του Peter Gray
Ο φόβος θεωρείται μία αρνητική εμπειρία η οποία πρέπει όσο γίνεται να αποφεύγεται. Ωστόσο, όποιος έχει παιδί ή ήταν ο ίδιος κάποτε γνωρίζει ότι τα παιδιά λατρεύουν να παίζουν με τρόπους ριψοκίνδυνους -τρόπους που συνδυάζουν την χαρά της ελευθερίας με απλά την σωστή ποσότητα φόβου για να παράγουν ένα απολαυστικό μείγμα γνωστό ως ενθουσιασμό.
Έξι κατηγορίες ριψοκίνδυνου παιχνιδιού
- Μεγάλα ύψη. Τα παιδιά σκαρφαλώνουν σε τρομακτικά ύψη σε δέντρα και άλλες κατασκευές, από τα οποία αποκτούν οπτική πουλιού και την ενθουσιώδη αίσθηση του “τα κατάφερα!”
- Μεγάλες ταχύτητες. Τα παιδιά κάνουν κούνια σε κούνιες, κλαδιά, σκοινιά. Ανεβαίνουν σε έλκηθρα, σκι, πατίνια ή γλιστρούν σε τσουλήθρες, κατεβαίνουν ορμητικά νερά με κούτσουρα και βάρκες, καβαλούν ποδήλατα, skateboards και άλλα πράγματα, που είναι αρκετά γρήγορα για να προκαλέσουν την έξαψη που έχεις όταν βρίσκεσαι στο όριο να χάσεις τον έλεγχο.
- Επικίνδυνα εργαλεία. Ανάλογα με την κουλτούρα, τα παιδιά παίζουν με μαχαίρια, τόξα, βέλη, γεωργικά μηχανήματα (όπου εργασία και παιχνίδι συνδυάζονται) ή άλλα εργαλεία τα οποία μπορεί να είναι εν δυνάμει επικίνδυνα. Βεβαίως, υπάρχει μεγάλη ικανοποίηση να σου εμπιστεύονται τη χρήση τέτοιων εργαλείων, αλλά υπάρχει επίσης μία έξαψη σχετικά με τον έλεγχό τους, επειδή γνωρίζεις πως ένα λάθος μπορεί να σε τραυματίσει.
- Επικίνδυνα στοιχεία. Τα παιδιά αγαπούν να παίζουν με τη φωτιά ή σε βαθιά νερά και τα δύο εκ των οποίων ενέχουν κινδύνους.
- Άγρια και με τούμπες! Παντού τα παιδιά κυνηγιούνται πάνω-κάτω και παίζουν “ξύλο” και προτιμούν να είναι στην πιο ευάλωτη θέση – αυτή που σε κυνηγούν ή αυτή που είσαι από κάτω στην πάλη – στη θέση που εμπεριέχει το μεγάλο ρίσκο να χτυπήσεις και απαιτεί τις περισσότερες ικανότητες για να ξεπεράσεις.
- Εξαφανίσεις/να χάνονται. Τα μικρά παιδιά παίζουν κρυφτό και βιώνουν τον ενθουσιασμό ενός παροδικού, τρομακτικού χωρισμού από τους φίλους τους. Τα μεγαλύτερα εξερευνούν μόνα τους μακριά από τους ενήλικες περιοχές που τους είναι καινούριες και είναι γεμάτοι με κινδύνους που φαντάζονται, συμπεριλαμβανομένου τον κίνδυνο να χαθείς.
Άλλα νεαρά θηλαστικά απολαμβάνουν επίσης το ριψοκίνδυνο παιχνίδι[2]. Τα μικρά κατσικάκια κάνουν τρέλες σε απότομες πλαγιές και πηδούν άγαρμπα στον αέρα με τρόπους που κάνουν την προσγείωσή τους δύσκολη. Τα μικρά μαιμουδάκια πηδούν από κλαδί σε κλαδί, αρκετά μακριά για να προκαλέσουν τις ικανότητες τους και τόσο ψηλά που μία πτώση μπορεί να τα χτυπήσει. Τα μικρά χιμπατζή απολαμβάνουν να πέφτουν από ψηλά κλαδιά και να πιάνονται από χαμηλότερα λίγο πριν φτάσουν στο έδαφος. Τα μικρά θηλαστικά των περισσότερων ειδών, όχι μόνο του δικού μας, περνούν πολλή ώρα κυνηγώντας και παλεύοντας και επίσης, προτιμούν τις πιο ευάλωτες θέσεις.
Από εξελικτική σκοπιά, η προφανής ερώτηση αναφορικά με το ριψοκίνδυνο παιχνίδι είναι η εξής: Γιατί υπάρχει; Μπορεί να προκαλέσει τραυματισμό (αν και ο σοβαρός τραυματισμός είναι σπάνιος) και ακόμα (πολύ πιο σπάνια) θάνατο. Άρα, γιατί η φυσική επιλογή δεν το έχει εξαφανίσει; Το γεγονός ότι δεν έχει εξαφανιστεί είναι απόδειξη πως τα πλεονεκτήματα πρέπει να υπερτερούν των κινδύνων. Ποια είναι τα πλεονεκτήματα; Εργαστηριακές μελέτες με ζώα μας δίνουν ορισμένα στοιχεία.
Ερευνητές επινόησαν τρόπους για να στερήσουν το παιχνίδι από νεαρούς αρουραίους κατά τη διάρκεια μίας κρίσιμης φάσης της ανάπτυξής τους χωρίς να τους στερήσουν τις υπόλοιπες κοινωνικές εμπειρίες. Οι αρουραίοι που ανατράφηκαν με αυτόν τον τρόπο μεγάλωσαν με συναισθηματικά προβλήματα [3,4]. Όταν τους τοποθετούσαν σε ένα καινούριο περιβάλλον, αντιδρούσαν με φόβο και δεν μπορούσαν να προσαρμοστούν και να το εξερευνήσουν, όπως ένας φυσιολογικός αρουραίος θα έκανε. Όταν τους τοποθετούσαν με κάποιον άγνωστο αρουραίο είτε πάγωναν από τον φόβο ή ξεσπούσαν με μία ανάρμοστη και αναποτελεσματική επιθετικότητα Σε προηγούμενα πειράματα υπήρξαν ανάλογα ευρήματα όταν οι νεαρές μαϊμούδες αποστερούνταν το παιχνίδι (αν και οι έλεγχοι αυτών των πειραμάτων δεν ήταν τόσο καλοί όσο στα μεταγενέστερα πειράματα με τους αρουραίους).
Τέτοιου είδους ευρήματα έχουν συνεισφέρει στη θεωρία της ρύθμισης των συναισθημάτων μέσω του παιχνιδιού (emotion regulation theory of play), σύμφωνα με την οποία μία από τις σημαντικότερες λειτουργίες του παιχνιδιού είναι να διδάσκει τα νεαρά θηλαστικά πως να ρυθμίζουν τον φόβο και τον θυμό[4]. Στο ριψοκίνδυνο παιχνίδι τα μικρά παίρνουν διαχειρίσιμες ποσότητες φόβου και εξασκούνται να επιβιώνουν και να προσαρμόζονται όταν βιώνουν φόβο. Μαθαίνουν τον φόβο και μπορούν να τον διαχειρίζονται, να τον ξεπερνούν και να βγαίνουν ζωντανοί. Στο έντονο παιχνίδι πάλης μπορεί να βιώσουν, επίσης, θυμό, καθώς ένας παίκτης μπορεί να τραυματίσει κατά λάθος έναν άλλο. Αλλά πρέπει να υπερβούν αυτόν τον θυμό για να συνεχίσουν να παίζουν, να συνεχίσουν να χαίρονται. Εάν αντιδράσουν επιθετικά, το παιχνίδι έχει τελειώσει. Έτσι, σύμφωνα με θεωρία της ρύθμισης των συναισθημάτων, μεταξύ άλλων, το παιχνίδι είναι ο τρόπος με τον οποίο τα νεαρά θηλαστικά μαθαίνουν να ελέγχουν τον φόβο και τον θυμό τους, έτσι ώστε να μπορούν να αντιμετωπίζουν τους πραγματικούς κινδύνους της ζωής και να αλληλεπιδρούν στενά με τους άλλους χωρίς να υποκύπτουν σε αρνητικά συναισθήματα.
Οι επιβλαβείς συνέπειες της αποστέρησης του παιχνιδιού στην κουλτούρα μας σήμερα
Με βάση τέτοιου είδους έρευνες, η Sandseter [1] έγραψε σε ένα άρθρο του το 2011 στο περιοδικό Evolutionary Psychology: “Μπορεί να παρατηρήσουμε ένα αυξανόμενο νευρωτισμό ή μία ψυχοπαθολογία στην κοινωνία, αν τα παιδιά εμποδίζονται από το να συμμετέχουν στο κατάλληλο για την ηλικία τους ριψοκίνδυνο παιχνίδι.” Το έγραψε αυτό ως μία πρόβλεψη για το μέλλον. Αλλά έλεγξα τα στοιχεία – στο Free to Learn και αλλού[5] – τα οποία καταδεικνύουν πως αυτό το μέλλον είναι ήδη εδώ και είναι παρόν εδώ και λίγο καιρό.
Συνοπτικά, η απόδειξη είναι η εξής. Τα τελευταία 60 χρόνια έχουμε στο πλαίσιο της κουλτούρας μας γίνει μάρτυρες μίας συνεχούς, βαθμιαίας, αλλά εσχάτως δραματικής μείωσης των ευκαιριών των παιδιών να παίζουν ελεύθερα χωρίς τον έλεγχο των ενηλίκων και ειδικότερα των ευκαιριών τους να παίζουν ριψοκίνδυνα. Στα ίδια 60 χρόνια έχουμε γίνει μάρτυρες μίας συνεχούς, σταδιακής, αλλά εσχάτως δραματικής αύξησης όλων των ειδών ψυχικής διαταραχής στα παιδιά και ειδικότερα της συναισθηματικής διαταραχής.
Κοιτάξτε πίσω στις έξι κατηγορίες του ριψοκίνδυνου παιχνιδιού. Τη δεκαετία του 1950 ακόμα και μικρά παιδιά συνήθως έπαιζαν με όλους αυτούς τους τρόπους και οι ενήλικες αποδέχονταν και επέτρεπαν τέτοιου είδους παιχνίδι (ακόμα και αν δεν ήταν πάντα χαρούμενοι με αυτό). Τώρα οι γονείς που επιτρέπουν τέτοιου είδους παιχνίδι θα κατηγορηθούν μάλλον για παραμέληση από τους γείτονες τους αν όχι από το κράτος.
Εδώ -ως μία ομολογουμένως νοσταλγική αναδρομή- είναι μερικά παραδείγματα του δικού μου παιχνιδιού ως παιδί το 1950:
- Στην ηλικία των 5, έκανα ποδήλατο με τον 6χρονο φίλο μου όλο το χωριό στο οποίο έμενα και την εξοχή. Οι γονείς μας μας έβαζαν κάποια όρια στο πότε να γυρίσουμε αλλά δεν περιόριζαν το εύρος της κίνησής μας. Και φυσικά δεν υπήρχαν κινητά τότε κανείς τρόπος να ειδοποιήσουμε κάποιον αν χανόμασταν ή χτυπούσαμε.
- Από την ηλικία των 6 και μετά, εγώ και τα άλλα παιδιά που ήξερα κουβαλούσαμε σουγιά. Τον χρησιμοποιούσαμε όχι μόνο για σκάλισμα αλλά και σε παιχνίδια που πετούσαμε μαχαίρια ποτέ όμως ο ένας στον άλλο.
- Στην ηλικία των 8 θυμάμαι ότι οι φίλοι μου και εγώ περνούσαμε τα διαλείμματα και το διάλειμμα φαγητού παλεύοντας στο χιόνι ή στο γρασίδι σε μία απότομη όχθη κοντά στο σχολείο. Δάσκαλοι και γονείς δεν έδιναν σημασία στην πάλη μας ή αν έδιναν δεν παρενέβαιναν
- Όταν ήμουν 10 και 11, οι φίλοι μου και εγώ κάναμε ολοήμερους περιπάτους με σκέητ και σκι σε μία λίμνη 5 μιλίων η οποία συνορεύει με το βόρειο χωριό μου στη Μινεσότα Κρατούσαμε σπίρτα και σταματούσαμε σε νησιά να ανάψουμε φωτιές να ζεσταθούμε καθώς κάναμε ότι ήμασταν σπουδαίοι εξερευνητές.
- Επίσης, όταν ήμουν 10 και 11, μου επιτρεπόταν να λειτουργώ το μεγάλο επικίνδυνο, τροφοδοτούμενο με το χέρι εκτυπωτικό μηχάνημα στο τυπογραφείο που οι γονείς μου διατηρούσαν. Στην πραγματικότητα, συχνά δεν πήγαινα σχολείο τις Πέμπτες στην 5η και 6η τάξη για να εκτυπώσω την εβδομαδιαία τοπική εφημερίδα. Οι δάσκαλοι και ο διευθυντής ποτέ δεν παραπονέθηκαν, τουλάχιστον εγώ δεν το γνωρίζω. Νομίζω ήξεραν ότι μάθαινα πιο αξιόλογα μαθήματα στο τυπογραφείο παρά αυτά που θα μάθαινα σχολείο.
Τέτοια συμπεριφορά δεν ήταν παράξενη το 1950. Οι γονείς μου ίσως να έδειχναν λίγη περισσότερη εμπιστοσύνη και να ήταν πιο ανεκτικοί από τους άλλους γονείς αλλά όχι και τόσο πολύ. Ποια από αυτά θα ήταν αποδεκτά στους περισσότερους γονείς και άλλες αρχές ανηλίκων σήμερα; Εδώ είναι ένας κατάλογος του πόσο έχουμε απομακρυνθεί: Σε μια πρόσφατη μελέτη πάνω από 1000 γονιών στο Ηνωμένο Βασίλειο, 43% πίστευαν ότι τα παιδιά κάτω των 14 δε θα έπρεπε να κυκλοφορούν έξω χωρίς επίβλεψη ενηλίκου και μισοί απ’ αυτούς πίστευαν ότι δε θα έπρεπε να τους επιτραπεί αυτή η ελευθερία μέχρι τουλάχιστον τα 16 τους χρόνια! Η πρόβλεψή μου είναι ότι σχεδόν τα ίδια ευρήματα θα είχε η έρευνα αν γινόταν στις ΗΠΑ. Περιπέτειες που συνηθίζαμε να θεωρούμε φυσιολογικές για εξάχρονα τώρα δεν επιτρέπονται ούτε σε εφήβους!
Όπως προείπα, την ίδια περίοδο που έχουμε δει τέτοια δραματική μείωση στην ελευθερία των παιδιών στο παιχνίδι, και ειδικά στην ελευθερία να παίρνουν ρίσκα, την ίδια περίοδο έχουμε δει μια ίδια δραματική αύξηση σε όλα τα είδη παιδικών ψυχικών διαταραχών. Η καλύτερη απόδειξη γι’ αυτό έρχεται από την ανάλυση των σκορ των σταθμισμένων κλινικών ερωτηματολογίων αξιολόγησης που έχουν δοθεί στην ίδια μορφή σε ομάδες ελέγχου με παιδιά και εφήβους εδώ και δεκαετίες.[5] Τέτοιες αναλύσεις αποκαλύπτουν ότι σήμερα πέντε ως οκτώ φορές περισσότερα νέα άτομα υποφέρουν από κλινικά σημαντικά επίπεδα άγχους και κατάθλιψης, με τα σημερινά στάνταρ σε σχέση με το 1950. Όσο η μείωση στην ελευθερία των παιδιών να παίρνουν ρίσκα έχει γίνει συνεχής και σταδιακή, το ίδιο έχει και η αύξηση στην ψυχοπαθολογία των παιδιών.
Η ιστορία είναι τόσο ειρωνική όσο και τραγική. Φαινομενικά, στερούμε τα παιδιά από ελεύθερο, ριψοκίνδυνο παιχνίδι για να τα προστατεύσουμε από τον κίνδυνο, αλλά στην πραγματικότητα τα οδηγούμε στην ψυχική κατάρρευση. Τα παιδιά είναι σχεδιασμένα από τη φύση να διδάσκουν τους εαυτούς τους ψυχική ανθεκτικότητα παίζοντας με ριψοκίνδυνους τρόπους που προκαλούν συναισθήματα. Μακροπρόθεσμα, τα βάζουμε σε κίνδυνο πολύ περισσότερο εμποδίζοντας τέτοιο παιχνίδι παρά επιτρέποντας το. Και τους στερούμε από την πλάκα.
Το παιχνίδι, για να είναι ασφαλές, πρέπει να είναι ελεύθερο, όχι καταναγκαστικό, ή ενορχηστρωμένο από ενήλικες.
Τα παιδιά έχουν μεγάλο κίνητρο για να παίζουν με ριψοκίνδυνο τρόπο, αλλά είναι επίσης πολύ καλά στο να ξέρουν τις δικές ικανότητες και να αποφεύγουν ρίσκα που δεν είναι ακόμα έτοιμα να πάρουν, σωματικά ή συναισθηματικά. Τα παιδιά μας ξέρουν πολύ καλύτερα από εμάς το τι είναι έτοιμα να κάνουν. Όταν οι γονείς πιέζουν ή απλά ενθαρρύνουν τα παιδιά να παίρνουν ρίσκα που δεν είναι ακόμα έτοιμα, το αποτέλεσμα ίσως είναι τραύμα, όχι ενθουσιασμός. Υπάρχουν μεγάλες διαφορές στα ανάμεσα στα παιδιά, ακόμα και ανάμεσα σε αυτά που είναι παρόμοιας ηλικίας, μεγέθους και δύναμης. Αυτό που είναι ενθουσιώδες για ένα παιδί ίσως είναι τραυματικό για ένα άλλο. Όταν ο γυμναστής απαιτεί από όλα τα παιδιά σε μία τάξη να σκαρφαλώσουν σε ένα σκοινί ή στύλο μέχρι το ταβάνι, μερικά παιδιά για τα οποία η πρόκληση είναι πολύ μεγάλη βιώνουν τραύμα ή ντροπή. Αντί να τα βοηθήσουμε να μάθουν να σκαρφαλώνουν και να αποκτούν εμπειρία με το ύψος, η συγκεκριμένη εμπειρία τους απομακρύνει για πάντα από τέτοιες περιπέτειες. [παρενθετικά, σημειώνω ότι ένα σχετικά μικρό ποσοστό παιδιών τείνουν να υπερεκτιμούν τις δυνατότητές τους και να τραυματίζουν επανειλημμένα τους εαυτούς τους στο ριψοκίνδυνο παιχνίδι. Αυτά τα παιδιά ίσως να χρειάζονται βοήθεια στην εκμάθηση ορίων]
Το ειρωνικό γεγονός είναι ότι τα παιδιά είναι πολύ πιο πιθανό να τραυματίσουν τους εαυτούς σε αθλήματα που οργανώνονται από ενήλικες παρά στο δικό τους ελεύθερα επιλεγμένο και αυτο-κατευθυνόμενο παιχνίδι. Αυτό συμβαίνει γιατί η ενθάρρυνση των ενηλίκων και η ανταγωνιστική φύση των αθλημάτων οδηγούν τα παιδιά να παίρνουν ρίσκα -τόσο στο να πληγώνουν τους εαυτούς τους όσο και τους άλλους- τα οποία δε θα διάλεγαν να τα πάρουν στο ελεύθερο παιχνίδι. Είναι, επίσης, επειδή σε τέτοια σπορ ενθαρρύνονται να εξειδικεύουν [ενν. την εκγύμναση] και γι αυτό χρησιμοποιούν πολύ περισσότερο συγκεκριμένους μύες και συνδέσμους. Σύμφωνα με τα τελευταία δεδομένα από το αμερικανικό κέντρο πρόληψης και ελέγχου ασθενειών, περισσότερα από 3,5 εκατομμύρια παιδιά το χρόνο ηλικίας κάτω των 14 υποβάλλονται σε θεραπεία για αθλητικούς τραυματισμούς. Αυτό είναι περίπου 1 στα 7 παιδιά που ασχολούνται με νεανικά αθλήματα. Τα αθλητικά φάρμακα για παιδιά έχουν γίνει μεγάλη επιχείρηση χάρη σε ενήλικες που ενθαρρύνουν τους μικρούς αθλητές του μπέισμπολ να πετούν το μπαλάκι τόσο δυνατά και τόσο συχνά που να βγάζουν τους ώμους τους, που ενθαρρύνουν νέους ποδοσφαιριστές να χτυπούν τόσο δυνατά που παθαίνουν διάσειση, που ενθαρρύνουν μικρούς κολυμβητές να εξασκούνται τόσο συχνά και τόσο δυνατά που να καταστρέφουν τους ώμους τους σε σημείο που να χρειάζονται χειρουργείο. Τα παιδιά που παίζουν για πλάκα σπάνια ειδικεύονται και σταματούν όταν πονάει, ή αλλάζουν τον τρόπο με τον οποίο παίζουν. Επίσης, επειδή είναι άλλα για την πλάκα, φροντίζουν να μην πληγώνουν/πονάνε τους φίλους τους. Οι ενήλικες που παθιάζονται με τη νίκη και μπορεί να ελπίζουν σε επερχόμενες υποτροφίες, δουλεύουν αντίθετα στα μέσα της φύσης να εμποδιστεί η ζημιά. [7]
Έτσι, όταν εμποδίζουμε τα παιδιά από το δικό τους, ενθουσιώδες παιχνίδι που έχουν επιλέξει μόνα τους, πιστεύοντας ότι είναι επικίνδυνο όταν στην πραγματικότητα δεν είναι και τόσο και έχει πλεονεκτήματα τα οποία υπερκαλύπτουν τους κινδύνους, και μετά τα ενθαρρύνουμε να εξειδικεύονται σε ένα ανταγωνιστικό άθλημα, όπου οι κίνδυνοι του τραυματισμού είναι στην πραγματικότητα πολύ μεγαλύτεροι. Είναι ώρα να επανεξετάσουμε τις προτεραιότητές μας.
———–
References
[1] Sandseter, E. (2011). Children’s risky play from an evolutionary perspective. Evolutionary Psychology, 9, 257-284.
[2] Spinke, M., Newberry, R., & Bekoff, M. (2001). Mammalian play: Training for the unexpected. The Quarterly Review of Biology, 76, 141-168.
[3] e.g. Pellis,S., & Pellis, V. (2011). Rough and tumble play: Training and using the socialbrain. In A. D. Pelligrini (Ed.), The Oxford handbook of the development of play, 245-259. Oxford University Press.
[4] LaFreniere, P. (2011). Evolutionary functions of social play: Life histories, sexdifferences, and emotion regulation. American Journal of Play, 3, 464-488.
[5] Gray, P. (2011). The decline of play and the rise of psychopathology in childhood andadolescence. American Journal of Play, 3, 443–463.
[6] Referenced in Burssoni, M., Olsen, L., Pike, I., & Sleet, D. (2012). Risky play and children’s safety: Balancing priorities for optimal development. International Journal of Environmental Research and Public Health, 9, 3134-3148.
[7] For an excellent book on the harm adults cause to children in youth sports, see Mark Hyman’s Until It Hurts.
πηγή: www.psychologytoday.com - Δίκτυο κριτικής στην εκπαίδευση
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου