Με αφορμή την  πρόταση του προέδρου του Εθνικού Οργανισμού Εξετάσεων του υπουργείου Παιδείας Γ. Δάσιου για το νέο σύστημα εισαγωγής των  υποψηφίων στην  τριτοβάθμια εκπαίδευση , ο  Μανόλης Κουσλόγλου Σύμβουλος Εκπαίδευσης Φυσικών Επιστημών Καβάλας – Έβρου, έσετειλε στο esos  το ακόλουθο άρθρο:

Η συζήτηση για το σύστημα εισαγωγής στα ΑΕΙ επιστρέφει διαρκώς, σχεδόν πάντα με την ίδια αφετηρία: τη διατήρηση του αδιάβλητου. Οι Πανελλαδικές εξετάσεις, όποιες κι αν είναι οι αδυναμίες τους, έχουν ένα πλεονέκτημα που κανείς δεν αμφισβητεί: είναι αδιάβλητες. Και αυτό είναι κάτι που δεν θέλουμε και δεν πρέπει να χαθεί.

Όμως, ενώ συζητάμε διαρκώς για το πώς θα διατηρήσουμε το αδιάβλητο ή πώς θα το συνδυάσουμε με το «ουσιαστικό», ξεχνάμε τι έχει συμβεί στο Λύκειο: ο διδακτικός του ρόλος έχει υποχωρήσει μπροστά στον εξεταστικό. Στη Γ’ Λυκείου, το σχολείο σχεδόν παύει να λειτουργεί ως παιδαγωγικός θεσμός και μετατρέπεται σε μηχανισμό προετοιμασίας για τις Πανελλαδικές εξετάσεις. Οι μαθητές επικεντρώνονται αποκλειστικά στα γραπτώς εξεταζόμενα μαθήματα, ενώ τα υπόλοιπα περιθωριοποιούνται. Οι εκπαιδευτικοί, πολλές φορές, έρχονται αντιμέτωποι με μια δομή που τους ζητά να κάνουν τα πάντα, αλλά ουσιαστικά μετρά μόνο τα εξεταζόμενα. Δεν πρόκειται για δική τους ευθύνη, αλλά για ευθύνη του πλαισίου στο οποίο λειτουργούν.

Έτσι, σταδιακά δεν χάνεται μόνο η παιδαγωγική ουσία του σχολείου, αλλά χάνεται και η εμπιστοσύνη προς αυτό. Όχι μόνο από την Πολιτεία ή τους γονείς, αλλά ακόμη και από τους ίδιους τους μαθητές. Γιατί να εμπιστευθούν τον εκπαιδευτικό που διδάσκει ένα «δευτερεύον» μάθημα; Γιατί να δώσουν σημασία σε κάτι που δεν μεταφράζεται σε μόρια; 

Μέσα σε αυτό το κλίμα δημοσιεύθηκε πρόσφατα μια νέα πρόταση από τον πρόεδρο του Εθνικού Οργανισμού Εξετάσεων, κ. Γιώργο Δάσιο (https://www.esos.gr/arthra/94424/neo-systima-eisagogis-sta-aei-i-eisigisi-toy-proedroy-toy-ethnikoy-organismoy). 

Η πρόταση προσπαθεί να διατηρήσει την αξιοπιστία των Πανελλαδικών, να εμπλέξει περισσότερα μαθήματα και να συνυπολογίσει υπό όρους τη βαθμολογία του Λυκείου. Πρόκειται για μια προσπάθεια εξορθολογισμού σε μια γνωστή, δύσκολη εξίσωση. Αλλά ακόμη κι αυτή, όπως και κάθε άλλη παρόμοια πρόταση, θα κριθεί τελικά από έναν και μόνο παράγοντα: το αν μπορούμε να εμπιστευτούμε το σύστημα που σχεδιάζουμε.

Το ερώτημα, λοιπόν, δεν είναι «τι σύστημα θέλουμε», αλλά αν μπορούμε να το εφαρμόσουμε με εμπιστοσύνη και εντιμότητα. Αν μπορούμε να αφήσουμε πίσω τη λογική της επιτήρησης και της καχυποψίας. Αν μπορούμε να εμπιστευτούμε το σχολείο, χωρίς γραπτά με αστυνομική συνοδεία και φοβικά αντανακλαστικά. Αν μπορούμε να δώσουμε χώρο στους εκπαιδευτικούς να αξιολογούν, να υποστηρίζουν, να λένε την αλήθεια, χωρίς να φοβούνται τις συνέπειες. Οι εκπαιδευτικοί έχουν μεγάλη ανάγκη από ένα πεδίο εμπιστοσύνης, να μπορούν να δουλέψουν ουσιαστικά, με επαγγελματισμό και ελευθερία. Έχουν ανάγκη να αποκατασταθεί το νόημα του ρόλου τους: να διδάσκουν, να υποστηρίζουν.

Όσο για τους γονείς, αξίζει να ακούσουν κάτι δύσκολο, αλλά ειλικρινές: η αλήθεια για το παιδί τους, όσο πικρή κι αν είναι, είναι το καλύτερο δώρο που μπορούν να του κάνουν. Όχι ο πιο υψηλός βαθμός, όχι το λιγότερο άγχος, αλλά η γνώση του πού βρίσκεται και τι μπορεί πραγματικά να κάνει. Από εκεί ξεκινά η πρόοδος.

Αν δεν αλλάξει αυτή η θεμελιώδης σχέση, η σχέση εμπιστοσύνης, καμία μεταρρύθμιση δεν θα φέρει πραγματική αλλαγή. Θα αλλάζουν μόνο τα εξωτερικά χαρακτηριστικά: οι ονομασίες, τα ποσοστά, οι τράπεζες θεμάτων, τα στάδια εισαγωγής. Στην ουσία, θα συνεχίζουμε να ανακυκλώνουμε τα ίδια προβλήματα, στην ίδια λογική «ας περάσει το παιδί και βλέπουμε»...

Ίσως, λοιπόν, πριν αλλάξουμε το σύστημα εισαγωγής στα ΑΕΙ, να χρειάζεται πρώτα να αλλάξουμε τη σχέση μας με την αλήθεια. Και αυτή η αλλαγή δεν γίνεται με νόμους και εγκυκλίους. Γίνεται με σχέσεις, με πρόσωπα, με παιδαγωγική συνείδηση και κυρίως με πολιτική βούληση που δεν αρκείται στη διαχείριση, αλλά στοχεύει σε κάτι βαθύτερο: τη στήριξη ενός σχολείου που αξίζει να το εμπιστευόμαστε.