Σωματείο Μισθωτών Εκπαιδευτικών Θεσσαλονίκης
Αρχές Μάρτη, με την εξάπλωση της πανδημίας του κορωνοϊού, η κατά τ’ άλλα «θωρακισμένη» Ελλάδα ενσωματώθηκε με γοργά βήματα στην κατάσταση έκτακτης ανάγκης που επέβαλε παγκόσμια η καταστροφή που επέφεραν στην κοινωνία και στα συστήματα υγείας οι χρόνιες νεοφιλελεύθερες πολιτικές. Η προσπάθεια αποφυγής της έξαρσης της υγειονομικής κρίσης από μεριάς κυβέρνησης περιορίστηκε αποκλειστικά στα «θωρακισμένα (Μένουμε) Σπίτι-α», αποκαλύπτοντας για ακόμη μία φορά ότι οι ανθρώπινες ζωές αξίζουν πολύ λιγότερο γι’ αυτούς από τα κέρδη τους. Σε αυτό το διάστημα των δύο μηνών, το μόνο πραγματικό σχέδιο της κυβέρνησης Μητσοτάκη ήταν πώς θα καταφέρει να μετατρέψει την πανδημία σε «ευκαιρία» για να καταστρατηγήσει εργασιακά και δημοκρατικά δικαιώματα, πατώντας πάνω στο φόβο και στην ατομικοποίηση που έφερε ο εγκλεισμός στους εργαζομένους,
Σε αυτό το πλαίσιο και σαν δούρειος ίππος, εμφανίστηκε από τις πρώτες ημέρες της καραντίνας το καθεστώς της τηλεργασίας. Η πλασματική ανακούφιση που προσέφερε στους εργαζομένους από το φόβο της ανεργίας και της νόσου και κυρίως το διευθυντικό δικαίωμα του εργοδότη συντελέσανε στο να καθιερωθεί σχεδόν καθολικά. Γρήγορα, όμως, άρχισε να αποκαλύπτεται, κάτω από τον μανδύα της προστασίας της υγείας και των πιο «ξεκούραστων» συνθηκών εργασίας, η απόλυτη κατάργηση του ωραρίου, οι μειώσεις μισθών και θέσεων εργασίας, για τα οποία ως σωματείο προειδοποιούσαμε εξ’ αρχής τους συναδέλφους. Η ατομικοποίηση που από τη φύση του επιβάλλει το καθεστώς της τηλεργασίας έχει στόχο την κατάργηση κάθε ουσιαστικής έννοιας συνδικαλισμού, αφήνοντάς μας έρμαια στις απαιτήσεις και στους εκβιασμούς των εργοδοτών και ανοίγοντας τον δρόμο για την καταπάτηση και την κατάργηση του συνόλου των εργασιακών μας δικαιωμάτων.
Ο κλάδος των φροντιστηρίων δε θα μπορούσε προφανώς να απουσιάζει από αυτό το «πρωτοπόρο» καθεστώς. Οι φροντιστηριάρχες, ως άλλοι μαυραγορίτες, εκμεταλλευτήκανε από την πρώτη στιγμή όλες τις ευνοϊκές γι’ αυτούς διατάξεις, προχωρώντας σε αναστολή και απαλλασσόμενοι από την καταβολή μισθών και ασφαλιστικών εισφορών, αναγκάζοντας παράλληλα τους εργαζομένους να κάνουν τηλεμαθήματα, στις περισσότερες περιπτώσεις εντελώς αδήλωτα, ούτως ώστε να τσεπώσουν και τα δίδακτρα. Συγχρόνως, όχι μόνο δεν υπήρξε η παροχή της απαιτούμενης υλικοτεχνικής υποδομής στους εργαζομένους και η πληρωμή των πολλών ωρών προετοιμασίας που απαιτεί το διδακτικό υλικό για τηλεκπαίδευση, αλλά υπήρξε και άμεση μείωση των ωρομισθίων, σε πολλές περιπτώσεις με το επιχείρημα ότι «τα τηλεμαθήμaτα δεν είναι και ακριβώς μαθήματα» (sic!). Από αυτήν τη μαυραγορίτικη τακτική, που προφανώς δεν εγκαταλείφθηκε με την άρση απαγόρευσης λειτουργίας των φροντιστηρίων, δεν πρόκειται να ξεμπερδέψουμε τόσο γρήγορα! Απαλλασσόμενοι από λειτουργικά έξοδα και περιορισμούς για το μέγεθος των τμημάτων, οι εργοδότες θα αποπειραθούν τη γενίκευση της τηλεκπαίδευσης, οδηγώντας περίπου τους μισούς καθηγητές στην ανεργία. Επιπρόσθετα, οι όποιες «καινοτόμες» αντιεκπαιδευτικές και αντεργατικές πρακτικές επιχειρούνται στα σχολεία (π.χ. κάμερες), θα γεμίζουν τη φαρέτρα των φροντιστηριαρχών για την περαιτέρω ατομικοποίηση, ανασφάλεια και τρομοκράτηση των εργαζομένων, για την αύξηση της αδήλωτης και μαύρης εργασίας, την ελαστικοποίηση των ωραρίων και τις μειώσεις μισθών, για τη συνολικότερη επίθεση στα εργασιακά μας δικαιώματα.
Η ταξική φύση της τηλεκπαίδευσης
Η επίθεση που επιχειρείται μέσω της τηλεκπαίδευσης είναι διττή. Αφορά τόσο στα εργασιακά και δημοκρατικά δικαιώματα των εκπαιδευτικών, όσο και στα δημοκρατικά δικαιώματα των μαθητών και σε αυτό καθεαυτό το δικαίωμα στη μόρφωση. Η υλικοτεχνική υποδομή που απαιτείται πετάει αυτόματα εκτός εκπαίδευσης μία μεγάλη μερίδα καθηγητών, μαθητών και φοιτητών και ανοίγει διάπλατα το δρόμο για την ιδιωτικοποίηση αυτής, καταργώντας κάθε έννοια δημόσιας και δωρεάν παιδείας.
Η ποιότητα της δια ζώσης διδασκαλίας δε μπορεί να συγκριθεί με την ποιότητα της εξ’ αποστάσεως. Τα θετικά που μπορεί να προσφέρει η δεύτερη έγκεινται αποκλειστικά στην υποκατάσταση της δια ζώσης διδασκαλίας, όταν αυτή καθίσταται αδύνατη λόγω σοβαρών προβλημάτων (κινητικά, υγείας κτλ) και αφορούν μόνο σε αρκετά ώριμες ηλικίες μαθητευομένων, υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις.
Συγχρόνως, όμως, τα προβλήματα που ενέχει η τηλεκπαίδευση, και κυρίως η γενίκευσή της και ο τρόπος με τον οποίο επιχειρείται σήμερα, (με πλατφόρμες από εταιρείες επιπέδου «σκόιλ ελικίκου», ίντερνετ να «σέρνεται», επικίνδυνα παραβιάσιμους σέρβερς κ.α.) συντελεί σε τέτοια τεράστια υποβάθμιση του εκπαιδευτικού έργου-τόσο στα σχολεία, όσο και στα φροντιστήρια-που τελικά, δημιουργείται το ερώτημα κατά πόσο η τηλεκπαίδευση αποτελεί μορφή εκπαίδευσης.
Σε καμία περίπτωση δεν υπάρχει ταύτιση των μορφών εκπαιδευτικής τεχνολογίας με την εξ’ αποστάσεως εκπαίδευση και ιδίως με αυτήν της Κεραμέως, απλά και μόνο επειδή στην τελευταία γίνεται χρήση υπολογιστή. Έχει αποδειχτεί μέσα από πολυάριθμες έρευνες ότιοποιαδήποτε μορφή εκπαιδευτικής τεχνολογίας (video, προσομοιώσεις, εικονικά ή απομακρυσμένα εργαστήρια κ.α.) προάγει και ενισχύει τη μάθηση ΜΟΝΟ με την προϋπόθεση ότι πλαισιώνεται σε ένα κατάλληλο διδακτικό πλάνο με μία κατάλληλη διδακτική προσέγγιση και στρατηγική. Ο τρόπος που επιχειρείται σήμερα η τηλεκπαίδευση ακυρώνει το ρόλο του εκπαιδευτικού και έχει σκοπό το πέταγμα ολοένα και περισσότερων εκπαιδευτικών και μαθητών έξω από τα σχολεία και τα φροντιστήρια, έξω από την ίδια την εκπαιδευτική διαδικασία. Επομένως η προσέγγιση της Κεραμέως και των φροντιστηριαρχών, που εγκωμιάζουν τη συγκεκριμένη μορφή τηλεκπαίδευσης ως τάχα προοδευτικής, είναι πέρα από αντεργατική και πέρα για πέρα αντιεκπαιδευτική και αντιεπιστημονική!
Η οπτική του μαθητευομένου σαν «tabula rasa/λευκός πίνακας», στον οποίο αναγράφεται ό,τι εισηγείται ο εκπαιδευτικός, είτε δια ζώσης, είτε μέσω μαγνητοσκοπημένου βίντεο, έχει αποδειχτεί ως λανθασμένη εδώ και πολλές δεκαετίες. Η μάθηση είναι μία ζωντανή διαδικασία και η αφομοίωση νέας γνώσης περνάει μέσα από τη συζήτηση, τη διαφωνία, την εννοιολογική σύγκρουση και τελικά την πειθώ. Τέλος, στην ουσία της η εκπαίδευση δεν προσβλέπει μόνο στην απόκτηση γνώσεων, αλλά και στην ανάπτυξη κοινωνικών και ψυχοκινητικών δεξιοτήτων. Επομένως, η συνομιλία και η αλληλεπίδραση τόσο με τον εκπαιδευτικό, όσο και με συνομηλίκους, είναι αναπόσπαστο κομμάτι της. Η έλλειψη κοινωνικοποίησης που επιτάσσουν η σύγχρονη (ταυτόχρονη συμμετοχή εκπαιδευτικού και μαθητών) και, πόσο μάλλον, η ασύγχρονη (μη ταυτόχρονη συμμετοχή εκπαιδευτικού και μαθητών) τηλεκπαίδευση αποτελεί τεράστια τροχοπέδη σε όλο το εύρος της μάθησης.
Γίνεται ολοένα και πιο ξεκάθαρο ότι η τηλεκπαίδευση στην παρούσα συγκυρία δεν ήρθε για να λύσει το πρόσκαιρο πρόβλημα ότι οι μαθητές εν δια μέσω «καραντίνας» δεν είχαν πρόσβαση στη μάθηση, αλλά το χρόνιο «πρόβλημα» του καπιταλισμού, πώς θα επιτευχθεί, εκτός καραντίνας, ολοένα και περισσότεροι μαθητές να μην έχουν πρόσβαση στη μάθηση και οι εκπαιδευτικοί εργασιακά δικαιώματα. Με αυτήν την έννοια η τηλεκπαίδευση ήρθε για να μείνει, για να πεταχτούν μαθητές και εκπαιδευτικοί εκτός σχολείων και φροντιστηρίων, να ιδιωτικοποιηθεί όλο το φάσμα της εκπαίδευσης και να καταργηθούν πλήρως τα εργασιακά και δημοκρατικά μας δικαιώματα. Ως εργαζόμενοι και ως εκπαιδευτικοί οφείλουμε να είμαστε ενάντια στο καθεστώς της τηλεκπαίδευσης της Κεραμέως. Να δώσουμε κοινό αγώνα με τους μαθητές και τους συναδέλφους μας στην ιδιωτική και δημόσια εκπαίδευση ενάντια στην πλήρη ιδιωτικοποίησή της. Να αντισταθούμε στους εκβιασμούς των εργοδοτών μας που, με πρόφαση τον εκσυγχρονισμό του έργου μας, προσβλέπουν στην οπισθοδρόμηση των εργασιακών μας σχέσεων! Να αρνούμαστε να κάνουμε τηλεμαθήματα! Να παλέψουμε για την υπογραφή κλαδικής ΣΣΕ και να δυναμώσουμε το σωματείο μας, γιατί ο δρόμος για να βγούμε από τη δίνη της εργοδοτικής αυθαιρεσίας περνάει μέσα από τη συλλογική και μαχητική διεκδίκηση!
- Διεκδικούμε την υπογραφή ΣΣΕ σε φροντιστήρια Μ.Ε. και ξένων γλωσσών
- Άμεση ανάκληση όλων τον απολύσεων που έγιναν από 1 Μάρτη. Απαγόρευση απολύσεων μέχρι την λήξη της χρονιάς και επέκταση των συμβάσεων για του χρόνου τουλάχιστον με το ίδιο ωρομίσθιο και με τις ίδιες ώρες.
- Απαιτούμε να δοθεί το πλήρες επίδομα ανεργίας σε όλους τους εργαζόμενους του κλάδου το καλοκαίρι, ανεξάρτητα των ενσήμων που είχαν τα τελευταία δύο χρόνια.
- Ενίσχυση του Ε.Σ.Υ. με προσλήψεις μόνιμου προσωπικού.
- Ανάκληση όλων των αντεργατικών ΠΝΠ.
- Απόσυρση του νόμου Κεραμέως.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου