Πανελλαδικές εξετάσεις: Το εθνικό μας τοτέμ
Για δεκαετίες ολόκληρες, το εκπαιδευτικό μας σύστημα υποτάχθηκε σε ένα ατελέσφορο παιδαγωγικά εξεταστικό μοντέλο που έβαλε το Λύκειο αλλά και τις προηγούμενες εκπαιδευτικές βαθμίδες στην υπηρεσία της επιτυχίας στις εξετάσεις του επόμενου κύκλου.

Του Ανδρέα Παπαδαντωνάκη
Έχετε ποτέ αναρωτηθεί πού οφείλεται η κακοδαιμονία της χώρας να καθυστερούν -ή και να μην υλοποιούνται ποτέ- αναγκαίες αλλαγές - μεταρρυθμίσεις στην οικονομία στην κοινωνία και στη δική μας περίπτωση στην εκπαίδευση;
Η πολιτική ατολμία για τέτοιες πρωτοβουλίες σε πολλές περιπτώσεις οφείλεται στο πολιτικό κόστος που στην ελληνική πολιτική κουλτούρα συνήθως υπερτερεί των κοινωνικών και εθνικών αναγκών.
Συνήθως αλλά όχι πάντα.
Το 1964, το κοινωνικό αίτημα για μια γενναία εκπαιδευτική μεταρρύθμιση παράλληλα με την απαίτηση για ένα αδιάβλητο σύστημα εισαγωγής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση συνέπεσε με την παρουσία τριών σπουδαίων προσωπικοτήτων στα πολιτικά και εκπαιδευτικά πράγματα της χώρας: Του Γ. Παπανδρέου ως πρωθυπουργού, του Λουκή Ακρίτα ως υφυπουργού Παιδείας και του Ευάγγελου Παπανούτσου ως Γενικού Γραμματέα. (ο ρόλος και η παρουσία του τελευταίου αξίζουν ιδιαίτερης μνείας).
Το αποτέλεσμα εκείνης της ευτυχούς σύμπτωσης, ήταν μια συνολική εκπαιδευτική μεταρρύθμιση με σφραγίδα το ακαδημαϊκό απολυτήριο και την καθιέρωση του αδιάβλητου, τόσο στην κλήρωση των θεμάτων σε εθνικό επίπεδο όσο και στην εξαγωγή των αποτελεσμάτων.
Το αδιάβλητο της διαδικασίας κλήρωσης και βαθμολόγησης προκάλεσε το ενδιαφέρον και των διεθνών μέσων. Στο ιστορικό ντοκιμαντέρ του BBC την ίδια χρονιά, “Η Ελλάδα χωρίς κολώνες”, η πρωτόγνωρη για τα δεδομένα της εποχής, αδιάβλητη διαδικασία των “Γενικών εξετάσεων” έχει ιδιαίτερη θέση.
Εξήντα χρόνια μετά από τη σπουδαία εκείνη εποχή το «άγιο δισκοπότηρο» του αδιάβλητου των εξετάσεων παραμένει “άγιο” και άρα μη υποκείμενο σε αναθεωρήσεις και οι εξετάσεις είτε ως Γενικές είτε ως εισιτήριες, ως πανελλαδικές ή πανελλήνιες, εξακολουθούν να είναι το λατρευτικό μας τοτέμ.
Μόνο που εν τω μεταξύ, η πραγματική ζωή μας ξεπέρασε.
Η υπερβολική εστίαση στις εξετάσεις και στο αδιάβλητο- πράγμα που ερμηνεύεται ιστορικά σε μια χώρα με παράδοση αναξιοκρατίας -, μας στέρησε και μας στερεί τη δυνατότητα να απλώσουμε τη ματιά μας πέρα από το δέντρο.
Για δεκαετίες ολόκληρες, το εκπαιδευτικό μας σύστημα υποτάχθηκε σε ένα ατελέσφορο παιδαγωγικά εξεταστικό μοντέλο που έβαλε όχι μόνον το Λύκειο αλλά και τις προηγούμενες εκπαιδευτικές βαθμίδες στην αποκλειστική υπηρεσία της επιτυχίας στις εξετάσεις του επόμενου κύκλου.
Οι συνέπειες αυτής της κατάστασης και όχι μόνον αυτής, είναι κοινά διαπιστωμένες στο δημόσιο λόγο εδώ και τριάντα περίπου χρόνια:
Ακύρωση της τελευταίας τάξης του Λυκείου, φροντιστηριοποίηση της εκπαίδευσης και αύξηση των αντίστοιχων οικογενειακών δαπανών, εξεταστικό άγχος, υπερβολική εστίαση σε συγκεκριμένα γνωστικά αντικείμενα σε βάρος της γενικής παιδείας, αποθάρρυνση της δημιουργικότητας και της πρωτοτυπίας, επιβράβευση της απομνημόνευσης, αδιαφορία μαθητών, υποβάθμιση απολυτηρίου, απαξίωση σχολείου.
Τα παραπάνω “εκφυλιστικά συμπτώματα” είναι κοινά διαπιστωμένα από πανεπιστημιακούς δασκάλους - ερευνητές, από πολιτικά κόμματα, από εθνικά συμβούλια και επιτροπές διαλόγου, από επιτροπές σοφών κ.α.
Σε κάποιο βαθμό θα τα βρούμε να υπάρχουν σε κείμενα όπως τα πορίσματα του Εθνικού συμβουλίου Παιδείας (Ε.ΣΥ.Π.) υπό τον καθηγητή Γ. Μπαμπινιώτη το 2009, στην πρόταση νόμου του ΠΑΣΟΚ για το «Νέο Λύκειο και το σύστημα πρόσβασης στην Tριτοβάθμια Eκπαίδευση» το 2012, στο πόρισμα της επιτροπής διαλόγου για την παιδεία το 2016 (πόρισμα Λιάκου), στο σχέδιο Γαβρόγλου το 2019, ενώ ανάλογες διαπιστώσεις υπάρχουν και σε δηλώσεις και κείμενα υπευθύνων παραγόντων και στελεχών της κυβέρνησης.
Πού έγκειται λοιπόν το πρόβλημα της τόσο μεγάλης καθυστέρησης στη λήψη απόφασης για αντικατάσταση του συστήματος των πανελλαδικών και θεσμοθέτηση ενός αξιόπιστου εθνικού απολυτηρίου;
Βασικός λόγος, είναι όπως αναφέρθηκε το πολιτικό κόστος μιας τέτοιας απόφασης καθώς και η πολυμορφία των προτάσεων που έχουν μέχρι σήμερα κατατεθεί στη δημόσια συζήτηση.
Ας έχουμε πάντως υπόψη μας, ότι το εθνικό απολυτήριο μπορεί να θεραπεύσει κάποια –όχι όλα- από τα συμπτώματα που αναφέρθηκαν παραπάνω.
Μπορεί πρώτον να σταματήσει την εντεινόμενη απαξίωση όχι μόνο του Λυκείου ως εκπαιδευτικής βαθμίδας αλλά και συνολικά του δημόσιου σχολείου σε μια εποχή μάλιστα που τα αριθμητικά στοιχεία δείχνουν αύξηση των μαθητών που φοιτούν στα ιδιωτικά σχολεία, γεγονός που επιβεβαιώνεται από την εισβολή των ξένων funds στην ιδιωτική εκπαίδευση.
Μπορεί ακόμη, να οδηγήσει σε ένα αξιόπιστο τίτλο σπουδών κατά τα διεθνή πρότυπα, μπορεί να μεταθέσει το κέντρο βάρους από την εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση μέσα στο ίδιο το σχολείο και να συμβάλει αποφασιστικά στο να πάψει το Λύκειο να είναι η θεραπαινίδα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης .
Αυτό που δεν πρέπει να γίνει με το εθνικό απολυτήριο, είναι να αντιμετωπιστεί ως το φάρμακο «δια πάσαν νόσον». Και σίγουρα δεν πρέπει να αντιμετωπισθεί ως μια διαδικασία αντικειμενικής έστω αξιολόγησης γνώσεων και δεξιοτήτων για την εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.
Εξάλλου, η πρόσβαση στην τριτοβάθμια έχει δεχθεί σοβαρά πλήγματα από την “πολυτυπία” του κυρίου Πιερρακάκη, τις παράλληλες διαδρομές για την εισαγωγή στην Τριτοβάθμια, την προαναγγελθείσα εισαγωγή στα ΑΕΙ μέσω του International Baccalauréat και τα ιδιωτικά «μη κερδοσκοπικά» πανεπιστήμια.
Η μεταρρύθμιση του εθνικού απολυτηρίου είναι ανάγκη να συνοδεύεται, –αλλιώς είναι καταδικασμένη να αποτύχει-, από δομικές αλλαγές στο περιεχόμενο των σπουδών και στις παιδαγωγικές μεθόδους, από μείωση του βαθμού εμβάθυνσης των μαθημάτων και της δυσκολίας των θεμάτων, από την ένταξη στο κανονικό πρόγραμμα ερευνητικών εργασιών και βιωματικών δράσεων, από προγράμματα αντισταθμιστικής εκπαίδευσης για την άμβλυνση των ανισοτήτων, από νέες αναζητήσεις στο σκοπό και στους στόχους του σχολείου.
Πρόκειται λοιπόν για μια μεγάλη συζήτηση που δεν εξαντλείται στο πόσες εξετάσεις και με ποιους συντελεστές.
Παραμένει ζητούμενο η συζήτηση αυτή είναι αρχίσει.
Για μια ακόμη φορά έχουμε καθυστερήσει αρκετά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου