Είμαι ξανά τρίτη λυκείου στο Ενιαίο Πολυκλαδικό Λύκειο Ηλιούπολης. Ο καθηγητής μπαίνει στην τάξη και μοιράζει τις κόλλες για τις Πανελλαδικές. Συνειδητοποιώ ότι ήρθε η ώρα της αλήθειας, αλλά εγώ δεν έχω βγάλει την ύλη. Δεν ξέρω τις απαντήσεις, δεν μπορώ να σκεφτώ να γράψω κάτι, δεν έχω τρόπο να αποφύγω τον πανικό. Πανικός γιατί όλα έχουν τελειώσει∙ πανικός γιατί έχω εγκλωβιστεί και δεν υπάρχει τρόπος να βγω έξω για να ξεφύγω. Αυτή την ώρα του πιο βαθιού σκοταδιού, αρχίζω ν σκέφτομαι ότι όλο το σκηνικό είναι παράλογο. Πώς μπορεί να είμαι πάλι τρίτη λυκείου αφού έχω πάρει πτυχίο; Τι διάολο συμβαίνει, ποια νοσηρή γραφειοκρατική διάταξη με ανάγκασε να γυρίσω στα σχολικά θρανία ενώ έχω αφήσει πίσω μου τα πανεπιστημιακά έδρανα; Στο σημείο που κορυφώνεται η αγωνιώδης αναρώτηση για τον προφανή παραλογισμό της κατάστασης, πάντοτε ξυπνάω. Σηκώνομαι από το κρεβάτι ευτυχής όχι μόνο για τελείωσε ο εφιαλτικός πανικός, αλλά και γιατί δεν υπάρχει περίπτωση να ξαναγυρίσω στο σχολείο και να ξαναδώσω Πανελλαδικές.
Ο εφιάλτης που μόλις περιέγραψα σε αδρές γραμμές, είναι σταθερά ίδιος τα τελευταία είκοσι χρόνια. Τόσο όμοιος κάθε φορά και τόσο σταθερά επαναλαμβανόμενος, που μπορώ πλέον να προβλέψω τις νυχτερινές εμφανίσεις του. Ξέρω καλά ότι όποτε είμαι αγχωμένος (με το κίνημα, με τα φράγκα ή με τους έρωτες) θα δω τον εφιάλτη των Πανελλαδικών. Θα τον ξαναδώ επίσης κάθε φορά, τέτοιον καιρό, που τα παιδιά πάνε να δώσουν και αρχίζει η γνωστή παπαρολογία των ΜΜΕ καθώς και των συμβεβλημένων με αυτά καθηγητών φροντιστηρίων: «Τα θέματα ήταν βατά, όποιος ήξερε έγραφε» ή «το δεύτερο ερώτημα ήταν για πολύ καλά προετοιμασμένους υποψηφίους». Είκοσι χρόνια από τότε που έδωσα, η αντανακλαστική αντίδραση στην παραμικρή αναφορά σε εξετάσεις, σχολεία κτλ είναι σε πρώτο χρόνο μια βαθιά, ορμώμενη από τα σώψυχα μου, απέχθεια∙ σε δεύτερο είναι η ανακούφιση που δεν θα χρειαστεί να το ξαναπεράσω. Δηλαδή, όπως ακριβώς αισθάνομαι όταν ξυπνάω από τον εφιάλτη των Πανελλαδικών.
Παρά το ότι το στερεότυπο είναι ότι το τέλος του λυκείου είναι «τα καλύτερα μας χρόνια», για μένα (φαντάζομαι και για πολλούς άλλους) είναι τα χρόνια που θέλεις να αφήσεις πίσω και να μη ξαναγυρίσει ποτέ σ’ αυτά, ει δυνατόν να τα ξεχάσεις κιόλας. Είναι τα χρόνια που δουλεύεις από το πρωί μέχρι βράδυ, έχοντας παραιτηθεί εξαρχής από κάθε διεκδίκηση ελεύθερου χρόνου. Αν το ωράριο των υποψηφίων φοιτητών, σχολείο-φροντιστήριο-διάβασμα-ύπνος, εφαρμοζόταν σε κάποιο κινέζικο εργοστάσιο της Apple, οι ανά τον κόσμο οργανώσεις ανθρώπινων δικαιωμάτων θα εξεγείρονταν ενάντια στην προκλητική καταπάτηση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Πώς μπορεί να ζήσει ένας άνθρωπος δουλεύοντας μόνο, χωρίς τον ελάχιστο χρόνο για τον εαυτό του; Κι όμως, σε αυτήν την απίστευτη βαρβαρότητα υποβάλλονται δεκάδες χιλιάδες νέα παιδιά, και μάλιστα όχι ως αποτέλεσμα μιας διεστραμμένης συλλογικής τιμωρίας ενός αιμοσταγούς παρανοϊκού δικτάτορα τύπου Ίντι Αμίν Νταντά, αλλά ως έμπρακτη έκφραση της αγάπης των γονιών τους καθώς και της έγνοιας να κάνουν «ό,τι καλύτερο για το μέλλον του παιδιού». Ο ιστορικός του μέλλοντος θα δυσκολευτεί να βρει μια ορθολογική εξήγηση για το ότι για δεκαετίες οι ενήλικες στην Ελλάδα βασανίζουν τους ανήλικους κατ’ αυτόν τον άθλιο τρόπο.
Ωστόσο, δεν είναι μόνο ο αβάσταχτος κόπος που σε κάνει να μη θέλεις ούτε να το σκέφτεσαι το Λύκειο. Εξίσου σημαντικό είναι το ότι ζεις μες στην ξεφτίλα. Ενώ πλέον είσαι κι αισθάνεσαι ενήλικος, ενώ έχεις περάσει ένα τα πιο μεγάλα τεστ ενηλικίωσης, δηλαδή να κυνηγηθείς με τα ΜΑΤ στο γήπεδο ή στην πορεία, κι ενώ, το σημαντικότερο όλων, έχεις πλέον την εμπειρία του βαθύτερου νοήματος της ζωής (έστω στην ψοφοδεή εκδοχή που παίρνει αυτή η εμπειρία στην εφηβεία), όλη η υπόλοιπη κοινωνία, με πρώτους και καλύτερους τους γονείς σου, σε αντιμετωπίζουν σαν παιδί. Και μάλιστα σαν παιδί ιδιαίτερα ευάλωτο κι απροστάτευτο, υποψήφιος γαρ. Κανένας δεν μοιάζει να ενδιαφέρεται για τα τεράστια επιτεύγματα σου, κανένας δεν σου πιστώνει τις επιτυχίες σου, κανένας δεν σε φοβάται, αν και είναι ολοφάνερο ότι αποτελείς απειλή. Ενώ αισθάνεσαι σκληρός σαν μέταλλο, η κοινωνία σού συμπεριφέρεται σαν ζυμάρι που δεν πρέπει να κόψει.
Γι’ αυτό λοιπόν κάθε χρόνο τέτοια εποχή, βλέπω τον εφιάλτη των Πανελλαδικών και μετά ξυπνάω ανακουφισμένος που δεν θα ξαναζήσω ποτέ τα «καλύτερα μου χρόνια». Όσο για τα παιδιά που δίνουν από σήμερα το πρωί, μια μόνο φράση: Κουράγιο αδέρφια, στο εξής δεν πρόκειται να σας συμβεί τίποτα χειρότερο.
Γιάννης Αλμπάνης, 21/5/2012
tromaktiko