Η επέλαση της πανδημίας που προκλήθηκε από τον Covid-19 φαίνεται να αφήνει πίσω της απογυμνωμένα όλα τα μελανά σημεία, όλες τις στρεβλώσεις, όλες τις ανείπωτες παρεκκλίσεις της κοινωνίας μας, την οποία, εν μέρει αυθαιρέτως και με βεβαιότητα αφελώς, χαρακτηρίζουμε συχνά ως αναπτυγμένη, εξελιγμένη, δίκαιη, ανθρωποκεντρική, πολιτισμένη.
Έτσι, στα απόνερα του κύματος της πανδημίας αρχίζουν να διαφαίνονται οι συνθήκες και οι συνέπειες του εγκλεισμού, ενώ αποκαλύπτονται όσα μέχρι τώρα δεν μπορούσαμε ή δεν αντέχαμε να αντιμετωπίσουμε, να μαρτυρήσουμε, να ομολογήσουμε, να φωνάξουμε, να καταγγείλουμε. Μέρος αυτών αποτελούν και ειδεχθείς πράξεις ή εγκλήματα σε βάρος παιδιών, για τις οποίες πληροφορούμαστε το τελευταίο διάστημα, ευρισκόμενοι αντιμέτωποι, οι περισσότεροι, με συναισθήματα φρίκης, αποτροπιασμού, στενοχώριας, θυμού, έκπληξης.
Οι αντιδράσεις ποικίλες. Από την αποστασιοποίηση λόγω περιορισμένης αντοχής, μέχρι την αγανάκτηση λόγω περιορισμένης ανοχής.
Οι δηλώσεις απόλυτες. «Δεν μπορεί οι άλλοι να μην ήξεραν», «Κάτι θα είχαν υποψιαστεί οι γείτονες», «Όλοι ξέρουν, αλλά δεν μιλάνε», «Το κράτος δεν κάνει τη δουλειά του».
Τα ερωτήματα πολλά. «Γιατί το έκανε;», «Πώς μπόρεσε;», «Γιατί δεν μίλησε κανείς;», «Πού είναι η Πρόνοια;».
Υπάρχει όμως μία ερώτηση που κανείς δεν θέτει. Μία ερώτηση που αφορά στην δικλίδα ασφαλείας που η ίδια η κοινωνία έχει δημιουργήσει και έχει επιφορτίσει λειτουργικά, θεσμικά και ηθικά να μεριμνά για τα παιδιά. Κανείς δεν φαίνεται να αναρωτιέται, να επικαλείται, να ανακαλεί ως σημαντική αυτήν την κοινωνική δικλίδα ασφαλείας, από την οποία όμως όλοι έχουμε εμπειρίες και αναμνήσεις και στο πλαίσιο της οποίας αρκετοί έχουν περάσει αμέτρητες ώρες της ζωής τους.
Ας ρωτήσω λοιπόν εγώ. Πού είναι το σχολείο;
Και ας επεκτείνω την ερώτησή μου. Όταν ένα παιδί πάσχει, πονάει, υποφέρει, μαρτυρά, κακοποιείται στο στενό οικογενειακό του περιβάλλον δεν συνεχίζει να φοιτά σε κάποιο σχολείο; Γιατί δεν το βλέπει ο διευθυντής, ο δάσκαλος, ο καθηγητής; Πώς μπορεί ένα παιδί να μην δείξει τα σημάδια της κακοποίησης στο σώμα και την ψυχή του; Γιατί αναζητούμε ευθύνη στον γείτονα και τον τρίτο θείο και όχι στον εκπαιδευτικό; Ποιος θα μπορούσε καλύτερα να διαγνώσει τι συμβαίνει σε ένα παιδί από τον άνθρωπο, ή καλύτερα τον εξειδικευμένο επιστήμονα, που εμπλέκεται με τρόπο ουσιαστικό και καταλυτικό στην καθημερινότητα του παιδιού;
Οι απαντήσεις δεν είναι εύκολο να δοθούν. Κυρίως γιατί η όποια προσπάθεια απάντησης προσκρούει σε μία μεγάλη αντίφαση, σε μία παραδοξότητα, η οποία αφορά από τη μία στην τεράστια θεσμική σημασία και αξία του σχολείου και από την άλλη στην ελλιπή υποστήριξη και στην ισχνή ενίσχυση της κοινωνικής αποστολής του σε λειτουργικό και πρακτικό επίπεδο.
Το σχολείο αποτελεί τον θεσμό εκείνο που εδώ και αιώνες επιλαμβάνεται να μεταδώσει στην επόμενη γενιά τις γνώσεις που κρίνονται ως απαραίτητες και τις κοινωνικές δεξιότητες που προκρίνονται ως επιθυμητές. Αφορά σε όλα τα ανήλικα μέλη μίας κοινωνίας και διέπεται από καθολικότητα, δηλαδή μετοχή σ’ αυτό όλων των παιδιών ανεξαρτήτως επιμέρους κοινωνικών χαρακτηριστικών, και υποχρεωτικότητα, δηλαδή έννομη επιβολή παρακολούθησης. Επομένως, όλα τα παιδιά οφείλουν καθημερινά να πηγαίνουν στο σχολείο. Τα χτυπημένα παιδιά πηγαίνουν στο σχολείο. Τα βιασμένα το προηγούμενο βράδυ παιδιά πηγαίνουν στο σχολείο. Τα πονεμένα ποικιλοτρόπως παιδιά πηγαίνουν στο σχολείο. Τα παραμελημένα παιδιά πηγαίνουν στο σχολείο. Τα παιδιά που τα εκδίδουν το σαββατοκύριακο τη Δευτέρα πηγαίνουν στο σχολείο.
Και στο σχολείο δρουν, λειτουργούν, εργάζονται, υπηρετούν ενήλικες εξειδικευμένοι να ασκήσουν τη διαδικασία της εκπαίδευσης, επιλεγμένοι με σαφή κριτήρια όχι μόνο γνωστικά, αλλά και παιδαγωγικά, και αμειβόμενοι από την πολιτεία. Οι εκπαιδευτικοί αποτελούν λοιπόν τους ενήλικες, που η πολιτεία, με εντολή της κοινωνίας, μιας και ακολουθούμε ένα δημοκρατικό πολίτευμα, έχει ορίσει ως υπεύθυνους να υποδεχτούν το παιδί στο σχολείο και έχει αναγνωρίσει ως ικανούς να το διδάξουν, να του ασκήσουν αγωγή, να υποβοηθήσουν την κοινωνικοποίησή του, να μεριμνήσουν σύμφωνα με τον νόμο για την ολόπλευρη ανάπτυξή του. Η ευθύνη μεγάλη και η προσδοκία ακόμη μεγαλύτερη, μιας και ως κοινωνία εμπιστευόμαστε στο σχολείο και στους δρώντες σ’ αυτό ότι πολυτιμότερο έχουμε. Τα παιδιά. Τα παιδιά που αποτελούν την επιτομή της ανθρώπινης φύσης, που εκφράζουν την αθωότητα της ανθρώπινης ψυχής, που αποτελούν το μέλλον της ανθρώπινης ύπαρξης.
Για τον λόγο αυτό το σχολείο, και ειδικά το δημοτικό σχολείο, στο οποίο φοιτούν μικροί μαθητές, στεγάζεται συνήθως στο κέντρο των πόλεων, επιβεβαιώνοντας συμβολικά την κοινωνική αξία που του αποδίδεται. Μέσα σε μια πλατεία, δίπλα σε έναν πεζόδρομο, μπροστά από έναν κεντρικό δρόμο. Έτσι, όποιος κινείται μέσα στην πόλη περνάει μπροστά από το σχολείο, βλέπει τους μαθητές, ακούει τα γέλια και τις φωνές τους και ίσως θυμάται τα δικά του μαθητικά χρόνια, ίσως σκέφτεται ότι η ζωή εξελίσσεται, ίσως συνεχίζει να ελπίζει.
Και καθώς ως κοινωνία παρατηρήσαμε όλο και πιο συχνές παρεκκλίσεις των κοινωνικών υποκειμένων από αυτό που ο E. Durkheim όρισε ως «νόρμα» και που εμείς μπορούμε να εκλάβουμε ως σύνηθες, αποφασίσαμε η υποχρεωτικότητα της φοίτησης να οριστεί στα τέσσερα έτη. Σε μία ηλικία που το παιδί κρίνεται ως απολύτως εξαρτημένο από τους γονείς και τους οικείους του, σε μία ηλικία που είναι απολύτως αδύναμο να αντισταθεί σε ότι συμβαίνει εις βάρος του, σε μία ηλικία όπου δεν μπορεί απολύτως να διαχωρίσει την κακοποιητική από τη μη κακοποιητική συμπεριφορά. Σε αυτήν την ηλικία των τεσσάρων ετών, λοιπόν, όπου η κοινωνική διάσταση της ύπαρξης του παιδιού ήταν περιορισμένη, λόγω της παραμονής του στο σπίτι με την οικογένεια, εμείς αποφασίσαμε να δώσουμε στο παιδί μία διέξοδο. Μία διέξοδο μέσω της σχολικής φοίτησης. Ορίζοντας το παιδί ως μαθητή ουσιαστικά αναγνωρίζουμε την ενεργή κοινωνική υπόστασή του και να του δίνουμε τη δυνατότητα να εκθέσει τα όσα ενδεχομένως υφίσταται, καθώς απομακρύνεται υποχρεωτικά από το οικογενειακό περιβάλλον και λειτουργεί αυτόνομα σε ένα προστατευμένο πλαίσιο, το σχολείο, αλληλεπιδρώντας με το εξειδικευμένο του προσωπικό, τους εκπαιδευτικούς.
Από τη στιγμή, λοιπόν, που το παιδί υιοθετεί τον κοινωνικό ρόλο του μαθητή, η οικογένεια ανοίγει ένα παράθυρο των όσων συμβαίνουν μέσα στο σπίτι στο σχολείο. Γιατί πέρα από το παιδί σε επαφή με το σχολείο έρχονται και οι γονείς. Οι γονείς που στις μικρές ηλικίες πρέπει να συνοδεύσουν το παιδί από και προς το σχολείο, που προσκαλούνται από το σχολείο να συμμετάσχουν σε γιορτές και εκδηλώσεις, που καλούνται από το σχολείο να παραλάβουν τους βαθμούς και να ενημερωθούν για την πρόοδο του παιδιού τους. Η φροντίδα επομένως που παρέχεται από την οικογένεια στο παιδί γίνεται εμφανής σε όλους όσοι εμπλέκονται στην εκπαίδευση. Γίνεται εμφανής από την υγιεινή του μαθητή, από τα βιβλία, τα τετράδια και τις λυμένες ασκήσεις του, από το πώς έρχεται και πώς φεύγει από το σχολείο. Η ενδοοικογενειακή αγωγή του παιδιού ξεδιπλώνεται μέσα από τις κοινωνικές δεξιότητες του μαθητή, τις συμπεριφορές του μαθητή, τις αλληλεπιδράσεις του μαθητή με τα άλλα μέλη της εκπαιδευτική κοινότητας. Η ψυχική κατάσταση του παιδιού αποκαλύπτεται μέσα από τα γραπτά του μαθητή, από τις ζωγραφιές του, από τις αντιδράσεις και τα λεγόμενά του. Η κακοποίηση ή η παραμέληση στην οικογένεια δεν μπορεί να κρυφτεί από το σχολείο, δεν μπορεί να γλιτώσει της σχολικής καθημερινότητας, δεν μπορεί να καλύψει τα σημάδια της στο βλέμμα του μαθητή που κάθε πρωί αντικρίζει τον δάσκαλό του.
Πώς μπορεί όμως να αγνοηθεί;
Γιατί συνεχίζεται; Γιατί δεν αντιμετωπίζεται; Γιατί δεν καταστέλλεται;
Πώς γίνεται να μην ακούγεται η κραυγή του παιδιού που απεγνωσμένα ζητά βοήθεια;
Κι εδώ ερχόμαστε αντιμέτωποι με την πραγματικότητα. Με μια κοινωνική πραγματικότητα που στηρίζεται στην παραδοξότητα και την αντίφαση. Γιατί ενώ ως κοινωνία έχουμε αναθέσει στο σχολείο την υποχρέωση να μεριμνά για το παιδί και έχουμε εμπιστευθεί στα χέρια των εκπαιδευτικών την ευθύνη του μαθητή, παράλληλα «εγκαταλείπουμε» το σχολείο, περιορίζουμε την κοινωνική δράση των εκπαιδευτικών και δίνουμε προτεραιότητα στο διδακτικό τους έργο έναντι όποιου άλλου. Ο εκπαιδευτικός σήμερα βλέπει τους μώλωπες, ακούει το κλάμα, διακρίνει το παράπονο, εντοπίζει την αμέλεια, αλλά νιώθει αδύναμος να αντιδράσει, φοβισμένος να αγκαλιάσει, ανήμπορος να βρει λύση. Έρχεται αντιμέτωπος κάθε μέρα με καταστάσεις, γεγονότα και πράξεις, τις οποίες καταδικάζει με όλο του το είναι και συνάμα τις παρακολουθεί χωρίς να επεμβαίνει.
Κι όταν δεν αντέχει πια και ρωτάει παίρνει ως απάντηση τη φράση «Τι θες και ανακατεύεσαι; Θα βρεθείς μπλεγμένος».
Κι όταν δεν αντέχει πια και μιλάει ακούει τη δήλωση «Αν το πάρουν από τους γονείς χειρότερα θα είναι».
Κι όταν δεν αντέχει πια και διαμαρτύρεται δέχεται απειλές προς το πρόσωπό του ή παραινέσεις να μείνει σιωπηλός.
Κι όταν δεν αντέχει πια και καταγγέλλει χάνει κάθε πρόσβαση στον μαθητή, βρίσκεται αντιμέτωπος με κατηγορίες, υφίσταται νομικές συνέπειες, δεν πλαισιώνεται από τους συναδέλφους του, δεν υποστηρίζεται από τη διοίκηση, δεν στηρίζεται από το υπουργείο.
Την ώρα λοιπόν που ως κοινωνία επιδιώκουμε να προστατεύσουμε τα παιδιά στέλνοντάς τα στο σχολείο, την ίδια ώρα δένουμε τα χέρια του εκπαιδευτικού και δεν του επιτρέπουμε να λειτουργήσει σύμφωνα τα όσα προσδοκούμε από εκείνον.
Δεν είναι τυχαίο ότι τα αυξανόμενα περιστατικά που αποκαλύπτονται σχεδόν μαζικά την τελευταία περίοδο για δολοφονίες, ξυλοδαρμούς και κακοποιήσεις παιδιών, τελούνταν ή τελέστηκαν όσο το σχολείο δεν λειτουργούσε ή για να είμαστε σαφέστεροι όσο λειτουργούσε κάτω από νέα πλαίσια. Η πανδημία μας περιόρισε μέσα στο σπίτι. Μας απομόνωσε στο οικογενειακό κύτταρο. Απομάκρυνε το παιδί από το σχολείο και έκλεισε το μάτι της κοινωνίας μέσα στην οικογένεια, όπως έκλεινε η κάμερα στο διαδικτυακό μάθημα. Ο αόρατος και υπόρρητος έλεγχος που το σχολείο ασκούσε στην οικογένεια χάθηκε, καθώς η σχολική φοίτηση έγινε απομακρυσμένη, διαδικτυακή, και στις αντιλήψεις πολλών προαιρετική και στην ουσία της μη υπαρκτή.
Τα δάκρυά μας για τα παιδιά έχουν στερέψει.
Έχει έρθει η ώρα ως κοινωνία να προστατέψουμε με τρόπο ουσιαστικό και έμπρακτο ότι πιο πολύτιμο έχουμε, τα παιδιά μας. Έχει έρθει η ώρα ως κοινωνία να στηρίξουμε το σχολείο. Έχει έρθει η ώρα ως κοινωνία να ενθαρρύνουμε, να ενδυναμώσουμε, να καταρτίσουμε, να προστατεύσουμε και να υποστηρίξουμε τον εκπαιδευτικό. Έχει έρθει η ώρα ως κοινωνία να μεριμνήσουμε για το μέλλον μας και να διαφυλάξουμε την ελπίδα όλων μας.
Αντιγόνη-Άλμπα Παπακωνσταντίνου
Επίκουρη Καθηγήτρια Κοινωνιολογίας της Εκπαίδευσης
Φιλοσοφική Σχολή
Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου