ΓΙΩΤΑ ΙΩΑΝΝΙΔΟΥ
Έτσι η εργατική δύναμη και η ενσωματωμένη σ’ αυτήν γνώση, εμπορευματοποιείται ακόμη περισσότερο, γίνεται μετρήσιμη και άρα πιο αξιοποιήσιμη για το κεφάλαιο. Σ’ αυτήν ευελπιστεί η αστική τάξη να στηριχτεί για το ξεπέρασμα της καπιταλιστικής κρίσης και τη διαμόρφωση νέων κερδών, έστω κι αν οδηγήσει στην περιθωριοποίηση και την ανεργία μεγάλα κομμάτια νεολαίας. Ταυτόχρονα διαμορφώνει ένα έδαφος κατακερματισμού όχι μόνο γνώσεων, δεξιοτήτων, αλλά και ανθρώπων στο εκπαιδευτικό πεδίο (εκπαιδευτών κι εκπαιδευόμενων) παράλληλα με αυτό της εργασίας. Πρόκειται για τη δεύτερη βασική επιδίωξη της αστικής πολιτικής, αυτή της πολυδιάσπασης, της υπονόμευσης κάθε έννοιας συλλογικής σκέψης και έκφρασης των υλικών συμφερόντων, που αποτελούν το έδαφος της ανάπτυξης των αντιστάσεων και της πολιτικής πάλης. Το Mνημόνιο βαδίζει χέρι - χέρι με το ΕΣΠΑ. Το πρώτο καταργεί τις συλλογικές συμβάσεις και το δεύτερο έρχεται να διαμορφώσει τις ατομικές διαδρομές κατάρτισης.
Σε μια τέτοια εποχή είναι όσο ποτέ αναγκαίο να πάρει σάρκα και οστά η διεκδίκηση για ένα άλλο σχολείο, δημόσιο, δωρεάν, ενιαίο δωδεκάχρονο, χωρίς φραγμούς κι αξιολογήσεις, χωρίς διαχωρισμούς σε γενική και τεχνική παιδεία, που θα παρέχει πλήρη και πολύπλευρη γνώση στους νέους ανθρώπους, με ελεύθερη πρόσβαση σε μια ενιαία πανεπιστημιακή εκπαίδευση. Αυτό πρέπει να γίνεται μαχητικό πρόγραμμα πάλης ενός ευρύτερου μετώπου παιδείας - εργασίας - δημοκρατίας, στην προοπτική μιας απελευθερωτικής παιδείας και χειραφετημένης από τα δεσμά της εκμετάλλευσης εργασίας.
Η ανάγκη γενικής, συγκροτημένης γνώσης και η ισότητα ευκαιριών δεν αναφέρονται πια ούτε προσχηματικά ως περιεχόμενο του νέου σχολείου. Τουναντίον, δύο είναι τα κριτήρια της κοινωνικής του αποτελεσματικότητας: Oι δείκτες της PISA (κατηγοριοποίηση με βάση δείκτες του ΟΟΣΑ) και το μεγάλο ποσοστό ανεργίας στις ηλικίες των 18-24 χρονών που υποδηλώνει, κατά την υπουργική πρόταση, έλλειψη προσόντων που ζητάει η αγορά, αφού ένα μεγάλο κομμάτι αρνείται να κατευθυνθεί προς την τεχνική εκπαίδευση, ως όφειλε. Το να υποστηρίζεται αυτό, εν μέσω κρίσης, όταν οι απολύσεις και η ανεργία είναι καθημερινό φαινόμενο, προκειμένου οι επιχειρήσεις να μεγιστοποιήσουν τα κέρδη τους, είναι τουλάχιστον πρόκληση. Η στροφή μεγάλου ποσοστού των νέων (50-60%) στην τεχνική εκπαίδευση - κατάρτιση είναι ο πρώτος στόχος του νέου σχολείου.
Ως αναγκαία γενική γνώση εμφανίζεται ο «λιτός πυρήνας των μαθημάτων» για την ανάπτυξη των βασικών δεξιοτήτων, που θα διδάσκονται στην A’ Λυκείου: «μαθήματα μητρικής γλώσσας, ιστορία και σε μεγάλο βαθμό τα μαθηματικά». Οι τάξεις της Β’ και Γ’ Λυκείου αποτελούν τάξεις εξειδίκευσης, για τις εισαγωγικές στα ΑΕΙ. Όσο δε αφορά στην περίφημη μείωση της ύλης, η υπουργός μετά από τις συγχωνεύσεις σχολείων προτείνει και συγχωνεύσεις μαθημάτων! Πρόκειται για την πλήρη προσαρμογή στις αποφάσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπου απαιτείται η γενική γνώση να είναι τόση και τέτοια, ώστε να είναι δυνατή η διά βίου κατάρτιση. Αυτή η γενική γνώση αναφέρεται στις βασικές δεξιότητες της επικοινωνίας στην ελληνική και μια τουλάχιστον ξένη γλώσσα, του γραμματισμού, του αριθμητισμού, των θετικών επιστημών και της τεχνολογίας (η ξένη γλώσσα και η τεχνολογία προβλέπεται ότι θα έχουν καλυφθεί από το Γυμνάσιο!). Το άθροισμα αυτών των βασικών δεξιοτήτων δεν έχει καμιά σχέση με τη συγκροτημένη, γενική γνώση που χρειάζεται σήμερα ο νέος άνθρωπος για να μπορεί να σταθεί εργασιακά, αξιακά, κοινωνικά και πολιτικά μέσα στις τεχνολογικές - επιστημονικές αλλαγές, στον καταιγισμό των πληροφοριών και στα αδιέξοδα της κρίσης.
Η ερευνητική εργασία (project) γίνεται μάθημα, ώστε οι μαθητές να αποκτήσουν τις λεγόμενες «εγκάρσιες ικανότητες», επιχειρηματικό πνεύμα, «μαθαίνω πώς να μαθαίνω», ψηφιακή ικανότητα, πρωτοβουλία και πολιτιστική συνείδηση. Δεν πρόκειται για μια αναγνώριση της ανάγκης διαφορετικής παιδαγωγικής προσέγγισης της γνώσης ώστε οι νέοι να αναζητούν, να ερευνούν και να ανακαλύπτουν, μέσα από ομαδική, κοινωνική δουλειά. Αν επρόκειτο για κάτι τέτοιο, θα διέσχιζε όλη την εκπαιδευτική διαδικασία (από το Δημοτικό) κι όλα τα μαθήματα και προφανώς η υλοποίησή του δεν θα μπορούσε να στηριχθεί ούτε σε τμήματα 25 και 27 ατόμων, ούτε σε ένα εργαστήριο πληροφορικής 16-20 θέσεων για κάθε σχολείο, που κατά την Α. Διαμαντοπούλου υπερεπαρκούν. Η εφαρμογή της ερευνητικής εργασίας με αυτό τον τρόπο και μάλιστα με βαθμολογία που θα μετρά πιθανά στην εισαγωγή στην Ανώτατη Εκπαίδευση, ανταποκρίνεται πλήρως σε μια συζήτηση που γίνεται χρόνια στην ΕΕ. Η κεντρική της ιδέα είναι απλή. Η παραγωγή σήμερα δεν είναι τεϊλορική, φορντική αλυσίδα κυρίως δηλαδή διαδοχή, τυποποιημένων κινήσεων. Απαιτεί επιστράτευση της δημιουργικότητας, της φαντασίας του εργαζόμενου καθώς και τη συνεργασία του σε ομάδες, την επίλυση προβλημάτων και την πρωτοβουλία του. Αυτές όμως οι δεξιότητες πρέπει να αναπτύσσονται στον εργαζόμενο σε τέτοιο βαθμό, ώστε να μην αμφισβητούν το διευθυντικό δικαίωμα ή την όλη λειτουργία της καπιταλιστικής παραγωγής.
Κοντά στις εργασίες, το αξιολογικό, εξεταστικό πλέγμα εντείνεται στο νέο Λύκειο. Αυτή η εξέλιξη τροφοδοτεί ακόμη περισσότερο τα φροντιστήρια (για μαθήματα κι εργασίες),γεγονός που στο έδαφος της κρίσης θα οδηγήσει την εργατική οικογένεια στην οικονομική ασφυξία - απόγνωση και πιθανά στην παραίτηση των παιδιών της από το Nέο Λύκειο. Για την εισαγωγή ενός μαθητή στα ΑΕΙ θα συνυπολογίζεται η επίδοσή του στο Λύκειο και οι βαθμοί του πιθανά σε 4 μαθήματα πανελλαδικώς εξεταζόμενα. Ο μαθητής θα εισάγεται στο πρώτο έτος κάποιας σχολής με βάση τους συντελεστές βαρύτητας που θα έχει αυτή ορίσει και μετά με βάση νέα αξιολόγηση, θα ακολουθεί κάποιο πρόγραμμα σπουδών. Ο ανταγωνισμός σε όλα αυτά είναι προφανές ότι θα μετατρέψει πλήρως το Λύκειο σε προθάλαμο των ΑΕΙ και θα γιγαντώσει την παραπαιδεία. Ενώ με τη νέα δομή που προβλέπει η πρόταση του υπουργείου, για την Ανώτατη Εκπαίδευση, δηλαδή των ευέλικτων ροών σπουδών που θα αποτιμώνται με πιστωτικές μονάδες και την ουσιαστική κατάργηση των τμημάτων, το πολυπόθητο πτυχίο, θα είναι ένα πιστοποιητικό σπουδών που δεν θα αντιστοιχεί σε συγκροτημένο επιστημονικό, αντικείμενο και σίγουρα δεν θα αναφέρεται σε σαφή εργασιακά δικαιώματα.
Η εξατομικευμένη πορεία, η διαφοροποιημένη εκπαίδευση, αποτελεί μια τάση που διασχίζει όλη την πρόταση για το νέο Λύκειο και θα εμφανίζεται τόσο μεταξύ σχολείων όσο και μέσα στο ίδιο σχολείο. Ήδη από την Β’ Λυκείου ο κοινός κορμός των μαθημάτων των δύο κατευθύνσεων δεν θα ξεπερνά το 50% των διδακτικών ωρών, ενώ στην Γ’ Λυκείου (τρεις κατευθύνσεις) το ένα τρίτο. Με το δεδομένο της διαφορετικότητας των ερευνητικών εργασιών, ο κάθε μαθητής θα διαμορφώνει μια περισσότερο ατομική διαδρομή μάθησης, που ταυτόχρονα μπορεί να μην περιέχει βασικά αντικείμενα, γενικής παιδείας. Για παράδειγμα, στο βαθμό που ο μαθητής δεν σκοπεύει να δώσει εισαγωγικές για την Ανώτατη Εκπαίδευση, άρα δεν θα πάρει κάποιο μάθημα εμβάθυνσης, θα επιλέγει μεταξύ ξένης γλώσσας, πολιτισμού, λογικής και θρησκείας. Με αυτό τον τρόπο, δεν επιτυγχάνεται κυρίως η καλλιέργεια ιδιαίτερων κλίσεων, αλλά διαφοροποιείται ο μαθητικός πληθυσμός. Είναι φανερό, ότι τα παιδιά με το χαμηλότερο μορφωτικό και κοινωνικό κεφάλαιο, αντί να ενισχύονται με αντισταθμιστικά μέτρα ώστε να παίρνουν την απαραίτητη γνώση μαζί με τα υπόλοιπα παιδιά, θα εγκλωβιστούν σε μια ζώνη πιο «εύκολων» μαθημάτων ή σχολείων με λιγότερες απαιτήσεις, αναπαράγοντας με τον πιο ακραίο τρόπο την ταξική λογική «το παιδί του εργάτη, εργάτης κι αυτός». Οι παραπάνω μαθησιακές διαδρομές απόκτησης προσόντων θα καταγράφονται στον ατομικό φάκελο προσόντων (portfolio) του κάθε μαθητή, που θα τον ακολουθεί εφ’ όρου ζωής και θα αποτυπώνει όλες τις επιδόσεις του. Το ότι αυτή η κουλτούρα ξεκινά κι εμπεδώνεται από την ηλικία των 15 χρόνων στη νέα γενιά, αποδεικνύει πόσο προσχηματικές είναι οι διακηρύξεις της υπουργού περί παιδικότητας και χαμένης εφηβείας.
Ταυτόχρονα, το νέο σχολείο ενστερνίζεται σε όλες του τις λειτουργίες τη λογική των περικοπών και του μικρότερου κόστους. Τα αναλυτικά προγράμματα θα αλλάξουν, αλλά τα βιβλία θα παραμείνουν τα ίδια και θα προστεθούν τα ψηφιακά βοηθήματα και οι διαδικτυακές πηγές. Η δωρεάν διανομή βιβλίων τίθεται εν αμφιβόλω, αφού ο Οργανισμός Διδακτικών Βιβλίων καταργήθηκε πρόσφατα. Τα κτίρια των συγχωνευμένων σχολείων κατά την υπουργό είναι ιδανικά. Διορισμοί θα γίνουν με το σταγονόμετρο. Ο προϋπολογισμός για την παιδεία είναι στο πιο χαμηλό του σημείο μετά τη μεταπολίτευση και η χρηματοδότηση των σχολείων θα γίνει από τους ήδη ελλειμματικούς «Καλλικρατικούς Δήμους».
Όλα τα παραπάνω εμφανίζονται από την εισηγητική πρόταση σαν απάγαυσμα παροχής της ελευθερίας επιλογής. Ο νέος είναι ελεύθερος να επιλέξει τη μαθησιακή του διαδρομή λες κι όλοι ξεκινούν από την ίδια οικονομική, κοινωνική αφετηρία και δεν υπάρχουν μορφωτικές ανισότητες που το εκπαιδευτικό σύστημα όφειλε τουλάχιστον να προσπαθήσει να αμβλύνει. Είναι όπως το δικαίωμα στη επιλογή εργασίας που παρέχεται σήμερα, το δικαίωμα στην επιλογή περίθαλψης ή το δικαίωμα στην πληροφόρηση. Και φυσικά όταν υπάρχουν τόσες... ελευθερίες, το άτομο είναι υπεύθυνο των επιλογών του και η αποτυχία του εσωτερικεύεται.
Για όλα αυτά απαιτείται ένας νέου τύπου εκπαιδευτικός, ενοχοποιημένος και ευάλωτος, κατακερματισμένος κι ανασφαλής εργασιακά και μισθολογικά, ιδεολογικά και πολιτικά χειραγωγημένος. Για αυτό φροντίζουν τα ΜΜΕ αλλά και η εργασιακή - μισθολογική υποβάθμιση των εκπαιδευτικών, οι ελαστικές σχέσεις εργασίας και η αξιολόγηση - χειραγώγηση τους που θεωρείται προϋπόθεση εφαρμογής του «Nέου Σχολείου». Ταυτόχρονα, η δομή του σχολείου γίνεται πιο ιεραρχική, αφού μέσω του σχεδίου νόμου για τη διοίκηση ο διευθυντής ορίζεται ως μάνατζερ και επιθεωρητής, ενώ ο σύλλογος διδασκόντων χάνει οποιοδήποτε αποφασιστικό λόγο.
Η μεγαλύτερη ταξικότητα του «Nέου Λυκείου» σε περιεχόμενο και φραγμούς, γίνεται πιο καθαρή αν δει κανείς τη συγκεκριμένη πρόταση στο έδαφος των ραγδαίων, αντιδραστικών αλλαγών που εξελίσσονται σε όλη την εκπαίδευση αλλά και στο χώρο της εργασίας, στο έδαφος της κρίσης. Ταυτόχρονα, οι αλλαγές στα πρότυπα σχολεία μαζί με τα ψευδεπίγραφα δίκτυα αριστείας και καινοτομίας, που διασχίζουν όλη την εκπαίδευση, τα καθιστούν εργαστήρια των αντιδραστικών αναδιαρθρώσεων. Ενώ στην κατεύθυνση της μερικής κατάρτισης και της πιο άμεσης σύνδεσης με την αγορά εργασίας κινήθηκαν όλες οι αλλαγές στη διά βίου μάθηση και αναμένεται επίσης να κινηθούν οι αλλαγές στην τεχνική εκπαίδευση, στην πρόταση που θα κατατεθεί μετά το Πάσχα.
Με βήμα ταχύ από το σχολείο για την αγορά, περνάμε στο σχολείο της αγοράς.
Η υποταγή στην ανταγωνιστικότητα οδήγησε σε βαθύτερη κρίση την εκπαίδευση
Ας κοιτάξουμε τον κόσμο γύρω μας. Πάει καιρός που η παραγωγικότητα της ανθρώπινης εργασίας, με την εισαγωγή των νέων τεχνολογιών, ξεπέρασε κάθε προσδοκία. Με βάση αυτή την εξέλιξη και την τεράστια παραγωγή πλούτου, θα έπρεπε η φτώχεια να έχει εξαλειφθεί και ο χρόνος εργασίας να έχει γίνει ένα μικρό κομμάτι της ζωής μας. Ο ελεύθερος δημιουργικός χρόνος , η μόρφωση και ο πολιτισμός, η αρμονική συνύπαρξη με τη φύση, μια καλύτερη και πιο ευτυχισμένη ζωή θα έπρεπε να αναδύεται από τις ανθρώπινες συλλογικότητες. Οι νέοι άνθρωποι θα έπρεπε να μετέχουν μιας παιδείας ικανής να καλλιεργήσει την περιέργεια και τις κλίσεις τους, να τους δώσει βάσεις και εργαλεία για να γνωρίσουν και να εξηγήσουν το κοινωνικό και φυσικό περιβάλλον γύρω τους, την ιστορική του εξέλιξη, να δουν τον εαυτό τους μέσα σ’ αυτήν αλλά και στα μάτια των διπλανών τους. Να κρίνουν και να αποδεικνύουν, να αναζητούν και να ονειρεύονται, να είναι ελεύθεροι και να διαφυλάσσουν την ελευθερία τους, να έχουν την πεποίθηση ότι είναι μέρος της συνολικής κοινωνικής κίνησης, αλλά και ότι την επηρεάζουν, να έχουν τις γνώσεις που γεννούν την προσδοκία ότι θα είναι κύριοι της παραγωγής κι όχι υποχείριά της. Μιας παιδείας που να αναβρύζει από όλους τους πόρους της κοινωνίας, την εργασία, τη μαθητική τάξη και το φοιτητικό αμφιθέατρο, την κίνηση της πληροφορίας και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, τη πολιτιστική δημιουργία. Μιας παιδείας που θα επιδιώκει να συμβάλει στην αλλαγή του κόσμου και των ανθρώπων.
Κι όμως, όχι μόνο τίποτε απ’ όλα αυτά δεν συμβαίνει, αλλά όταν οι άνθρωποι δεν πεθαίνουν από πείνα στις καπιταλιστικές μεγαλουπόλεις, αυτοκτονούν είτε από το εργασιακό στρες, είτε από το φόβο μήπως βρεθούν στην ανεργία. Οι πιο εκσυγχρονισμένες τεχνολογικά χώρες και αυτές που ακόμη διδάχτηκαν από την ιστορία τους τον πυρηνικό όλεθρο, γεννούν «Φουκουσίμα». Ο ελεύθερος χρόνος τείνει να εκλείψει κι όσος υπάρχει καταδυναστεύεται από τα ΜΜΕ. Οι άνθρωποι κοιτούν μονάχα εντός τους, μόνοι, αποξενωμένοι από τα προϊόντα που παράγουν κι ανταγωνιστικοί προς τους υπόλοιπους και τη φύση. Οι νέοι ασφυκτιούν μέσα σε ένα εκπαιδευτικό σύστημα που είτε τους πείθει ότι «δεν είναι για τα γράμματα», είτε αφυδατώνει την όποια περιέργεια κι αναζήτηση, μετατρέποντάς τη σε εκγύμναση στην ύλη για τις εξετάσεις. Ο θεός της αγοράς και η ανταγωνιστικότητα, έχουν γίνει υπέρτατες κοινωνικές αξίες. Δεν υπήρχε ποτέ άλλοτε στην ανθρώπινη ιστορία τόσο μεγάλος όγκος διακινούμενων πληροφοριών μαζί με τόσο χειραγωγημένη ενημέρωση, τόσες πολλές δυνατότητες απελευθέρωσης των ανθρώπου από την άγνοια και το σκοταδισμό μαζί με τόσο πολλά δεσμά ανελευθερίας.
Κι ο κόσμος προχωρούσε με υποσχέσεις καταναλωτικής ευδαιμονίας και υποθηκευμένες ιδεολογίες. Όλοι να «κοιτούν τη δουλειά τους», μακριά από ρηξικέλευθες αναλύσεις και επικίνδυνα ερωτήματα, όπως το γιατί αυτοί που παράγουν τον πλούτο, απολαμβάνουν τα ψίχουλα που πέφτουν από το τραπέζι αυτών που τον ιδιοποιούνται. Σ’ αυτό το κλίμα, του τέλους της ιστορίας, ο καπιταλισμός έβαλε το ερώτημα της κρίσης στην εκπαίδευση και αποφάνθηκε ότι έπρεπε να δεθεί πιο οργανικά με τις ανάγκες της αγοράς εργασίας και την ιδέα της ανταγωνιστικής οικονομίας της γνώσης. Έτσι οι προτεραιότητες του κέρδους και της ιδεολογικής κυριαρχίας των αξιών του κεφαλαίου (επιχειρηματικότητα, προσαρμοστικότητα, ευελιξία) άρχισαν να διεκδικούν χώρο μέσα στα εκπαιδευτικά περιεχόμενα και την εκπαιδευτική διαδικασία, πιο άμεσα και πιο καθαρά σε σχέση με το παρελθόν. Άρχισαν να προετοιμάζουν και να υποδέχονται τις αντίστοιχες αλλαγές στην εργασία. Η αγορά εργασίας απαιτεί όσες γενικές γνώσεις χρειάζονται μόνο ως βάση των δεξιοτήτων. Οι υπόλοιπες είναι περιττές. Ζητά διά βίου κυνήγι προσόντων. Δεν χρειάζεται ανθρωπιστικές σπουδές, παρά δεξιότητες συνεργατικότητας και πρωτοβουλίας για την παραγωγή. Δεν χρειάζεται γλώσσα, εργαλείο συγκρότησης σκέψης και αντίληψης για τον κόσμο αλλά μέσο επικοινωνίας. Η αγορά δεν χρειάζεται ξεχωριστούς χώρους εκπαίδευσης με μακροπρόθεσμες σπουδές, αλλά ευέλικτες διαδρομές μάθησης, που να οδηγούν στην παραγωγή, χωρίς νεκρούς χρόνους. Δεν χρειάζεται συγκροτημένη, γενική γνώση αλλά πιστοποιημένες ικανότητες. Δεν χρειάζεται αναζητήσεις πίσω από τις πληροφορίες αλλά τη διαχείρισή τους. Η αγορά δεν τους θέλει όλους μορφωμένους, υπάρχει πόλωση στις ανάγκες της. Πολύ υψηλά προσόντα από τη μια αλλά και αναλώσιμο ανθρώπινο δυναμικό από την άλλη. Δεν επιτρέπει ελεύθερο χρόνο γιατί τότε η σκέψη κάνει ακροβασίες και πετάγματα και αυτό είναι χαμένος χρόνος. Δεν αναγνωρίζει τις κοινωνικές τάξεις αλλά τους κοινωνικούς εταίρους. Για την αγορά έχει αξία ότι μετριέται, ανταλλάσσεται και παράγει κέρδος.
Τελικά, η εκπαίδευση με την πλήρη αποδοχή των παραπάνω, έφτασε στη σημερινή της απαξίωση και κρίση. Ζωντανή εικόνα της καπιταλιστικής κρίσης που στοιχειώνει το μέλλον της κοινωνίας μας σήμερα.