Εκτύπωση
του Απόστολου Νικολόπουλου

Τα σχολεία άνοιξαν την αρχή του μήνα και πλέον οι εκπαιδευτικοί και οι μαθητές βιώνουν «δια ζώσης» την δραματικές επιπτώσεις στην εκπαίδευση της ακραία ταξικής πολιτικής που έχει ακολουθηθεί κατά την διάρκεια της πανδημίας, οι οποίες έρχονται βέβαια να προστεθούν στη άσχημη κατάσταση που ήδη υπήρχε. Πέρα από αυτό όμως, που κυριαρχεί, αυτό το μήνα προέκυψαν και κάποια ζητήματα στα οποία αξίζει να σταθούμε.

Καταρχήν, η υπουργός παρουσίασε στο οικονομικό φόρουμ των Δελφών τους βασικούς άξονες μεταρρυθμίσεων για την παιδεία: ήπιες και ψηφιακές δεξιότητες ήδη από το νηπιαγωγείο, «συμπερίληψη» (εξοπλισμός, εκπαιδευτικό υλικό και επιμόρφωση εκπαιδευτικών στην ειδική αγωγή, ενώ εδώ ενέταξε και τα Πρότυπα), «καλύτερη» διασύνδεση του εκπαιδευτικού προγράμματος με την αγορά εργασίας, αξιολόγηση, συνεργασίες μεταξύ ελληνικών και ξένων ΑΕΙ. Έτσι προοιωνίζεται μια ιδιαίτερα επιθετική πολιτική σε αυτές τις κατευθύνσεις για το προσεχές διάστημα, καθώς η υπουργός μίλησε για τομές (νέα προγράμματα σπουδών, βαρύτητα στα αποτελέσματα μάθησης και δεξιότητες, πολλαπλό βιβλίο, επιμορφώσεις κλπ.) που «συνδυαστικά, επιφέρουν αλλαγή παραδείγματος στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση». Αναφερόμενη και στην αξιολόγηση τόνισε ότι «μετά από μια δεκαετία διαδοχικών κρίσεων, η κοινωνία είναι ανυπόμονη για τις τομές αυτές».

Οι παραπάνω κατευθύνσεις πάνε χέρι-χέρι με τον «ψηφιακό μετασχηματισμό της εκπαίδευσης», για τον οποίο έχουν καθοριστεί τρείς άξονες: ενίσχυση του ψηφιακού εξοπλισμού σχολείων και των δικτύων, ψηφιακές δεξιότητες, ψηφιοποίηση διαδικασιών. Η συνάντηση της υπουργού με την Βεστάγκερ, αρμόδια αντιπρόεδρο της ευρωπαϊκής επιτροπής, στις 16/5 έχει προφανώς τη σημασία της και, αναγκαστικά, τα θέματα ψηφιακού  μετασχηματισμού θα βρεθούν «μπροστά» στο εκπαιδευτικό κίνημα στο άμεσο μέλλον.

Ενώ ξετυλίγονται οι βασικές προτεραιότητες του υπουργείου, γίνεται πλέον φανερό ότι η αποτελεσματική αντιπαράθεση σε αυτές δεν μπορεί να γίνει με εστίαση στο «μερικό», ούτε χωρίς επεξεργασμένο σχέδιο και προοπτική. Θέματα όπως, για παράδειγμα, τα προγράμματα σπουδών, οι δεξιότητες ή η αντιδραστική ψηφιακή πολιτική προϋποθέτουν εμβάθυνση και ευρύτερη στρατηγική «ματιά». Αυτό γίνεται ακόμα πιο φανερό, αν συνυπολογίσουμε την τάση επιθετικής και άμεσης εμπλοκής των φορέων του κεφαλαίου στα εκπαιδευτικά πράγματα.

Ιδιαιτέρως, τους τελευταίους δύο μήνες είχαμε την special report του ΣΕΒ για την «Παιδεία STEM» (Μάρτιος) και για την Πρακτική Άσκηση των φοιτητών (27 Απρίλη). Αναλυτές του ΣΕΒ γράφουν άρθρα, γίνονται αναρτήσεις στο site του ή παρεμβάσεις σε κανάλια. Έτσι, για την πρακτική άσκηση ο ΣΕΒ προτείνει να μπει «υπό τη σκέπη του». Ξεκινά «τη δημιουργία ενός ευρύτερου πλαισίου συνεργασίας Πανεπιστημίων και επιχειρήσεων», θέτει βασικές αρχές πλαισίου ποιότητας για την πρακτική άσκηση, ζητά ευελιξία της και χρηματοδότηση κοκ. Επίσης, πριν δέκα μέρες έγινε, «σε άριστο κλίμα» όπως τονίζεται στο site του Υπουργείου, συνάντηση της διοίκησης του ΣΕΒ με τον ΓΓ Επαγγελματικής Εκπαίδευσης – ΔΒΜ για τα προγράμματα σπουδών και τις νέες ειδικότητες των ΕΣΚ και ΔΙΕΚ, την πρακτική άσκηση, θέματα κατάρτισης κ.λπ. Κοντολογίς, προετοιμάζεται με βήμα ταχύ η προσαρμογή της εκπαίδευσης στην «αγορά εργασίας» και οπωσδήποτε αυτό «δένει» και με τις προωθούμενες εκτρωματικές νομοθετικές πρωτοβουλίες «ρύθμισης» του χρόνου εργασίας. Γίνεται ακόμα πιο επιτακτική η ανάγκη σύνδεσης του κινήματος της εκπαίδευσης με την πάλη ενάντια στην εργασιακή βαρβαρότητα και για χρόνο εργασίας αντίστοιχο των δυνατοτήτων του 21ου αιώνα.

Μία άλλη πολύ σημαντική πλευρά είναι η χρηματοδότηση των προωθούμενων εκπαιδευτικών αλλαγών από το Ταμείο Ανάκαμψης. Η κυβέρνηση διαφημίζει λοιπόν το σχέδιο ανάκαμψης («Ελλάδα 2.0») σαν διαβατήριο για την πρόοδο της χώρας και την επιστροφή σε μια χαρούμενη «κανονικότητα». Από την πλευρά του, ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ άσκησε κριτική στο σχέδιο της κυβέρνησης και παρουσίασε το «δικό του» σχέδιο, το «Ελλάδα +». Αν όμως κάποιος αρκεστεί σε όσα ακούγονται στις τηλεοπτικές ειδήσεις και γράφονται στις συστημικές εφημερίδες, μάλλον δεν θα καταλάβει περί τίνος πρόκειται.

Τον Ιούλιο του 2020 συμφωνήθηκε από τους ηγέτες της ΕΕ ένα πακέτο 750 δις ευρώ για το ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης. Ο σχετικός μηχανισμός εγκρίθηκε το Φεβρουάριο του 2021 και οι χώρες είχαν προθεσμία να υποβάλλουν ως τις 30 Απριλίου τα εθνικά τους «σχέδια ανάκαμψης και ανθεκτικότητας», τέτοια που να καθορίζουν θεματολόγια και ρυθμίσεις μέχρι και το 2026. Το «Ελλάδα 2.0» είναι το υποβαλλόμενο ελληνικό σχέδιο. Να ξεκαθαρίσουμε πως η συμφωνία του Ιουλίου δεν είχε καμμιά σχέση με «ευρωπαϊκή αλληλεγγύη». Τα δάνεια είναι σχεδόν το 50% του συνολικού ποσού, τυχόν έγκριση των εθνικών προγραμμάτων παρέχεται μετά από εξονυχιστική εξέταση κοινοτικών οργάνων (Κομισιόν, Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, Οικονομική και Δημοσιονομική Επιτροπή), υπάγονται σε ενισχυμένη εποπτεία και προβλέπεται «πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων». Ουσιαστικά, είναι μνημονιακά προγράμματα.

Σε αυτά τα πλαίσια, το «Ελλάδα 2.0» είναι ένα ιδιαιτέρως αντιδραστικό σχέδιο και δεν είναι περίεργο ότι στηρίζει οικονομικά και τις αντιδραστικές «μεταρρυθμίσεις» στην εκπαίδευση. Περιέχει δεκάδες αντεργατικές ρυθμίσεις, φορολογικές υπεραποσβέσεις, οι καπιταλιστές θα «επενδύουν» με το 20% του κεφαλαίου, ευνοεί την επέλαση του «πράσινου καπιταλισμού» κοκ.

Από ποια σκοπιά όμως γίνεται η κριτική του ΣΥΡΙΖΑ; Καταρχήν, στέκεται στην απουσία διαφανούς δημοκρατικού διαλόγου, λέει πως έτσι δεν επιτυγχάνεται ευρύτερη κοινωνική και πολιτική συναίνεση. Βγάζει «λάδι» το Σχέδιο Ανάκαμψης της ΕΕ και ο Τσίπρας δηλώνει ότι «τα σχέδια που κατατίθενται δεν είναι όπως τα μνημόνια, γραμμένα στην πέτρα. Υπάρχει ευελιξία» (Αυγή, 18/5). Έτσι θέτει ως βασικό στόχο των «προοδευτικών δυνάμεων» την «αναθεώρηση του συμφώνου σταθερότητας και ενδεχομένως (!) τη διεύρυνση των πόρων του ταμείου ανάκαμψης». Βγάζει φταίχτη μόνο τη κυβέρνηση, που θέλει να ευνοήσει κάποιους μεγάλους επιχειρηματίες και δεν εκπόνησε σωστό σχέδιο, όπως οι άλλες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις. Το έργο το έχουμε ξαναδεί: εμείς θα διαπραγματευόμαστε καλύτερα, αλλά υπαινισσόμαστε και ότι τα πεπραγμένα της σημερινής κυβέρνησης δεσμεύουν και τις επόμενες.

Όσον αφορά το σχέδιο που αυτός προτείνει, ο ΣΥΡΙΖΑ υποστηρίζει ότι με αυτό δεν δίνονται «όλα σε λίγους», ότι μειώνονται οι ανισότητες, ενισχύονται οι «μεσαίοι» και είναι φιλικό προς το περιβάλλον. Εντούτοις, όσα ορίζει για την «πράσινη παραγωγική ανάπτυξη» ταυτίζονται με τις θέσεις του ΟΟΣΑ, χαρακτηρίζεται από πίστη στην «επιχειρηματικότητα» και την ενίσχυσή της, ενώ περιέχει πλήθος «χτυπητών» αντιδραστικών κατευθύνσεων (αποδοχή ευέλικτης εργασίας, φορολογικά κίνητρα, επιτάχυνση αδειοδότησης επιχειρήσεων, αποτελεσματικό και φειδωλό κράτος κ.λπ), στις οποίες πρακτικά ταυτίζεται με τη ΝΔ. Τι προσφέρει δηλαδή στον κοσμάκη; Φιλικά χτυπήματα στην πλάτη και υποσχέσεις για ψίχουλα, όταν άλλοι θα παίρνουν τα φιλέτα. Ειδικότερα για την παιδεία, πρακτικά ορίζει μέτρα που τελικά εξυπηρετούν τις ανάγκες του κεφαλαίου σε εργατικό δυναμικό με επανακαταρτίσεις, ψηφιακά, τηλεκπαίδευση-τηλεκατάρτιση κ.λπ.

Από τη μια μεριά, έχουμε μια πολύ επιθετική στάση της κυβέρνησης και του κεφαλαίου. Από την άλλη, η αξιωματική αντιπολίτευση ισχυρίζεται ότι κινείται σε μια κατεύθυνση που ενισχύεται στην ΕΕ, καθώς τάχα σε αυτήν υπάρχουν δείγματα αλλαγής οικονομικού υποδείγματος. Επίσης, προβάλλει την ομιλία Μπάιντεν στο Κονγκρέσο στις 28/4 σαν αλλαγή σελίδας ενάντια στο νεοφιλελευθερισμό. Με αυτό το τρόπο, αυτοπροβάλλεται σαν κεντρικός πόλος των προοδευτικών, «αντιδεξιών» δυνάμεων. Μάλιστα, στον χώρο της εκπαίδευσης πύκνωσε την παρέμβασή της μέσω τοποθετήσεων και ανακοινώσεων (Τσίπρας σε συνάντηση με ΔΟΕ, ανακοινώσεις για εισακτέους και Πρότυπα), αποφεύγοντας όμως να θίξει τα πιο καυτά διαρθρωτικά θέματα.

Είναι πηγή ελπίδας άραγε ο Μπάιντεν; Στην ομιλία του περηφανευόταν ότι έδωσε επιταγές για 1400 δολάρια στο 85% των νοικοκυριών και ότι αυτό «κάνει τη διαφορά». Απ’ όσα είπε, ξεπρόβαλλε η εικόνα μιας Αμερικής, όπου δεκάδες εκατομμύρια άνθρωποι πεινάνε, πολλοί δεν έχουν πόσιμο νερό και όπου «ωραία αυτοκίνητα παρατάσσονται για μίλια, περιμένοντας ένα κουτί φαγητό». Κατά τα άλλα, εκθείασε την αμερικάνικη πολιτική για την ρύπανση (!!), αποκάλεσε τις ΗΠΑ «οπλοστάσιο της δημοκρατίας» και αναφώνησε «ο Θεός να προστατεύει τα στρατεύματά μας». Το οκταετές Jobs Plan που ανήγγειλε θα προσφέρει βασικά φτηνό εργατικό δυναμικό σε αμερικάνικους επιχειρηματικούς κολοσσούς (ενέργεια, πράσινη ανάπτυξη, υγείας, κατασκευές κ.λπ.), ενώ εξελίσσεται και ο έντονος οικονομικός ανταγωνισμός με την Κίνα. Αυτή είναι η ταξική ουσία της ομιλίας του που, ας σημειώσουμε εν παρόδω, για τη εκπαίδευση περιέχει μέρος της  επιχειρηματολογίας που γνωρίζουμε στην Ελλάδα μέσω των εκθέσεων του ΟΟΣΑ. Άλλωστε, πακέτα κρατικής παρέμβασης είχαν εισαχθεί επίσης στις ΗΠΑ το 2009 και το 2020 αλλά τα αποτελέσματα παραμένουν πενιχρά.

Θέλουν να μάς πείσουν ότι πρέπει να υποταχτούμε στη μοίρα μας, ότι δεν υπάρχει διέξοδος και το πολύ-πολύ να ονειρευόμαστε τα ψίχουλα που ίσως μας πετάξουν. Ας αντιπαλέψουμε τώρα, αποφασιστικά την επίθεση στον κόσμο της εργασίας, κινούμενοι ανατρεπτικά και προσβλέποντας σε μια ανθρώπινη ζωή.