Δευτέρα 1 Απριλίου 2019

Πληθαίνουν τα περιστατικά βίας στα σχολεία, ακόμη και εις βάρος εκπαιδευτικών
Μαθητής Λυκείου χτύπησε τον διευθυντή του σχολείου στο Ηράκλειο Κρήτης, γιατί τον είχε αποβάλει. Ο διευθυντής υπέβαλε μήνυση και συνελήφθησαν και ο μαθητής και οι γονείς του για παραμέληση εποπτείας ανηλίκου.
Άρχισαν να πληθαίνουν οι ειδήσεις αυτές για κρούσματα αυτού του είδους στα σχολεία. Σημάδια των καιρών μας. Σε όσους είναι λίγο μεγαλύτερης ηλικίας, όλα αυτά φαίνονται αδιανόητα. Παλαιότερα είτε από φόβο είτε από σεβασμό, οι εκπαιδευτικοί και μάλιστα οι διευθυντές των σχολείων, φάνταζαν στα μάτια μας κάτι σαν «επίγειοι θεοί», ο λόγος τους ήταν νόμος και οι τιμωρίες τους αυστηρές, οι δε γονείς στην μεγάλη πλειοψηφία τους επικροτούσαν και γενικά φρόντιζαν να μην αποκαθηλώνεται η εικόνα του δασκάλου ή του καθηγητή ή του γυμνασιάρχη και λυκειάρχη στα μάτια των παιδιών τους.
Αν αξίζει ο κόπος να ασχοληθεί κανείς με το φαινόμενο, συνιστάται να ξεκινήσει την εξέτασή του με μία παραδοχή: Θέλουμε ένα δημόσιο σχολείο που θα κυριαρχεί ο αλληλοσεβασμός και η αμοιβαία προσπάθεια για την επίτευξη του στόχου, που είναι η διαπαιδαγώγηση και η μόρφωση ή ένα δημόσιο σχολείο όπου θα απαξιώνεται ο ρόλος των εκπαιδευτικών και θα αντιμετωπίζουμε συχνά τέτοια φαινόμενα; Λες και δεν έχει υποβαθμιστεί αρκετά η θέση του εκπαιδευτικού με την μεγαλύτερη αναλογικά μείωση μισθού στον δημόσιο τομέα, την αδιοριστία, το αμετάθετο κ.λ.π.
Είμαι σχεδόν βέβαιη ότι όλοι μας επιθυμούμε το πρώτο. Δεν πιστεύω ότι υπάρχει γονέας ή εκπαιδευτικός ή μαθητής που επιθυμεί το σχολείο να καταντήσει μία ζούγκλα όπου θα έρχονται στην επιφάνεια τα ζωώδη ένστικτα και θα κυριαρχεί ο νόμος του σωματικά ισχυροτέρου. Κάτι δηλαδή σαν τα υποβαθμισμένα δημόσια σχολεία των Η.Π.Α. και της Μεγάλης Βρετανίας.
Πιστεύω λοιπόν ότι για να επιτύχουμε τον στόχο μας, απαιτείται πρώτα να ψηλαφίσουμε τις γενεσιουργές αιτίες των φαινομένων αυτών, από όλες τις πλευρές των εμπλεκομένων και να κάνουμε όλοι την αυτοκριτική μας. Ποιες είναι οι εμπλεκόμενες πλευρές; Η πολιτεία, οι εκπαιδευτικοί, οι γονείς και οι μαθητές. Κατά την γνώμη μου οι γενεσιουργές αιτίες εντοπίζονται μέσα στα όρια της κάθε εμπλεκόμενης πλευράς και σε ό,τι τους αναλογεί.
Πρώτον η πολιτεία. Πιστεύω ότι η κυριότερη αιτία, από την πλευρά της πολιτείας, που συντελεί στην εμφάνιση των φαινομένων βίας, είναι ότι όλες μα όλες οι κυβερνήσεις έχουν νομοθετήσει για την εκπαίδευση, με προσανατολισμό την δημιουργία ενός σχολείου που θα εφοδιάζει τους μαθητές με μονόπλευρα προσανατολισμένες δεξιότητες και όχι ενός σχολείου που θα επιδιώκει την διαπαιδαγώγηση ανθρώπων με κριτικό στοχασμό και ολόπλευρη μόρφωση. Αυτό το γεγονός συντελεί στην δημιουργία ενός σχολείου με ελάχιστο ενδιαφέρον για έναν μεγάλο αριθμό μαθητών, κυρίως μειωμένων επιδόσεων, που δεν βρίσκουν ελκυστικούς λόγους παρακολούθησης μαθημάτων, που βοηθούν στην πνευματική καλλιέργεια και την εσωτερική αρμονία, δεδομένου ότι αυτά δεν προσφέρονται για βαθμολόγηση δεξιοτήτων και επιδόσεων και επομένως υποβαθμίζονται. Για τους μαθητές αυτούς τα σχολεία της δευτεροβάθμιας κυρίως εκπαίδευσης έχουν αρχίσει να παίζουν τον ρόλο του «παιδοφυλακτηρίου». 
Με απλά λόγια: Αν το σχολείο δεν κυριαρχούνταν από την υφέρπουσα και ενδόμυχη αναγκαιότητα να ξεχωρίσουμε τους καλούς από τους κακούς μαθητές, με το βλέμμα προς την εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση πάση θυσία, αλλά στόχος του ήταν η απόκτηση όχι μόνο γνώσεων, αλλά και αγωγής, καλλιέργειας, κριτικού στοχασμού και ποικίλης και ολόπλευρης μόρφωσης, έχω την γνώμη πως δεν θα δημιουργούνταν η ανάγκη να διοχετευθεί η νεανική ορμή σε λάθος κατεύθυνση και με εσφαλμένα πρότυπα.
Θεωρώ περιττό να αναλωθώ σε άλλα πιο τετριμμένα και χειροπιαστά στοιχεία επιβαρυντικά της όλης κατάστασης, που οφείλονται στην αδιαφορία και στην αδηφάγα ανάγκη περιστολής δαπανών για την Παιδεία, όπως αύξηση μαθητών ανά τμήμα, ελλείψεις σε εκπαιδευτικό προσωπικό, χρόνια αδιοριστία, κτιριακές υποδομές που παραπέμπουν περισσότερο σε φυλακές παρά σε σχολεία και άλλα, που όμως επιτείνουν την εμφάνιση κρουσμάτων βίας μεταξύ των μαθητών αλλά και μεταξύ μαθητών και εκπαιδευτικών.
Δεύτερον οι εκπαιδευτικοί. Απαιτείται μία εκ βαθέων αυτοκριτική μας σχετικά με την προσέγγιση που επιφυλάσσουμε στους μαθητές μας. Το παρακάτω ερώτημα είμαι σίγουρη ότι πολλοί αποφεύγουμε να το απαντήσουμε, ακόμα και στον ίδιο μας τον εαυτό, διότι η απάντησή του ίσως μας φοβίζει: Μήπως και εμείς οι ίδιοι δεν ξεχωρίζουμε τους μαθητές μας ανάλογα με τις επιδόσεις τους, όχι μόνο βαθμολογικά, όπως είναι φυσικό, αλλά και συναισθηματικά; Νομίζουμε ότι το κρύβουμε καλά και επιμελώς, αλλά να είστε σίγουροι ότι αυτή μας την στάση, ο μαθητής, που είναι αντικείμενό της, την καταλαβαίνει ενστικτωδώς και η αντίδρασή του απέναντί της, πολλές φορές και ανάλογα με την ιδιοσυγκρασία του δεν είναι η ενδεδειγμένη. Μήπως αγνοούμε ή ξεχνάμε βασικούς παιδαγωγικούς κανόνες με βάση τους οποίους ο εκπαιδευτικός δεν πρέπει να ξεχωρίζει τους μαθητές σε καλούς, κακούς και προβληματικούς, αλλά να επιζητά να εξαγάγει από τον καθένα τους τα ποιοτικότερα χαρακτηριστικά του, τα οποία είναι για κάθε έναν τους διαφορετικά; Να είστε σίγουροι ότι ο μαθητής που ψυχανεμίζεται ότι ο καθηγητής ή ο δάσκαλός του τον θεωρεί «καμένο χαρτί» θα αντιδράσει με τον χειρότερο τρόπο για να τον επιβεβαιώσει. Αν ο απρόσεκτος και αμελής μαθητής καταλάβει ότι ο παιδαγωγός του θεωρεί ότι έχει την δική του εξατομικευμένη αξία, έχω την άποψη ότι θα προσπαθήσει να ενισχύσει την άποψή του, να αμβλύνει τα βίαια ένστικτά του, για να «αναγκάσει» τον εκπαιδευτικό να ασχοληθεί περισσότερο μαζί του. Όλοι έχουμε την ανάγκη επιβεβαίωσης στο κοινωνικό μας σύνολο, πόσο μάλλον τα παιδιά της μαθητικής ηλικίας, ακόμα και αυτά με οικογενειακά προβλήματα.
Τρίτον οι γονείς. Έχουμε την εντύπωση ότι αν βομβαρδίσουμε τα παιδιά μας με πληθώρα ερεθισμάτων, μέσα από επίπονες και χρονοβόρες εξωσχολικές δραστηριότητες και με βαθμοθηρική λογική, θα επιτελέσουμε το καθήκον μας ως γονείς; Είναι που είναι αγχώδης η σύγχρονη καθημερινότητα για τα παιδιά μας, εμείς πρέπει να την κάνουμε χειρότερη; Δεν έχει σημασία η ποσότητα αλλά η ποιότητα. Μία ποιοτική εξωσχολική δραστηριότητα, προσανατολισμένη στις κλίσεις του παιδιού μας, βοηθά στην αυτοεκτίμησή του και την κοινωνικοποίησή του. Τα παιδιά μας δεν είναι η επιβεβαίωση του «εγώ» μας, των δικών μας επιθυμιών και ονείρων. Τα παιδιά μας είναι αυθύπαρκτες προσωπικότητες, με τις δικές τους επιθυμίες και όνειρα για το μέλλον. Λίγος ποιοτικός χρόνος συζήτησης και επικοινωνίας με το παιδί μας, θα μας αφήσει έκπληκτους για τις σκέψεις που κρύβονται μέσα τους, θα μας εκπλήξει με τις αγωνίες, τις ελπίδες και τους φόβους που το κατακλύζουν και για τα οποία εμείς είμαστε οι κυριότεροι υπεύθυνοι. Ένα παιδί που το ξαποστέλνεις σε «ωφέλιμες δραστηριότητες» και σε δέκτες και πομπούς ταχύτατα εναλλασσόμενων εικόνων με κύριο συστατικό τους την βία, μόνο και μόνο γιατί φοβάσαι την ειλικρινή επικοινωνία μαζί του, για να μην φανεί η ανεπάρκειά σου ως γονέας, είναι πολύ πιθανό να αντιδράσει κάποιες φορές βίαια, γιατί νοιώθει την «οιονεί» απόρριψη από την οικογένειά του και γιατί η βία γεννά βία. Ας είμαστε ειλικρινείς τουλάχιστον με τον εαυτό μας, πολλές φορές επιθυμούμε την ησυχία μας και δεν είμαστε πάντα «εκεί» για τα παιδιά μας, για να τα κυττάξουμε (!) στα μάτια και να τα ακούσουμε με προσοχή. Όσα ελαφρυντικά και να μας δίνει η αμείλικτη καθημερινότητα, μεροδούλι-μεροφάι στην συντριπτική μας πλειοψηφία, αυτό δεν αποτελεί επαρκές άλλοθι για την αδιαφορία μας.
Τέλος τα παιδιά, οι μαθητές. Τι να πούμε για τα παιδιά, χωρίς να καθρεφτιστούμε σε τελική ανάλυση εμείς μέσα από τα λεγόμενά μας; Ποια η ευθύνη τους η εντελώς προσωπική, που δεν έχει την γενεσιουργό αιτία της στις τρείς πρώτες εμπλεκόμενες πλευρές; Πολιτεία, εκπαιδευτικοί και γονείς; Ίσως το μόνο που μπορεί κανείς να τους προσάψει, είναι ότι πολλές φορές δεν χρησιμοποιούν όλες τις δυνάμεις που τους προίκισε η φύση, όλα τα ποιοτικά χαρακτηριστικά τους, όλες τις κλίσεις τους, για να αποδείξουν την αξία τους. Πώς όμως μπορούμε να το περιμένουμε αυτό, εκτός φωτεινών εξαιρέσεων, όταν δεν τους δίνουμε εμείς αυτήν την ευκαιρία;
Στο παράδειγμά μας της βιαιοπραγίας στο Λύκειο του Ηρακλείου, συναντάμε ίσως την συγκέντρωση όλων των παραπάνω αιτιών σε μία χρονική στιγμή και σε έναν χώρο και με τέτοια ένταση, που δημιουργεί την «είδηση». Η οποία όμως, για να είναι διδακτική, να προσφέρει κάτι, δεν πρέπει να είναι «εύπεπτη», επιφανειακή και «διασκεδαστική - κουτσομπολίστικη». Να μην επικεντρωνόμαστε δηλαδή στο γεγονός, αυτό καθαυτό, αλλά να εμβαθύνουμε στις αιτίες. Αν καταπολεμήσουμε τις αιτίες, θα εξαλείψουμε τα βίαια αποτελέσματά τους. Θα πετύχουμε συνειδητά τον αλληλοσεβασμό, την ευγενική συμπεριφορά και την ανθρώπινη κατ’ αρχήν καλλιέργεια στο σχολείο.

Δεν υπάρχουν σχόλια: