«Δεν υπάρχει καμία συνέπεια για τα παιδιά σας αν δεν συμμετέχουν στο διαγωνισμό». Αυτό σημειώνουν οι εκπαιδευτικοί του ΣΕΠΕ Αμαρουσίου σε ανοιχτό γράμμα τους προς τους γονείς, με αφορμή την εναντίωσή τους τις εξετάσεις στο πλαίσιο του ελληνικού διαγωνισμού Pisa.
Παράλληλα, μέσα από πέντε ερωτήσεις και απαντήσεις το σωματείο των εκπαιδευτικών αναπτύσσει την επιχειρηματολογία του αναφορικά με τον περιβόητο διαγωνισμό που έχει ξεσηκώσει «θύελλα» αντιδράσεων στους κόλπους της εκπαιδευτικής κοινότητας.
«Δεν θέλουμε να γίνει και ο διαγωνισμός PISA άλλος ένας τρόπος που θα χωρίζει σε κατηγορίες μαθητές και σχολεία, που θα ανοίγει το δρόμο για ακόμα περισσότερες αντιεκπαιδευτικές πολιτικές», σημειώνουν μεταξύ άλλων οι εκπαιδευτικοί.
Αναλυτικά η επιστολή προς τους γονείς:
Σχετικά με τον «ελληνικό διαγωνισμό PISA»
Αγαπητοί γονείς
Όπως ίσως έχετε ενημερωθεί, στις 18 Μάη 6.000 παιδιά Στ΄ Δημοτικού και Γ΄ Γυμνασίου θα εξεταστούν στον «ελληνικό διαγωνισμό PISA» στα μαθήματα της Γλώσσας και των Μαθηματικών. Η διεξαγωγή του διαγωνισμού αυτού γίνεται με βάση το νόμο που ψηφίστηκε το καλοκαίρι για την εκπαίδευση. Φέτος θα γίνει δοκιμαστικά σε 300 δημοτικά και 300 γυμνάσια σε όλη τη χώρα.
Ο διαγωνισμός αυτός δεν είναι κάτι νέο. Γίνεται εδώ και πολλά χρόνια σε διεθνές επίπεδο, για να συγκρίνει τα εκπαιδευτικά συστήματα από πολλές χώρες και να «παρθούν μέτρα» για αλλαγές. Ίσως να έχετε διαβάσει ότι κάθε φορά που ανακοινώνονται τα αποτελέσματά του «η Ελλάδα βρίσκεται στις τελευταίες θέσεις». Τι σημαίνει όμως στην πραγματικότητα αυτό; Σε τι έχει βελτιώσει το εκπαιδευτικό μας σύστημα, την εκπαίδευση των παιδιών σας;
Η απάντησή μας είναι καθαρή: όχι μόνο δεν το έχει βελτιώσει αλλά το έχει χειροτερεύσει. Ο ΟΟΣΑ (ο διεθνής οργανισμός που διεξάγει τον διαγωνισμό) και οι κυβερνήσεις λένε ότι φταίει το δημόσιο σχολείο για τις «χαμηλές επιδόσεις», άρα πρέπει να «πάρουμε μέτρα» που θα αλλάζει εντελώς το χαρακτήρα του: περισσότερες εξετάσεις, περισσότερη και δυσκολότερη ύλη που δεν ανταποκρίνεται στις δυνατότητες και στις ανάγκες των παιδιών της κάθε ηλικίας, λιγότερη ουσιαστική γνώση και περισσότερα προγράμματα και κατάρτιση «μιας χρήσης», λιγότερη χρηματοδότηση έτσι ώστε τα σχολεία να κυνηγούν χορηγούς.
Το Υπουργείο Παιδείας αποφάσισε να «μεταφέρει» αυτό τον διαγωνισμό μεταξύ των σχολείων της χώρας μας. Από την πρώτη στιγμή οι εκπαιδευτικοί είπαμε όχι στη διεξαγωγή του. Το Υπουργείο θα προσπαθήσει να σας πείσει ότι είναι για το «καλό των παιδιών σας», ότι «με βάση τα αποτελέσματά του θα βελτιώσουμε την εκπαίδευση», ότι είναι διαγωνισμός «ανώνυμος και αντικειμενικός» άρα δεν έχετε τίποτε να φοβηθείτε. Χωρίς να παίρνει καν υπόψη ότι τα παιδιά μας έχουν βγει από μια δύσκολη, μακρόχρονη διαδικασία κλειστών σχολείων και τηλε-«εκπαίδευσης» λόγω της πανδημίας, και που όλοι αναγνωρίζουν τα κενά στη μάθηση που αυτή η κατάσταση έχει δημιουργήσει. Μια διαδικασία που συνεχίστηκε και τη φετινή σχολική χρονιά, με πολλές και συχνές απουσίες μαθητών και εκπαιδευτικών, αποτέλεσμα των ανύπαρκτων μέτρων για την αντιμετώπιση της πανδημίας.
Ας δούμε λοιπόν μερικές βασικές πλευρές αυτού του διαγωνισμού:
Είμαστε η μοναδική χώρα παγκόσμια που «κατεβάζει» τον διαγωνισμό αυτό σε τόσο μικρούς μαθητές, στην Στ΄ Τάξη του Δημοτικού.
Σε όποιες χώρες υπάρχουν εξετάσεις και στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση οι εκπαιδευτικοί και οι μαθητές τους ζουν με μεγάλο άγχος για να τα καταφέρουν σε κάτι που πολλές φορές είναι έξω από τις δυνάμεις ή τις δυνατότητές τους. Τα θέματα και το πλαίσιο καθορίζεται από άλλους έξω από το σχολείο. Η λογική τους είναι: πρέπει από πολύ μικρή ηλικία να ξεχωρίσουν αυτοί «που τα καταφέρνουν» από αυτούς που «δεν μπορούν». Είτε αυτό αφορά το κάθε παιδί ξεχωριστά, είτε τη σχολική μονάδα ως σύνολο.
Μα, μπορεί να ρωτήσει κάποιος, αφού το εκπαιδευτικό μας σύστημα στηρίζεται στις εξετάσεις, δεν είναι καλό να μπορούν τα παιδιά από μικρά να εξοικειώνονται με αυτές;
Κατηγορηματικά όχι. Δεν υπάρχει «συνηθίζω να δίνω εξετάσεις» - γιατί άλλωστε να το κάνουμε αυτό; Οι εξετάσεις δημιουργούν άγχος, ξεχωρίζουν τους μαθητές σε «ικανούς» και «μη ικανούς», τα σχολεία σε «καλά» και «κακά» χωρίς να παίρνουν υπόψη τους την ιδιαιτερότητα, τις ειδικές κλίσεις, τις ξεχωριστές ανάγκες του κάθε παιδιού ή τις συγκεκριμένες συνθήκες μιας περιοχής ή ενός σχολείου. Σε καμία περίπτωση το σχολείο σε κάθε του βαθμίδα – πόσο μάλλον στο δημοτικό – δεν πρέπει να είναι απλά ένας χώρος που τα παιδιά προετοιμάζονται για εξετάσεις.
Τα τεστ όμως θα είναι ανώνυμα και τα θέματα δεν θα τα βάζουν οι εκπαιδευτικοί των σχολείων, θα είναι από «Τράπεζα Θεμάτων», άρα θα είναι αντικειμενικά. Αυτό δεν είναι καλό;
Ναι μεν τα τεστ θα είναι ανώνυμα, όμως τα αποτελέσματα θα ανακοινωθούν σε επίπεδο σχολείου, δήμου και περιφέρειας. Αυτό σημαίνει ότι ένα σχολείο, άρα και οι μαθητές του που έχουν ονοματεπώνυμο, θα μπουν στη δημόσια κριτική. Όχι για να «βελτιωθεί» αλλά για να «στοχοποιηθεί».
Όσο για την «Τράπεζα θεμάτων», η εμπειρία δείχνει ότι έχει σκοπό να δυσκολέψει και να ματαιώσει τους μαθητές μας. Είναι εκτός της καθημερινής, σχολικής πραγματικότητας. Τα θέματα αυτά δεν παίρνουν υπόψη τις ξεχωριστές ανάγκες ή δυσκολίες που έχει το κάθε σχολείο και το κάθε παιδί. «Ξεχνά» ότι υπάρχουν πολλοί παράγοντες που καθορίζουν τις σχολικές επιδόσεις. Είναι φτιαγμένα έτσι λες και θέλουν να αποδείξουν ότι τα παιδιά σας «δεν τα παίρνουν τα γράμματα» και ότι εμείς οι εκπαιδευτικοί είμαστε «ανίκανοι» να τα διδάξουμε. Μια ματιά στις τράπεζες θεμάτων στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση που θα εφαρμοστεί φέτος στις Α΄ και Β΄ τάξεις του Λυκείου το αποδεικνύει. Δεν υπάρχουν λοιπόν «μετρήσιμα, αξιόπιστα και αντιπροσωπευτικά» αποτελέσματα όπως ισχυρίζεται το Υπουργείο Παιδείας. Εκπαιδευτικοί και γονείς γνωρίζουμε πολύ καλά ότι στο σχολείο δεν μπορούν όλα να μετρηθούν. Ούτε και πρέπει.
Μα δεν είναι σωστό αυτό που λέει το Υπουργείο ότι: «Κανένα σύστημα δεν μπορεί να βελτιωθεί αν δεν αξιολογηθεί»;
Κανένα σύστημα δεν μπορεί να βελτιωθεί αν δεν ικανοποιούνται αυτά που χρόνια τώρα και εσείς οι γονείς και εμείς οι εκπαιδευτικοί διεκδικούμε. Λιγότερα παιδιά στην τάξη, μόνιμο και σταθερό εκπαιδευτικό προσωπικό, δομές που θα υποστηρίζουν τις ειδικές ανάγκες των μαθητών μας, γενναία χρηματοδότηση, βιβλία και προγράμματα σπουδών που θα κάνουν τα παιδιά να αγαπούν τη γνώση.
Τι πρέπει λοιπόν να κάνουμε;
Το Υπουργείο θα σας πει ότι η συμμετοχή των παιδιών σας είναι «υποχρεωτική». Το λέει για να σας πιέσει. Το λέει γιατί ξέρει ότι υπάρχουν αντιδράσεις. Σας το λέμε καθαρά: δεν υπάρχει καμία συνέπεια για τα παιδιά σας αν δεν συμμετέχουν στο διαγωνισμό.
Εμείς από τη δική μας πλευρά, μέσα από τα εκπαιδευτικά μας σωματεία και εσείς από τη δική σας, με τη δυνατότητα που έχετε να μην συμφωνήσετε στη συμμετοχή των παιδιών σας, πρέπει να ματαιώσουμε τη διεξαγωγή του.
Γιατί αν πραγματοποιηθεί φέτος, από του χρόνου θα αφορά όλους τους μαθητές της Στ΄ Τάξης του Δημοτικού και της Γ΄ τάξης του Γυμνασίου και αργότερα και άλλες τάξεις και άλλα μαθήματα, κάτι που προβλέπει ο νόμος.
Γιατί αν ξεκινήσει τώρα, δυσκολότερα θα εμποδίσουμε να γίνουν τα σχολεία μας - και με αυτόν τον τρόπο - χώροι που παιδιά και εκπαιδευτικοί θα πρέπει να περνούν μεγάλο μέρος της σχολικής τους καθημερινότητας για την προετοιμασία εξετάσεων και διαγωνισμών.
Γιατί θέλουμε ένα σχολείο που θα μορφώνει ολόπλευρα και ουσιαστικά, που δεν «θα διδάσκει για το τεστ».
Γιατί δεν θέλουμε να γίνει και ο διαγωνισμός PISA άλλος ένας τρόπος που θα χωρίζει σε κατηγορίες μαθητές και σχολεία, που θα ανοίγει το δρόμο για ακόμα περισσότερες αντιεκπαιδευτικές πολιτικές.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου