Κυριακή 27 Ιουνίου 2021

 

Με χαρά και αγωνία η κοινότητα των διδασκόντων το μάθημα της Νεοελληνικής Γλώσσας και Λογοτεχνίας στο Λύκειο είδαμε, πριν δυο χρόνια περίπου, τις αλλαγές στη διδασκαλία του

Η υπερβολική τυποποίησή του και η προσπάθεια για «μετρήσιμα» αποτελέσματα κατά την εξέτασή του στις Πανελλαδικές είχαν οδηγήσει σε απαντήσεις σχεδόν πανομοιότυπες, χωρίς ίχνος, κάποτε, αλήθειας και σύνδεσης με την πραγματικότητα των εφήβων.

Οι διδάσκοντες και διδάσκουσες κάναμε εντατική προσπάθεια να αντεπεξέλθουμε σε μια διδασκαλία σύμφωνη με το νέο πνεύμα του μαθήματος, να πείσουμε τους μαθητές και τις μαθήτριές μας να εστιάζουν την προσοχή τους στη βαθιά κατανόηση των κειμένων, την ανίχνευση πολλαπλών οπτικών του κόσμου γύρω τους μέσα από αυτά.

Και, βέβαια, στην παραγωγή αυθεντικού δικού τους λόγου που θα αποδίδει, με τους κανόνες του οργανωμένου λόγου πάντα, τη δική τους, ξεκάθαρη αλλά και προσωπική, ανταπόκριση στο εκάστοτε θέμα.

Νομίζω ότι αποτελεί κοινή παραδοχή πως τα θέματα των Πανελλαδικών εξετάσεων και κυρίως οι ενδεικτικές απαντήσεις δυο χρόνια τώρα δεν μπόρεσαν να υπηρετήσουν τις αλλαγές αυτές. Δεν είναι όμως η πρόθεσή μου στο παρόν άρθρο να τεκμηριώσω την παραδοχή αυτή.

Ο προβληματισμός μου αφορά τη βαθμολόγηση του μαθήματος.

Έτσι, για μια ακόμη φορά είδα ως βαθμολογήτρια ότι, ενώ επιζητούμε τη βαθιά κατανόηση των κειμένων κατά την αναγνωστική διαδικασία και τη δημιουργικότητα και αυθεντικότητα κατά την παραγωγή λόγου εκ μέρους των μαθητών, στοιχεία που εξ ανάγκης θα οδηγήσουν σε ποικιλία απαντήσεων, τελικά τις αξιολογούμε με βάση τις ενδεικτικές (χαρακτηρισμό που συχνά ξεχνάμε) απαντήσεις, συμπληρωμένες από τις αυστηρές προδιαγραφές των εποπτών του μαθήματος στα Βαθμολογικά Κέντρα.

Προδιαγραφές σε σχέση με το σωστό και το λάθος και σε σχέση με τη μοριοδότηση που δεν είναι καν ίδιες σε όλα τα Βαθμολογικά Κέντρα.

Κάποια παραδείγματα που θα φωτίσουν τον προβληματισμό μου: κατά την αξιολόγηση του μαθήματος της Νεοελληνικής Γλώσσας και Λογοτεχνίας φέτος σε άλλα Βαθμολογικά οι συνάδελφοι Βαθμολογητές «έκοβαν»  από τη μη σύνδεση των κειμενικών δεικτών με το συγκεκριμένο κείμενο (Θέμα Β3) τρεις μονάδες, σε άλλα έξι ή και εννιά, με το παράδοξο αποτέλεσμα στην τελευταία περίπτωση να παίρνει ένας μαθητής έξι από τις δεκαπέντε μονάδες έχοντας γράψει όλα όσα περιλαμβάνονταν στις ενδεικτικές απαντήσεις της ΚΕΕ.

Σε άλλα Βαθμολογικά οι μαθητές δεν έχαναν καθόλου μονάδες στο Θέμα Β2β(για τη λειτουργικότητα των στατιστικών στοιχείων και μαρτυριών στα κείμενα) από τη μη σύνδεση με το νόημα του συγκεκριμένου κειμένου, σε άλλα έχαναν τις μισές ή και όλες, με το παράδοξο και πάλι αποτέλεσμα να αξιολογείται με μηδέν γραπτό που περιλάμβανε όλα όσα υποδεικνύονταν από την ΚΕΕ.

Σε άλλα Βαθμολογικά Κέντρα στο Θέμα Β3 δέχονταν και άλλους κειμενικούς δείκτες πέρα από τους υποδεικνυόμενους στις απαντήσεις της ΚΕΕ (για παράδειγμα τον βραχυπερίοδο λόγο, που δίνει σαφώς συναισθηματική ένταση στο κείμενο και συμβάλλει στην ευαισθητοποίηση του αναγνώστη), σε άλλα δεν τους δέχονταν.

Σε άλλα αφαιρούσαν όλες τις μονάδες από έναν τίτλο που δεν ανταποκρινόταν σε ολόκληρο το κείμενο (Θέμα Β2α) σε άλλα μόνο τις μισές. Τα παραδείγματα είναι πολλά ακόμη.

Οι αποκλίσεις, ωστόσο, ανάμεσα στα Βαθμολογικά Κέντρα, πρόβλημα που θα μπορούσε εύκολα να θεραπευθεί στις μέρες μας με μια τηλεδιάσκεψη των επικεφαλής εποπτών πριν τη δοκιμαστική βαθμολόγηση, δεν φαίνεται να είναι το μείζον ζήτημα για τους υπευθύνους των Βαθμολογικών. Μεγαλύτερο πρόβλημα φαίνεται να δημιουργούν οι αποκλίσεις ανάμεσα στους Βαθμολογητές του ίδιου Βαθμολογικού Κέντρου, καθώς αυτές οδηγούν σε αναβαθμολογήσεις. Κι εκεί αρχίζει η προσπάθεια για όσο το δυνατόν λιγότερες αναβαθμολογήσεις.

Πώς; Με αυστηρότητα στον καθορισμό των κριτηρίων –και άρα μείωση των αποκλίσεων- μέσα στο ίδιο Κέντρο αλλά όχι με καθορισμό ίδιων κριτηρίων σε όλα τα Κέντρα.

Και με διακριτική πίεση, που οδηγεί στη σταδιακή απομάκρυνσή τους, όσων Βαθμολογητών «ανοίγουν τη βεντάλια» και δέχονται και άλλες απαντήσεις ως σωστές ή ακολουθούν τη συνείδησή τους στην αξιολόγηση της έκθεσης (για παράδειγμα, δεν μηδενίζουν απαντήσεις με βάση μόνο το περιεχόμενο αλλά εφαρμόζουν τριμερή, σύμφωνα με τις ρουμπρίκες, βαθμολόγηση).

Στο τέλος μένει ένας «σκληρός πυρήνας» Βαθμολογητών, με πανομοιότυπα κριτήρια, που θα συνεχίσει τη βαθμολόγηση και θα κάνει και τις αναβαθμολογήσεις. Συχνά αυτές, μάλιστα, γίνονται από τους ίδιους τους επόπτες, που θα εφαρμόσουν τα δικά τους κριτήρια, όχι πάντα κοινώς και αναντιρρήτως αποδεκτά.

Και εδώ προκύπτει το αδήριτο (όπως θα έλεγαν οι μαθητές μας!) ερώτημα: γιατί θεωρείται τόσο σημαντικό και κρίσιμο να υπάρχει απόλυτη ομοιομορφία στα κριτήρια ανάμεσα στους Βαθμολογητές του ίδιου Κέντρου, ενώ δεν γίνεται καμιά προσπάθεια να συντονιστούν σε πολύ βασικά θέματα (π.χ. τη μοριοδότηση) τα Βαθμολογικά Κέντρα όλης της Ελλάδας;

Και γιατί, ενώ ο νόμος ορίζει ως δικλείδα ασφαλείας τη δυνατότητα αναβαθμολόγησης, γίνεται προσπάθεια αυτές να περιοριστούν; Ποιον ενοχλούν τελικά οι αναβαθμολογήσεις;

Το κράτος, επειδή θα υποχρεωθεί να πληρώσει για τα επιπλέον βαθμολογημένα τετράδια;

Δεν θα ήθελα να πιστέψω ότι σε μια υπόθεση που κρίνει την τύχη παιδιών τα οποία κουράστηκαν, αγχώθηκαν, ξοδεύτηκαν υπερβολικά και για μεγάλο διάστημα τα κριτήρια είναι τόσο μίζερα. Να πλήττουν άραγε οι αναβαθμολογήσεις το κύρος των Πανελλαδικών εξετάσεων;

Νομίζω ότι αυτό πλήττεται περισσότερο από την έλλειψη κοινών κριτηρίων σε πανελλαδικό επίπεδο, παρά από την «θεραπευτική» για ένα γραπτό τρίτη ματιά. Να πλήττουν το ίδιο το Βαθμολογικό Κέντρο;

Δεν μπορεί σε μια εποχή που οι εκπαιδευτικοί κάνουμε προσπάθεια να εμπεδώσουμε στους μαθητές μας την κουλτούρα των συνθέσεων και συγκλίσεων, που γίνεται ενγένει προσπάθεια να εμπεδωθεί η κουλτούρα της καλοπροαίρετης κριτικής και αξιολόγησης, το εκάστοτε Βαθμολογικό, μέσω των θεσμικών του εκπροσώπων, να νιώθει ότι θίγεται το κύρος του από τις διαφορετικές φωνές.

Σίγουρα, πάντως, η αναβαθμολόγηση δεν ενοχλεί τον μαθητή ή τη μαθήτρια που την δέχεται. Όχι. Γιατί, εφόσον αναβαθμολογηθεί από ένα τρίτο, πραγματικά ανεπηρέαστο από εξωτερικές πιέσεις μάτι, θα υπάρχουν περισσότερες πιθανότητες ο βαθμός  του/της (ο μέσος όρος των δυο μεγαλύτερων) να προσεγγίσει τον κοινό νου και θα είναι επ’ωφελεία και του ίδιου του μαθητή/της ίδιας της μαθήτριας αλλάκαι της όποιας «δικαιοσύνης» και «αντικειμενικότητας».

Γιατί σε ένα μάθημα, όπως η Νεοελληνική Γλώσσα και Λογοτεχνία, στο οποίο ενθαρρύνεται η δημιουργικότητα και η προσωπική έκφραση, μπορεί να γίνει λόγος για «δικαιοσύνη» και «αντικειμενικότητα» μόνο μέσα από την προσέγγιση του μέσου κοινού νου με τη σύνθεση των διαφορετικών αξιολογικών φωνών και όχι μέσα από την επιβολή μιας μόνο άποψης.

Και, εν πάση περιπτώσει, αν επιζητούμε την κοινή γραμμή, ας ξεκινήσουμε την αναζήτησή της σε πανελλαδικό επίπεδο με τη συνεργασία όλων των Βαθμολογικών Κέντρων στη χάραξή της.

*Η Γρηγοριάδου Χ. Αναστασία είναι φιλόλογος, καθηγήτρια Μ.Ε., Βαθμολογήτρια

Δεν υπάρχουν σχόλια: