο πατέρας σου θα σε περιποιηθεί όταν έρθει σπίτι.’
Είπα:
‘Μαμά, σε παρακαλώ μην πεις κάτι στον μπαμπά…’ Αλλά ήταν ήδη πολύ αργά – στεκόταν ήδη στην πόρτα.
Όταν έμαθε ο πατέρας μου για τον άσχημο βαθμό, με άρπαξε και άρχισε να με κουνάει. Μετά με χτύπησε στο πρόσωπο και με κλώτσησε προς την πόρτα. Δεν θυμάμαι κάτι μετά. Όταν ξύπνησα ήμουν στο νοσοκομείο. Δεν μπορούσα πια να κουνήσω κανένα δάχτυλο από το ένα μου χέρι. Κοίταξα έξω από το παράθυρο και έκλαψα.
Έβλεπα γονείς με παιδιά να παίζουν στο πάρκο και μία μητέρα έδινε στον γιο της μία μεγάλη αγκαλιά. Και ξέρετε γιατί κλαίω; Γιατί δεν ξέρω πως είναι να έχεις μια μητέρα που σου χαμογελάει και σε φιλάει… και δεν ξέρω πώς είναι να σε αγκαλιάζουν οι γονείς σου. Εμένα μόνο με χτυπούσαν. Πάντα κάνω ότι καλύτερο μπορώ στο σχολείο… Αλήθεια προσπαθώ, αλλά δεν τους αρέσω.
Μία μέρα έριξα το ποτήρι μου και με χτύπησαν ξανά. Η καρδιά μου άρχισε πάλι να πονάει και είπα στην μητέρα μου:
‘Μαμά, μαμά, η καρδιά μου…’ αλλά δεν με άκουσε.
Κατέληξα πάλι στο νοσοκομείο αλλά οι γονείς μου δεν ήρθαν να με επισκεφτούν. Οι γιατροί προσπάθησαν να με ηρεμήσουν και μου είπαν πως θα έρθουν σύντομα, αλλά δεν ήρθαν ποτέ. Περίμενα και περίμενα αλλά εκείνοι δεν ήρθαν. Εγώ όμως τους αγαπώ όπως και να’χει. Τους αγαπώ πάρα πολύ!
Δύο μέρες αργότερα, ο Ivan πέθανε από τα τραύματά του. Στο χέρι του βρήκαν ένα γράμμα που ποτέ δεν κατάφερε να τελειώσει. Έγραφε:
«Αγαπημένοι Μαμά και Μπαμπά, λυπάμαι πολύ που είμαι άσχημος, χαζός και αδέξιος. Λυπάμαι που δεν μπορέσατε να με αγαπήσετε. Δεν ήθελα να σας νευριάζω. Το μόνο που ήθελα, μαμά, ήταν μία αγκαλιά, ένα φιλί και να σε ακούσω να μου λες πως με αγαπάς έστω και μια φορά. Μπαμπά, ήθελα απλά να παίζω μαζί σου, να πηγαίνουμε βόλτα και να τραγουδάμε μαζί.
Ξέρω σας απογοήτευσα.
Ποτέ ξανά δεν…»
Και η καρδιά του τότε σταμάτησε να χτυπάει.
Αυτή η ιστορία από την Ρωσία μπορεί να μην συνέβη ποτέ, αλλά το μήνυμα που θέλει να δώσει είναι ξεκάθαρο. Δείχνει πόση αγάπη υπάρχει στις καρδιές των παιδιών και πόσο ανάγκη έχουν απλά να αγαπηθούν. Η κοινωνία πρέπει να προστατεύει τα παιδιά που κακοποιούνται από τους γονείς τους – συμβαίνει συνέχεια σε όλο τον κόσμο.
Οι ζωές των παιδιών θα πρέπει να είναι απαλλαγμένες από τον φόβο και την βία. Αυτό που χρειάζονται πραγματικά είναι μια αγκαλιά, ένα φιλί και πολύ αγάπη. Δυστυχώς όμως συχνά το ξεχνάμε λόγω της πίεσης της καθημερινότητας.
Οι σκέψεις σας;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου