Αποτελεί πλέον εμπεδωμένη άποψη ότι η φετινή χρονιά, η χρονιά του δεύτερου και τρίτου κύματος της πανδημίας, σημάδεψε ποικιλοτρόπως ολόκληρη την κοινωνία. Παρόλα αυτά, ας μου επιτραπεί να αναφερθώ πιο συγκεκριμένα στα παιδιά και στην εκπαίδευση τους.
Το άρθρο του κυρίου Κάτσικα στο Alfavita στις 17/5/21 υπήρξε μόνο η αφορμή. Δεν υπήρξε καμία διάθεση να ανταπαντήσω. Εξάλλου, σε μία εποχή που η ανθρωπότητα έχει κατακτημένο το δικαίωμα της ελεύθερης έκφρασης, δεν θα τολμούσα επ’ ουδενί λόγω να επιχειρήσω να ανασκευάσω απόψεις έγκριτων ερευνητών, τους οποίους ομολογώ ότι και εκτιμώ και διαβάζω ανελλιπώς.
Το συγκεκριμένο άρθρο λοιπόν, υπήρξε η αφορμή. Μία ευτυχής συγκυρία. Οι λόγοι όμως είναι άλλοι. Οι πραγματικές αιτίες, το διανοητικό εφαλτήριο, ο οίστρος για την καταγραφή αυτών των σκέψεων είναι τα παιδιά και ο κόσμος τον οποίο κλήθηκαν τόσο βίαια να απαρνηθούν!
Αυτή η χρονιά σε εκπαιδευτικό επίπεδο υπήρξε από κάθε άποψη μοναδική. Για τη χώρα μας ιδίως, όπου τηλεκπαίδευση σημαίνει: κλείνω κάμερα για να μη φαίνεται η κουζίνα πίσω, κλείνω τα μικρόφωνα των μαθητών για να «πω όσα έχω στο νου μου», δημιούργησε συνθήκες πρωτοφανείς.
Ας το παραδεχτούμε, η προσπάθεια ξεκίνησε από μια νεαντερνταλική ηλεκτρονική άγνοια και απλά προσέγγισε τον homo erectus, υποβασταζόμενο ή έστω με βακτηρία!
Νιώθω ότι έχουμε δώσει μεγάλη βαρύτητα στο τι συνέβη στην εκπαίδευση φέτος, στο πως το διαχειριστήκαμε όλοι εμείς οι ενήλικες και πως αντεπεξήλθε το σύστημα (!) και δεν είδαμε το ίδιο το παιδί. Μέσα στη μανία μας να τα καταφέρουμε, αφήσαμε τη βασικότερη μεταβλητή, μια ολόκληρη γενιά μαθητών, ενεή μπροστά στην οθόνη του υπολογιστή της, περιμένοντας να ακούσει λέξεις που θα συνθέτουν ένα κάποιο νόημα.
Πραγματικά, ξεχάσαμε το παιδί και βρήκαμε τον τηλεμαθητή, ο οποίος ως homo televidens παρακολουθεί άναυδος τους πομπούς όλης αυτής της προσπάθειας. Έτσι, συνάδελφοι, εκπαιδευτικοί, ερευνητές των ζητημάτων της εκπαίδευσης κ.ά. επεξέτειναν την ομφαλοσκόπηση κάνοντας ένα σωρό δημοσιεύσεις σε διάφορα επιστημονικά περιοδικά για τις «Στάσεις και Πεποιθήσεις των Εκπαιδευτικών σε καιρό Covid»! Το Researchgate γέμισε με αντίστοιχες μελέτες και αναδημοσιεύσεις.
Ομολογώ ότι κι εγώ προσωπικά, στο πλαίσιο της έρευνας μου για την «Συμπεριληπτική Εκπαίδευση», αναγκάστηκα να προσθέσω και ποιοτικά χαρακτηριστικά αυτού του είδους. Ομολογώ, όμως, δεδομένων των κοινωνικοπολιτικών συνθηκών που επικρατούν, όχι χωρίς να ντρέπομαι για αυτό.
Όλοι μας, γονείς, υπουργείο παιδείας, δάσκαλοι, καθηγητές στο σχολείο αλλά και στο φροντιστήριο, δεν είμαστε απόλυτα ειλικρινείς. Δεν ξέρουμε πώς τα καταφέραμε και τι τελικά καταφέραμε (αυτό παρακαλώ κρατήστε το). Δεν είναι τι νομίζουμε εμείς. Ποιες είναι οι στάσεις μας και οι πεποιθήσεις μας… Δεν ξέρουμε γιατί δεν είδαμε τον δέκτη του μηνύματος!
Δεν κοιτάξαμε τα πρόσωπα ούτε των ίδιων μας των παιδιών, που λόγω της πανδημίας και της τηλεκπαίδευσης έγιναν και αυτά μαθητές… των γονέων τους, όπως συνέβη σε κάθε ελληνικό σπίτι που «σέβεται την βαθιά επιθυμία του γονέα να διδάξει στο παιδί όσα η πανδημία του στέρησε».
Έτσι, το ελληνικό νοικοκυριό, entre la poire et le fromage -«μεταξύ τυρού και αχλαδίου» ελληνιστί- μετασχηματίστηκε σε κουζίνα του μάστερ σεφ, σε pastry school, σε δημοτικό, γυμνάσιο, λύκειο, πανεπιστήμιο και το παιδί-μαθητής είχε να αντιμετωπίσει όλα αυτά για τα οποία κατηγορούσαμε τους γονείς μας και τους καθηγητές μας μερικές δεκαετίες πριν.
Επιτρέψτε μου την αναφορά στην προσωπική εμπειρία, μόνο αυτή έχω εξάλλου ως γνώση, ως έρεισμα αυτών των σκέψεων. Νιώθω ότι ξεχάσαμε το παιδί. Στην προσπάθεια να παράσχουμε στα παιδιά μας, είτε ως γονείς, είτε ως καθηγητές το καλύτερο, τους στερήσαμε τη φωνή. Όχι την ελευθερία απλά. Τη φωνή!
Σαν άλλος Ηρακλής μαινόμενος, κατειλημμένοι από «ένθεη μανία», στρεφόμαστε εναντίον των ίδιων των παιδιών μας. Η συνειδητοποίηση του κρίματος θα οδηγήσει αναπόφευκτα στην απόγνωση και στην απελπισία. Όμως εμείς δεν είμαστε απλά τραγικοί ήρωες, να θρηνολογήσουμε πριν κλείσει η αυλαία και πριν το εκκωφαντικό μπιζάρισμα. Έχουμε την ηθική υποχρέωση να ανατάμομε στην ψυχή αυτών των παιδιών που σήκωσαν το βάρος της πανδημίας στις πλάτες τους και να τα ακούσουμε.
«Κύριε, τρόπους αντιμετώπισης δεν έχει; Ουτέ καν η ανθρωπιστική παιδεία;». Ξέρω, αυτή τη φράση την περιμένω στο επόμενο μάθημα από τους μαθητές μου. Η λύση υπάρχει και βρίσκεται μέσα στην ψυχή των παιδιών. Πρέπει να αφουγκραστούμε τις σκέψεις τους, τους φόβους τους και τις απορίες τους. Η λύση βρίσκεται στους «βραχυπρόθεσμους και μακροπρόθεσμους στόχους» της Πελαγίας.
Στο «μια αγκαλιά ρε κύριε! Τι ζητάω;» της Μαρίας. Στο «κύριε, πάμε για έκθεση στο πάρκο; Κάτι σαν κρυφό σχολειό; Θα πούμε ότι πάμε για γυμναστική!» του Μιχάλη. «Μα κύριε, στο φροντιστήριο κολλάμε στο σχολείο όχι; Έκανα self-test!». Το πιο ωραίο, δεδομένου ότι τα φροντιστήρια λειτουργούν μόνο για τη Γ Λυκείου, μου το είπε η Μαρία, μια μαθήτρια της Β’: «Κύριε, δεν πάμε σε καμία καφετέρια; Να κάνουμε μάθημα με εσπρεσάκι; Εκεί δε θα φοράμε ούτε μάσκα!». Οι λύσεις είναι σε αυτά, σε όλα αυτά και ανάμεσα σε αυτά!
Πριν κλείσω, αυτές τις σκέψεις, καταγεγραμμένες στη φωτεινή οθόνη του υπολογιστή μου, βλέποντας τον κέρσορα να αναβοσβήνει, περιμένοντας το πάτημα του επόμενου πλήκτρου, της επόμενης λέξης, της επόμενης σκέψης, θυμήθηκα κι άλλες απόψεις μαθητών μου. «Κύριε, τελικά αξίζω το 20 που είχα στο τετράμηνο στον έλεγχο; Πως θα δώσω πανελλήνιες του χρόνου; Από τη Γ’ Γυμνασίου έχω να γράψω».
Για να τιμήσω την κατά τα άλλα εξαιρετική αφορμή αυτού του στοχασμού, υπάρχουν κι αυτά τα παιδιά που αγχώνονται περισσότερο επειδή δεν έγραψαν εξετάσεις, επειδή δεν αξιολογήθηκαν και επειδή θα πάνε στις πανελλήνιες έχοντας ως μόνη εμπειρία τις εξετάσεις προσομοίωσης του φροντιστηρίου, όπου και όπως γίνονται (διαδικτυακά ως τώρα).
Είναι κι αυτές οι ψυχές λοιπόν, που του χρόνου τέτοια εποχή θα πρέπει να επιστρέψουν σε μια εξεταστική κανονικότητα, όπου όλοι οι υπόλοιποι, γονείς και καθηγητές θα ρίχνουν κροκοδείλια δάκρυα για την απειρία και «την πρωτόγνωρη εξεταστική διαδικασία» που συνάντησαν τα παιδιά τους στις πανελλαδικές! Δάκρυα όμως που θα βρέχουν τις πλάτες των παιδιών.
Αν και φροντιστής, θα συμφωνήσω με τον κύριο Κάτσικα σε πολλά από αυτά που αναφέρει στο συγκεκριμένο άρθρο του. Όμως, επειδή είμαι και πατέρας και κυρίως καθηγητής, που οι μαθητές μου με έχουν τιμήσει με την αγάπη και τη φιλία τους, όπως και τόσους άλλους χιλιάδες συναδέλφους, θαρρώ ότι έχω την ευθύνη να ακούσω τι θέλουν!
Θα βάλω το αυτί μου στη κοιλιά τους να ακούσω το σφίξιμο της ψυχής τους, θα ακουμπήσω το χέρι στον ώμο τους και να πάω μαζί τους μία βόλτα μέχρι εκεί που θέλουν και μπορούν. Ένα χρόνο «μετά από όλο αυτό» (το ξορκίζουν το κακό τα παιδιά, δεν το αναφέρουν καν), πρέπει να δούμε τι θέλουν αυτά, τι έχουν ανάγκη και πως νιώθουν ότι θα είναι καλύτερα και τώρα και αύριο αλλά κυρίως του χρόνου, λίγο πριν από τις… πρώτες και τελευταίες εξετάσεις του σχολείου τους!
Λοιπόν παιδιά, συγνώμη αν δε σας ακούσαμε όπως αξίζει η ψυχή σας. Θα προσπαθήσουμε περισσότερο!
*Του Φοδελιανάκη Αντώνη, Phd c., Med, Εκπαιδευτικός - φροντιστής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου